Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2020

Από την άγνωστη ιστορία του Ολυμπιακού: Ιδρυτές, πρόεδροι, διοικήσεις, λαός (Α΄ μέρος)

1ο μέρος: Από την ίδρυση του Ολυμπιακού μέχρι την χούντα

Ο πρώτος Πρόεδρος του Ολυμπιακού και εκ των βασικών ιδρυτών του Μιχάλης Μανούσκος, ο οποίος διετέλεσε συνολικά 10 χρόνια πρόεδρος του συλλόγου, έχοντας τρεις προεδρικές θητείες (1925-1928, 1937-1939 και 1945-1950) ήταν πριν από την ίδρυση του Ολυμπιακού, μέλος του ΠΠΟ δηλαδή του προπάτορα του ΠΑΟ, από τον οποίο κάποια στιγμή διεγράφη. Το ίδιο και ο αδελφός του. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε ίσως κάποιος να το συγχωρήσει ή και να το παραβλέψει, αφού τότε δεν υπήρχε Ολυμπιακός. 




Του Θεολόγου Μιχαηλίδη

Ωστόσο η ιστορία δεν τελειώνει εδώ. Το φθινόπωρο του 1927 και αφού πλέον είχε ήδη ιδρυθεί ο Ολυμπιακός, του οποίου μάλιστα ο ίδιος προέδρευε, ο Μανούσκος εμφανίζεται να ζητά (μαζί με τον αδελφό του και άλλους, που αποτελούσαν ίδια περίπτωση) την επανεγγραφή του στα μητρώα μελών του συλλόγου, που τότε πλέον είχε μετονομαστεί κανονικά σε ΠΑΟ. Η εισήγηση μάλιστα για την επανεγγραφή του ήταν καταρχήν θετική, πλην όμως η αίτησή του, όπως και των άλλων, δεν προχώρησε τελικά και απορρίφθηκε. O κύριος λόγος που είχε ζητήσει να ξαναγραφτεί στον ΠΑΟ δεν ήταν λόγοι αγάπης προς το τριφύλλι, αλλά λόγοι τάξης, επειδή θεωρούσε πως είχε διαγραφεί άδικα και ως εκ τούτου η διά της διαγραφής επελθούσα «οιονεί προσβολή» του προσώπου του θα έπρεπε να αποκατασταθεί. Έτσι ήταν τα ήθη της εποχής εκείνης και σύμφωνα με αυτά σκεφτόντουσαν άνθρωποι σαν τον Μανούσκο, που δεν θεώρησε την ενέργειά του απόλυτα ασυμβίβαστη ή απαγορευμένη όπως ασφαλώς θα θεωρείτο σήμερα. 

Η συγκεκριμένη συμπεριφορά του Μανούσκου θα μπορούσε ενδεχομένως να δικαιολογηθεί όχι μόνο λόγω των διαφορετικών ηθών της εποχής, αλλά και λόγω της απουσίας συλλογικού φανατισμού σε ανθρώπους της κοινωνικής τάξης του Μανούσκου. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, η εν λόγω συμπεριφορά δεν φαίνεται να συνάδει με την ύπαρξη κάποιου φανατικού ή πολύ έντονου και αμιγώς «ολυμπιακού» οράματος. 

Ο Μανούσκος μιλάει στην ομάδα
Υπενθυμίζω εδώ ότι ο Μανούσκος ήταν βιομήχανος. Μαζί με τους πιο πολλούς από τους ιδρυτές του Ολυμπιακού προέρχονταν από τα αστικά στρώματα και μάλιστα από αυτά που επεδίωκαν να αναρριχηθούν και εν συνεχεία να μονιμοποιηθούν στη μεγαλοαστική πυραμίδα. Οι ιδρυτές του Ολυμπιακού όχι μόνο δεν εκπροσωπούσαν τις λαϊκές μάζες, αλλά δεν ήθελαν καν να απευθυνθούν σε αυτές ή να συγχρωτιστούν μαζί του. Το εν λόγω γεγονός επανειλημμένα το έχει όχι μόνο παραδεχτεί,, αλλά και το έχει διακηρύξει κατηγορηματικά (και σχεδόν με καμάρι) ο ισόβιος πρόεδρος ΠΕΦΟ Μπαρμπής, ένας άνθρωπος που έχει θητεύσει αμέτρητες φορές, εδώ και πολλές δεκαετίες, σε ένα σωρό Διοικητικά Συμβούλια του ποδοσφαιρικού Ολυμπιακού, με διαφορετικούς Προέδρους. 

Ο Μπαρμπής μπορεί να υπήρξε υμνητής της χούντας και του Ασλανίδη, αλλά είναι επίσης και παλιός Ολυμπιακός και μορφωμένος άνθρωπος, που έχει ερευνήσει-μελετήσει καλά την ιστορία του Ολυμπιακού και ως εκ τούτου λέει την αλήθεια, τουλάχιστον ως προς το σημείο αυτό. Ο ίδιος, συχνά, με κάθε ευκαιρία, στις ομιλίες και στα άρθρα του τόνιζε ότι ο Ολυμπιακός δεν είχε σχέση και συγγένεια με τον λαϊκό κόσμο, την εργατιά, αλλά μόνο με τους αρίστους του Πειραιά. 

Άλλωστε κι ο ίδιος συνήθιζε να είναι πάντα με το μέρος των διοικήσεων (που δεν συγκροτούνταν βέβαια από τον φτωχόκοσμο) και να επαινεί τους εκάστοτε προέδρους της ομάδας, μη εξαιρουμένου και του Κοσκωτά, στην τράπεζα του οποίου προέτρεπε, με ζήλο, να βάλουν τις καταθέσεις τους όλοι οι οπαδοί μας, προκειμένου να εκπληρωθούν τα όνειρα και οι προσδοκίες του Θρύλου. 

Σύμφωνα με το καταστατικό που έφτιαξαν οι ιδρυτές του Ολυμπιακού τα μέλη του συλλόγου έπρεπε να είναι «χρηστοί πολίτες» (όρος που είχε περιληφθεί στο καταστατικό, για να αποκλείσει τους κομμουνιστές και γενικότερα τους αριστερούς). Δεν έφτανε όμως μόνο αυτό. Στη πράξη έπρεπε να είναι και «κοινωνικά φίλοι» μεταξύ τους, όπως επί λέξει είχε πει ο Γ. Ανδριανόπουλος, με άλλα λόγια να προέρχονται από τις ίδιες ανώτερες κοινωνικές τάξεις, δηλαδή να έχουν κοινή κοινωνική συνείδηση και τα ίδια κοινωνικά συμφέροντα. Ο αριθμός των μελών καταρχήν δεν μπορούσε να υπερβαίνει τα 100 («numerus clausus» που έλεγαν και οι Λατίνοι) που ήταν ισόβια. Αλλά ακόμη και όταν πέθαιναν, ήταν πρακτικά δύσκολο να αναπληρωθούν. 

Όπως συμβαίνει συνήθως στα σωματεία, οι ιδρυτές του Ολυμπιακού ήθελαν να κάνουν κουμάντο οι ίδιοι και να κατευθύνουν ανάλογα τον Σύνδεσμο. Οι διοικήσεις μόνο τα μέλη του Ολυμπιακού υπολόγιζαν και μόνο σε αυτά λογοδοτούσαν. Ο κόσμος της ομάδας δεν είχε κάποια ιδιαίτερη σημασία. 

Τον Δεκέμβριο του 1952, στη ΓΣ του συλλόγου, η διοίκηση το διακήρυξε ίσως πιο ωμά από κάθε άλλη φορά: «Για ό,τι κάνουμε δεν δίνουμε λογαριασμό στους φιλάθλους παρά μόνο στα μέλη του συλλόγου», τα οποία, σημειωτέον, ήταν τότε μόλις 53 (!). Τότε η Αθλητική Ηχώ (δεν υπήρχε ακόμη το ΦΩΣ) με αφορμή τη συγκεκριμένη δήλωση, είχε επιτεθεί στη διοίκηση του Ολυμπιακού, κατηγορώντας τη για αντιδημοκρατική νοοτροπία, αποκαλώντας ειρωνικά τον σύλλογο μας «Βουλή των Λόρδων». Νομικά βέβαια η διοίκηση είχε δίκιο αφού ο Ολυμπιακός είχε την μορφή σωματείου, αλλά ήταν άραγε ποτέ δυνατό ένα τεράστιο κοινωνικό φαινόμενο όπως ο Ολυμπιακός να αντιμετωπιστεί αποκλειστικά και μόνο με νομικά κριτήρια; 

Τα ιδρυτικά μέλη του Ολυμπιακού, που φλέρταραν με την αριστοκρατία της χώρας, τολμώ να πω ότι ήθελαν ο Ολυμπιακός να γίνει περίπου ένα είδος ΠΑΟ του Πειραιά, μια ομάδα της ανώτερης κοινωνίας. Γι αυτό τον λόγο΄, επί πολλά χρόνια, οι διοικήσεις του Ολυμπιακού σε γενικές γραμμές είχαν ως ένα από τα κύρια μελήματα και επιδιώξεις τους την καλλιέργεια αρμονικής συνεργασίας με τον ΠΑΟ πάνω σε διάφορα θέματα, χωρίς εχθρότητες και προκαταλήψεις ανάμεσα στους δύο συλλόγους. 

Μέσα από την ίδρυση του ΠΟΚ, το 1927, η διοικητική συνεργασία του Ολυμπιακού με τον ΠΑΟ πήρε μορφή και σχήμα και έγινε στενή. Ο πιο βασικός λόγος που η συνεργασία αυτή κράτησε επί πολλές δεκαετίες ήταν επειδή ο ΠΑΟ διέθετε το παλιότερο, αλλά και καλύτερο γήπεδο στην Ελλάδα, γεγονός που είχε, όντως, πολύπλευρες σοβαρές και επωφελείς (κυρίως οικονομικές) συνέπειες. Μετά την ίδρυση του ΠΟΚ, η κατάσταση αυτή θα εξακολουθούσε να ισχύει και να διαιωνίζεται επί σχεδόν σαράντα χρόνια.

Αντίθετα, στον λαό και στη κοινωνία, ανάμεσα στους οπαδούς και τους απλούς ανθρώπους, γρήγορα αναπτύχθηκε μια μεγάλη αντιπαλότητα, που συνεχώς μεγάλωνε. 

Η αντιπαλότητα αυτή δεν περνούσε απαρατήρητη σε αυτούς που ηγούνταν της διοίκησης της ομάδας. Η ίδια αντιπαλότητα μεταφέρθηκε από τον κόσμο και στους παίκτες. Άλλωστε οι παίκτες προέρχονταν από τα λαϊκά στρώματα. Ήταν παιδιά του λαού. 

Παρ' όλα αυτά, η νοοτροπία και η διάθεση του επίσημου Ολυμπιακού παρέμειναν αμετάβλητες, καθώς πίστευαν ότι θα μπορούσαν να ελέγξουν τα πράγματα και να χαλιναγωγήσουν τις εξελίξεις, ως κύριοι του παιχνιδιού, μέσα από τις νομικές και καταστατικές διατάξεις, που διασφάλιζαν την ύπαρξη και λειτουργία ενός απόλυτα κλειστού και ελεγχόμενου κλαμπ, όπου κανείς δεν μπορούσε να μπει δίχως προηγουμένως να ακτινογραφηθεί. Βλέπετε εκείνη την εποχή υπήρχε ο έντονος κίνδυνος της κομμουνιστικής απειλής, που καθιστούσε τον έλεγχο των μελών του Ολυμπιακού απόλυτα αναγκαίο. 

Οι ιδρυτές του Ολυμπιακού, σε αντίθεση με την πλειοψηφία των πειραιώτικων κοινωνικών στρωμάτων, αν και αναγνώριζαν την μεγάλη διαφορά και ανισότητα μεταξύ Αθήνας και Πειραιά, δεν διακατέχονταν από αντιπάθεια ή --πολύ περισσότερο-- από μίσος απέναντι στην Αθήνα. Δεν συμμερίζονταν τα άσχημα αισθήματα που προκαλούσε η γενική πεποίθηση των κατοίκων του Πειραιά, που θεωρούσαν ότι η Αθήνα αποτελούσε το επίκεντρο ενός κατεστημένου, το οποίο όχι μόνο υποτιμούσε, αλλά και εκμεταλλευόταν την πόλη τους. 

Αντίθετα μάλιστα. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η πλειοψηφία των ιδρυτών του Ολυμπιακού είχε σχεδόν εξιδανικεύσει την Αθήνα και επιθυμούσαν να της μοιάσουν, καθώς τη θεωρούσαν παράδειγμα ανωτερότητας και εκσυγχρονισμένου καθωσπρεπισμού, άξιο μίμησης και γι' αυτό επιδίωκαν άριστες σχέσεις με την ηγεμονία της αθηναϊκής κοινωνίας της εποχής. 

Την ίδια ώρα λοιπόν που ο τότε δήμαρχος Αθηναίων Αγγ. Γεωργάτος ζητούσε από τους πολίτες του δήμου του να στεγάσουν ή να φιλοξενήσουν, εφόσον μπορούσαν, τους φουκαράδες «βομβόπληκτους», όπως, επί λέξει, αποκαλούσαν τους Πειραιώτες, στην πόλη του Πειραιά ,οι μεν επίσημες αρχές, φορείς και προσωπικότητες της πόλης (των ιδρυτών του Ολυμπιακού συμπεριλαμβανομένων) ευγνωμονούσαν την αλληλέγγυο Αθήνα, οι δε ταλαίπωροι Πειραιώτες κάτοικοι έβραζαν από θυμό για την --όπως τη θεωρούσαν-- αφ’ υψηλού ελεημοσύνη και φιλευσπλαχνία των προνομιούχων Αθηναίων. Συνεπώς και σε αυτό το σημείο υπήρξε τεράστια απόσταση μεταξύ λαϊκού αισθήματος και επίσημης διοικητικής νοοτροπίας. 

Ο Κοτζιάς πίσω από τον Μεταξά
Ο Μανούσκος ήταν Δήμαρχος Πειραιά επί δικτατορίας του Μεταξά. Συγχρόνως εξακολουθούσε να είναι και Πρόεδρος του Ολυμπιακού. Επί δεύτερης προεδρίας του (1937-1939) η έδρα της ομάδας, το Ποδηλατοδρόμιο μετονομάσθηκε σε Καραΐσκάκη. Την ονοματοδοσία έκανε το 1938 ένας βαμμένος πράσινος, που κατ’ αξιόπιστες πηγές υπήρξε και επιφανής τέκτων (μασόνος). Ήταν ο αρμόδιος Υπουργός («Υπουργός Διοικήσεως Πρωτεύουσας») της κυβέρνησης Μεταξά Κοτζιάς (εξού και η Πλατεία Κοτζιά που όλοι ξέρουμε), ο οποίος διετέλεσε και δήμαρχος Αθηναίων και ήταν από τους ελάχιστους, αν όχι ο μόνος, που διατηρήθηκε από τον Μεταξά μετά την επιβολή του δικτατορικού καθεστώτος. 

Το πιο αξιοσημείωτο όμως είναι ότι ο Κοτζιάς, κατά τον χρόνο της μετονομασίας του γηπέδου μας παρέμενε συγχρόνως και πρόεδρος του ΠΑΟ, στον οποίο είχε συνολική προεδρική θητεία 8 ετών. Και σαν να μην έφταναν αυτά, ο Ολυμπιακός επί δικτατορίας Μεταξά, είχε σπεύσει να ανακηρύξει τον καταπράσινο Κοτζιά επίτιμο πρόεδρο της ομάδας μας (!)

Οι δύο άνδρες --Μανούσκος και Κοτζιάς-- ήταν ουσιαστικά φίλοι και συνεργάτες. Τους συνέδεαν πολλά κοινά στοιχεία, πέρα από το ίδιο ιδεολογικό στρατόπεδο. Ήταν και οι δύο πολιτικοί, υποστηρικτές και συνεργάτες του Μεταξά. Ταυτόχρονα ήταν και οι δύο πρόεδροι των δύο μεγάλων ποδοσφαιρικών συλλόγων, του Ολυμπιακού και του ΠΑΟ, με πολλά (7) από τα χρόνια της προεδρικής θητείας αμφοτέρων να συμπίπτουν χρονικά. 

Ο πρόεδρος του ΠΑΟ σε... τρυφερές στιγμές με φασίστες
Ο Κοτζιάς υπήρξε δεδηλωμένος οπαδός και θαυμαστής του χιτλερικού ναζισμού. Είχε μάλιστα συναντηθεί επίσημα ως εκπρόσωπος του δικτατορικού καθεστώτος, με τον Γκέμπελς, πριν από την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (σχετικές φωτογραφίες με τους δυο τους υπάρχουν στη ψηφιοποιημένη φωτογραφική συλλογή της elia.gr.). 

Πρόεδρος του ΠΑΟ, Δήμαρχος Αθηναίων, Υπουργός της δικτατορίας του Μεταξά, και δεδηλωμένος ναζιστής. Όλες αυτές οι ιδιότητες συνέπιπταν στο ίδιο πρόσωπο, τον Κώστα Κοτζιά, τον αναγορευθέντα σε επίτιμο πρόεδρο του Ολυμπιακού (!). 

Βέβαια ο Κοτζιάς βρισκόταν σε υψηλότερο επίπεδο από τον Μανούσκο, που δεν είχε τέτοιες επιδόσεις. Ο Μανούσκος ήταν ένας απλώς υπερσυντηρητικός, οπαδός του δικτάτορα Μεταξά, που εχθρευόταν φανατικά τους κομμουνιστές. 

Έτσι το 1947, κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής τρίτης προεδρικής θητείας του στον Ολυμπιακό, που συνέπεσε με τον εμφύλιο, είχε, αναλάβει από τη συγκεκριμένη προεδρική θέση, ξεκάθαρη εκστρατεία για την υλική και ηθική ενίσχυση του εθνικού στρατού, που πολεμούσε τους «ξενοκίνητους ολετήρες του έθνους κομμουνιστές». Η διοίκηση του Ολυμπιακού λοιπόν είχε επίσημα και ανεπιφύλακτα διαλέξει πλευρά στην περίοδο του εμφυλίου. Ήταν στο πλευρό της παράταξης των εθνικοφρόνων, που πολεμούσαν τα ερυθρά μιάσματα. 

Σημειωτέον ότι η παρουσία του Μανούσκου στον Ολυμπιακό διευκόλυνε τον σημαντικό διεθνή τερματοφύλακα του συλλόγου μας Κουρουκλάτο να εγκαταλείψει την ομάδα για μια υψηλότερη --σύμφωνα με τον ίδιο-- αποστολή, η οποία ήταν να πολεμήσει, κατά τον εμφύλιο πόλεμο, μέσα από τις τάξεις του εθνικού στρατού τους ανθέλληνες κομμουνιστές, «τα μίσθαρνα όργανα της στέπας και της οχράνας» όπως ο ίδιος, επί λέξει, είχε γράψει σε επιστολές του. Για μεγάλο χρονικό διάστημα ο Κουρουκλάτος βρισκόταν ανάμεσα στις δύο του αγάπες, μεταξύ Ολυμπιακού και εθνικού στρατού. Κι όλα αυτά υπό τις ευλογίες του Μανούσκου βέβαια. 

Πάντως, για να είμαστε δίκαιοι απέναντι και στους δύο, τόσο ο Μανούσκος όσο και ο Κοτζιάς μετά την κήρυξη του πολέμου και κατά τη διάρκεια της κατοχής αρνήθηκαν τη συνεργασία με τις δυνάμεις κατοχής. Το ΟΧΙ του Μεταξά, τον οποίο και οι δύο υπηρέτησαν, μάλλον τους επηρέασε θετικά και τους έκανε να αποφύγουν την στάμπα της έσχατης προδοτικής κατάντιας, του δωσίλογου συνεργάτη του φασισμού, που αρκετοί άλλοι με πολύ δεξιά ιδεολογία δεν απέφυγαν.

Η διοίκηση Μανούσκου έχει κατηγορηθεί ότι δεν έκανε τίποτε για να σώσει από το εκτελεστικό απόσπασμα τον κομμουνιστή παίκτη της ομάδας Γόδα. Είναι γνωστή η φράση: «όπως έστρωσε ας κοιμηθεί», που αναφέρεται ότι είχε λεχθεί ως απάντηση στα αιτήματα προς την διοίκηση να αγωνιστεί προκειμένου να σωθεί ο Γόδας. Αυτό είναι γεγονός αναμφισβήτητο. 

Όμως, για να πούμε κι όλη την αλήθεια, η αδιάφορη στάση της διοίκησης δεν οφείλεται αποκλειστικά και μόνο σε ένα στενά αρνητικό αντικομμουνιστικό ιδεοληπτικό πνεύμα. Υπαγορεύθηκε και από άλλους λόγους: 

(α) ο Γόδας αντιμετώπιζε ένα πολύ βαρύ κατηγορητήριο και κανείς προερχόμενος από μια βαθιά δεξιά αντικομμουνιστική διοίκηση, όπως αυτή του Ολυμπιακού, δεν ήθελε, εκείνη την εποχή, να αναλάβει την ευθύνη να εκτεθεί απέναντι στις επίσημες αρχές, αγωνιζόμενος ή μεσολαβώντας για την υπεράσπιση ή τη διάσωση ενός τέτοιου ορκισμένου κομμουνιστή, (β) ο Γόδας δεν είχε προλάβει να αποδείξει την ποδοσφαιρική του αξία, οπότε δεν θεωρείτο αναντικατάστατος για τον Ολυμπιακό και (γ) ο Γόδας δεν ήταν διατεθειμένος να προβεί σε οποιουδήποτε είδους συμβιβασμό ή παραχώρηση, ώστε να διευκολύνει κι αυτός από την πλευρά του την κατάσταση, προκειμένου να γλιτώσει. 

Αντίθετα ο Μουράτης, παρά την δεδηλωμένη αριστερή ιδεολογία του (μέλος της ΕΠΟΝ Πειραιά και του πολεμιστής ΕΛΑΣ) βοηθήθηκε από τον Ολυμπιακό, ο οποίος «καθάρισε» για να καταστραφεί ο φάκελός του και να μην καταδιωχθεί μετά τον εμφύλιο. Όμως τον Μουράτη δεν τον βάρυνε κανένα συγκεκριμένο βαρύ ποινικό κατηγορητήριο, ενώ είχε δείξει στοιχεία της μεγάλης ποδοσφαιρικής του κλάσης από την Προοδευτική. Επιπλέον ο Μουράτης τήρησε απαρέγκλιτα αυτό που του απαίτησαν ως όρο, δηλαδή να μην ξαναμιλήσει ποτέ για το παρελθόν και να μην αναμιχθεί ποτέ ξανά ενεργώς σε δράσεις ανατρεπτικού περιεχομένου. 

Αλλά και ο Δαρίβας υπήρξε παρόμοια περίπτωση κομμουνιστή παίκτη του Ολυμπιακού, που βοηθήθηκε γιατί ήταν παίκτης πολύ μεγάλης αξίας, αλλά και γιατί δεν αντιμετώπιζε κάποιο αξιόλογο κατηγορητήριο ποινικής μορφής. Κατ’ ουσία το αμάρτημα του ήταν ότι υπήρξε αριστερός, γνωστό και δραστήριο μέλος της ΕΠΟΝ. Έτσι μολονότι πέρασε από το κολαστήριο της Μακρονήσου (ή «Νέου Παρθενώνα» κατά τον Κανελλόπουλο) θεωρήθηκε ανανήψας και γρήγορα... επανεντάχθηκε στην κοινωνία και στον Ολυμπιακό, χωρίς περαιτέρω συνέπειες. Από τότε που έγινε αυτό και μέχρι σήμερα και ο Δαρίβας έχει αποφύγει συστηματικά να αναφερθεί σε πολιτικά θέματα του παρελθόντος.

Η νοοτροπία του Μανούσκου, που θεωρούσε επιβεβλημένες τις καλές σχέσεις μεταξύ Ολυμπιακού και ΠΑΟ δεν ήταν μοναδική και δεν αποτελούσε μεμονωμένη εξαίρεση. Ήταν διάχυτη στα περισσότερα ιδρυτικά μέλη και διοικητικά στελέχη του Ολυμπιακού. Από την ίδια νοοτροπία διακατέχονταν --και μάλιστα ακόμη πιο έντονα-- και πολλοί άλλοι όπως π.χ. οι Ανδριανόπουλοι και ιδίως και ο αποκαλούμενος «Γενάρχης» Γιώργος Ανδριανόπουλος, που θήτευσε 13 έτη στον προεδρικό θώκο του Ολυμπιακού. 

Θεωρώντας τον ΠΑΟ όχι ως εχθρό, αλλά ως σύλλογο-πρότυπο και επιθυμητό όσο και αναγκαίο συνοδοιπόρο στον αθλητισμό, συνεργάσθηκε ακόμη στενότερα μαζί του στο πλαίσιο του ΠΟΚ. Μάλιστα στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960 ο Γ. Ανδριανόπουλος, όντας Πρόεδρος του Ολυμπιακού, δεν δίστασε να διακηρύξει δημόσια, από το βήμα της ΓΣ του ΠΑΟ, ότι ο Παναθηναικός αποτελεί τον μεγαλύτερο σύλλογο που υπάρχει στην Ελλάδα, μεγαλύτερο και από τον Ολυμπιακό (!) Η ίδια νοοτροπία ήταν αυτή που πολλά χρόνια αργότερα τον οδήγησε να σώσει τον ΠΑΟ από τον υποβιβασμό, ψηφίζοντας αρνητικά, την ίδια ώρα που οι ανώτατοι δικαστικοί μέλη της ιδίας επιτροπής ψήφιζαν θετικά υπέρ του υποβιβασμού του τριφυλλιού. Όπως είχε δηλώσει τότε: «του φαινόταν αδιανόητο το ελληνικό ποδόσφαιρο χωρίς Παναθηναικό».

Δεν ήταν όμως μόνο οι φιλικές σχέσεις με τον ΠΑΟ, που χαρακτήριζαν τον Ανδριανόπουλο και δεν άρεσαν στον κόσμο του Ολυμπιακού. Ο Ανδριανόπουλος είχε ανέκαθεν μια ιδιοκτησιακή αντίληψη για τον Ολυμπιακό. Θεωρούσε ότι ο ίδιος, η οικογένειά του και οι φίλοι τους, που τον ίδρυσαν μπορούσαν να κάνουν ό,τι θέλουν στην ομάδα, χωρίς να ρωτάνε ή να νοιάζονται για τον λαό της ομάδας και γενικά χωρίς να δίνουν λογαριασμό πουθενά. 

Αυτή ακριβώς η νοοτροπία ήταν που τον έκανε την δεκαετία του 1960, όταν ήταν Πρόεδρος στον Ολυμπιακό, να αποφασίσει χωρίς βάσιμες δικαιολογίες να αποσύρει δύο φορές την ομάδα από τις διοργανώσεις της Ευρώπης, στερώντας από τον Ολυμπιακό και την ιστορία του πολύ πιθανές νίκες, προκρίσεις και από τους φιλάθλους της ομάδας την ευκαιρία να την δουν να παίζει με ξένες ομάδες και το κυριότερο να γεύεται τη χαρά νικών και επιτυχιών. Συγκεκριμένα η πρώτη φορά ήταν με την τουρκική Μπεσίκτας όταν η πρόκριση ήταν πιθανή. Τότε επικαλέσθηκε κάποιους αόριστους εθνικούς λόγους (πολιτικός γαρ). Η δεύτερη φορά ήταν με την μαλτέζικη Χιμπέρνιαν όταν επικαλέσθηκε, άκουσον-άκουσον, λόγους εισπρακτικής αποτυχίας, γιατί η αντίπαλη ομάδα ήταν λέει… άσημη. Έτσι η σίγουρη πρόκριση του Ολυμπιακού χάθηκε άνευ αγώνα. 

Τα πράγματα όσον αφορά τις αγαστές διοικητικές σχέσεις φιλίας και συνεργασίας μεταξύ Ολυμπιακού και ΠΑΟ άρχισαν να αλλάζουν σε διοικητικό επίπεδο και να γίνονται πιο «φυσιολογικές», δηλαδή σχέσεις αντιπαλότητας ως εχθρότητας από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 και την καθιέρωση του πρωταθλήματος Εθνικής Κατηγορίας. Η ρήξη ήρθε με την κατάργηση του ΠΟΚ το 1963.

Ως γνωστό ο ΠΑΟ εκείνη την εποχή είχε φτιάξει την καλύτερη μέχρι τότε ομάδα της ιστορίας του και έπαιρνε διαδοχικά πρωταθλήματα. Επιπλέον είχε αυξημένη δυνατότητα ελέγχου των διοικητικών οργάνων και πόστων του ελληνικού ποδοσφαίρου. Αισθάνθηκε, λοιπόν, πολύ ισχυρός και θεώρησε αλαζονικά πως η κατάσταση στο ελληνικό ποδόσφαιρο είχε πλέον αλλάξει οριστικά. Έτσι αποφάσισε ότι δεν είχε πλέον ανάγκη να συνεταιρίζεται και να συνεργάζεται με τον Ολυμπιακό. Επίσης δεν του άρεσε το γεγονός ότι ακόμη σε αυτές τις βασικές και δημοφιλείς διοργανώσεις του ΠΟΚ, που έγιναν στη δεκαετία του 1960, δηλαδή τα Κύπελλα Χριστουγέννων και Πάσχα, αυτά εξακολουθούσε να τα κατακτά συνήθως ο Ολυμπιακός, όπως και παλαιότερα. Αυτό ήταν κάτι, που χαλούσε την εικόνα και το γόητρο της πράσινης ποδοσφαιρικής παντοδυναμίας.

Έτσι από την άνοιξη του 1963, ξεκίνησε η διάλυση του συνεταιρισμού, με πρωτοβουλία του ΠΑΟ, που έστειλε επιστολή στον Ολυμπιακό, καταγγέλλοντας ουσιαστικά τη μεταξύ τους συνεργασία, επικαλούμενος ως βασικό λόγο ότι «εξέλιπαν πλέον τα φιλικά και ωραία αισθήματα και η ψυχική επαφή μεταξύ των δύο συλλόγων», θεωρώντας υπεύθυνο για το γεγονός αυτό τον Ολυμπιακό. 

Βέβαια καθοριστικός παράγοντας στη διάρρηξη των σχέσεων με το τριφύλλι ήταν και η δυσφορία και η πίεση του λαού του Ολυμπιακού, που δυσανασχετούσε όχι μόνο με αυτό, αλλά και γενικότερα με τον αλαζονικό και ετσιθελικό τρόπο διοίκησης του συλλόγου. Η εν λόγω δυσφορία αυξήθηκε ραγδαία από την περίοδο 1959/60 και έπειτα, όταν ο Ολυμπιακός σταμάτησε να παίρνει πρωταθλήματα. Στον κόσμο έφταιγαν τα πάντα και πάνω από όλα οι διοικούντες, που δεν κατάφεραν να κρατήσουν πρωταγωνίστρια την ομάδα. Όσο υπήρχαν οι συνεχόμενες επιτυχίες στη δεκαετία του 1950 η διοίκηση είχε καταφέρει να μείνει στο απυρόβλητο. Η κατάσταση αυτή όμως είχε πλέον αλλάξει. 

Πάντως, τόσο ο Μανούσκος, όσο και ο Γ. Ανδριανόπουλος εξασφάλισαν την υστεροφημία τους. Ακόμη και σήμερα, ο Μανούσκος θεωρείται ως ένας από τους κορυφαίους δημάρχους-αναμορφωτές στην ιστορία του Πειραιά, ενώ ο Ανδριανόπουλος θεωρείται μια από τις λαμπρότερες μορφές στα χρονικά της πόλης. Αμφότεροι, ως ιδρυτές και πρόεδροι της ομάδας, έχουν γράψει το όνομά τους με χρυσά γράμματα στην ιστορία του Θρύλου, αποτελούντες τους ιδρυτές και βασικούς στυλοβάτες του Ολυμπιακού.

Διαβάστε και το β΄ μέρος εδώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου