Την 5η Νοεμβρίου 1952 γεννήθηκε ο Όλεγκ Μπλαχίν (όπως έχει επικρατήσει να γράφεται και να προφέρεται το όνομά του, αν και δεν είναι απόλυτα σωστό). Ο Όλεγκ Μπλαχίν ως παίκτης θεωρείται ο μεγαλύτερος της ΕΣΣΔ (φυσικά και της Ουκρανίας) και ένας από του μεγαλύτερους του παγκοσμίου ποδοσφαίρου. Τα ρεκόρ του στην εθνική ομάδα και στην Ντινάμο Κιέβου σε όλους τους τομείς (συμμετοχές, γκολ, ατομικές διακρίσεις και βραβεία κ.λπ.) θα μείνουν αιώνια.
Πολλοί πιστεύουν ότι ήταν το αγαπημένο παιδί του φημισμένου προπονητή του στην Ντινάμο και στην εθνική, του Βαλερί Λομπανόφσκι. Ωστόσο δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Οι σχέσεις του Όλεγκ με τον Λομπανόφσκι ήταν απλώς τυπικές, ούτε εχθρικές, αλλά ούτε και φιλικές. Ο Μπλαχίν ακολουθούσε με συνέπεια το προπονητικό πρόγραμμα εκγύμνασης/ φυσικής κατάστασης του Λομπανόφσκι, το οποίο, όμως, ο ίδιος θεωρούσε υπερβολικό και απάνθρωπο, κατάλληλο πιο πολύ για αστροναύτες παρά για ποδοσφαιριστές.
Σήμερα όμως και εδώ θα μιλήσουμε για τον Μπλαχίν όχι ως παίκτη, αλλά ως προπονητή και δη ως προπονητή του Ολυμπιακού.
Είναι κάπως περίεργο, αλλά η αφετηρία για την εν γένει προπονητική του καριέρα ήταν ένας αγώνας, στον οποίο όμως ο ίδιος δεν είχε καμία ενεργό ανάμιξη. Ήταν απλός θεατής. Επρόκειτο για τον τελικό κυπέλλου Ελλάδας στα μέσα Μαΐου του 1990 στο ΟΑΚΑ μεταξύ δύο σχετικά άγνωστων σε αυτόν ομάδων, του Ολυμπιακού και του ΟΦΗ, που έληξε με νίκη της ομάδας μας με 4-2.
Αυτό που ένιωσε ο Μπαχίν (που είχε παραστεί στον αγώνα προσκεκλημένος του Σαλιαρέλη, τον οποίο είχε γνωρίσει στην Κύπρο, όπου έπαιζε στον Άρη Λεμεσού) βλέποντας τον Ολυμπιακό και ζώντας την ατμόσφαιρα του τελικού τον εντυπωσίασε βαθιά. Με αφορμή λοιπόν αυτό το ματς, έγιναν ακόμη πιο σοβαρές συζητήσεις προκειμένου να αναλάβει την ομάδα.
Ο Ολυμπιακός είχε τότε προπονητή τον Κόμορα, τον πεθερό του Ντέταρι, και πρόεδρο, όπως προαναφέραμε, τον «ρουμπίνια» Σαλιαρέλη. Ο Αργύρης ήθελε τότε να πουλήσει τον Ντέταρι στην Ιταλία και να τον ξεφορτωθεί μαζί με τον πεθερό του. Δεν ήταν μόνο για τα οικονομικά οφέλη, αλλά και γιατί αμφότεροι του έκαναν συνεχώς τη ζωή δύσκολη, με τις διάφορες διαρκείς αξιώσεις τους για τα πάντα.
Εμφανίστηκε, λοιπόν, τότε στο προσκήνιο ως προπονητής του Ολυμπιακού ο Μπλαχίν. Επιπλέον, για να δικαιολογηθεί η παραχώρηση του Ντέταρι, μεταξύ άλλων, προβλήθηκε και ένα σενάριο, που ήθελε τον Ούγγρο Ντέταρι αδύνατο να συνυπάρξει με τον Σοβιετικό Μπλαχίν, επειδή κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στενοί συγγενείς του Ούγγρου είχαν φονευθεί από Σοβιετικούς. Επρόκειτο περί ενός μάλλον κατασκευασμένου και συμφωνημένου σεναρίου, που όμως παρουσίαζε κάποια στοιχεία αληθοφάνειας, αφού οι Ούγγροι όντως αποτέλεσαν συμμάχους του Χίτλερ και πολέμησαν στο πλευρό των ναζί. Για τον λόγο αυτό μάλιστα οι Σοβιετικοί πράγματι πετσόκοψαν πολλούς από δαύτους. Ακόμη όμως και αν υπήρχε κάποιος κόκκος αληθοφάνειας ή και αλήθειας στο ως άνω σενάριο, και πάλι, στην πραγματικότητα, αυτό δεν είχε σχέση με τον ερχομό του Μπλαχίν και τη μετακίνηση του Ντέταρι.
Ο Μπλαχίν συνέβαλε καθοριστικά, με τις γνωριμίες και τις σχέσεις του, στις απίστευτες μεταγραφές του Σαλιαρέλη με τους δύο φοβερούς Ουκρανούς Προτάσοφ και Λιτόφτσενκο ενώ προσπάθησε και στην μεταγραφή ενός τρίτου, επίσης Ουκρανού στη καταγωγή του Ντομπροβόλσκι, που όμως τελικά ναυάγησε. Ουσιαστικά αν δεν υπήρχε ο Μπλαχίν, οι δύο Ουκρανοί δεν θα έρχονταν.
Ιδίως ο Προτάσοφ τότε δεν ήθελε με τίποτε να έρθει στην Ελλάδα, αφού προτιμούσε ασυζητητί την Ιταλία και χρειάστηκαν έξτρα προσπάθειες από τον Μπλαχίν για να μεταπειστεί. Στη θέση του Ντομπροβόλσκι, αποκτήθηκε ο Σάβιτσεφ.
Έτσι ο Μπλαχίν ξεκίνησε την προπονητική του καριέρα από τον Ολυμπιακό. Η καριέρα αυτή δεν ήταν μικρή σε διάρκεια, ιδίως για τα δεδομένα του Ολυμπιακού. Διάρκεσε δυόμισι χρόνια. Άρχισε την 1/6/1990 και τελείωσε την 24/1/1993.
Ο Μπλαχίν έχει εξομολογηθεί ο ίδιος το δέος που αισθάνθηκε το πρωί της πρώτης μέρας, που προπόνησε τον Ολυμπιακό το 1990. Ήταν μια εντελώς ξεχωριστή μέρα γι’ αυτόν, αφού για πρώτη φορά στη ζωή του προπονούσε επαγγελματική ομάδα. Ήταν η μέρα που ξεκινούσε γι’ αυτόν μια νέα σταδιοδρομία, αυτή του επαγγελματία προπονητή.
Στην πρώτη προπόνηση αισθανόταν άβολα, αφού αντιμετώπιζε περίπου 25 άγνωστους ποδοσφαιριστές με διαφορετικές προσωπικότητες. Δεν ήταν σίγουρος για τον τρόπο που έπρεπε να τους μιλήσει και να τους συμπεριφερθεί ως προπονητής, αφού πριν από πολύ λίγο καιρό ήταν και ο ίδιος ποδοσφαιριστής. Και επί πλέον ήξερε ότι ο Ολυμπιακός παραήταν μεγάλη ομάδα για κάποιον που πρωτοξεκινούσε την προπονητική του καριέρα, ανεξάρτητα από το πόσο μεγάλος ποδοσφαιριστής υπήρξε στη ζωή του. Αντιλαμβανόταν ότι ο σεβασμός στο ποδοσφαιρικό του παρελθόν δεν θα μπορούσε να του εξασφαλίσει για πολύ καιρό ασυλία στο προπονητικό του επάγγελμα. Είχε συνειδητοποιήσει ότι βουτούσε απευθείας στα βαθιά.
Ευτυχώς το πρώτο μέρος της πρώτης προπόνησης το είχαν αναλάβει οι συνεργάτες του και έτσι μέχρις ότου άρχιζε το δεύτερο, που θα το αναλάμβανε προσωπικά ο ίδιος, είχε κάποιο χρόνο να καταλήξει στο τι έπρεπε να κάνει για πρώτη φορά.
Τον απασχολούσε ακόμη το γεγονός ότι ο διερμηνέας του ήταν ολότελα άσχετος από ποδόσφαιρο, αφού η ειδικότητά του ήταν το σχέδιο. Έτσι υποχρεώθηκε να μάθει ο ίδιος τα ελληνικά πολύ πιο γρήγορα από όσο υπολόγιζε.
Στον Ολυμπιακό για πολύ καιρό ο Μπλαχίν πήγαινε για ύπνο στις 2 τα ξημερώματα και ξυπνούσε στις 7 το πρωί. Συχνά το γεγονός ότι ανάμεσα στους παίκτες της ομάδας βρίσκονταν οι συμπατριώτες του Ουκρανοί, περισσότερο τον βάραινε παρά τον ανακούφιζε, αφού αισθανόταν σαν να έδινε εξετάσεις στη χώρα του.
Από τη θητεία του στην Ελλάδα και ιδίως στον Ολυμπιακό, επηρεάστηκε πολύ ο χαρακτήρας του. Όταν ήρθε ήταν όχι μόνο ψύχραιμος, αλλά και ψυχρός, απόλυτα πραγματιστής, εντελώς απόμακρος και κλειστός ως χαρακτήρας. Στη συνέχεια, σταδιακά, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώθηκε, αποκτώντας κάποια στοιχεία του ελληνικού ταμπεραμέντου. Σ’ αυτό συντέλεσαν και οι απίστευτες εμπειρίες και εντονότατα βιώματά του στη χώρα μας.
Έτσι έγινε πολύ πιο συναισθηματικός, κάποιες φορές εκρηκτικός, ενώ δεν δίστασε να φανερώνει συχνά το συνήθως κυνικό χιούμορ του. Ποτέ όμως δεν ενθουσιαζόταν, ούτε απογοητευόταν εύκολα.
Φρόντιζε βέβαια να μην εκδηλώνει τα συγκινησιακά του πάθη, αφού θεωρούσε κάτι τέτοιο περιττό ή και επιζήμιο σημάδι αδυναμίας. Τα κρατούσε μέσα του. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να φανεί ξαφνική η λιποθυμία του στα αποδυτήρια αμέσως μετά τον αξέχαστη πρόκριση στο ΟΑΚΑ το 1992, με το πέναλτι του Προτάσοφ στο 91΄. Στην πραγματικότητα βέβαια μόνο ξαφνική δεν ήταν, αφού είχε βιώσει σιωπηλά όλη την τρομερή αγωνία του συγκεκριμένου πολύ κρίσιμου ματς.
Ποιος θα ξεχάσει, άλλωστε, τα απρόσμενα για την προσωπικότητα του δάκρυα του όταν αποχώρησε από την ομάδα μας στα τέλη του Γενάρη του 1993;
Ωστόσο, παρά τις βαθμιαίες μεταβολές του χαρακτήρα του, πάντα κράτησε τις αναγκαίες αποστάσεις και πάντα διατήρησε το υπερήφανο και αγέρωχο στιλ του Αυτό που ενέπνεε σεβασμό και «δεν έδινε θάρρος στον χωριάτη». Αυτό που τον έκανε απρόσιτο στους δημοσιογράφους, γεγονός που, εύλογα, ποτέ δεν τους άρεσε, αφού δεν τους βόλευε στη δουλειά τους. Για τον λόγο αυτό, υπήρξε μόνιμο θύμα δημοσιογραφικών επιθέσεων και κριτικών, τις οποίες αντιμετώπισε αβοήθητος. Άλλωστε δεν είχε ποτέ πίσω του μια ικανή διοίκηση να τον στηρίζει. Και τούτο γιατί, λόγω χαρακτήρα, ποτέ δεν έγλυψε κανένα και ουδέποτε υπήρξε «yes man».
Οι δημοσιογράφοι, επειδή δεν τους έκανε, είχαν φροντίσει να τον δυσφημούν. Από όσο θυμάμαι, κανείς άλλος προπονητής του Ολυμπιακού δεν είχε αποκληθεί τόσες φορές «ύπνος» όσο ο Μπλαχίν. Γενικά ο Όλεγκ αντιπαθούσε τις δημόσιες σχέσεις και δεν τα πήγαινε ποτέ καλά με τον Τύπο και τα μέσα. Η στάση του αυτή υπήρξε συνεπής σε όλη του τη ζωή και ίσχυσε τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ουκρανία.
Ο Μπλαχίν στην Ελλάδα έγινε περισσότερο αυθόρμητος, αν και αυτό δεν ήταν εξίσου απροσδόκητο, αφού ανέκαθεν ήταν ευθύς και ειλικρινής χαρακτήρας, κάτι που φαινόταν και στις δηλώσεις του, οι οποίες τις πιο πολλές φορές κάθε άλλο παρά κοινότοπες και κλισέ ήταν.
Δεν δίστασε κάποτε στις συνεντεύξεις Τύπου να χρησιμοποιήσει ακόμη και απρεπείς για προπονητή λέξεις (όπως «μπορντέλο», ζητώντας εκ των υστέρων συγγνώμη για την αθυροστομία του και αντικαθιστώντας την επίμαχη λέξη με την έκφραση «άνω-κάτω»). Αλλά και γενικότερα οι συνεντεύξεις Τύπου που έδινε μετά τους αγώνες ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρουσες, διανθισμένες συχνά με ασυνήθιστες και ρηξικέλευθες δηλώσεις, που τις εξέφραζε με κόσμιο, κατά τα άλλα, ύφος.
Μετά από μια νίκη του Ολυμπιακού σε ντέρμπι είχε δηλώσει: «Δεν είναι δυνατό να παζαρεύεις με τις ευκαιρίες, γιατί ο προπονητής κινδυνεύει να πάθει καρδιακή προσβολή». Στο σημείο αυτό να αναφέρουμε ότι εδώ υπήρξε κάπως προφητικός, αφού αργότερα --το 2012-- στο εξωτερικό, νοσηλεύθηκε λόγω καρδιαγγειακού προβλήματος και υψηλής πίεσης, γεγονός που ανέστειλε για κάποιο διάστημα την ενασχόλησή του με την προπονητική.
Ύστερα από ένα άλλο νικηφόρο ντέρμπι του Ολυμπιακού δήλωσε δημοσίως και μάλιστα ορθά-κοφτά κάτι ασυνήθιστο για προπονητή: «Πρέπει να κάνουμε μεταγραφές, ιδίως στην άμυνα, για να μπορέσουμε να ανταποκριθούμε στην Ευρώπη».
Έπειτα από τη νίκη με τη Μονακό δήλωσε: «θέλουμε και μπορούμε να πάρουμε το Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης!»
Μετά από ένα θρίαμβο 4-2 επί της ΑΕΚ σε ντέρμπι στην πρεμιέρα πρωταθλήματος παρουσιάστηκε ανικανοποίητος και μουτρωμένος, επειδή, ενώ η ομάδα είχε προηγηθεί στο ημίχρονο 4-0, στο δεύτερο μέρος ανέκοψε ρυθμό και δεν σκόραρε και άλλα γκολ.
Μετά από την κατάκτηση του Κυπέλλου το 1992, όταν ρωτήθηκε για τον αποκλεισμό από την αποστολή των Αναστόπουλου και Μητρόπουλου, προανάγγειλε ουσιαστικά την απομάκρυνσή τους από την ομάδα λέγοντας: «Και εγώ ποτέ δεν περίμενα ότι θα ερχόταν η στιγμή που δεν θα έπαιζα στη Ντινάμο Κιέβου».
Λίγες μέρες μετά τη σκανδαλώδη διακοπή με το δακρυγόνο των ΑΕΚτζήδων στη Ν. Φιλαδέλφεια είχε πει ότι «την άλλη φορά περιμένω να πέσει χειροβομβίδα, αντί για δακρυγόνο».
Δεν δίσταζε στις συνεντεύξεις Τύπου να τα βάζει άμεσα με τους ερωτώντες δημοσιογράφους, που συχνά-πυκνά του ασκούσαν αυστηρή κριτική. Μια φορά μετά πάλι από νικηφόρο ντέρμπι τους επιτέθηκε, από μόνος του, ευθέως με την εξής αξιοσημείωτη φράση: «Δεν ξέρω τι παράπονα έχετε εσείς από μένα, αλλά πάντως έχω και εγώ από σας, επειδή ακριβώς εσείς έχετε παράπονα από μένα».
Αλλά και με τους οπαδούς τα έβαζε ο Όλεγκ. Μετά από μια εύκολη και ευρεία νίκη στο Φάληρο κατά της Παναχαϊκής, σχολίασε την ατμόσφαιρα στο γήπεδο και τη συμπεριφορά των οπαδών της ομάδας, που ασχολούνταν διαρκώς με τον Σαλιαρέλη αποδοκιμάζοντας τον, λέγοντας «δηλαδή πόσα γκολ έπρεπε να βάλουμε σήμερα για να ευχαριστηθούν οι φίλαθλοι μας και να σταματήσουν να ασχολούνται με άλλα πράγματα, οκτώ;»
Από την άλλη ο ίδιος, πάντα, σε κάθε ευκαιρία, ακόμη και πολύ πρόσφατα (με την ευκαιρία των τελευταίων αγώνων Ντινάμο Κιέβου-Ολυμπιακού) δήλωνε ότι οπαδούς τόσο φανατικούς σαν κι αυτούς του Ολυμπιακού και τόσο καυτή ατμόσφαιρα έδρας σαν κι αυτή του Καραϊσκάκη δεν έχει συναντήσει ποτέ στη ζωή του.
Στην Ελλάδα ενισχύθηκαν και οι θρησκευτικοί δεσμοί του με την ορθόδοξη πίστη. Υπήρξε από τους ακραιφνείς υποστηρικτές του αγιασμού ή της ευλογίας της ομάδας του Ολυμπιακού από ιερείς στην έναρξη της σεζόν ή με κάθε ευκαιρία, γιατί πίστευε ότι η θρησκευτική πίστη σχετίζεται με το ποδόσφαιρο.
Όσον αφορά τις σχέσεις του με τη διοίκηση, έκανε πάντα υπομονή στα οικονομικά θέματα, γιατί δεν ήθελε να επηρεαστεί αρνητικά το αγωνιστικό κομμάτι της ομάδας, στο οποίο αφιέρωνε την απόλυτη προσήλωση και την αμέριστη προσοχή του. Αυτό συνέβαινε ακόμη και όταν τα οικονομικά προβλήματα άγγιζαν και τον ίδιο. Κατά την άποψη και την νοοτροπία του, η ομάδα έπρεπε να τα δίνει όλα στο γήπεδο, ανεξάρτητα από τα οικονομικά προβλήματα που υπήρχαν.
Γι’ αυτόν, τα οικονομικά δεν ήταν πιο σπουδαία από τα αγωνιστικά, παρά την αντικειμενική αλληλεξάρτησή τους. Οι παίκτες έπρεπε να παίζουν καλά, ακόμη και απλήρωτοι. Η αντίληψή του αυτή ήταν συνειδητή απόρροια της κομμουνιστικής γαλούχησής του σε ένα αθλητισμό όπου η «κονόμα» όχι μόνο δεν ήταν το παν, αλλά θεωρείτο κάτι περίπου σαν αμαρτία.
Στα αγωνιστικά και προπονητικά θέματα δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του. Δεν ήταν από τους ανθρώπους, που θα δεχόταν, θα έπαιρνε ή πόσο μάλλον θα εκτελούσε εντολές. Κάθε απόφαση ήταν δική του. Ήταν ένας πραγματικός «τσάρος», όπως συνήθιζαν να τον αποκαλούν. Δεν ήταν μόνο το γενικότερο μέγεθος και κύρος του στον παγκόσμιο ποδοσφαιρικό χώρο, αλλά κυρίως η δυνατή προσωπικότητά του, που δεν επέτρεπαν τις συνήθεις παρεμβάσεις, που γίνονται στο προπονητικό έργο πολλών τεχνικών. Άλλωστε ο ξεροκέφαλος και ανυπότακτος χαρακτήρας του από μόνος του αρκούσε για να μην ακούει κανένα.
Για τη χώρα μας, ο Μπαχίν τρέφει τα καλύτερα αισθήματα και την επισκέπτεται όποτε μπορεί. Σε συνέντευξη που είχε δώσει σε ξένα μέσα το 2011, δήλωσε ότι «όσοι δεν υπολογίζουν ως ποδοσφαιρική χώρα την Ελλάδα σφάλλουν», ενώ όταν ρωτήθηκε πού πέρασε τις καλύτερες στιγμές του και ευχαριστήθηκε περισσότερο στην προπονητική του καριέρα απάντησε αμέσως το αναμενόμενο, που το παραθέτω όπως ακριβώς γράφτηκε στο ξένο μέσο: «The most memorable time for me was with Olympiakos from Piraeus». Εδώ να υπενθυμίσω ότι ο Όλεγκ έχει πίσω του μια προπονητική καριέρα συνολικά τριάντα χρόνων, εκ των οποίων τα δώδεκα στην Ελλάδα. Από αυτά τα χρόνια που πέρασε στον Ολυμπιακό δεν ήταν ούτε καν τρία και αυτά σούπερ περιπετειώδη και ψυχοφθόρα. Παρ’ όλα αυτά, ο Ολυμπιακός είναι πάντα πρώτος στην καρδιά του.
Δεν θα ασχοληθούμε ιδιαίτερα με την προπονητική του διαδρομή σε άλλες ομάδες στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό. Ως γνωστό πέρασε συνολικά 12 χρόνια στην χώρα μας. Εκτός από τον Ολυμπιακό, είχε θητεία στην ΑΕΚ (την έβγαλε στο Τσάμπιονς Λιγκ, κάτι που αποτελεί επίτευγμα για μια ομάδα όπως η συγκεκριμένη), δύο θητείες στον ΠΑΟΚ (τον έμαθε επιτέλους, μετά από χρόνια, να παίζει και λίγη μπάλα), δύο θητείες στον Ιωνικό (τον πήγε τελικό Κυπέλλου, γεγονός που μπορεί να θεωρηθεί άθλος). Στο εξωτερικό, οδήγησε την Εθνική Ουκρανίας στην πρόκριση στα τελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2006 στη Γερμανία (εκπληρώνοντας ένα στόχο-όνειρο για τη χώρα), ενώ είχε λιγότερο επιτυχημένα αποτελέσματα ως τεχνικός διευθυντής της Τσέρνο Μόρετς Οδησσού, αλλά και ως προπονητής της Ντινάμο Κιέβου και της ΦΚ Μόσχας.
Κατά τον Απόστολο Φίλη, που δούλεψε με 11 προπονητές στον Ολυμπιακό, ο Μπαχίν ήταν μακράν ο καλύτερος από όλους. Για τον λόγο αυτό, όταν η διοίκηση τον απομάκρυνε, ο Φίλης έμεινε προπονητής της ομάδας μόνο για μέρα (ρεκόρ βραχύτερου βίου στον πάγκο του Ολυμπιακού). Στη συνέχεια, ανέλαβε ο Γεωργιάδης για να παραιτηθεί κι αυτός με το ζόρι, μετά από πέντε μέρες, λόγω των ρίψεων των γνωστών κορνέδων.
Μεγάλη μερίδα κόσμου του Ολυμπιακού αρκετές φορές τον αποδοκίμασε για κάποιες ενέργειες, επιλογές ή παραλείψεις του, σε αγώνες, τις οποίες θεώρησε λανθασμένες. Παρ’ όλα αυτά ο κόσμος εκτίμησε το συνολικό έργο του και τελικά τον αντάμειψε με την αγάπη και την αναγνώρισή του, χωρίς ποτέ να χρειαστεί ο Μπλαχίν να γίνει δημαγωγός ή να πουλήσει ολυμπιακοφροσύνη. Ο λαός αναγνώρισε ότι ο Όλεγκ υπήρξε εργατικός, συνεπής και δίκαιος προπονητής. Για τον λόγο αυτό, όταν ο Μπλαχίν απομακρύνθηκε μετά από εκείνο τον άτυχο αγώνα με τον Εδεσσαϊκό τον Ιανουάριο του 1993 (όταν ισοφαριστήκαμε στο τελευταίο λεπτό, ενώ έπρεπε να είχαμε βάλει νωρίτερα τέσσερα γκολ), τον υποστήριξε πολύ θερμά και τα έβαλε με τους παίκτες, τους οποίους θεώρησε υπαίτιους για το αποτέλεσμα του αγώνα και την απομάκρυνση του Όλεγκ.
Για πολλές μέρες μετά την απόλυσή του επικρατούσε ένα επαναστατικό και έκρυθμο κλίμα στο Ρέντη. Ο πολύς Νταιφάς που είχε πάρει την απόφαση προσπαθούσε να επιβληθεί, αλλά δεν τα κατάφερνε. Η ιαχή του κόσμου «φέρτε πίσω τον Μπλαχίν» δονούσε καθημερινά το Ρέντη, όπου είχαν εγκατασταθεί καθημερινά οι οπαδοί. Σε ένα αγώνα μπάσκετ Ολυμπιακού-Ρεάλ στο ΣΕΦ, που ο Όλεγκ παρακολούθησε, λίγο μετά την απόλυσή του, ολόκληρο το γήπεδο μόλις τον αντιλήφθηκε τον αποθέωσε. Ο ίδιος όταν είχε ρωτηθεί τότε για ποιο λόγο είχε πάει στο ΣΕΦ είχε δηλώσει «Συνεχίζω να ζω με τον Ολυμπιακό».
Πολύ αργότερα μάλιστα, ορισμένοι οπαδοί του Ολυμπιακού θέλησαν να κάνουν μια αντιπροσωπεία για να τον επισκεφθεί στο εξωτερικό, για να του ευχηθεί το 2002, στα πεντηκοστά γενέθλια του.
Όποιος επιχειρήσει απολογισμό και αποτίμηση της προπονητικής του θητείας στον Ολυμπιακό πρέπει πρώτα από όλα να λάβει υπόψη του ότι ο Μπλαχίν ήταν ο πιο άτυχος προπονητής της ομάδας, αφού σε όλη την προπονητική του θητεία έζησε και γνώρισε μόνιμα τις μακράν χειρότερες από κάθε άλλο προπονητή του Ολυμπιακού συνθήκες. Δεν υπάρχει προπονητής που να βίωσε περισσότερες, μεγαλύτερες και συχνότερες αντιξοότητες. Συνάντησε κάθε είδους ανυπέρβλητα προβλήματα και εμπόδια, και τα αντιμετώπισε με υπομονή, θάρρος, αίσθημα καθήκοντος και χωρίς μεμψιμοιρία.
Είχε να αντιμετωπίσει: μια ανίκανη και αναξιόπιστη και αφερέγγυα διοίκηση, τρομερά οικονομικά προβλήματα της ομάδας, αφόρητο κλίμα εκνευρισμού αβεβαιότητας και ανασφάλειας στα αποδυτήρια, απλήρωτους ποδοσφαιριστές που δεν ήθελαν καν να προπονηθούν, όλων των ειδών τις αυστηρές έως εξοντωτικές τιμωρίες και κυρώσεις σε βάρος της ομάδας τόσο σε Ελλάδα όσο και σε Ευρώπη, σκανδαλώδεις διακοπές και επαναλήψεις κερδισμένων αγώνων, πολύμηνους αποκλεισμούς έδρας, αποκλεισμούς από διοργανώσεις της Ευρώπης, μηδενισμούς, αφαιρέσεις πολλών βαθμών, εξορίες σε όλα τα γεωγραφικά σημεία της χώρας, συνεχείς και επαναλαμβανόμενες τεράστιες διαιτητικές αδικίες και συνεχείς ανισότιμες διοικητικές και πειθαρχικές κυρώσεις κ.λπ.
Ασφαλώς έκανε λάθη σε επιλογές παικτών, αλλά και σε διαχείριση αγώνων. Τόλμησε όμως πολλές φορές. Άλλοτε του βγήκε και άλλοτε όχι. Στο Μονακό νίκησε με τον Βαίτση και χωρίς τον Προτάσοφ, αλλά στον επαναληπτικό παραλίγο να αποκλειστούμε στο Φάληρο στη ρεβάνς λόγω κάποιων επιλογών του. Επίσης ενώ η ομάδα είχε πολυάριθμο και πολύ ικανό έμψυχο ποδοσφαιρικό δυναμικό, παρόλα αυτά, έδινε συχνά ευκαιρίες σε κάποιους παίκτες, που ήταν φανερό πως ήταν λίγοι, όπως ο Δρακόπουλος, ή δεν έκαναν καθόλου, όπως ο αμυντικός Χριστοδούλου, μόνο και μόνο επειδή τα έδιναν όλα στις προπονήσεις.
Παρά τα τόσα δεινά, ο Όλεγκ άντεξε στον Ολυμπιακό των πέτρινων χρόνων, χωρίς πρωτάθλημα για δυόμισι χρόνια, γεγονός ιδιαίτερα αξιόλογο, που από μόνο του αποδεικνύει έμμεσα την αξία του.
Τι έκανε ο Μπλαχίν στο διάστημα που διετέλεσε προπονητής του Ολυμπιακού; Ας δούμε αναλυτικά τα επιτεύγματά του:
α) Έφερε τον Ολυμπιακό για πρώτη και μοναδική φορά στους 8 ευρωπαϊκής διοργάνωσης (Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης) την περίοδο 1992/93, κάτι που κανείς άλλος προπονητής δεν έχει πετύχει στον Ολυμπιακό. Μάλιστα αν δεν τον έδιωχνε τότε ο Νταϊφάς, ενδεχομένως να προχωρούσαμε τότε και άλλο.
β) Πέτυχε 3 νίκες εκτός έδρας για τις διοργανώσεις της Ευρώπης, κάτι πολύ σπάνιο, ιδίως εκείνη την εποχή για τον Ολυμπιακό. Μεταξύ αυτών των νικών και η ιστορική νίκη κατά της Μονακό του Βενγκέρ, που διέθετε τότε τους παγκόσμιους άσσους Ετορί, Κλίνσμαν, Λουίς Ενρίκε, Ντζορκαέφ, Τιράμ κ.λπ.
γ) Κατέκτησε το Κύπελλο Ελλάδας 1991/92, νικώντας μετά από διπλούς αγώνες τον ΠΑΟΚ και αφού προηγουμένως στον ημιτελικό είχαμε αποκλείσει, επίσης μετά από διπλούς αγώνες, τον ΠΑΟ.
δ) Έσπασε επιτέλους, με την ιστορική νίκη 1-2, την πολυετή αρνητική παράδοση της Τούμπας, που κρατούσε 23 έτη.
ε) Κέρδισε σχεδόν όλα τα ντέρμπι του πρωταθλήματος: 3 φορές την ΑΕΚ, 3 φορές τον ΠΑΟΚ, 2 φορές τον ΠΑΟ μένοντας αήττητος στα περισσότερα από τα υπόλοιπα.
στ) Έκανε την ομάδα να παίξει εξαιρετική μπάλα, προσφέροντας θέαμα και γκολ στους οπαδούς της ομάδας.
Σταχυολογώ ενδεικτικά κάποια αποτελέσματα, που η ομάδα σημείωσε πάνω από 4 γκολ: με Πανιώνιο 6-1 (1990), με Παναχαϊκή 6-0 (1990), με Πανσερραϊκό 7-0 (1991), με Ξάνθη 8-1 (1991), με Πιερικό 5-0 (1991), με Πιερικό 5-2 (1992), με Απόλλωνα Αθ. 5-2 (1992) κ.λπ.
Κατά κοινή ομολογία, η ομάδα του Ολυμπιακού επί Μπλαχίν έπαιζε το καλύτερο ποδόσφαιρο. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και όταν αποκλείστηκε από τη καλύτερη Σαμπντόρια όλων των εποχών (με παγκόσμια αστέρια όπως οι: Βιάλι, Μαντσίνι, Μιχαϊλιτσένκο, Λομπάρντο, Παλιούκα, Τονίνιο Σερέζο, Βιέρκοβοντ κ.λπ.) η οποία εκείνη την εποχή είχε πάρει πρωτάθλημα και Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης, απέδωσε εκπληκτικά, σαν ίσος προς ίσο, και στα δύο παιχνίδια, στα οποία ο Ολυμπιακός αδικήθηκε σκανδαλωδώς από διαιτησία και ατυχία.
Σε ένα σύνολο περίπου 130 αγώνων, είχε μόνο 15 ήττες. Ο Ολυμπιακός τερμάτισε δύο φορές στη δεύτερη θέση, διεκδικώντας τον τίτλο όσο αυτό του επιτράπηκε και όσο αυτό ήταν αντικειμενικά εφικτό.
Δεν είναι άραγε αρκετά αυτά που κατάφερε και μάλιστα κάτω από τόσο δυσμενείς συνθήκες; Ωστόσο, όπως ο ίδιος ο Μπλαχίν παραδέχεται, στην Ελλάδα υπάρχει ένας κανόνας: αν είσαι στον Ολυμπιακό και δεν πάρεις το πρωτάθλημα, δεν θεωρείσαι επιτυχημένος. Όμως ειδικά η περίπτωση του Όλεγκ μπορεί να αποτελεί εξαίρεση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου