Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2019

Σεζόν 2005/06: Η ομάδα μπάσκετ «επιστρέφει» μετά από καιρό

Ένα αφιέρωμα σε μια ιδιαίτερη χρονιά του μπασκετικού τμήματος.












1.BUDGET

Ας ξεκινήσουμε σαν λογιστές. Ο Ολυμπιακός είχε ετοιμάσει τον προϋπολογισμό της ομάδας μπάσκετ για την περίοδο 2005/06. Ήταν ένας λιτός και μετριοπαθής προϋπολογισμός, ύψους 4.250.000 ευρώ. Ακόμη και η Τσιμπόνα Ζάγκρεμπ είχε ελαφρώς μεγαλύτερο. Η κατανομή των δαπανών-αμοιβών, σύμφωνα με πληροφορίες, ήταν η εξής (ποσά σε ευρώ): 

Για παίκτες: 3.450.000, ποσό που επιμεριζόταν ως ακολούθως: Ζουκάουσκας 500.000, Έντνυ 450.000, Χατζής 400.000, Ζίζιτς 350.000, Λιούις 300.000, Ράντσικ 300.000, Βασιλόπουλος 220.000, Σχορτσιανίτης 220.000, Αγαδάκος 180.000, Σεϊμπούτις 150.000, Μπάρλος 150.000, Πρίντεζης 100.000, Αργυρόπουλος 70.000, Καλαϊτζίδης 60.000. Για προπονητικό και υπόλοιπο team: 800.000, εκ των οποίων για Καζλάουσκας 400.000 και για όλους τους άλλους 400.000. 

Την ίδια χρονιά ο ισχυρός ΠΑΟ των Αλβέρτη, Διαμαντίδη, Σπανούλη, Μπατίστ, Χατζηβρέττα, Τσαρτσαρή, Λάκοβιτς, Δ. Παπανικολάου, Τομάσεβιτς, Σκεπάνοβιτς κλπ είχε σχεδόν διπλάσιο προϋπολογισμό (περίπου 8.000.000 ευρώ). Κατά τα άλλα, απλησίαστοι ήταν οι προϋπολογισμοί των Ρεάλ και Μπαρτσελόνα, που υπερέβαιναν τότε τα 12.000.000 ευρώ, ενώ πολύ κοντά τους ήταν και η φιλόδοξη Ουνικάχα Μάλαγα, που είχε προϋπολογισμό πάνω από 11.000.000 ευρώ. 

2.BACKGROUND-ΟΙ ΕΠΙΚΡΑΤΟΥΣΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ

Ο Ολυμπιακός ξεκινούσε μια ακόμη χρονιά, χωρίς ιδιαίτερη αισιοδοξία. Τα προηγούμενα χρόνια οι αποτυχίες ήταν διαδοχικές. Την αμέσως προηγούμενη χρονιά, ο Ολυμπιακός είχε καταλάβει την ντροπιαστική 8η θέση στη βαθμολογική κατάταξη. Το αγωνιστικό χάσμα από τον ΠΑΟ είχε διευρυνθεί πολύ και η ομάδα είχε αποδυναμωθεί πολύπλευρα.

Από διοικητικής πλευράς, η κατάσταση δεν ήταν και ιδανική. Επικεφαλής εξακολουθούσε να παραμένει φαινομενικά ο Κόκκαλης, ο οποίος, όμως, είχε πάψει προ πολλού να ενδιαφέρεται για το μπάσκετ, με αποτέλεσμα ένα χρόνο νωρίτερα (2004) να έχει αρχίσει ουσιαστικά η ενεργός ενασχόληση με το τμήμα των αδελφών Αγγελόπουλων. 

Έτσι είχε διαμορφωθεί ένα περίεργο και ιδιόμορφο καθεστώς στο τμήμα του μπάσκετ. Κατ’ όνομα πρόεδρος ήταν ο Κόκκαλης, αλλά τα αδέλφια ήταν αυτά που χρηματοδοτούσαν και κινούσαν το τμήμα, χωρίς, όμως, να έχουν αποκτήσει την ιδιοκτησία της ΚΑΕ. Η κατάσταση αυτή είχε επικρατήσει στη βάση ενός κλίματος- πνεύματος εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο πλευρών. Παρ’ όλα αυτά, τα αδέλφια, που έβαζαν πλέον τα λεφτά, είχαν το ελεύθερο να ασχολούνται με το τμήμα και να προσπαθήσουν να το οργανώσουν και να το στελεχώσουν σε όλα τα επίπεδα. 

Ωστόσο η έμφυτη ευγένεια και αξιοπρέπεια, που χαρακτηρίζουν τους αδελφούς τούς εμπόδιζε να κινούνται κατά το δοκούν, χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανένα, σαν να ήταν ο Ολυμπιακός τσιφλίκι τους. Θεωρούσαν υποχρέωσή τους να ενημερώνουν τον Κόκκαλη ως Πρόεδρο, να συζητούν μαζί του ή και να τον συμβουλεύονται. Η μπερδεμένη αυτή κατάσταση μοιραία προκαλούσε καθυστερήσεις, δυσλειτουργίες και συγχύσεις στην οργάνωση και διοίκηση της ομάδας. Επιπλέον οι Αγγελόπουλοι, όπως ήταν φυσιολογικό και εύλογο, λόγω της κατάστασης, ήταν διστακτικοί στη λήψη αποφάσεων και στην υλοποίηση επιλογών. 

Όμως δεν ήταν μόνο αυτά τα προβλήματα, που είχε να αντιμετωπίσει η ομάδα από την αρχή της σεζόν. Ήταν λες και όλες οι συγκυρίες και ατυχίες να είχαν μαζευτεί και συνωμοτήσει σε βάρος της. 

Υπήρξαν και τεράστια αγωνιστικές δυσκολίες. Η ομάδα είχε διατηρήσει για δεύτερη χρονιά τον Καζλάουσκας, παρά την αποτυχία της παρελθούσας περιόδου. Κατά τους Αγγελόπουλους, ο Λιθουανός δεν ήταν υπαίτιος της αποτυχίας, αφού είχε να διαχειριστεί ένα εξαιρετικά αδύναμο ρόστερ. Τα αδέλφια πίστευαν ότι ο Γιόνας ήταν ειδικός στο να αξιοποιεί το νέο αίμα και να φτιάχνει υγιείς ομάδες, εφόσον, βέβαια, αυτές στελεχώνονταν από μπασκετμπολίστες με δυνατότητες. Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και ο Καζλάουσκας δεν ήταν τελείως αμέτοχος σε προβλήματα, που επηρέαζαν την ομάδα. Η παράλληλη απασχόλησή του στην Εθνική Κίνας δημιουργούσε πρόβλημα όχι μόνο στον ίδιο, αλλά και στον Ολυμπιακό, που ήθελε τους πάντες απόλυτα αφοσιωμένους, σε καθημερινή βάση, για την οικοδόμηση μιας νέας, καλής και αξιοπρεπούς ομάδας, αντάξιας της ιστορίας και του ονόματος του Ολυμπιακού. Γι’ αυτό και καταβλήθηκε κάθε προσπάθεια για την όσο το δυνατόν πιο άμεση και ανώδυνη αποδέσμευση του Λιθουανού κόουτς.

Τα προβλήματα όμως και οι δυσκολίες δεν είχαν τελειωμό.

Ο Ολυμπιακός ήταν μια εντελώς καινούργια ομάδα και μάλιστα στο σύνολο της. Από τους παίκτες της προηγούμενης περιόδου (2004/05) είχαν παραμείνει μόνο δύο περιορισμένης αγωνιστικής εμβέλειας. Ο ένας, ο Αγαδάκος, ήταν προορισμένος, έτσι κι αλλιώς, για τον βαθύ πάγκο και ο άλλος, ο Πρίντεζης, τότε ήταν ένα «στραβάδι» 19-20 ετών, βαθύς «παγκίτης» με ελάχιστο χρόνο συμμετοχής. 

Έπρεπε λοιπόν να αποκτηθεί και να δημιουργηθεί από το μηδέν μια ολόκληρη ομάδα, που ήταν υποχρεωμένη να βρει τη χημεία της μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Για πολλούς, και μόνο το γεγονός ότι ο Ολυμπιακός δεν θα είχε, για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια τον φυσικό αρχηγό του, τον Τόμιτς, προμήνυε ακόμη μεγαλύτερα δεινά.

Το πρώτο μέλημα ήταν να γίνουν επιτέλους σωστές μεταγραφές. Στον τομέα αυτό υπήρξε μεγάλη επιτυχία. Αποκτήθηκαν και μάλιστα με σχετικά οικονομικά συμβόλαια παίκτες, που μπορεί να αμφισβητήθηκαν, αλλά αποδείχθηκαν πολύ ικανοί, φιλότιμοι και αγωνιστικοί. Στο ξεκίνημα της σεζόν το έμψυχο υλικό της ομάδας απαρτιζόταν από τους εξής παίκτες: τους ψηλούς Ζουκάουσκας, Ράντσικ, Σχορτσιανίτη, Ζίζιτς, Αγαδάκο, Πρίντεζη, τους ημίψηλους Μπάρλο, Λιούις, Βασιλόπουλο, και τους περιφερειακούς Έντνυ, Χατζή, Παπαμακάριο, Σεϊμπούτις, Αργυρόπουλο, Καλαϊτζίδη. Κάποιοι βέβαια από αυτούς μπορούσαν να παίξουν και σε περισσότερη από μια --την κανονική τους-- θέση. 

Στην πορεία, χρειάστηκαν να γίνουν διορθωτικές κινήσεις όπως η απόκτηση μπακ-απ του Έντνυ στην περιφέρεια. Έτσι αποκτήθηκε ο Χαρίσης, ο οποίος όμως είχε δικαίωμα συμμετοχής μόνο στην Ευρώπη, επειδή είχε προλάβει ήδη να αγωνιστεί με την Πάτρα στο πρωτάθλημα. Επίσης αποκτήθηκε αργότερα, με εισήγηση του Γιόνας, και ο Σέρβος Κόλιεβιτς, για να ενισχυθεί περισσότερο η περιφέρεια. 

Ο κόσμος δεν περιέβαλε αρχικά τη νέα ομάδα με ενθουσιώδη υποστήριξη, γιατί έβλεπε στην πλειοψηφία των παικτών αυτών ένα σωρό κουσούρια. Για πολλούς απογοητευμένους οπαδούς μας, ο Χατζής ήταν ενός ξεζουμισμένος ΑΕΚτζής, που τον ξεφορτώθηκε η παλιά ομάδα του, ο Λιούις ήταν ένας άγνωστος αμερικανός αμφίβολης αξίας, που τον πήραμε από μια απίθανη ομάδα (άκου Αλικάντε!), ο Βασιλόπουλος ήταν ένας πρώην ΠΑΟΚτζής, άλλοτε του ύψους και άλλοτε του βάθους, ο Σχορτσιανίτης ήταν ένα χαμένο και προβληματικό πάλαι ποτέ ταλέντο, που θεωρείτο τελειωμένος λόγω χαρακτήρα, κιλών και τραυματισμών, ο Σεϊμπούτις ήταν ένας άσημο και άπειρο σχολιαρόπαιδο, που δεν θα μπορούσε να σταθεί σε ψηλό επίπεδο, ο Μπάρλος ήταν καλός μόνο για μικρές ομάδες, ο Έντνυ δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στο μπάσκετ της εποχής γιατί ήταν «νάνος» (1,77-1,78 μ.), ο Ζίζιτς ήταν ανεπαρκής, γιατί, παρά το ύψος του, δεν ήξερε καθόλου να παίζει άμυνα. 

Στην προκατειλημμένη κριτική των οπαδών είχε συμβάλλει καθοριστικά και η μη επίτευξη κάποιων μεγάλων μεταγραφικών στόχων της ομάδας, όπως των Σπανούλη, Ντικούδη και Χαλπερίν. Ειδικότερα η αποτυχία της απόκτησης από το Μαρούσι του Σπανούλη (που είχε προτιμήσει τότε την προσφορά του ΠΑΟ) προκάλεσε μεγάλη απογοήτευση τόσο στο φίλαθλο κοινό της ομάδας, όσο και στους ίδιους τους Αγγελόπουλους, που είχαν προσπαθήσει πολύ για να τον φέρουν στον Ολυμπιακό. 

Στην προσπάθεια της ομάδας για απόκτηση ομοιογένειας βρέθηκαν και άλλα εμπόδια, άλλα σχετικά μικρά (όπως η καθυστερημένη άφιξη και ενσωμάτωση του Ζίζιτς) και άλλα τεράστια όπως η πλήρης αχρήστευση «με το καλημέρα» των δύο βασικών ψηλών της ομάδας του Ζουκάουσκας και του Ράντσικ. 

Ο Ζουκάουσκας ήταν το πιο ακριβό συμβόλαιο του Ολυμπιακού. Ο γίγαντας των 2,18 μ., ένας από τους καλύτερους ψηλούς της εποχής, προοριζόταν για κολώνα πάνω στην οποία θα στηνόταν ο νέος Ολυμπιακός. Μάλιστα η μεταγραφή του στον Ολυμπιακό είχε περάσει από χίλια κύματα, λόγω προσκομμάτων από την πρώην ομάδα του την τουρκική Ούλκερ. Ο Ζουκάουσκας πρόλαβε να παίξει μόλις δύο αγώνες. Από τον πρώτο μήνα τέθηκε νοκ-άουτ, εξαιτίας ενός πολύ σοβαρού τραυματισμού στον ώμο, από τον οποίο ποτέ δεν συνήλθε και δεν ξανάπαιξε. 

Ο έτερος ψηλός, ο Σλοβάκος Ράντσικ, που είχε έρθει με πολλές υποσχέσεις ως πρωταθλητής Ιταλίας και είχε ένα επίσης ακριβό συμβόλαιο δεν έπαιξε κι αυτός καθόλου, καθώς διαγνώστηκε λίγο αργότερα σοβαρό πρόβλημα στην καρδιά του, το οποίο ούτε αυτό αποδείχθηκε παροδικό, όπως αρχικά είχε εκτιμηθεί. 

Παρά τις μεγάλες απώλειες των ψηλών η κάλυψη των κενών κάτω από τη ρακέτα έγινε εκ των ενόντων, με αναδιάρθρωση και κατανομή ρόλων στους υπάρχοντες ψηλούς και χωρίς να αποκτηθούν άλλοι παίκτες. 

Αλλά και καθ’ όλη την διάρκεια της περιόδου η ατυχία στις μεταγραφές ήταν χαρακτηριστική. Ο Αμερικανολιβανέζος Φρήτζι, που θα αποκτηθεί αργότερα για την Ευρωλίγκα με το πού ήρθε έφυγε. 

Από την άλλη πλευρά, η ομάδα ενισχύθηκε στον πάγκο, αφού ήρθε ως ασίσταντ κόουτς ο Γιάννης Σφαιρόπουλος, που παραιτήθηκε από τον ΠΑΟΚ, όπου ήταν βοηθός του Πρέλεβιτς. Η προσθήκη του Σφαιρόπουλου και η διαρκής μαχητική παρουσία του αθλητικού διευθυντή της ομάδας Ελληνιάδη έπαιξαν σημαντικό επιβοηθητικό ρόλο στην προσπάθεια της χρονιάς εκείνης. 

3. ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΟΜΑΔΑΣ

Τι ακριβώς, όμως, έκανε η ομάδα εκείνη την χρονιά; 

Στην Ελλάδα

Η σεζόν ξεκίνησε με μια βαριά ήττα από τον ΠΑΟ σε αγώνα Κυπέλλου, που η ΕΟΚ, ως συνήθως, είχε φροντίσει να «κληρωθεί» νωρίς-νωρίς (στη φάση των 8). Είναι πράγματι απορίας άξιο πώς ο χρόνος ή ο τόπος κλήρωσης των περισσότερων αγώνων Ολυμπιακού-ΠΑΟ στο Κύπελλο Ελλάδας βολεύουν κατά κανόνα τους πράσινους. Η ομάδα μας ήταν πολύ νέα, ασχημάτιστη και ανώριμη εκείνη τη στιγμή για να μπορέσει να αντιμετωπίσει την ομάδα του Ομπράντοβιτς. 

Στο πρωτάθλημα Ελλάδας, ο Ολυμπιακός ήρθε δεύτερος στην κανονική σεζόν, με 22 νίκες και 4 ήττες. Έμεινε αήττητος στην έδρα του, κερδίζοντας όλους τους αντιπάλους. 

Νίκησε 84-77 το μεγάλο φαβορί του πρωταθλήματος και πρωτοπόρο τότε στην Ευρωλίγκα ΠΑΟ και μάλιστα χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, με στατιστική εικόνα ώριμης ομάδας (μοιρασμένους επιθετικά πόντους με πρώτο σκόρερ τον Λιούις με 17 πόντους, 5 κλεψίματα, 8 λάθη, 13 ασίστ, 35 ριμπάουντ) . Ήταν η πρώτη νίκη μας επί των πράσινων στην εποχή Αγγελόπουλων. Σημειωτέον ότι τα προηγούμενα χρόνια ο ΠΑΟ μας είχε νικήσει σχεδόν σε όλα τα ντέρμπι πρωταθλήματος. 


Στην επακολουθήσασα φάση των play-offs ο Ολυμπιακός νίκησε 2-0 την ΑΕΚ και 3-2 το πολύ ισχυρό τότε Μαρούσι. Στον τελικό απέναντι στον ΠΑΟ δεν τα κατάφερε. Οι τρομοκρατικές συνθήκες του ματς στο ΟΑΚΑ ήταν πρωτόγνωρες για τους παίκτες της νέας ομάδας μας. Τρεις παίκτες (Καλαϊτζίδης, Χατζής, Αργυρόπουλος) τραυματίστηκαν: άλλος υπέστη εγκαύματα από φωτοβολίδες, άλλος έπαθε ρήξη τυμπάνου από κροτίδα, άλλος σακατεύτηκε στον ώμο, ο φροντιστής τραυματίστηκε από αεροβόλο και νοσηλεύθηκε κ.λπ. Χιλιάδες αντικείμενα βομβάρδιζαν τους παίκτες σε όλο τον αγώνα. Δεν υπήρξαν όμως ούτε διακοπές αγώνων, ούτε σοβαρές κυρώσεις. Όλα καλά όταν πρόκειται για τον ΠΑΟ. 

Συμπερασματικά ο Ολυμπιακός επιτέλους, μετά από πολλά χρόνια, διεκδίκησε μέχρι τέλους τον τίτλο. 

Στην Ευρώπη

Στην Ευρωλίγκα ο Ολυμπιακός κληρώθηκε στον πιο αμφίρροπο όμιλο. Ήταν ο μόνος όμιλος στον οποίο ακόμη και οι ομάδες που δεν κατόρθωσαν να προκριθούν, παρ’ όλα αυτά, κατάφεραν να επιτύχουν τόσες πολλές νίκες (5). Ο Ολυμπιακός κατάφερε να προκριθεί στην επόμενη φάση των 16 σημειώνοντας συνολικά 7 ήττες και 7 ήττες. Μεταξύ των αντιπάλων που νίκησε ήταν οι σπουδαίες τότε Μπαρτσελόνα (80-68) και Μακάμπι (83-78).

Στη φάση των τοπ-16, στον νέο όμιλο που συγκροτήθηκε, ο Ολυμπιακός αντιμετώπισε τις ισπανικές Μάλαγα και Μπαρτσελόνα και τη Ζάλγκιρις Κάουνας. Ο Ολυμπιακός προκρίθηκε και πάλι, αυτή τη φορά για τη φάση των 8, καταλαμβάνοντας τη δεύτερη θέση στον όμιλό του, με 4 νίκες και 2 ήττες. Κατάφερε να αποκλείσει με δύο νίκες την Ουνικάχα, που είχε σχεδόν τριπλάσιο προϋπολογισμό. Το ίδιο κατάφερε και απέναντι στη Ζάλγκιρις, που τη συνέτριψε μάλιστα με 99-72 μπροστά στο φωνακλάδικο κοινό της. Φαίνεται ότι ο Καζλάουσκας, ως Λιθουανός, κατείχε το «know how». Αντίθετα έχασε μετά από δύο πολύ κλειστά ματς δύο φορές (67-74, 72-76) από την Μπαρτσελόνα. Ο αγώνας στο ΣΕΦ χάθηκε στο τέλος, αφού δεν καταφέραμε να κρατήσουμε μια διαφορά περίπου 20 πόντων, με την οποία είχαμε προηγηθεί. Αν κερδίζαμε αυτόν τον αγώνα θα βγαίναμε πρώτοι, θα μπαίναμε με πλεονέκτημα έδρας στην επόμενη φάση των 8 και έτσι μπορεί να φτάναμε στο Final Four. 

Στην φάση των 8 αντιμετωπίσαμε με μειονέκτημα έδρας τη Μακάμπι Τελ-Αβίβ. Έγιναν αρχικά δύο ζόρικα παιχνίδια, στα οποία οι ομάδες εκμεταλλεύθηκαν τις έδρες τους και πήραν από μια δύσκολη νίκη. Τελικά η Μακάμπι νίκησε πολύ δύσκολα στον τρίτο αγώνα της σειράς με 77-73 και μας άφησε εκτός τελικής τετράδας Ευρωλίγκας. Σημειωτέον ότι εκείνη τη χρονιά η Μακάμπη έφτασε στον τελικό της διοργάνωσης, όπου έχασε πολύ δύσκολα από την ΤΣΣΚΑ. 

Και στην Ευρώπη λοιπόν ο Ολυμπιακός έκανε πολύ έντονη την παρουσία του την συγκεκριμένη σεζόν. Μετά από καιρό, ο Ολυμπιακός φώναξε δυνατά: «είμαστε πάλι εδώ, έτοιμοι να επαναλάβουμε τα παλιές επιτυχίες».

Η περίοδος 2005/06 είχε μεγάλη σημασία και επέδρασε πολύ στους Αγγελόπουλους, αφού τους έκανε να πιστέψουν σε μια πολύ γρηγορότερη από όσο αρχικά είχαν υπολογίσει επίτευξη σημαντικών στόχων και διακρίσεων. Πιθανότατα και εύλογα θα σκέφτηκαν: «αφού ο Ολυμπιακός με μια τέτοια ομάδα, χαμηλού προφίλ και καθόλου πρωτοκλασάτη είχε τόσο θεαματική ανάκαμψη και τόσο ανέλπιστη πρόοδο τι θα μπορούσε άραγε να καταφέρει την επόμενη χρονιά, με μια μεγαλύτερη ενίσχυση;»

Έτσι τα αδέλφια την περίοδο 2006/07, θεωρώντας ότι η ομάδα αλλάζει πλέον επίπεδο, εκτόξευσαν τον προϋπολογισμό του τμήματος, που έφτασε σε υπερδιπλάσιο ποσό (πάνω από 9.000.000 ευρώ) και προχώρησαν σε επιλογές πολλών γνωστών, ικανών και φυσικά πολύ πιο ακριβών παικτών. Αποκτήθηκαν Ματσιγιάουσκας, Άκερ, Ντόμερκατ, Στακ, Πεν, Μπουρούσης κ.λπ. Παράλληλα αντικατέστησαν τον Καζλάουσκας με ένα μεγαλύτερο προπονητικό όνομα, που κατά την άποψή τους, θα μπορούσε να σταθεί καλύτερα σε μια ομάδα, η οποία θα απαρτιζόταν από παίκτες που ήταν μεγαλύτερα ονόματα και είχαν υψηλότερους στόχους. 

Η απόφαση τους αποδείχθηκε λανθασμένη, αφού δεν μπόρεσαν να αξιολογήσουν σωστά τη χρονιά και την ομάδα και να αντλήσουν τα ορθά συμπεράσματα. Μια καλή ομάδα κτίζεται όχι απαραίτητα με βάση προϋπολογισμό και ονόματα, αλλά με βάση την πετυχημένη της χημεία. Το λάθος ήταν ιδιαίτερα εμφανές στην αλλαγή του προπονητικού πόστου, όπου τον εργατικό, σοβαρό και μετρημένο Γιόνας διαδέχτηκε ο θορυβώδης, φαφλατάς και καλοπερασάκιας Πίνι Γκέρσον, που, εκτός των άλλων, ήταν και πολύ πιο ακριβός από τον Λιθουανό. 

Μη ξεχνάτε ότι οι μεγάλοι τίτλοι τη διετία 2011/13 ήρθαν όταν είχε μειωθεί δραστικά ο προϋπολογισμός και όταν στην ομάδα έπαιζαν νέοι Έλληνες παίκτες, και κάθε άλλο παρά διάσημοι ξένοι. Όταν η ομάδα έπαιξε σαν ομάδα, με ένα πνεύμα παρόμοιο με αυτό της περιόδου 2005/06. Ίσως αυτό να αποτελεί και ένα χρήσιμο μάθημα-οδηγό και για τη σύγχρονη επικαιρότητα. 

Ας μην ξεχνάμε ότι και ο κόσμος την περίοδο 2005/06 προοδευτικά ξεπέρασε την επιφυλακτικότητά του, και κατάλαβε, έστω και καθυστερημένα, το πνεύμα υγείας αγωνιστικότητας και εντιμότητας, που εξέπεμπε η ομάδα, στην οποία συμπαραστάθηκε θερμά, ιδίως στα ματς της Ευρώπης, όπου το sold out εισιτηρίων παρατηρήθηκε επανειλημμένα. 

4. ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΤΟΜΙΚΗΣ ΑΠΟΔΟΣΗΣ ΤΩΝ ΠΑΙΚΤΩΝ

Αξίζει τώρα να σταθούμε περισσότερο στις επιδόσεις των παικτών της ομάδας εκείνης της περιόδου: 
Στην Ελλάδα ο Ολυμπιακός έπαιξε συνολικά για το πρωτάθλημα 36 αγώνες, εκ των οποίων 26 αγώνες για την κανονική και 10 για τα play-offs. Σημείωσε 27 νίκες και υπέστη 9 ήττες. Τα συνολικά στοιχεία σε απόλυτους αριθμούς έχουν ως εξής:
Συμμετοχές σε αγώνες: Σεϊμπούτις 36, Σχορτσιανίτης 36, Χατζής 35, Μπάρλος 35, Έντνυ 34, Ζίζιτς 34, Λιούις 33, Παπαμακάριος 33, Βασιλόπουλος 33, Αργυρόπουλος 24, Πρίντεζης 23, Αγαδάκος 19, Κόλιεβιτς 18, Καλαιτζίδης 8, Ζουκάουσκας 2. 
Πόντοι: Έντνυ 445, Σχορτσιανίτης 337, Λιούις 307, Χατζής 295, Σεϊμπούτις 266, Ζίζιτς 263, Μπάρλος 223, Παπαμακάριος 207, Βασιλόπουλος 182, Πρίντεζης 143, Αργυρόπουλος 101, Κόλιεβιτς 70, Αγαδάκος 62, Ζουκάουσκας 14, Καλαιτζίδης 4.
Μέσος όρος πόντων: Έντνυ 12.48, Λιούις 10.11, Σχορτσιανίτης 9.43, Χατζής 8.24, Ζίζιτς 7.84, Ζουκάουσκας 7, Σεϊμπούτις 6.68, Παπαμακάριος 6.62, Μπάρλος 6.35, Πρίντεζης 5.96, Βασιλόπουλος 5.40, Κόλιεβιτς 4.44, Αργυρόπουλος 2.83, Αγαδάκος 2.65, Καλαιτζίδης 0.5. 
Ριμπάουντ: Ζίζιτς 150, Σχορτσιανίτης 136, Βασιλόπουλος 132, Μπάρλος 109, Λιούις 89, Παπαμακάριος 79, Χατζής 74, Σεϊμπούτις 74, Πρίντεζης 73, Έντνυ 71, Αγαδάκος 31, Κόλιεβιτς 25, Αργυρόπουλος 20, Ζουκάουσκας 14, Καλαιτζίδης 2.
Ασίστ: Έντνυ 120, Παπαμακάριος 60, Βασιλόπουλος 46, Λιούις 43, Σεϊμπούτις 42, Κόλιεβιτς 41, Χατζής 40, Σχορτσιανίτης 28, Μπάρλος 22, Αργυρόπουλος 20, Πρίντεζης 12, Ζίζιτς 11, Αγαδάκος 9, Καλαιτζίδης 2, Ζουκάουσκας 1. 
Μπλοκ: Βασιλόπουλος 24, Σχορτσιανίτης 24, Λιούις 14, Πρίντεζης 8, Μπάρλος 6, Σεϊμπούτις 4, Έντνυ 3, Ζουκάουσκας 3, Ζίζιτς 2, Αγαδάκος 2, Παπαμακάριος 2, Χατζής 1, Αργυρόπουλος 1, Κόλιεβιτς 0, Καλαιτζίδης 0.
Στην Ευρώπη παίξαμε συνολικά 23 αγώνες και είχαμε 12 νίκες και 11 ήττες.
Συμμετοχές σε αγώνες: Έντνυ 23, Μπάρλος 23, Σεϊμπούτις 23, Λιούις 23, Ζίζιτς 23, Παπαμακάριος 22, Σχορτσιανίτης 22, Βασιλόπουλος 21, Χατζής 20, Χαρίσης 19, Αγαδάκος 9, Πρίντεζης 8, Κόλιεβιτς 4, Αργυρόπουλος 3, Φρήτζι 2, Καλαιτζίδης 1.
Μέσος όρος πόντων: Έντνυ 13.3, Λιούις 11, Σχορτσιανίτης 10.7, Ζίζιτς 8.3, Χατζής 7.3, Βασιλόπουλος 7.2, Σεϊμπούτις 6.3, Μπάρλος 5.7, Παπαμακάριος 5.7, Πρίντεζης 3.8, Χαρίσης 3.3, Φρήτζι 3, Αγαδάκος 1.9, Κόλιεβιτς 1, Αργυρόπουλος 0.7.
Μέσος όρος ριμπάουντ: Σχορτσιανίτης 4.9, Βασιλόπουλος 4.8, Ζίζιτς 4.4, Μπάρλος 3.8, Λιούις 3.7, Έντνυ 3, Παπαμακάριος 2.4, Σεϊμπούτις 1.9, Χατζής 1.5, Πρίντεζης 1.1, Χαρίσης 0.9, Αγαδάκος 0.6, Κόλιεβιτς 0.5, Αργυρόπουλος 0.3.
Μέσος όρος ασίστ: Έντνυ 4.5, Παπαμακάριος 1.8, Λιούις 1.2, Χαρίσης 1.2, Βασιλόπουλος 1, Χατζής 0.8, Σεϊμπούτις 0.6, Μπάρλος 0.6, Αργυρόπουλος 0.6, Σχορτσιανίτης 0.5, Κόλιεβιτς 0.5, Ζίζιτς 0.3, Αγαδάκος 0.2, Πρίντεζης 0.1.
Μέσος όρος χρόνου συμμετοχής: Έντνυ 30.39, Λιούις 27.41, Παπαμακάριος 22.06, Ζίζιτς 20.35, Βασιλόπουλος 20.09, Σχορτσιανίτης 19.06, Σεϊμπούτις 17.30, Μπάρλος 16.42, Χατζής 15.52, Χαρίσης 10.25, Φρήτζι 9.15, Πρίντεζης 8.52, Αγαδάκος 5.40, Κόλιεβιτς 4.07, Καλαιτζίδης 3.15, Αργυρόπουλος 2.5.  
Με αφετηρία τα παραπάνω στατιστικά να πούμε τα εξής για κάθε παίκτη: 

Ο Σεϊμπούτις ήταν ο μόνος παίκτης που αγωνίστηκε σε όλα ανεξαιρέτως τα παιχνίδια, τόσο του πρωταθλήματος όσο και της Ευρώπης, δηλαδή σε 59 συνολικά αγώνες (36+23). Βοήθησε πολύ σε διάφορους τομείς, ενώ υπήρξε παράδειγμα μαχητικότητας, με χαρακτηριστικό του τις πολλές ηρωικές βουτιές. 

Ο Έντνυ ήταν ο παίκτης με τον πιο πρωταγωνιστικό ρόλο, τόσο στον εκτελεστικό όσο και τον δημιουργικό τομέα, αφού ήταν ο μακράν καλύτερος σκόρερ, όπως και ο παίκτης με τις μακράν περισσότερες ασίστ. Όσοι τον είχαν αμφισβητήσει αρχικά, κυρίως λόγω του ύψους του, μάλλον είχαν ξεχάσει τις περγαμηνές του. Εκείνοι που τον θεωρούσαν ξοφλημένο, λόγω ηλικίας και πολυετούς αγωνιστικής διαδρομής, κατάπιαν τη γλώσσα τους. Όλοι αυτοί μάλλον είχαν ξεχάσει ότι ο παίκτης είχε παίξει αρκετά χρόνια στο NBA, έχοντας ένα σχετικά σταθερά αξιόλογο μέσο όρο πόντων, που συνολικά σε όλη του την θητεία ήταν περίπου 8, καθώς και ένα εντυπωσιακό μέσο όρο ασίστ (4). Είχαν ξεχάσει ότι ήταν πρωταθλητής Ευρωλίγκας σε ένα final four (1999), στο οποίο είχε αναδειχτεί πολυτιμότερος παίκτης MVP και μάλιστα με μια ομάδα αουτσάιντερ όπως η Ζάλγκιρις του Γιόνας. Σημειωτέον ότι το συγκεκριμένο final four μας είχε πληγώσει, αφού ήμασταν το φαβορί και τελικά πήραμε την τρίτη θέση, γιατί μας απέκλεισε από τον τελικό ο Έντνυ και η Λιθουανική παρέα του. Ο Έντνυ έπαιξε σε μεγάλες ομάδες στην Ιταλία, ενώ γνώρισε πολλές ατομικές διακρίσεις στην καριέρα του. Μεταξύ άλλων είχε αποτελέσει μέλος της εθνικής αντιπροσωπευτικής ομάδας των ΗΠΑ στους αγώνες «Καλής Θέλησης» στην Πετρούπολη το 1994. Την περίοδο 2005-06, για την οποία μιλάμε, η Ευρωλίγκα τον ανέδειξε καλύτερο παίκτη μήνα, ενώ για λίγο έχασε την θέση του καλύτερου στις ασσίστ της Ευρωλίγκας στην φάση του τοπ-16, μένοντας στην δεύτερη θέση. Εκείνο που ήταν εκπληκτικό με τον Έντνυ ήταν η ικανότητα του ακόμη και στα ριμπάουντ, αν και ήταν τόσο κοντός. Κατάφερνε σχεδόν να συναγωνίζεται πολύ ψηλότερους συμπαίκτες του. Στην Ελλάδα είχε μέσο όρο πάνω από 2 ριμπάουντ ανά αγώνα, ενώ στην Ευρώπη ακόμη καλύτερο (3). Όταν έπαιζε στην Ιταλία ο μέσος όρος του κάποιες χρονιές άγγιζε τα 4. Ακόμη και στον κόσμο των θηρίων του NBA παρουσίασε κάποιες χρονιές μέσους όρους 2,5 ριμπάουντ. 

Η περίοδος 2005/06 ήταν η καλύτερη του Μπιγκ-Σόφο στον Ολυμπιακό και μια από τις καλύτερες στην εν γένει καριέρα του. Πρωταγωνίστησε τόσο σε άμυνα όσο και επίθεση, όπως δείχνουν οι σπουδαίες επιδόσεις του σε πόντους, σε ριμπάουντ και μπλοκ. Το κυριότερο όμως ήταν ότι όλη την χρονιά παρέμεινε συνεπής και δεν δημιούργησε κανένα πρόβλημα στην ομάδα. Φαίνεται ότι ο Γιόνας είχε βρει το κουμπί του. 

Ο Λιούις ήταν ίσως ο πολυτιμότερος παίκτης μετά τον Έντνυ. Είχε πολύ σημαντική προσφορά σε πολλές κατηγορίες: στο σκοράρισμα, στα ριμπάουντ, στις ασίστ, ακόμη και στα μπλοκ. Γενικά ήταν σταθερός και αξιόπιστος σε κρίσιμους αγώνες, ένας άνθρωπος για όλες τις δουλειές, που ο προπονητής ήξερε ότι μπορούσε να στηρίζεται πάνω του. Για τον λόγο αυτό έπαιρνε και πολύ χρόνο συμμετοχής. Ο Λιούις δεν είχε τον ενθουσιώδη και εκδηλωτικό χαρακτήρα, που διακρίνει πολλούς Αμερικάνους, γεγονός που κράτησε την εξέδρα των φανατικών σε κάποια απόσταση απέναντι του. Και αυτός είχε υποτιμηθεί στην αρχή μολονότι ήταν σχετικά ψηλή επιλογή (νο.19 στον α΄ γύρο) του NBA draft του έτους 1999 και αγωνίστηκε για τρία χρόνια στους Γιούτα Τζαζ. Στην Ευρώπη έπαιξε στην Μακάμπι, ενώ κι αυτός αποτέλεσε μέλος της Εθνικής αντιπροσωπευτικής ομάδας των ΗΠΑ, που κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στους αγώνες «Καλής Θέλησης» του 1998. 

Συνοψίζοντας για Έντνυ και Λιούις θα πούμε αβίαστα ότι μακάρι να είχαμε τέτοιους αμερικανούς παίκτες στην σημερινή ομάδα.

Αξιοσημείωτη υπήρξε η περίπτωση Βασιλόπουλου, για τον οποίο ήταν η πρώτη χρονιά του στον Ολυμπιακό. Ενώ ήταν γνωστό ότι είχε αξιόλογες επιθετικές ικανότητες, παρ’ όλα αυτά δεν τις έδειξε τη συγκεκριμένη περίοδο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν βοήθησε πολύ. Σε πολλούς τομείς, όπως ριμπάουντ, ασίστ και μπλοκ, βρέθηκε στην πρώτη τριάδα της ομάδας στα πρωτάθλημα. Ιδιαίτερα διακρίθηκε στα μπλοκ, όπου πρώτευσε στον Ολυμπιακό σε εθνικό επίπεδο, ενώ στην Ευρώπη ήταν ο δεύτερος της ομάδας στα ριμπάουντ. Αξιοσημείωτο φαινόμενο επίσης είναι η πολύ καλύτερη επιθετική επίδοση του στους αγώνες της Ευρώπης, σε σύγκριση με την αντίστοιχη στο πρωτάθλημα. 

Ο Ζίζιτς κυριάρχησε στα ριμπάουντ, ενώ ήταν σταθερή αξία στο σκοράρισμα. Σε κάποιες αγωνιστικές ήταν πρώτος στην Ευρωλίγκα στα σχετικά ratings. 

Ο Χατζής είχε μεγάλη επιθετική προσφορά. Σημειωτέον ότι τη συγκεκριμένη περίοδο αναδείχθηκε κορυφαίος παίκτης στην Ευρωλίγκα σε ποσοστά ευστοχίας σε προσωπικές βολές. Λόγω καλού χαρακτήρα έγινε αγαπητός από τον κόσμο και έτσι χρίσθηκε αρχηγός της ομάδας τη συγκεκριμένη περίοδο. 

Ο Παπαμακάριος βοήθησε κι αυτός σε πολλούς τομείς, έχοντας πολύ χρόνο συμμετοχής, με την μεγαλύτερη προσφορά του να εστιάζεται στις ασίστ, όπου είχε εξαιρετικές επιδόσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη. Ήταν δεύτερος μετά τον ασυναγώνιστο Έντνυ. 

Ο Μπάρλος διέψευσε όλους όσους τον θεωρούσαν μικρό παίκτη χωρίς περιθώρια εξέλιξης και ακατάλληλο για μεγάλη ομάδα. Ο Νίκος βοήθησε πολύ σε πολλούς τομείς σε άμυνα και επίθεση και βρέθηκε πάντα ψηλά στην πρώτη τετράδα σε πολλές επί μέρους κατηγορίες. Οι αγωνιστικές του δυνατότητες είχαν φανεί και από την συμμετοχή του στην Εθνική Ανδρών το καλοκαίρι του 2005 για τους Μεσογειακούς, όπου αγωνίστηκε εξαιρετικά, έχοντας ένα απίθανο όρο σχεδόν 15 πόντων ανά αγώνα. Όμως η παρουσία του στην Εθνική δεν είχε συνέχεια, μάλλον επειδή οποιαδήποτε σχέση με τον Ολυμπιακό προκαλεί αλλεργία στην ομοσπονδία.

Ο πιτσιρικάς τότε Πρίντεζης δεν είχε πολύ μεγάλη συμμετοχή σε πολλούς αγώνες. Αγωνίστηκε συνολικά στα μισά παιχνίδια της ομάδας (σε 31 από τα 59) και ειδικότερα μόνο σε 8 από τα ματς της Ευρώπης. Παρόλα αυτά πρόλαβε να δείξει πολλά πράγματα στον προπονητή του, ο οποίος εκτιμούσε πολύ τις δυνατότητες του και γενικά άφησε μεγάλες υποσχέσεις με την απόδοσή του. Οι μέσοι όροι του σε πολλές επί μέρους κατηγορίες ήταν αξιοπρεπείς. Ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσε η υψηλή επίδοση του στα μπλοκ.

Από τους υπόλοιπους ο Χαρίσης βοήθησε στον δημιουργικό-οργανωτικό τομέα στην Ευρώπη, ενώ ο Κόλιεβιτς έδειξε μια έφεση στις ασίστ. Οι Αργυρόπουλος και Αγαδάκος βοήθησαν όποτε χρειάστηκε, σε διαφορετικούς τομείς. Γενικά ο Αργυρόπουλος χρησιμοποιήθηκε περισσότερο στην Ελλάδα και ο Αγαδάκος περισσότερο στην Ευρώπη. Ο Καλαϊτζίδης έπαιξε ελάχιστα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου