Είχε φτάσει η ώρα για το τέταρτο παιχνίδι με την Μπαρτσελόνα. Ήταν το παιχνίδι που ή το κάνεις ή καίγεσαι κι όλοι από την παρέα έχουν αποφασίσει πως ήρθε η ώρα --για μια και μόνη φορά μετά από δέκα ολόκληρα χρόνια-- να αφήσουμε το πάνω διάζωμα. Δεν μου άρεσε αυτή η ιδέα. Ζοριζόμουν. Προσπαθούσα μέχρι την τελευταία στιγμή να τους πείσω. «Θα χαλάσει το γούρι ρε», τους έλεγα. Πώς θα πάμε να κάτσουμε κάτω; Δεν τους ξέρουμε κι άμα πούνε καμιά μαλακία, θα μανουριάσουμε. Τίποτα. Κανένα επιχείρημά μου δεν έπιανε τόπο. Θα πάμε κάτω. Να είμαστε πιο κοντά, να πιέσουμε με τη φωνή μας. Να μας νιώσουν. Να τους λιώσουμε. Ούτε τσιγάρα θα μπορείτε να κάνετε κάτω. Εκεί λίγο μάγκωσαν. Αλλά και πάλι δεν ήταν δυνατόν να τους μεταπείσω.
Του red1925white
Όταν ήρθε η μέρα του αγώνα συναντηθήκαμε έξω από τη θύρα. Μπήκαμε όλοι μαζί μέσα και εκεί που συνήθως ανεβαίναμε τη σκάλα συνεχίσαμε ευθεία. Κάτσαμε στο κάτω διάζωμα δίπλα από το προστατευτικό. Ένιωθα άβολα. Όπως όταν αλλάζεις κρεβάτι και το πρώτο βράδυ, όσο φιλικό και να είναι το καινούργιο περιβάλλον, δεν μπορείς να κλείσεις μάτι. Ψάχναμε να βρούμε πώς θα κάτσουμε. «Είδατε; Δεν βολεύει», τους έλεγα. «Ξεκόλλα ρε, θα το βρούμε. Άμα χρειαστεί, από εδώ φυσάς και παίρνει την μπάλα ο αέρας. Έτσι θα τη βοηθήσουμε την ομάδα». Δεν άντεξα. Καθώς οι άλλοι έψαχναν τη σύνθεση στην κερκίδα, εγώ γύρισα και κοίταξα προς το πάνω διάζωμα. Ένιωσα τρομερές τύψεις. Ήταν σαν να είχα προδώσει τον έρωτα της ζωής μου για μια ευκαιριακή σαρκική απόλαυση. Μου κόπηκαν τα πόδια. Το στομάχι μου άρχισε να σφίγγεται. Οι υπόλοιποι γείτονες του επάνω διαζώματος είχαν κάτσει κανονικά στις θέσεις τους. Μόνο εμείς λείπαμε. Έκανα μια κίνηση να φύγω. Μόλις το κατάλαβαν οι υπόλοιποι έπεσαν να με φάνε. «Καλά ρε μαλάκα, δεν είπαμε κάτι;» Μου άρχισαν κι εκείνα τα «ή όλοι μαζί ή κανένας» που πάντα πιάνουν κι αποφάσισα να δεχθώ την πραγματικότητα.
Όσο εγώ προσπαθούσα να συνηθίσω το καινούργιο περιβάλλον, το ματς εξελισσόταν κανονικά. Συνειδητοποιώντας τι συνέβαινε στο παρκέ κατάλαβα πως δεν είχα ταχυκαρδία. Έντρομος γυρίζω μηχανικά στον Μήτσο που καθόταν δίπλα μου. «Ρε μαλάκα δεν έχω ταχυκαρδίες. Τι έγινε; Μήπως πέθανα;» «Τι λες ρε, έχεις τρελαθεί;» μου απαντάει εκείνος. Κι όμως ήταν πρωτόγνωρο σε ένα τόσο μεγάλο παιχνίδι, με ένα τόσο ασφυκτικά γεμάτο ΣΕΦ, να είμαι τόσο ήρεμος. Γι’ αυτή την ξαφνική ηρεμία μου ευθυνόταν η μετατόπισή μας σε ένα περιβάλλον το οποίο δεν είχα καταφέρει να οικειοποιηθώ.
Καθώς όμως το παιχνίδι προχωρούσε και η εξέλιξή του γινόταν αγχωτική, δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ άλλο και να παραμείνω ψύχραιμος. Όταν ο διαιτητής έδωσε φάουλ στον Μάντζαρη επάνω στον Ναβάρο, ξέσπασα. Ένιωσα σαν να είσαι καλεσμένος σε ένα κυριλέ δείπνο ενός πολυτελούς σαλονιού, να μην γουστάρεις την γκλαμουριά και τους συνδαιτυμόνες και να σου δίνεται η αφορμή να ξεσπάσεις επάνω τους. Ξέρασα ακατάληπτες εκφράσεις κατά του «λα μπόμπα». Ξέφυγα τόσο πολύ που ακόμη και οι δικοί μου με κοίταζαν περίεργα.
Δεν ξέρω αν όντως φυσήξαμε τόσο δυνατά --γιατί το κάναμε-- όσο είπε αργότερα ο εκφωνητής του παιχνιδιού που καταφέραμε να διώξουμε τη βολή από το στεφάνι. Εγώ ένιωσα πάντως και πάλι παιδάκι, θυμήθηκα τις διακοπές στο χωριό που η γιαγιά μου μου έδινε ένα μακρύ ξύλο φτιαγμένο από καλαμιές που έμοιαζε με κλαρίνο χωρίς τρύπες και έπρεπε να φυσήξεις όσο πιο δυνατά μπορούσες για να δυναμώσει η φωτιά στο τζάκι. Φυσήξαμε όλοι δυνατά και η φωτιά άναψε. Η φωτιά που ανάβει κάθε άνοιξη τα τελευταία χρόνια και κορυφώνεται τον Μάιο.
Όταν έβαλε τη δεύτερη βολή και πήραμε τάιμ άουτ, δεν κρατήθηκα άλλο. Με μια απότομη κίνηση πήδηξα το πορτοκαλί καρεκλάκι δίχως πλάτη που καθόμουν κι έκανα να ανέβω προς τα σκαλοπάτια. Έπεσαν να με φάνε. «Πού πας, ρε μαλάκα; Πού πας; Θα χαλάσει το γούρι». Δεν άκουγα τίποτα και κανέναν. Δεν άντεχα να δω την τελευταία φάση από εκεί. Έτρεχα να ανέβω κι τους έσερνα πίσω μου. Το κατάλαβαν πως δεν γινόταν πια να με συγκρατήσουν. «Δεν θα πάω επάνω, σας το υπόσχομαι», τους είπα. Έκατσα ακριβώς στη μέση, δίπλα από τα ειδησεογραφικά. Τήρησα την υπόσχεσή μου. Σε αυτό το κομμάτι του γηπέδου έμαθα τι σημαίνει σιωπή. Αν με σταματήσει κάποιος στον δρόμο τυχαία λοιπόν και μου πει «πες μου τον ορισμό της σιωπής», θα του εξιστορήσω την παρακάτω σύντομη ιστορία.
Έβλεπα ανάμεσα από σώματα, μαύρες σκιές την επαναφορά από την πλάγια γραμμή στο κέντρο του γηπέδου. Η μπάλα φτάνει με τα χίλια βάσανα στον Σλούκα που κάνει μια no looking pass που λένε και στο χωριό μου, αυτό που φυσάμε το τζάκι με το φυσερό, στην αδύνατη πλευρά της επίθεσης. Όταν ο Πρίντεζης σούταρε, το κεφάλι μου ακολούθησε τη τροχιά της μπάλας. Την είδα να απογειώνεται και ασυναίσθητα κοίταξα προς την οροφή του ΣΕΦ. Είδα τα λάβαρα. Με τύφλωσαν οι προβολείς του γηπέδου και, καθώς η μπάλα έπεφτε, είδα πολλές μαύρες σκιές να μένουν ασάλευτες, με τους προβολείς να δημιουργούν ένα εκτυφλωτικό σκηνικό ανάμεσα στους καπνούς. Ενώ έβλεπα τόσες πολλές εικόνες και ένιωθα πως είμαι στο χειρουργικό κρεβάτι της νάρκωσης, δεν κατάφερα να ακούσω τίποτα. Πρέπει να ήμασταν γύρω στις δεκατέσσερις χιλιάδες ψυχές εκείνο το βράδυ της άνοιξης στο Φάληρο κι όμως δεν ακούστηκε το παραμικρό. Νεκρική σιωπή. Όπως τη στιγμή που αποχαιρετάς ένα αγαπημένο σου πρόσωπο. Όπως τη στιγμή που πεθαίνει ένας μεγάλος έρωτας. Ούτε το τύμπανο χτυπούσε. Δεν ακουγόταν καν ο ήχος από τις φόδρες των σημαιών που ανεμίζουν. Το μόνο που κατάφερα να ακούσω στιγμιαία ήταν τον σφυγμό μου να χτυπάει έντονα στον λαιμό. Εκεί δίπλα από την καρωτίδα.
Να 'ρθεις απόψε να με βρεις όσο γίνεται νωρίς
όλα τ' άλλα είναι απλά σιωπή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου