Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2019

Μια μικρογραφία των Ανδριανόπουλων: Κώστας και Αριστείδης Παπάζογλου

Η περίπτωση των αδελφών Παπάζογλου θα μπορούσε ενδεχομένως να χαρακτηριστεί ως ένα είδος επανάληψης, σε πολύ μικρότερη βέβαια κλίμακα, μια μικρογραφία θα λέγαμε καλύτερα, του φαινομένου των αδελφών Ανδριανόπουλου.
















Ο Αριστείδης
Το επώνυμο Παπάζογλου είναι στενά συνυφασμένο με την ιστορία του Ολυμπιακού. Στον Ολυμπιακό έπαιξαν τέσσερις ποδοσφαιριστές με το επώνυμο αυτό. 

Σπουδαιότεροι ήταν τα δύο αδέλφια ο Κώστας και ο Αριστείδης, που αγωνίστηκαν στην επίθεση της ομάδας μας την ίδια εποχή, η οποία είναι μοιρασμένη, αφού περιλαμβάνει κομμάτια από δύο δεκαετίες: εκείνη του 1950 και εκείνη του 1960. Επίσης την ίδια εποχή έπαιξε μαζί τους και ο μεσοεπιθετικός Σάββας Παπάζογλου, που είχε αγωνιστεί προηγουμένως στον Παναιγιάλειο και τον Απόλλωνα Αθηνών. Ακολούθησε πολύ αργότερα, την δεκαετία του 2000 ο αμυντικός Τάσος Παπάζογλου, που τον αποκτήσαμε από τον Πανσερραικό. Υπήρξε ακόμη και ο Θανάσης Παπάζογλου που τον πήραμε από τον ΟΦΗ τη δεκαετία του 2010, αλλά δεν έπαιξε καθόλου στην ομάδα και παραχωρήθηκε αμέσως αλλού, ένα φαινόμενο που έγινε πολύ της μόδας την τελευταία δεκαετία.  

Σήμερα θα ασχοληθούμε συγκριτικά και αναλυτικά με τα αδέλφια Παπάζογλου, που διέπρεψαν στην ομάδα μας.

Ο Κώστας
Την 1 Νοεμβρίου 2019 συμπληρώνονται ακριβώς 60 στρογγυλά χρόνια από τότε που πρωτόπαιξαν και οι δύο μαζί σε επίσημο αγώνα του Ολυμπιακού. Ήταν 1/11/1959 σε αγώνα εναντίον του Ηρακλή στο Φάληρο (1-0) όταν βρέθηκαν για πρώτη φορά μαζί και οι δύο συμπαίκτες στην ενδεκάδα του Ολυμπιακού. 

Η πρώτη φορά που σκόραραν και οι δύο στον ίδιο αγώνα του Ολυμπιακού ήταν κατά του Παναιγιαλείου (8-1) την 26/6/1960 στο Φάληρο, κάτι που επανέλαβαν την 16/10/1960, κατά σύμπτωση πάλι σε βάρος της ίδιας ομάδας, σε αγώνα που αυτή τη φορά έγινε στο Αίγιο και ο Ολυμπιακός νίκησε 1-4. 

Προέρχονταν από τις φτωχογειτονιές του Ρέντη και από πλευράς ηλικίας είχαν μεταξύ τους περίπου διαφορά ενός χρόνου και κάτι μηνών. Ο Κώστας είχε γεννηθεί το 1938 και ο Αριστείδης στα τέλη του επόμενου έτους. Πρωτόπαιξαν ως έφηβοι στις μικρές και άσημες τοπικές ομάδες του Πειραιά: ο Κώστας στο Μοσχάτο και ο Αριστείδης στο Ρέντη. Στον Ολυμπιακό βρέθηκαν και οι δύο το 1957. 

Πέρα από τα προαναφερόμενα, το βασικό κοινό τους χαρακτηριστικό ήταν ότι αγωνιζόντουσαν στην επίθεση, ο Κώστας κυρίως στη δεξιά πλευρά, ενώ ο Αριστείδης κυρίως στην αριστερή πλευρά. 

Εδώ σταματούν τα κοινά τους γνωρίσματα, αφού κατά τα άλλα τα δύο αδέλφια δεν είχαν πολλά κοινά αγωνιστικά χαρακτηριστικά, αλλά ούτε την ίδια εξέλιξη, πορεία και θητεία στον Ολυμπιακό. Αξίζει λοιπόν να αναφερθούμε σε αυτούς σε συγκριτική βάση. 

ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΚΑΡΙΕΡΑΣ

Όσον αφορά διάρκεια θητείας τους στον Ολυμπιακό υπερτερεί ο Αριστείδης. 

Ο Κώστας έπαιξε στον Ολυμπιακό από την περίοδο 1957/58 μέχρι και την περίοδο 1963/64, δηλαδή επτά χρόνια. Ο Αριστείδης αγωνίστηκε στον Ολυμπιακό ένα χρόνο περισσότερο, δηλαδή συνολικά οκτώ χρονιές, από την περίοδο 1959/60 μέχρι και την περίοδο 1966/67. Πάντως την τελευταία αυτή περίοδο ανήκε στο δυναμικό της ομάδας περισσότερο τυπικά παρά ουσιαστικά, αφού λόγω της ασθένειάς του, είχε μόνο μια συμμετοχή στο πρωτάθλημα. 

Στην ομάδα συνυπήρξαν και οι δύο σε πέντε πρωταθλήματα (1959/60 ως και 1963/64). Άργησαν ωστόσο σχετικά να παίξουν μαζί στην πρώτη ομάδα, αν ληφθεί υπόψη ότι βρέθηκαν και οι δύο σχεδόν ταυτόχρονα στον Ολυμπιακό. Όταν ο Κώστας είχε καθιερωθεί ως βασικός, ο Αριστείδης δεν έπαιζε στην πρώτη ομάδα. Αντίθετα αργότερα, όταν άρχιζε να καθιερώνεται ο Αριστείδης, η απόδοση του Κώστα άρχιζε σταδιακά να πέφτει και οι συμμετοχές του στην ενδεκάδα να λιγοστεύουν. 

ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ

Και εδώ, όπως άλλωστε είναι φυσιολογικό, υπερέχει ο Αριστείδης. 

Ο Κώστας αγωνίστηκε στον Ολυμπιακό σε 126 επίσημους αγώνες, που κατανέμονται ως εξής: 95 για το Πρωτάθλημα Ελλάδας, 18 για το Κύπελλο Ελλάδας, 9 για το Πρωτάθλημα Πειραιώς, 3 για τις διοργανώσεις της Ευρώπης και 1 φορά για τον Βαλκανικό Κύπελλο. 

Ο Αριστείδης αγωνίστηκε σε 172 επίσημους αγώνες, που κατανέμονται ως εξής: 132 για το Πρωτάθλημα Ελλάδας, 22 για το Κύπελλο Ελλάδας, 8 για διοργανώσεις της Ευρώπης και 10 για το Βαλκανικό Κύπελλο. Δεν είχε αγωνιστεί ποτέ για το Πρωτάθλημα Πειραιά.

ΓΚΟΛ

Ο Αριστείδης υπερέχει και εδώ. 

Ο Κώστας σημείωσε συνολικά 43 επίσημα γκολ με τον Ολυμπιακό, που αναλύονται ως εξής: 32 για το Πρωτάθλημα Ελλάδας, 8 για το Κύπελλο Ελλάδας, 2 για το Πρωτάθλημα Πειραιά, 1 σε ευρωπαϊκούς αγώνες. Δεν σημείωσε γκολ στο Βαλκανικό Κύπελλο.

Ο Αριστείδης σημείωσε συνολικά 94 επίσημα γκολ, που αναλύονται ως εξής: 72 για το Πρωτάθλημα Ελλάδας, 18 για το Κύπελλο Ελλάδας. 3 σε Ευρωπαικούς αγώνες και 1 για το Βαλκανικό Κύπελλο.

Παρά το γεγονός ότι συχνά τον αποκαλούσαν «χασογκόλη», ο Αριστείδης ήταν πολύ ικανός σκόρερ. Είχε μάλιστα καταφέρει δύο φορές να σκοράρει 4 φορές σε ένα ματς, σε δύο αγώνες πρωταθλήματος με τη Δόξα Δράμας και τη Νίκη Βόλου, επίτευγμα που μόνο μεγάλοι σκόρερ μπορούν να πετύχουν. 

ΤΙΤΛΟΙ

Ο Κώστας αρχηγός σε ματς με τον ΠΑΟ 
Εδώ υπερτερεί ο Κώστας.

Ο Κώστας ήταν ενεργό μέλος της ομάδας που κατέκτησε 2 Πρωταθλήματα (1957/58, 1958/59) και 4 Κύπελλα (1957/58, 1958/59, 1959/60, 1960/61). Διευκρινίζουμε ότι την περίοδο 1962/63 ο Κώστας, μπορεί μεν να ανήκε τυπικά στο έμψυχο δυναμικό της ομάδας, αλλά δεν είχε αγωνιστεί σε κάποιο αγώνα κυπέλλου και ως εκ τούτου, αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι, δεν μπορούμε να προσθέσουμε στο ενεργητικό του την κατάκτηση του Κυπέλλου Ελλάδας της συγκεκριμένης περιόδου. 

Ο Αριστείδης κατέκτησε ένα μόνο Πρωτάθλημα Ελλάδας (1965/66) και ήταν ενεργό μέλος της ομάδας που κατέκτησε 4 Κύπελλα (1959/60, 1960/61, 1962/63,1964/65). Πάντως μπορεί ο τίτλος του Αριστείδη να ήταν μόνο ένας, αλλά ήταν ο πιο σημαντικός, γιατί κατακτήθηκε μετά από μια περίοδο εξαετούς ανομβρίας πρωταθλημάτων και μάλιστα σε ένα τρομερά δύσκολο πρωτάθλημα, που πήραμε με διαφορά ενός μόνο βαθμού από τον ΠΑΟ, με τον ίδιο τον Αριστείδη να πρωταγωνιστεί, αφού σημείωσε στο τελευταίο νικηφόρο αγώνα του πρωταθλήματος δύο γκολ εναντίον του Απόλλωνα Αθηνών (3-0). 

Η συμβολή του Αριστείδη σε αυτόν τον τίτλο ήταν καθοριστικότατη, και οπωσδήποτε πιο καθοριστική από την αντίστοιχη συμβολή του Κώστα στους τίτλους που κατέκτησε με τον Ολυμπιακό στη δεκαετία του 1950. 

Και αυτό γιατί στις πρώτες δέκα αγωνιστικές του πρωταθλήματος 1965/66, όταν ο Γιώργος Σιδέρης, λόγω τραυματισμού δεν μπορούσε να αγωνιστεί, ο Αριστείδης ανάλαβε το βαρύ φορτίο της αναπλήρωσής του στην επίθεση, έργο που έφερε σε πέρας με μεγάλη επιτυχία. Συνολικά εκείνη τη σεζόν σημείωσε 18 γκολ και συντέλεσε αποφασιστικότατα στην κατάκτηση του ιστορικού εκείνου πρωταθλήματος.

ΕΘΝΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑΣ

Και στο κεφάλαιο αυτό υπερέχει ο Αριστείδης. 

Ο Κώστας, αν και κλήθηκε, τελικά ποτέ δεν αγωνίστηκε στην Εθνική Ελλάδας. Αντίθετα ο Αριστείδης την περίοδο 1964/65 αγωνίστηκε 3 φορές επιτυγχάνοντας μάλιστα 3 συνολικά γκολ.

Και οι δύο παίκτες αδικήθηκαν όσον αφορά τις συμμετοχές του στην Εθνική. Ο Κώστας άξιζε να έχει παίξει, καθώς οι παίκτες (Σταματιάδης, Χολέβας, Μαστρακούλης) που οι προπονητές της Εθνικής προτιμούσαν ήταν μεν καλοί, αλλά όχι σε τόσο απαγορευτικό βαθμό, ώστε ο Κώστας να μην παίξει καθόλου. 

Ο Αριστείδης άξιζε, επίσης, να έχει αγωνιστεί στην Εθνική περισσότερες φορές, αν και η αλήθεια είναι ότι τη δεκαετία του 1960 οι ανταγωνιστές του για μια θέση στην επίθεση της Εθνικής ήταν όντως πολλοί και άξιοι. 

Πάντως εκείνη την εποχή οι αγώνες της Εθνικής ήταν, έτσι κι αλλιώς, ελάχιστοι σε αριθμό. 

ΓΚΟΛ ΜΕ ΣΗΜΑΣΙΑ 
(σε ντέρμπι και κρίσιμα ματς)

Ο Κώστας έχει καλύτερες επιδόσεις από τον Αριστείδη στον τομέα αυτόν. 

Ο Κώστας έχει σημειώσει 7 γκολ σε αγώνες ντέρμπι για το πρωτάθλημα και συγκεκριμένα 3 σε ΠΑΟ, 1 σε ΑΕΚ και 3 σε ΠΑΟΚ.

Έχει σημειώσει επίσης 1 γκολ στον νικηφόρο τελικό Κυπέλλου Ελλάδας του 1961. Πάνω από όλα όμως ίσως βρίσκεται το ιστορικό γκολ, που πέτυχε εναντίον της Μίλαν στο Καραϊσκάκη το 1959, που αποτελεί όχι μόνο το πρώτο επίσημο γκολ του Ολυμπιακού, αλλά και το πρώτο επίσημο ελληνικό γκολ συλλόγου της χώρας μας στην Ευρώπη.

Το χαρακτηριστικό των προαναφερόμενων γκολ του Κώστα ήταν ότι σημειώθηκαν σε αγώνες που ο Ολυμπιακός ποτέ δεν έχασε, αλλά μάλιστα κατά κανόνα κέρδισε. Έτσι τα γκολ αυτά συζητήθηκαν και διατηρήθηκαν για πολύ καιρό στη μνήμη των φιλάθλων. 

Ο Αριστείδης έχει σημειώσει 3 γκολ σε αγώνες ντέρμπι για το πρωτάθλημα. Από αυτά, 1 πέτυχε κατά του ΠΑΟ και 2 εναντίον της ΑΕΚ. Χαρακτηριστικό των τερμάτων αυτών είναι ότι μόνο σε ένα από τα παιχνίδια που σκόραρε νίκησε ο Ολυμπιακός, ενώ στα άλλα δύο έχασε, με συνέπεια τα γκολ αυτά να ξεχαστούν γρήγορα. 

Σε αγώνες Κυπέλλου, ο Αριστείδης είχε κι αυτός σκοράρει στον νικηφόρο τελικό του 1963. Επιπλέον είχε σκοράρει στον μεγάλο προημιτελικό του 1963 κόντρα στον ΠΑΟ στη Λεωφόρο, που νικήσαμε 3-5. 

ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

Τα αδέλφια Παπάζογλου, αν και αγωνιζόντουσαν αμφότεροι στην επίθεση, υπήρξαν δύο διαφορετικοί ποδοσφαιριστές, με διαφορετικά αγωνιστικά χαρακτηριστικά στο παιχνίδι τους. 

Ο Κώστας είχε μεγάλη δύναμη, γερό πάτημα, ορμητικότητα και ταχύτητα. Η γεμάτη και στιβαρή κορμοστασιά του και ο δυναμικός τρόπος παιξίματός του είχαν κάνει τον κόσμο να τον αποκαλεί «άλογο» ή «ταύρο». Τεχνικά δεν ήταν ιδιαίτερα καταρτισμένος. Ήταν όμως σταθερός σε απόδοση, αποτελεσματικός και τον αισθάνονταν πολύ οι αντίπαλοι αμυντικοί. Ήταν ιδιαίτερα καλός στο κεφάλι. Ποσοστό άνω του 20% των γκολ που σημείωσε επιτεύχθηκαν με κεφαλιές- δυναμίτες. 

Στον αντίποδα ο Αριστείδης με το ψηλόλιγνο (1.82 μ.) σώμα του ήταν μέγας τεχνίτης, ένας βιρτουόζος της μπάλας, που δεν ήταν ιδιαίτερα δυναμικός. Κύρια προσόντα του ήταν η ντρίμπλα, η ταχύτητα και το απρόβλεπτο των ενεργειών του. Μπορούσε να πετύχει το πιο απίθανο γκολ, αλλά και να χάσει το πιο εύκολο. Το παρατσούκλι του από μικρός ήταν «Ερρίκος», αλλά όσο καν αν έψαξα δεν βρήκα κάτι αξιόπιστο για την προέλευσή του. Η μεγάλη ποιότητά του, πάντως, δεν συμβάδιζε πάντοτε με σταθερότητα στην απόδοση. 

Ως ποδοσφαιρική αξία (αυτό που λέμε «πάστα») όλοι συμφωνούν ότι ο Αριστείδης ήταν πολύ καλύτερος του Κώστα. 

Ο ΠΑΡΑΓΩΝ ΑΔΙΚΙΑ ΣΤΗ ΚΑΡΙΕΡΑ ΤΟΥΣ

Και οι δύο υπήρξαν αδικημένοι παίκτες. 

Ο Κώστας μπορεί να έπαιξε σχετικά γρήγορα στην πρώτη ομάδα, αλλά γενικά έπρεπε να είχε παίξει περισσότερο στον Ολυμπιακό. Επιπλέον δεν είχε τη δέουσα αντιμετώπιση από τη διοίκηση του Ολυμπιακού στο τέλος της καριέρας του στην ομάδα. Η διοίκηση της ομάδας όχι μόνο δεν εκτίμησε όπως έπρεπε την προσφορά του, αλλά του συμπεριφέρθηκε λες και ήταν βάρος, το οποίο ήθελε να ξεφορτωθεί. Μάλιστα από ένα χρονικό σημείο και έπειτα δεν υπήρχε μεταγραφική διαπραγμάτευση παίκτη, που ήθελε να αποκτήσει ο Ολυμπιακός, στην οποία να μην τον συμπεριλαμβάνει από τους πρώτους στην λίστα των ανταλλαγμάτων. Τελικά το 1964 παραχωρήθηκε στον Παναιγιάλειο, ως αντάλλαγμα για την απόκτηση του Αγανιάν. 

Η πικρία του για αυτή την αντιμετώπιση, παρά τη σπουδαία προσφορά του στην ομάδα, συντέλεσε στο να γίνει αργότερα ο πρώτος γνωστός, αξιόλογος και σημαντικός παίκτης του Ολυμπιακού, που αγωνίστηκε στον αιώνιο αντίπαλο του ΠΑΟ. 

Το ιστορικό αυτό γεγονός συνέβη το 1965, αλλά δεν κρίνεται αξιομνημόνευτο από πολλούς, επειδή στον ΠΑΟ αγωνίστηκε σε ένα μόνο επίσημο ματς. 

Υπήρξε βέβαια προηγουμένως και η περίπτωση του διεθνούς τερματοφύλακα του Εθνικού Μανταλόζη, ο οποίος σε νεαρά ηλικία ανήκε στον Ολυμπιακό και πολλά χρόνια αργότερα κατέληξε στον ΠΑΟ, αλλά η μετακίνηση εκείνη είναι σαν να μην έγινε ποτέ, αφού ο Μανταλόζης δεν αγωνίστηκε ποτέ σε επίσημο αγώνα ούτε του Ολυμπιακού, αλλά ούτε και του ΠΑΟ. 

Για τον Αριστείδη η αδικία ήταν πολύ μεγαλύτερη. Καταρχάς, αν και γενικά καλύτερος από τον αδελφό του, άργησε αρκετά, συγκριτικά με αυτόν, να καθιερωθεί στον Ολυμπιακό, παρά τα σπουδαία προσόντα του (που αναγνώρισε κυρίως ο Ούγγρος Τίμπορ) με αποτέλεσμα να μη γευθεί τίτλους, που άξιζε με την ομάδα-θρύλο στα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1950. 

Στη συνέχεια, ξεκίνησε η μακρά άσχημη περίοδος του Ολυμπιακού, που συνέπεσε με την ίδρυση της Α΄ Εθνικής Κατηγορίας. Οι σχέσεις του με τον Γιουγκοσλάβο Σιμονόφσκι ποτέ δεν ήταν καλές. 

Η διοίκηση του Ολυμπιακού βιάστηκε να τον θεωρήσει περιττό και αναλώσιμο και θέλησε να τον δώσει αντάλλαγμα στην Προοδευτική, για να αποκτήσει τον Μπέση. Μόνο η αποφασιστική αρνητική στάση του ιδίου απέτρεψε τη μετακίνησή του στην ομάδα του Κορυδαλλού. Η μεγάλη ποδοσφαιρική αξία του άρχισε να φαίνεται μετά την αποχώρηση του Σιμονόφσκι και τον ερχομό διάφορων Ούγγρων προπονητών όπως Ντόλγκος, Τσιέρνα και κυρίως με τον ερχομό του μεγάλου Μπούκοβι, ο οποίος κυριολεκτικά τρελάθηκε από τα προσόντα του.

Τότε, έφτασε και στην καλύτερη φόρμα της καριέρας του, με την απόδοση του στο γήπεδο και την εκτελεστική του ικανότητα να ανέβουν στο ζενίθ. Τότε ο Αριστείδης αποτελούσε κεντρικό σημείο αναφοράς για το ελληνικό ποδόσφαιρο και το μέλλον διαγραφόταν τόσο λαμπρό όσο ουδέποτε στο παρελθόν. Δυστυχώς όμως τότε τον κτύπησε η ατυχία της ζωής, με την αρρώστια του. 

Δεν ήταν όμως μόνο η συμπεριφορά της διοίκησης, που ήταν άσχημη απέναντι στα αδέλφια. Δυστυχώς κάποιες φορές ήταν και η συμπεριφορά του κόσμου. Οι οπαδοί του Ολυμπιακού έβραζαν για τις διαρκείς αποτυχίες της ομάδας τη δεκαετία του 1960 και δεν μπορούσαν να χωνέψουν με τίποτε τα διαδοχικά πρωταθλήματα που έπαιρνε ο ΠΑΟ. Έτσι συχνά-πυκνά τους έφταιγαν όλοι και όλα. Υπήρξαν λοιπόν φορές που αποδοκίμαζαν και τα δύο αδέλφια, φορτώνοντας και σε αυτά μέρος της ευθύνης για τις αποτυχίες του Ολυμπιακού. 

Μάλιστα τότε, το 1962 τα αδέλφια Παπάζογλου έκαναν μια εντελώς ασυνήθιστη κοινή δήλωση στον Τύπο, ζητώντας από τους οπαδούς του Ολυμπιακού να μην τους αποδοκιμάζουν, γιατί λόγω των αποδοκιμασιών επηρεάζονταν και δεν μπορούσαν να αποδώσουν. Φαντασθείτε να γινόταν παρόμοια δήλωση σήμερα!

Είναι θλιβερό, αλλά θεωρώ ότι πρέπει να γραφτεί πως η αδικία για τον Αριστείδη συνεχίσθηκε και κατά τη διάρκεια της ασθένειάς του, αλλά ακόμη και μετά τον θάνατό του. 

Καταρχάς κατά τη διάρκεια της ασθένειάς του, όταν είχε αποσυρθεί από τα γήπεδα και δήλωνε ότι θέλει να πεθάνει στον Ολυμπιακό, δυστυχώς περισσότερα πράγματα έκανε γι’ αυτόν και την οικογένειά του, από πλευράς οικονομικής βοήθειας, το χουντικό καθεστώς, παρά η διοίκηση της ομάδας. Η χούντα πρωταγωνίστησε ακόμη και στην οργάνωση φιλικού του Ολυμπιακού με την ΑΕΚ και γενικά κέρδισε την μάχη των εντυπώσεων. Ο Ολυμπιακός μέχρι σήμερα ποτέ δεν τίμησε όπως έπρεπε ένα τόσο μεγάλο παίκτη. 

Ο Αριστείδης αδικήθηκε από την ίδια τη ζωή και την τύχη του. Τα πρώτα σημάδια της επάρατης νόσου είχαν εμφανιστεί από νωρίς, αλλά είχαν αντιμετωπιστεί σχετικά καλά. Αργότερα, όταν η ασθένεια επανήλθε και μάλιστα κατά τραγική ειρωνεία όταν βρισκόταν στο αποκορύφωμα της απόδοσης και της καριέρας του, τον ταλαιπώρησε πολύ για τρία και πλέον χρόνια μέχρι το τραγικό τέλος. Πάλεψε πολύ, διαψεύδοντας τις δυσοίωνες προβλέψεις που μιλούσαν για ένα πολύ γρήγορο θάνατό του.


Ο Αριστείδης πέθανε και κηδεύτηκε γύρω στον Δεκαπενταύγουστο του 1969, νεότατος σε ηλικία μόλις 31 ετών. Ουσιαστικά όμως είχε σταματήσει το ποδόσφαιρο νωρίτερα, το 1967. Από το 1968 θεωρείτο καταδικασμένος και ξεγραμμένος και όλοι στον Ολυμπιακό το γνώριζαν αυτό, αν και ο Τύπος απέφευγε να γράψει γύρω από το θέμα ή έδινε ελπίδες για πιθανή επάνοδό του στα γήπεδα.

Για τους συμπαίκτες του, ήταν ήδη από πολύ καιρό σαν πεθαμένος. Ουσιαστικά από τη δεύτερη χρονιά του Μπούκοβι, τη σεζόν 1966/67, όλοι ήξεραν ότι Αριστείδης δεν μπορούσε να επανέλθει πλέον στην ενεργό δράση και ότι οι μέρες του ήταν λιγοστές. Το αρχικό σοκ λοιπόν για τους συμπαίκτες του, αλλά και για όλους, μπορεί να ήταν μεγάλο όταν το έμαθαν, αλλά σιγά-σιγά είχε εκλείψει με την πάροδο του χρόνου. Στη συνέχεια όμως, βλέποντας ή μαθαίνοντας πόσο άσχημη ήταν κατάσταση του Αριστείδη και πόσο είχε αλλοιωθεί εμφανισιακά και οργανικά από την ασθένεια, συνήθισαν στην απουσία του και απλώς περίμεναν κάποια στιγμή την τυπική αναγγελία του μοιραίου. 

Παρ’ όλα αυτά τίποτε δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη σχεδόν καθολική απουσία των συμπαικτών του από την κηδεία του Αριστείδη. 

Μπορεί στη συνείδησή τους να τον θεωρούσαν ήδη χαμένο. Μπορεί όντως να ήταν μέσα Αυγούστου και όλοι να έκαναν διακοπές ή να βρίσκονταν μακριά. Παρ’ όλα αυτά, έπρεπε να βρουν τρόπο να παρευρεθούν ως μέλη ομάδας στην κηδεία του συμπαίκτη τους. Έτσι ακόμη και μετά θάνατον ο Αριστείδης αδικήθηκε. Αυτή τη φορά ακόμη και από τους συμπαίκτες του. 

Από την ομάδα του Μπούκοβι και του πρωταθλήματος του 1966, στη κηδεία του έδωσαν το παρών οι Γκαϊτατζής (ο μόνος που, αν και ήταν εκτός Αττικής, διέκοψε τις διακοπές του), ο Φρονιμίδης και Πολυχρονίου. Από αυτούς μόνον ο πρώτος ήταν εν ενεργεία παίκτης του Ολυμπιακού, ενώ οι δύο τελευταίοι μόλις είχαν εγκαταλείψει το ποδόσφαιρο. Παρευρέθηκαν επίσης κάποιοι νέοι παίκτες του Ολυμπιακού της εποχής εκείνης, που δεν υπήρξαν ποτέ συμπαίκτες του όπως π.χ. ο Στολίγκας και ο Μύλλερ και φυσικά πάρα πολλοί παλαίμαχοι παίκτες του Ολυμπιακού. Εντύπωση προκάλεσε το γεγονός ότι παρευρέθηκαν πάρα πολλοί εν ενεργεία, αλλά και παλαίμαχοι παίκτες άλλων αντιπάλων ομάδων, που αναγνώριζαν την αξία και το ήθος του Αριστείδη. 

Ο Αριστείδης ενέπνευσε τον συγγραφέα Κώστα Κρεμμύδα, αποτελώντας το ποδοσφαιρικό επίκεντρο του σχετικά πρόσφατου βιβλίου του Ερυθρόλευκη Τρέλα-Κόκκινες τουλίπες στον Κολωνό (2017) του εκδοτικού οίκου Μανδραγόρας. Αξίζει να το διαβάσετε. 

Ένα μόνο πράγμα ζήτησε ο Αριστείδης προτού πεθάνει: «μη με ξεχάσετε». Εγώ δεν τον ξεχνώ. Οι περισσότεροι όμως τον έχουν ξεχάσει ή τέλος πάντων τον έχουν βγάλει εντελώς από το μυαλό τους ή δεν τον είχαν ούτε τον έχουν ποτέ εκεί. 

Γιατί για να θυμάσαι κάποιον πρέπει να τον ξέρεις, έστω και όχι βιωματικά. Πρέπει να έχεις μάθει, ακούσει ή διαβάσει γι αυτόν. Αυτό δηλαδή που προσπαθούμε να κάνουμε εμείς εδώ, με τα όποια αποτελέσματα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου