Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2020

Από την άγνωστη ιστορία του Ολυμπιακού: Ιδρυτές, πρόεδροι, διοικήσεις, λαός (Β΄ μέρος)

2ο μέρος: Από τη χούντα και έπειτα μέχρι και τις μέρες μας 

Όσο οξύμωρο και αν φαίνεται ο Ολυμπιακός εκδημοκρατίστηκε ως σύλλογος σε μια εντελώς αντιδημοκρατική εποχή, την περίοδο της χούντας. Αυτό έγινε με τη διενέργεια δημοκρατικών εκλογών τον Δεκέμβριο του 1971 στον σύλλογό μας, την ίδια ώρα που το δικτατορικό καθεστώς απεχθανόταν ακόμη και το άκουσμα της λέξης «εκλογές». 










Του Θεολόγου Μιχαηλίδη

Αυτό το κατόρθωμα οφείλεται στον καταλυτικό ρόλο του Γουλανδρή, που κέρδισε τις εκλογές και έγινε πρόεδρος του Ολυμπιακού, αφού προηγουμένως είχε απομακρυνθεί από τον σύλλογο ο διορισμένος χουντικός Πρόεδρος Βαρδάνης. Όλα αυτά έγιναν με την «αναγκαστική», λόγω του τεράστιου κύρους του Γουλανδρή συναίνεση και ανοχή της χούντας, αν και δεν έλειψαν οι αντιδράσεις στους χουντικούς κόλπους, που ήθελαν να ελέγχουν απόλυτα και αποκλειστικά τον μεγαλύτερο σύλλογο της χώρας. 

Ο Γουλανδρής επέβαλε την αναθεώρηση του καταστατικού του συλλόγου, κατάργησε τον αριστοκρατικό του χαρακτήρα και άνοιξε τις πόρτες του συλλόγου σε νέα μέλη, ο αριθμός των οποίων ούτε λίγο ούτε πολύ πλησίαζε τα 500 άτομα! 

Το γεγονός αυτό ήταν κάτι που ο Ανδριανόπουλος ποτέ δεν χώνεψε και από τότε δεν έχανε ευκαιρία να κριτικάρει τον Γουλανδρή σε διάφορα θέματα κυρίως σπάταλης και κακής --κατά τη άποψή του-- οικονομικής διαχείρισης. 

Ο Γουλανδρής αγαπούσε τον λαό του Ολυμπιακού (που κι αυτός τον λάτρευε) και έκανε τα πάντα για να τον ικανοποιήσει. Ωστόσο την ίδια ώρα ήταν και πραγματικός ηγέτης. Δεν επηρεαζόταν εύκολα. Κλασικό παράδειγμα η πρόσληψη ως προπονητή του Πετρόπουλου, ο οποίος ήταν ένας καταπράσινος παίκτης και προπονητής που είχε δώσει αφορμές στο παρελθόν με τη συμπεριφορά του. Όταν λοιπόν ο Γουλανδρής αποφάσισε να τον φέρει στον Ολυμπιακό, η αντίδραση του κόσμου ήταν τεράστια. Την αντίδραση αυτή υποδαύλιζε το ΦΩΣ, που πρωτοστατούσε καθημερινά στην οργάνωση του κινήματος διαμαρτυρίας, το οποίο προσπαθούσε να κάνει τον Γουλανδρή να αλλάξει γνώμη, ποντάροντας στην αγάπη του Γουλανδρή για τον κόσμο της ομάδας. Όμως ο Γουλανδρής αποδείχθηκε ηγέτης. Παρέμεινε αμετακίνητος και εγγυήθηκε προσωπικά στον κόσμο της ομάδας, για την ορθότητα της επιλογής του, δικαιωθείς πανηγυρικά εκ του αποτελέσματος. 

Κατά τα λοιπά την χουντική περίοδο οι δικτάτορες θεώρησαν αναγκαίο και προσπάθησαν να επιβάλουν μια υποχρεωτική πολιτική, όχι απλώς αποφυγής όξυνσης αντιπαλοτήτων και παθών, αλλά και καλλιέργειας σύμπνοιας και συνεργασίας, ιδίως μεταξύ των δύο συλλόγων Ολυμπιακού και ΠΑΟ, γεγονός, που, κατά την αντίληψή τους, εξυπηρετούσε ένα ευρύτερο εθνικό σκοπό: το καλό του ελληνικού αθλητισμού και ειδικότερα του ελληνικού ποδοσφαίρου. 

Στο πλαίσιο αυτό, η διοίκηση του Ολυμπιακού το 1971 όχι απλώς συνεχάρη τον ΠΑΟ, αλλά κυριολεκτικά ενθουσιάστηκε με την πορεία των πράσινων προς το Γουέμπλεϊ. Ο διορισμένος από τη χούντα Πρόεδρος του Ολυμπιακού στρατηγός Βαρδάνης είχε δηλώσει το 1971 για την πορεία του ΠΑΟ στο Γουέμπλεϊ: «έκλαψα από χαρά για τις επιτυχίες του ΠΑΟ, το ίδιο ακριβώς όπως θα έκανα αν στη θέση του ΠΑΟ ήταν ο Ολυμπιακός». Στο ίδιο πνεύμα και για το ίδιο γεγονός, εμφανίσθηκαν σε κάποιες συναθροίσεις κάποια πανό συμπαράστασης προς τον ΠΑΟ, τα οποία φέρονταν ότι προέρχονταν από φιλάθλους του Ολυμπιακού, αν και η πλειοψηφία των οπαδών μας, όπως θυμάμαι και όπως κρίνω και από τον εαυτό μου, κάθε άλλο παρά χαιρόταν με την επιτυχία του αντιπάλου μας. Για το ίδιο επίσης «επικό εθνικό άθλο» παράγοντες του ομάδας μας όπως ο Θανόπουλος, ο οποίος μετά την πτώση της χούντας έγινε και πρόεδρος του Ολυμπιακού, μαζί με τα μέλη της οικογένειάς του, πανηγύριζαν, ανεμίζοντας στα σπίτια και στα αυτοκίνητα τους πράσινες σημαίες με το τριφύλλι και έσπευσαν να πάνε στο Λονδίνο για να συμπαρασταθούν στους βάζελους. Αλλά και ο Γουλανδρής, ακολουθώντας την ίδια εθνική γραμμή εθνικής ομόνοιας και δεοντολογίας, προσφέρθηκε να πριμοδοτήσει τους πράσινους για την επιτυχία του στην Ευρώπη. 

Η χούντα προσπάθησε να αναβιώσει με ακόμη πιο επίσημο και εμφατικό τρόπο την στενή-φιλική διοικητική συνεργασία μεταξύ των δύο ομάδων. Έτσι το καλοκαίρι του 1968 όχι μόνο ευλόγησε, αλλά και ουσιαστικά οργάνωσε τον σχηματισμό μιας μικτής ομάδας Ολυμπιακού-ΠΑΟ, που αντιμετώπισε τη φημισμένη Ίντερ στο Καραΐσκάκη (2-2). Η ίδια συνταγή επιχειρήθηκε να επαναληφθεί και τον χειμώνα του 1972, όταν και πάλι συγκροτήθηκε μια μικτή ομάδα Ολυμπιακού-ΠΑΟ, που θα αντιμετώπιζε στο Καραΐσκάκη σε φιλικό ματς την σπουδαία Μποταφόγκο του Ρίο του παγκόσμιου πρωταθλητή, σούπερ-άσου Ζαιρζίνιο. 


Ωστόσο, στη πραγματικότητα, παρά τις χουντικές προσπάθειες, ο λαός του Ολυμπιακού, στη μεγάλη πλειοψηφία του, δεν συμμεριζόταν την εθνική ανάγκη συνεργασίας μεταξύ των δύο συλλόγων. Η ατμόσφαιρα το 1972 είχε επιβαρυνθεί πάρα πολύ σε σχέση με το 1968. Και το συγκεκριμένο φιλικό ματς στάθηκε η αφορμή για να αποδειχθεί το γεγονός αυτό.

Πριν από τον συγκεκριμένο αγώνα η αντιπαλότητα μεταξύ Ολυμπιακού και ΠΑΟ --κυρίως σε οπαδικό επίπεδο-- είχε αυξηθεί πολύ. Οι φίλαθλοι του Ολυμπιακού, που είχαν τέσσερα χρόνια να δουν πρωτάθλημα, ήταν ήδη αγανακτισμένοι, όχι μόνο με τον ΠΑΟ και κάποιους τίτλους του, που είχαν προηγηθεί, αλλά και με το χουντικό καθεστώς, που είχε διώξει τον Μπούκοβι και αγκαλιάσει το τριφύλλι. Τα όσα είχαν γίνει τον Οκτώβρη του 1971 στον αγώνα που χάσαμε 3-2 στη Λεωφόρο είχαν χειροτερέψει ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Οι Ολυμπιακοί δεν έβλεπαν λοιπόν με καλό μάτι αυτό το χουντικής έμπνευσης κατασκεύασμα της μικτής μαζί με τον μισητό γι' αυτούς αντίπαλο, ο οποίος θεωρείτο και το αγαπημένο παιδί του καθεστώτος. 

Προπόνηση της μικτής ομάδας.
Έτσι την ημέρα που εμφανίσθηκαν για προπόνηση στο Καραΐσκάκη οι παίκτες του ΠΑΟ, που είχαν κληθεί να αγωνιστούν στην μικτή, το κράξιμο και το γιουχάισμα από τους μαζεμένους οπαδούς του Ολυμπιακού έπεσε σύννεφο. Όταν ο Δομάζος αντέδρασε, τότε τα πράγματα χειροτέρεψαν. Οι οπαδοί τον έβριζαν διαρκώς και αποπειράθηκαν να του την «πέσουν» κανονικά. Ο Δομάζος αποχώρησε βρίζοντας κι αυτός, χωρίς να προπονηθεί. Οι υπόλοιποι παίκτες της μικτής μετά από πολλά βάσανα έμειναν και έκαναν προπόνηση, όπως τους ζήτησαν οι δύο προπονητές του ΠΑΟ (Πούσκας) και του Ολυμπιακού (Άσμαν). Αλλά ο αγώνας τελικά δεν επρόκειτο να γίνει. 

Ο Δομάζος δημιούργησε μεγάλο θέμα αμέσως μετά τα επεισόδια από τους οπαδούς του Ολυμπιακού. Μάλιστα απαίτησε επιτακτικά κανένας παίκτης του ΠΑΟ να μην πάει την επομένη στο Καραΐσκάκη, να διαλυθεί άμεσα η μικτή Ολυμπιακού-ΠΑΟ και κάθε ομάδα να παίξει μόνη της εναντίον των Βραζιλιάνων. Έτσι και έγινε, τελικά. Ο αγώνας της μικτής ματαιώθηκε και οι δύο ομάδες αντιμετώπισαν, μόνες τους, σε δύο ξεχωριστά ματς την Μποταφόγκο. Εκείνη την εποχή αμέσως μετά το «έπος του Γουέμπλεϊ» ο Δομάζος, ο μεγαλύτερος παίκτης του ΠΑΟ όλων των εποχών, είχε εξελιχθεί σε πανελλήνιο επίπεδο, σε μια τόσο μεγάλη προσωπικότητα, που ούτε η χούντα δεν τολμούσε να τον αγνοήσει και δεν μπορούσε να του επιβληθεί. 

Από τότε και μετά την αποτυχία συγκρότησης της μικτής των δύο ομάδων, ακόμη και η δικτατορία συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε πλέον ούτε να χειραγωγήσει ούτε να ελέγξει ή να επιβάλει τίποτε στις σχέσεις των δύο ομάδων στον χώρο του ποδοσφαίρου. Με το εν λόγω περιστατικό επισημοποιήθηκε επί χούντας το χάσμα μεταξύ των δύο συλλόγων. Έτσι τόσο οι διοικήσεις όσο το καθεστώς αποδέχθηκαν και αναγνώρισαν πλέον αυτό που οι οπαδοί είχαν καταλάβει εξαρχής, από την γέννηση του ελληνικού ποδοσφαίρου, ότι δηλαδή Ολυμπιακός και ΠΑΟ αποτελούν δύο διαφορετικούς αντίπαλους κόσμους. Ειδικά η διοίκηση του Ολυμπιακού αντιλήφθηκε οριστικά ότι δεν ήταν δυνατή πλέον η όποια συνέχιση της διαφοροποίησης της από τη βούληση, τη συνείδηση και την οπτική του λαού του Ολυμπιακού, που δεν άντεχε τίποτε πράσινο. 

Το φθινόπωρο του ίδιου έτους (1972) συνέβησαν άλλα δύο γεγονότα που επιβεβαίωσαν την τεράστια αντιπάθεια και αντιπαλότητα, που καταφανέστατα πλέον χώριζε τις δύο ομάδες, ακόμη και όταν αντιμετώπιζαν ξένες αντιπάλους για τις ποδοσφαιρικές διοργανώσεις της Ευρώπης. Η αρχή έγινε με το περιστατικό του κόκορα του Φυλακούρη στη Λεωφόρο, που είχε σκοπό να περιπαίξει τον Ολυμπιακό για την ήττα-αποκλεισμό από την Τόττεναμ. Η συνέχεια ήλθε λίγες μέρες αργότερα με τα πανηγύρια των Ολυμπιακών για την εντελώς εξευτελιστική --με τον τρόπο που ήρθε-- ήττα του ΠΑΟ μέσα στη Λεωφόρο από την ΤΣΚΚΑ Σόφιας 0-2. Αξίζει να σταθούμε λίγο στον τελευταίο αυτόν αγώνα.

Όλοι οι ολυμπιακοί είχαν τρελαθεί με την απίστευτη κωλοφαρδία των πράσινων. Το πρωτοφανές και ανεπανάληπτο στην ιστορία των ευρωπαϊκών διοργανώσεων λάθος του διαιτητή στο μέτρημα των πέναλτι, είχε δώσει, από το πουθενά, την ευκαιρία στον σχεδόν αποκλεισμένο ΠΑΟ (έχανε 3-1 στα πέναλτι και έμεναν άλλα δύο για κάθε ομάδα) να διεκδικήσει εκ νέου την πρόκριση σε ένα νέο επαναληπτικό αγώνα στο γήπεδο του, αφού το ματς, στο οποίο αγωνιστικά είχε αποκλειστεί, ακυρώθηκε. Όμως ο ΠΑΟ όχι μόνο αποκλείστηκε ξανά, αλλά ούτε καν κέρδισε, όπως τουλάχιστον είχε κάνει στον ακυρωθέντα αγώνα (2-1). Στον τρίτο αυτόν αγώνα έχασε καθαρά 0-2. Η χαρά του ολυμπιακού κόσμου για το ρεζιλίκι του ευνοημένου από τα πάντα ΠΑΟ ήταν απερίγραπτη. Τότε εξανεμίστηκαν και οι όποιες τελευταίες ελπίδες της χούντας περί εθνικής υπόθεσης και ανάγκης εθνικής ομοψυχίας-ομόνοιας μεταξύ όλων των ελληνικών ομάδων (και ιδίως των δύο μεγάλων Ολυμπιακού και ΠΑΟ) όταν αγωνιζόντουσαν στην Ευρώπη.  

Όπως προκύπτει λοιπόν (και από τα όσα αναφέραμε και στο πρώτο μέρος) για αλλού το πήγαιναν αρχικά το πράγμα οι ιδρυτές και οι διοικήσεις του Ολυμπιακού και αλλού τελικά αυτό κατέληξε, και τούτο λόγω του τεράστιου λαϊκού ερείσματος, που απέκτησε ο σύλλογος, το οποίο ούτε επεδίωκαν, αλλά ούτε προσδοκούσαν οι ιδρυτές της ομάδας. Η τρομερή αυτόνομη λαϊκή υποστήριξη στην ομάδα ήταν αυτή που άλλαξε τα πράγματα. Μπροστά σε αυτή τη πρωτοφανή λαϊκή απήχηση και συμμετοχή, οι διοικούντες και ιδρυτές του συλλόγου υποχρεώθηκαν να αναπροσαρμόσουν τα σχέδιά τους, λαμβάνοντας υπόψη τους και άλλες διαστάσεις. Έτσι οι οπαδοί της ομάδας μπορεί να εξακολουθούσαν να είναι ουσιαστικά «ανεπιθύμητοι» στους διοικούντες, αλλά μπορούσαν να φανούν χρήσιμοι ως ψηφοφόροι, αποτελώντας μια πολυπληθή εκλογική πελατεία, όταν αυτοί θα κατέβαιναν στον πολιτικό στίβο. 

Υπενθυμίζουμε στο σημείο αυτό ότι τόσο ο Μανούσκος όσο και ο Γ. Ανδριανόπουλος υπήρξαν πολιτικοί (της ακραιφνούς δεξιάς, εννοείται, όπως σχεδόν όλοι). Ιδιαίτερα ο Ανδριανόπουλος εκλέχτηκε πολλές φορές βουλευτής και έγινε υπουργός, αποκλειστικά χάρις στις ψήφους των «ανεπιθύμητων» κατά τα άλλα ερυθρόλευκων οπαδών, αυτών που ο ίδιος ήθελε να αποκλείσει από τον σύλλογο, αλλά ει δυνατόν και από το γήπεδο, αυτών που, κάποτε, μετά το κάψιμο και την ισοπέδωση του γηπέδου της Λεωφόρου στον αγώνα με τον ΠΑΟ για το Κύπελλο στην δεκαετία του 1960 είχε χαρακτηρίσει «αναρχικούς εγκληματίες, που έπρεπε να τιμωρηθούν παραδειγματικά». 

Επαναλαμβάνω: Ο λαός του Ολυμπιακού αισθάνθηκε, σκέφθηκε και τελικά κινήθηκε διαφορετικά από τις διοικήσεις. Δεν ταυτίσθηκε απόλυτα μαζί τους και δεν τις ακολούθησε τυφλά. Αντίθετα, με την πίεση που άσκησε, ξεπέρασε στη πράξη τις ιδρυτικές επιδιώξεις και τις διοικητικές επιλογές του επίσημου Ολυμπιακού και τον ανάγκασε τελικά να προσαρμοστεί στον λαϊκό χαρακτήρα της ομάδας. Ο κόσμος τελικά ανέτρεψε αυτό που οραματίζονταν οι συντηρητικοί ιδρυτές συλλόγου, δηλαδή να κάνουν τον Ολυμπιακό ένα ελεγχόμενο, καθοδηγούμενο και κατευθυνόμενο κλειστό κλαμπ-λέσχη πολύπλευρων δραστηριοτήτων και εκδηλώσεων, προορισμένο να κάνει ό,τι ήθελαν οι κρατούντες διοικητικοί κλειδοκράτορες, χωρίς να δίνουν πουθενά λογαριασμό. Ένα κλαμπ που θα έμοιαζε με αριστοκρατική λέσχη ευυπόληπτων πολιτών, το οποίο, όπως φανταζόντουσαν οι ιδρυτές του, θα μπορούσε να ασκήσει όχι μόνο αθλητική, αλλά και ευρύτερη κοινωνικοπολιτική επιρροή στην ζωή του τόπου. Ένα σύλλογο μακριά από τις λαϊκές μάζες, που θα όφειλε να συνεργάζεται με τον κατεξοχήν εκπρόσωπο του κατεστημένου της χώρας, τον ΠΑΟ. Ο κόσμος του Πειραιά και πολύ γρήγορα όλης της Ελλάδας (αφού ο Ολυμπιακός κυριάρχησε σύντομα στο πανελλήνιο) ήθελε μια προσιτή και ανοιχτή αθλητική συλλογικότητα, που να εκπροσωπεί όλα τα κοινωνικά στρώματα μιας κατεξοχήν φτωχής περιθωριοποιημένης πόλης και του ταλαιπωρημένου, στην πλειοψηφία του, κόσμου της. 

Από την άλλη πλευρά, βέβαια, κανείς δεν μπορεί τόσο μικρόψυχος και μηδενιστής, ώστε να παραγνωρίσει το γεγονός ότι χάρις στους ιδρυτές του και στις διοικήσεις τους γεννήθηκε και υπάρχει σήμερα ο Ολυμπιακός, αφού όλα ξεκίνησαν ιστορικά τότε και από αυτούς. Αν δεν υπήρχαν αυτοί και η συγκεκριμένη πρωτοβουλία τους, ο σύλλογος μπορεί να μην είχε ιδρυθεί ποτέ και ως εκ τούτου να μην υπήρχε σήμερα Ολυμπιακός. Αυτό και μόνο το γεγονός είναι τόσο τιμητικό για τους ίδιους, ώστε να τους έχει εξασφαλίσει, αναμφισβήτητα, αιώνια δόξα και ιστορική υστεροφημία, που πρέπει να τους είναι υπεραρκετή. Ταυτόχρονα τους εξασφάλισε πολύπλευρη διαχρονική ασυλία από κάθε κριτική. Συνεπώς έχουν εισπράξει την ανταμοιβή τους η οποία ίσως να είναι και δυσανάλογα μεγάλη. 

Για τη συντριπτική πλειοψηφία των Ολυμπιακών φιλάθλων, που δυστυχώς δεν ενδιαφέρονται και πολύ για την ιστορία του συλλόγου, οι ιδρυτές και παλιοί πρόεδροι του Ολυμπιακού παραμένουν κατ’ ουσία άγνωστοι, αφού δεν ξέρουν σχεδόν τίποτε γι αυτούς ή το πολύ-πολύ να ξέρουν μόνον αυτά που γράφουν αδαείς δημοσιογράφοι, οι οποίοι τους έχουν μυθοποιήσει και εξιδανικεύσει άκριτα, ανάγοντάς τους σε ιερά πρόσωπα -ταμπού, που κανένας δεν τολμά να αγγίξει ή, πολύ περισσότερο, να κρίνει.

Επίσης ένα άλλο πράγμα, που είναι βέβαιο είναι ότι ο λαός του Ολυμπιακού, με όλα τα καλά και τα στραβά του, ήταν και είναι απόλυτα και καθολικά ανιδιοτελής. Λατρεύει με πάθος την ομάδα του, ανυστερόβουλα, χωρίς να αποκομίζει κέρδος ή να αποβλέπει σε οποιοδήποτε προσωπικό όφελος, δίχως να επιδιώκει ή να προσδοκά κάποιο αντάλλαγμα, κάποια υλική ανταπόδοση ή ανταμοιβή. Μπορεί άραγε να υποστηριχθεί το ίδιο πράγμα, εξίσου απόλυτα και εξίσου καθολικά, και για όλους τους προέδρους και τα μέλη των διοικήσεων, που έχουν περάσει από τον Ολυμπιακό από την ίδρυσή του μέχρι σήμερα; 

Μετά από όσα προανέφερα οι αναγνώστες θα έχουν καταλάβει γιατί ο Ολυμπιακός έγινε και έμεινε στην ιστορία ως η «ομάδα του λαού», σε αντίθεση με τις επιθυμίες και επιδιώξεις των ιδρυτών και των διοικήσεων του. Θα το πω και πάλι. Ο λαός του Ολυμπιακού αποδείχθηκε στην ουσία πιο δυνατός από τους ιδρυτές του και καθόρισε, μόνος του, αυθόρμητα και χωρίς καθοδήγηση τον προσανατολισμό του συλλόγου, υπερβαίνοντας και εν πολλοίς και ανατρέποντας όλα όσα είχαν σχεδιάσει και προγραμματίσει στο μυαλό τους, ερήμην του, οι ιδρυτές και των διοικήσεις της ομάδας. Ήταν ένας τόσο αξιοθαύμαστος κόσμος που, στα μέσα της δεκαετίας του 1960, ανάγκασε το ΕΜΠΡΟΣ, μια εβδομαδιαία εφημερίδα ποικίλης ύλης, που διέθετε ελαχιστότατο χώρο (κάποιες λίγες μικρές στήλες σε μισή σελίδα) για αθλητικά, να του κάνει ένα ασυνήθιστο ειδικό αφιέρωμα με τίτλο: «Το θαύμα ενός λαού». 

Ξέρετε τι έχουν πει ή γράψει δημοσίως κατά το παρελθόν οι αντίπαλοι μας για τον λαό του Ολυμπιακού. Πράγματα συγκλονιστικά. Ένα σωρό κορυφαίοι προπονητές και παίκτες του ΠΑΟ και της ΑΕΚ (και άλλων ομάδων βέβαια) έχουν παραδεχτεί ρητά και καθαρά την ασύγκριτη υπεροχή του κόσμου του Ολυμπιακού και όλοι κατέληγαν στο ίδιο συμπέρασμα: «μακάρι να είχαμε εμείς τέτοιους οπαδούς. Αν τους είχαμε θα ήμασταν πρώτοι». Έχω όλες τις τοποθετήσεις και τις δηλώσεις τους.

Η συμβολή του λαού του Ολυμπιακού στις επιτυχίες της ομάδας είναι τεράστια και ανεκτίμητη. Υπάρχουν καταγεγραμμένα χιλιάδες ντοκουμέντα για τα κατορθώματα του λαού είτε ομαδικά, είτε μεμονωμένα. Ωστόσο πολύ ελάχιστα πράγματα από όλα όσα έχει κάνει ο λαός αυτός, αλλά και από αυτά που έχουν γραφτεί γι' αυτόν τον λαό υπάρχουν στο μουσείο της ομάδας, εκεί όπου, κατά τα άλλα, διαιωνίζεται το παραμύθι ότι ο Γόδας εκτελέστηκε δήθεν από Γερμανούς ναζί. 

Πώς να ξεχάσει κανείς ότι στην περίοδο των «πέτρινων χρόνων», όταν ουσιαστικά δεν υπήρχε διοίκηση στην ομάδα, η μόνη ελπίδα ή αν θέλετε η μόνη πιθανή σανίδα σωτηρίας υπήρξε ο κόσμος του, οι αγώνες, οι πιέσεις και οι κινητοποιήσεις του; Ο λαός της ομάδας ήταν ένα καζάνι που έβραζε εκείνη τη πιο δύσκολη εποχή της ιστορίας του Ολυμπιακού, όταν τα πάντα τα «έσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά» του Βαρδινογιαννισμού και το γεγονός αυτό δεν μπορούσε να αγνοηθεί. 

Το επόμενο και πολύ θεαματικό βήμα για εκδημοκρατισμό του Ολυμπιακού και για αναβάθμιση της λαικής συμμετοχής έγινε επί προεδρίας Κόκκαλη, ο οποίος το 2003 είχε την ιδέα της εγγραφής φιλάθλων ως μελών στον ερασιτέχνη, εγχείρημα που συνδυάστηκε --κάτω από κάποιους όρους-- με την χορήγηση εισιτηρίων διαρκείας για την επαγγελματική ποδοσφαιρική ομάδα. Η ανταπόκριση του κόσμου ήταν πολύ μεγάλη και ενθουσιώδης μολονότι το τίμημα δεν ήταν αμελητέο (60 ευρώ). Κάποια στιγμή οι εγγεγραμμένοι είχαν ξεπεράσει κατά πολύ τα 80.000 άτομα, ενώ η διοίκηση ανέβαζε διαρκώς και ψηλότερα τον πήχη, κυνηγώντας τον στόχο των 100.000 μελών.

Ωστόσο το πιο ριζοσπαστικό και εντυπωσιακό σε όλη αυτήν την ιστορία των μελών ήταν η αναγνώριση του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στα μέλη του Ολυμπιακού, δηλαδή στους οπαδούς του. Συγκεκριμένα τα μέλη μπορούσαν να εκλέξουν τα ΔΣ της ΠΑΕ και της ΚΑΕ. Απλοί φίλαθλοι είχαν το δικαίωμα όχι μόνο να εκλέξουν, αλλά και να εκλεγούν στο ΔΣ. Όσον αφορά το Δ.Σ. της ΠΑΕ τα υποψήφια ή προτεινόμενα μέλη, που θα εκλέγονταν από τους φιλάθλους θα ήταν 3 υποψήφια +3 προτεινόμενα =6, επί συνόλου 9 θέσεων του ΔΣ. Τις υπόλοιπες θέσεις του Δ.Σ. σε ΠΑΕ και ΚΑΕ πήραν άνθρωποι εγκριθέντες από τις διοικήσεις. 

Επρόκειτο περί μιας δημοκρατικής καινοτομίας, που ανέτρεπε όλο το οικοδόμημα των γνωστών εταιρικών δομών των επαγγελματικών αθλητικών ομάδων, αφού απλοί φίλαθλοι, χωρίς να είναι καν μέτοχοι, θα μπορούσαν να έχουν ουσιαστικό λόγο στην διοίκηση της ΠΑΕ και της ΚΑΕ! Έτσι και έγινε. 

Η ιστορία έγραψε ότι επί προεδρίας Κόκκαλη τον Δεκέμβριο του 2003 στήθηκαν κάλπες και οι φίλαθλοι του Ολυμπιακού, σε ένα ποσοστό περίπου 63% από τους δικαιούμενους ψήφου (οι οποίοι την εποχή εκείνη ανέρχονταν σε 60.000 περίπου) ψήφισαν για το ποιους θέλουν να διοικούν τις επαγγελματικές ομάδες και τα εταιρικά σχήματα της ΠΑΕ και της ΚΑΕ.

Όπως αναμενόταν την συγκεκριμένη πρωτοβουλία του Κόκκαλη δεν την είδαν με καλό μάτι πολλοί μέσα στον Ολυμπιακό. Ήταν αυτοί που επί πολλά χρόνια ήταν μέσα στα πράγματα και διέβλεπαν κινδύνους από τις νέες εξελίξεις όσον αφορά την ύπαρξη, διατήρηση και προβολή τόσο του προσώπου όσο και του ρόλου τους. Δεν μπορούσαν να ανεχθούν στον Ολυμπιακό άγνωστους ανθρώπους, που δεν ήξεραν τι βιολί βάραγαν. Σε πολλούς κακοφάνηκε που άνθρωποι όπως ο Κουντούρης, που καθημερινά αναλωνόταν ψυχή και σώματι για θέματα του Ολυμπιακό εκλέχτηκε με ποσοστό ψήφων 47% (ελάχιστα μπροστά από τον άσχετο ηθοποιό Σπύρο Παπαδόπουλο) ενώ άνθρωποι που δεν είχαν ποτέ ασχοληθεί με τα διοικητικά του Ολυμπιακού όπως ο παλιός μπασκετμπολίστας Μπακατσιάς εκλέχτηκε με ποσοστό σχεδόν 67%. Επειδή όμως δεν τολμούσαν να πάνε ανοιχτά κόντρα στη σχέδιο του Κόκκαλη άρχισαν να το υπονομεύουν και να το τορπιλίζουν τεχνηέντως. Ταυτόχρονα συνεργάσθηκαν, με κάθε τρόπο που μπορούσαν, ώστε να εκλεγούν οι γνωστοί δικοί τους άνθρωποι στις εκλογές. 

Το κακό με τον Κόκκαλη ήταν ότι συνήθως άλλαζε σχετικά εύκολα και γρήγορα γνώμη και δεν συνέχιζε να υποστηρίζει τα ίδια του τα πλάνα και τις δικές του ιδέες. Κουραζόταν, βαριόταν και εγκατέλειπε όταν έκρινε ότι δεν απέδιδαν ή ότι δεν προόδευαν, όπως ο ίδιος ήθελε. Αυτό το έδειξε και στο μπάσκετ, το οποίο ο ίδιος αναμόρφωσε, το έφτασε στην κορυφή της Ευρώπης και έπειτα το εγκατέλειψε στην τύχη του και σε μαύρα χάλια. Το έδειξε και στην άσχημη στάση του απέναντι σε ανθρώπους, που ο ίδιος αποθέωνε όπως ο Ιωαννίδης, ο Ριβάλντο κ.λπ. Το έδειξε και όταν αθέτησε τις δημόσιες υποσχέσεις και διακηρύξεις, που είχε κάνει στον ερυθρόλευκο λαό ότι η ομάδα που θα παίξει στο νέο Καραΐσκάκη θα ήταν πολύ πιο ακριβή από το ίδιο το γήπεδο, λόγω των φοβερών μεταγραφών, που θα έφερνε. Αντί αυτών όμως είδαμε να μας φέρνει παίκτες τύπου Ρέζιτς, Μάριτς, Σίσιτς, Ντομί, Παπαδόπουλου, Λεονάρντο, Νε, Μπουλούτ, Παππά, Μπαμπαγκίντα, Μπόρχα κ.λπ. Ποιος; Αυτός που μας είχε φέρει Τζιοβάνι και Ζάχοβιτς.

Τελικά ο ίδιος άνθρωπος, που υλοποίησε την ιδέα των μελών ο ίδιος και την απαξίωσε και τελικά ουσιαστικά την εγκατέλειψε, μόλις άρχισε η μείωση του αριθμού των μελών, των οποίων ο αριθμός όταν τελικά αποχώρησε από τον Ολυμπιακό είχε μειωθεί θεαματικά σε 18.500 περίπου, που αντιστοιχούσαν σε όσους είχαν πάρει εισιτήρια διαρκείας. Για την συνεισφορά στον ερασιτέχνη σταμάτησε κάθε ενδιαφέρον.

Η μεταμόρφωση της διοίκηση Κόκκαλη έγινε πιο φανερή το καλοκαίρι του 2007, όταν πούλησε με το ζόρι τον Καστίγιο, την στιγμή που ήταν στην κορυφή της καριέρας του. Ο ίδιος ηγέτης, ο οποίος στην φιέστα με την Πάρμα άκουσε και σεβάστηκε τη φωνή του κόσμου Ολυμπιακού, που ήθελε την ανανέωση του συμβολαίου του Τζιοβάνι, έφτασε αργότερα σε σημείο, μαζί με τον γιο του Πέτρο, να σπρώχνουν «με τα χέρια και τα πόδια» τον Νέρι για να μπει στο αεροπλάνο για Ουκρανία, εξαπολύοντας απειλές εναντίον του (ότι θα του κόψουν την μπάλα) για να τον κάνουν να υπακούσει. Κι όλα αυτά για να μη χαθούν τα χρήματα της μεταγραφής. Το γεγονός ότι ο λαός του Ολυμπιακού, αλλά κυρίως ο ίδιος ο παίκτης, ήθελαν διακαώς να μείνει ο Νέρι στην ομάδα δεν μέτρησε ούτε καν ως σκέψη για τη διοίκηση. Το γεγονός ότι η ομάδα θα αποδυναμωνόταν ούτε καν την απασχόλησε. Αυτό ήταν ένα πολύ εμφανές σημείο της έναρξης της κρίσιμης μεταστροφής του Ολυμπιακού σε καθαρά επιχειρηματική εταιρεία. 

Συνεπώς η αλλαγή στον Ολυμπιακό δεν ξεκίνησε από την τελευταία δεκαετία, αλλά νωρίτερα, από τότε που ο μεταμορφωμένος σε σχέση με το παρελθόν Κόκκαλης έπαψε να ακούει και να λογαριάζει τον κόσμο του Ολυμπιακού. Την εποχή που παρουσία όλων δήλωνε στον Κουντούρη, ως εκπρόσωπο των φιλάθλων του Ολυμπιακού «βαρέθηκα να βάζω λεφτά. Θέλω να σταματήσω να δίνω». Ποιος; Ο Κόκκαλης, με την πολύχρονη τεράστια προσφορά στον Ολυμπιακό. 

Η διοίκηση Μαρινάκη, που ανέλαβε μετά προσπάθησε ορθώς να ενδυναμώσει εκ νέου την ιδέα των μελών, αποκλειστικά και μόνο, προς ενίσχυση του ερασιτέχνη, έναντι μικρότερου μάλιστα τιμήματος συνδρομής. Ωστόσο ούτε καν πέρασε ποτέ από το μυαλό του Μαρινάκη να επαναλάβει τα δημοκρατικά ανοίγματα τύπου Κόκκαλη, αν και θα μπορούσε. Ο Μαρινάκης ανέκαθεν ήθελε να έχει το απόλυτο κουμάντο και να ενεργεί ο ίδιος κατά το δοκούν στην ΠΑΕ, ελέγχοντας συγκεντρωτικά τα πάντα . Την ίδια ώρα και η ηγεσία του ερασιτέχνη συνεργάζεται τόσο στενά με την ηγεσία της ΠΑΕ, ώστε να θεωρείται το alter ego της. Η σημερινή διοίκηση πιστεύει ότι οι φίλαθλοι του Ολυμπιακού οφείλουν να την ακολουθούν και να την στηρίζουν πιστά και να μην ασκούν δημόσια κριτική, ακόμη και όταν διαφωνούν. Το πιο κλασσικό παράδειγμα ήταν η σχετικά πρόσφατη περίπτωση απόλυσης του Λεμονή. Αν και ο Πρόεδρος γνώριζε ότι ο Λεμονής ήταν πολύ αγαπητός στον λαό της ομάδας και ενώ δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος απόλυσής του, αφού η ομάδα είχε επιτύχει απόλυτα στους στόχους της, ο Μαρινάκης δεν δίστασε να τον διώξει, προτιμώντας να ακούσει τους συμβούλους του (αλλά και κάποιους άλλους) παρά να ακούσει τον λαό της ομάδας. Και φυσικά η ομάδα απέτυχε παταγωδώς. 

Στη σημερινή πραγματικότητα, που απαιτεί ένα απόλυτα κοινωνικοποιημένο άθλημα, όπως το ποδόσφαιρο, να λειτουργήσει κάτω από τις συνθήκες αλλοτρίωσης του πιο αδίστακτου και αχαλίνωτου ατομικιστικού νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού η πλειοψηφία του κόσμου του Ολυμπιακού βρίσκεται σε σύγχυση. Τα αντανακλαστικά και οι αντιδράσεις του έχουν αμβλυνθεί ή χαθεί. Η απόσταση μεταξύ της πολύ ισχυρής πλέον διοίκησης και του εξασθενημένου και μάλλον εν συγχύσει τελούντος λαού, είναι στη πραγματικότητα μεγάλη, όσο και αν με επικοινωνιακό τρόπο, εμφανίζεται πολύ μικρότερη. 

Ο κόσμος της ομάδας, στη πλειοψηφία του, δεν αντιδρά, ακόμη και όταν διαφωνεί. Μοιάζει να ακολουθεί πιστά και άκριτα την διοίκηση της ομάδας, που την ταυτίζει απόλυτα με τον Ολυμπιακό. Και αυτό κάπου είναι δικαιολογημένο, αφού και οι πολλοί αντίπαλοι του Ολυμπιακού κάνουν το ίδιο, δηλαδή ταυτίζουν απόλυτα τον Ολυμπιακό με το πρόσωπο του ηγέτη του και μάλιστα αυτό όχι απαραίτητα μόνο στο ποδοσφαιρικό ή στο αθλητικό πεδίο. Επειδή πιστεύουν ότι αυτό τους συμφέρει και τους βολεύει.

Μέχρι τα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα ο ποδοσφαιρικός Ολυμπιακός, αν και είχε γίνει τυπικά εταιρεία, στη συνείδηση των πιο πολλών φιλάθλων του εξακολουθούσε, λίγο ως πολύ, να λειτουργεί, σε πολλά πράγματα, περίπου ως σύλλογος. Ο Ολυμπιακός, δηλαδή, παρά τις διάφορες αναπόφευκτες επιδράσεις των εξελίξεων, με κάποιο τρόπο συνέχιζε να αποτελεί για τον λαό του ένα υποκατάστατο της ίδιας ευρύτερης κοινωνικότητας και συλλογικότητας, την οποία ανέκαθεν επιζητούσε, ως μια αναγκαία συνεκτική ταυτότητα μέσα στον οργανισμό της ομάδας, τον προερχόμενο από διάφορα κοινωνικά στρώματα. Αργότερα και ιδίως κατά την τελευταία δεκαετία δεν συμβαίνει το ίδιο. Λειτουργεί κύρια, αν όχι αποκλειστικά, σαν εταιρεία, όπου επιδιώκεται μια ομαδική ταύτιση άλλων κοινών συμφερόντων. 

Για παράδειγμα το να κερδίζει η ομάδα μας όσο γίνεται πιο πολλά από τις διοργανώσεις της Ευρώπης, ή το να κάνει διάφορα οικονομικά deals ή κολεγιές, ή το να πουλά ένα σωρό παίκτες της ή το να μην ανοίγεται οικονομικά για μεταγραφές παικτών, δηλαδή επαναλαμβανόμενα πράγματα, που έχουν εξελιχθεί σε αυτοσκοπούς στον σύγχρονο Ολυμπιακό, μπορεί να θεωρηθούν πράξεις οικονομικά συμφέρουσες και ωφέλιμες για την ομάδα. Υπό αυτήν την έννοια λοιπόν, κατά τους διοικούντες, θα πρέπει να ικανοποιούνται και οι οπαδοί, αφού έτσι εξυπηρετείται το κοινό συμφέρον, δηλαδή μια θεωρητική κοινότητα συμφερόντων, που υποτίθεται πως αποτελεί το (οικονομικώς) νοούμενο καλό της ομάδας-εταιρείας. Συνεπώς όλοι οι οπαδοί πρέπει να χαίρονται όταν η ομάδα φαίνεται να ωφελείται οικονομικά και όχι μόνο αγωνιστικά, όπως συνέβαινε παλιότερα. Βάσει της ως άνω λογικής την τελευταία δεκαετία περίπου 200-250 ποδοσφαιριστές συνολικά έχουν περάσει από τον Ολυμπιακό, ενώ αρκετοί από αυτούς δεν έχουν παίξει ούτε μια φορά, γυρνώντας από εδώ και από εκεί ως δανεικοί. Η ιερή φανέλα της ποδοσφαιρικής ομάδας του Ολυμπιακού έχει γίνει «σημαία ευκαιρίας/ευκολίας» όπως στα εμπορικά καράβια. Ο αντίλογος ο ίδιος: «μα τι να κάνουμε, παντού ζούμε την εποχή της παγκοσμιοποίησης». 

Η κατάσταση σε σχέση με το παρελθόν έχει αλλάξει δραματικά. Παλαιότερα στον 20ό αιώνα τα κριτήρια των διοικήσεων ήταν νομικά, αφού είχαμε να κάνουμε με ένα σωματείο, που ήταν υπόλογο μόνο στα μέλη του. Στον κόσμο της ομάδας τότε δεν άρεσε αυτή η κατάσταση και ο λαός βαθμιαία απαίτησε και πέτυχε διαφορετική μεταχείριση. Σήμερα στον 21ο αιώνα, στην ΠΑΕ Ολυμπιακός τα κριτήρια είναι οικονομικά, αφού έχουμε να κάνουμε καθαρά με εταιρεία. Άραγε ο λαός της ομάδας μπορεί να απαιτήσει και κυρίως να πετύχει κάτι διαφορετικό; Αμφιβάλλω. Δεν είμαι βέβαιος για το τι αισθάνεται η πλειοψηφία του κόσμου του Ολυμπιακού μπροστά στη σύγχρονη πραγματικότητα, τις διοικητικές προσεγγίσεις και τακτικές και την εν γένει κατάσταση της ομάδας. Μπορεί να συναινεί-εγκρίνει, ή να τη θεωρεί αναγκαία ή αναπόφευκτη ή απλώς να την ανέχεται ή ακόμη και να μη δίνει τη δέουσα σημασία και να μη θέλει να ξέρει. Βλέπω να αυξάνονται, ολοένα και περισσότερο, οι οπαδοί, που ενδιαφέρονται για οικονομικά οφέλη και υιοθετούν-ακολουθούν «ρεαλιστικές» λογικές λογιστών ή οικονομικών διευθυντών. Εδώ και κάμποσα χρόνια διαβάζω πολλούς, που προσχωρούν στην απόλυτα συμβατή με τις επιταγές της εποχής γραμμή της διοίκησης. Οι διοικητικές επιλογές αποκτούν όλο και περισσότερους θιασώτες ή υπερασπιστές.

Βέβαια αυτή καθεαυτή η έννοια της συγκεκριμένης κοινότητας συμφερόντων είναι πολύ διαφορετική από την έννοια της παραδοσιακής συλλογικότητας, που υπήρχε παλαιότερα. Το κοινό οικονομικό συμφέρον της ομάδας, αν και ρεαλιστικό, δεν έχει σχέση με το παραδοσιακό γοητευτικό και κάπως μεταφυσικό κοινό «ιδεολογικό» αγωνιστικό όραμα του λαού της. Και το εν λόγω όραμα δεν είναι παράλογο, αφού οι οπαδοί μιας ομάδας δεν είναι ούτε εργαζόμενοι, ούτε πελάτες μιας επιχείρησης, ώστε στη σχέση ομάδας και κόσμου να υπεισέρχεται κυρίαρχα η έννοια κάποιου κοινού οικονομικού συμφέροντος. 

Στο μέτρο που οι οπαδοί στηρίζουν την στάση των διοικήσεων, υιοθετώντας και επιδοκιμάζοντας κι αυτοί τους ίδιους κοινωνικοοικονομικής φύσης όρους και κριτήρια αυτό θα προχωρά και η και δρομολόγηση της αλλαγή του DNA του ερυθρόλευκου οπαδού. Βαθμιαία μάλιστα η κατάσταση μπορεί να πάει παραπέρα. Πολλοί οπαδοί της ομάδας λίγο-λίγο, μέσα από την σύγχρονη «ολυμπιακή τους καθημερινότητα», ίσως να συνηθίσουν να υιοθετούν και σε διάφορα ευρύτερα και κρισιμότερα κοινωνικοοικονομικά ζητήματα ανάλογη λογική και νοοτροπία όπως των διοικήσεων της ομάδας τους, μολονότι μεταξύ οπαδών και διοικούντων θα εξακολουθήσει να υπάρχει, ως συνήθως, μια τεράστια διαχωριστική κοινωνικοοικονομική άβυσσος. 

Διαβάστε και το α΄ μέρος εδώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου