Σάββατο 20 Απριλίου 2019

Τρεις Νοτιοαμερικάνοι του Θρύλου

18/4/1973: Για το Κύπελλο Ελλάδας ο πανίσχυρος Ολυμπιακός αντιμετωπίζει στο Καραϊσκάκη σε αγώνα νοκ-άουτ τον Παναργειακό, ομάδα Β΄ Εθνικής. Το μόνο ενδιαφέρον είναι να μαντέψεις πόσα γκολ θα ρίξει ο Ολυμπιακός.

Κι όμως, προς επιβεβαίωση της ιδιαιτερότητας των αγώνων κυπέλλου και της αυξημένης συχνότητας εκπλήξεων, που κρύβουν, ο Παναργειακός προηγείται 1-2 και βρίσκεται κοντά στη μεγαλύτερη ίσως έκπληξη από την ίδρυση του θεσμού. Τελικά ο Ολυμπιακός, με ιδρώτα και αίμα, παίρνει την πρόκριση, νικώντας 3-2, χάρις σε δύο γκολ του Αργεντινού Άλτσιμπαρ, που ήταν και τα μοναδικά του επίσημα γκολ στην Ελλάδα. Χάρις σε αυτά τα γκολ ο Ολυμπιακός προκρίθηκε στην επόμενη φάση και τελικά κατέκτησε το Κύπελλο στο τέλος της χρονιάς.

Του Θεολόγου Μιχαηλίδη

Αυτή υπήρξε και η μόνη προσφορά στην ομάδα του Άλτσιμπαρ, ενός τόσο μέτριου παίκτη, που σε έκανε να αναρωτιέσαι πώς ήταν δυνατόν να είναι Αργεντινός. 

Ο Αντόνιο Άλτσιμπαρ ήταν ο πρώτος Νοτιοαμερικανός, που αγωνίστηκε σε επίσημο αγώνα του Ολυμπιακού (τον Σεπτέμβρη του 1972). Είχε προηγηθεί, βέβαια, τον Απρίλιο του 1972, ο τερματοφύλακας Πολέτι, που είχε παίξει όμως μόνο φιλικούς αγώνες του Ολυμπιακού. Ο Πολέτι, παρά τον ενθουσιασμό και τον ντόρο, που είχε προκαλέσει η μεταγραφή του, δεν έπαιξε σε επίσημο ματς του Ολυμπιακού, αφού ήρθε σακατεμένος όταν ουσιαστικά τελειώσε η παλιότερη ένδοξη καριέρα του. 

Από τότε πέρασαν από τον Ολυμπιακό πολλοί Nοτιοαμερικάνοι. Κάποιοι από αυτούς ήταν παικταράδες, έπαιξαν πολλά χρόνια, πρόσφεραν πάρα πολλά και άφησαν τη σφραγίδα τους, όπως οι Ουρουγουανοί Βιέρα και Λοσάντα. Σπουδαία προσφορά είχαν επίσης οι Ζε Ελίας, Γκαλέτι, Ριβάλντο και Λουτσιάνο. Πάνω από όλους βέβαια και εκτός κάθε συναγωνισμού ο μάγος Τζιοβάνι

Υπήρξαν όμως και κάποιοι άλλοι Nοτιοαμερικανοί, που αποτελούν ξεχωριστές περιπτώσεις. Πέρασαν από την ομάδα μας σε διαφορετικούς αγωνιστικές περιόδους, ωστόσο έχουν αρκετά και αξιόλογα κοινά χαρακτηριστικά σημεία μεταξύ τους, όσον αφορά τη διαδρομή τους στον Ολυμπιακό. Με αφορμή τις προαναφερόμενες απριλιάτικες αναμνήσεις για τον Άλτσιμπαρ είπαμε να γράψουμε σήμερα γι αυτούς. 

Τα κοινά σημεία που είχαν ήταν τα εξής: 
α) η καριέρα όλων στην ομάδα υπήρξε πάνω-κάτω πολύ σύντομη. 
β) η καριέρα όλων, παρά την μικρή διάρκειά της, υπήρξε δυσανάλογα επιτυχημένη, αφού συνοδεύτηκε από τίτλους. 
γ) παρά τη σύντομη θητεία τους, όλοι τους, κατάφεραν αυτό, που αποτελεί ανέκαθεν το ποθητό ζητούμενο όλων των Ολυμπιακών, δηλαδή να σκοράρουν κατά του αιωνίου αντιπάλου μας, του ΠΑΟ. 
δ) όλοι τους αποκτήθηκαν, χωρίς πολλές τυμπανοκρουσίες, θόρυβο και διαφήμιση, αφού δεν ήταν ιδιαίτερα γνωστοί και δεν είχαν κάποια άξια λόγου διεθνή θητεία ή θητεία στην εθνική ομάδα της χώρας τους. 
Γι’ αυτούς θα μιλήσουμε σήμερα, παραθέτοντάς τους κατά χρονολογική σειρά εμφάνισης στον Ολυμπιακό.

1.Ιγκνάσιο Ραμόν Πένια Αργεντινός, 70 ετών σήμερα. 

Αγωνίστηκε στον Ολυμπιακό μόνο 12 φορές στο Πρωτάθλημα και 2 φορές στο Κύπελλο, για μια και μόνη αγωνιστική περίοδο (1974/75). Σημείωσε μόνο ένα γκολ για το πρωτάθλημα, πλην όμως αυτό το γκολ ήταν σημαντικό, καθώς το έβαλε εναντίον του ΠΑΟ την 29.3.1975 στη Λεωφόρο (1-1). Αγωνίστηκε επίσης στον τελικό Κυπέλλου του 1975 με τον ΠΑΟ 1-0 στο Καραϊσκάκη, έχοντας και εδώ καθοριστική συμμετοχή στην φάση επίτευξης του μοναδικού τέρματος. Ο Πένια, λοιπόν, κατέκτησε με τον Ολυμπιακό το νταμπλ της προαναφερόμενης σεζόν.

Αγωνιζόταν ως επιθετικός, κυρίως ως αριστερός ακραίος. Έπαιξε σε πολλές ομάδες. Ξεκίνησε από την Μπόκα Τζούνιορς ως μεγάλο ταλέντο, που ανακάλυψε και προώθησε ο ίδιος ο Αλφρέντο Ντι Στέφανο. Στη Μπόκα έπαιξε από το 1969 ως το 1972, κατακτώντας δύο εθνικά πρωταθλήματα και ένα κύπελλο Αργεντινής. Αργότερα έπαιξε και σε αρκετές άλλες ομάδες στην Αργεντινή: Εστουντιάντες, Ροζάριο Σεντράλ και Σαν Λορέντζο. 

Στη συνέχεια βρέθηκε στην Ευρώπη και συγκεκριμένα στη Γαλλία, μετά από μεταγραφική εισήγηση του Μπιάνκι. Εκεί έμεινε από το 1973 ως το 1979 (με το ελληνικό διάλειμμα του Ολυμπιακού). Αγωνίστηκε πρώτα στη Ρέμς και μετά στη Ρουέν. Από το 1980 μετακόμισε στη Βολιβία, όπου παρέμεινε μέχρις ότου αποχώρησε από την ενεργό δράση. Εκεί είχε αγωνιστεί στην πολύ ισχυρή ομάδα Στρόνγκεστ, αλλά και σε άλλες μικρότερες ομάδες της χώρας. Έχει πετύχει συνολικά περίπου 90 γκολ στην καριέρα του.

Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ένα εντυπωσιακό για την περίπτωση του γεγονός. Στο βιογραφικό ή άλλο ενημερωτικό υλικό, που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο σχετικά με τον Πένια δεν υπάρχει καταγεγραμμένο το πέρασμα του από τον Ολυμπιακό, την περίοδο 1974/75, ουσιαστικά ως δανεικού από τη Γαλλία. Και δεν μιλάμε μόνο για αγγλόφωνα, αλλά και για γαλλόφωνα, ακόμη για και ισπανόφωνα μέσα. Σαν να μην έχει παίξει ποτέ στην Ελλάδα και στον Ολυμπιακό! Άγνωστο και μυστήριο το γιατί και το πώς… 

Μέσα στα γήπεδα ήταν εριστικός και φασαριόζος, κάτι που πρόλαβε να δείξει και στον Ολυμπιακό. Όσο την συμπεριφορά του για έξω από τα γήπεδα «βίος και πολιτεία», με όλη τη σημασία της φράσης. 

Αν και στην αρχή ήταν δημοφιλής στη χώρα του, λόγω του πολύ εξωστρεφούς και χιουμοριστικού χαρακτήρα του, αργότερα άφησε ένα πολύ κακό όνομα, αφού εθίστηκε στο αλκοόλ και μπλέχτηκε σε καταχρήσεις και σκάνδαλα, ιδίως κατά το διάστημα παραμονής του στη Βολιβία. Το 1982 το όνομα του αναμίχθηκε στην υπόθεση αυτοκτονίας της φίλης του Z. Fl. Andrade, που έπεσε από τον εξώστη διαμερίσματος, όπου βρίσκονταν μαζί. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που απέδωσαν σε αυτόν ευθύνη για το περιστατικό. Μάλιστα τότε είχε κρατηθεί με εγγύηση, αλλά τελικά «καθάρισε». Το 2007, όταν είχε σταματήσει το ποδόσφαιρο, άνοιξε μια σχολή εκμάθησης ποδοσφαίρου. Οκτώ χρόνια αργότερα (2015) ένας ομοφυλόφιλος νεαρός ονόματι Μάρκος Σαλαζάρ, που τώρα είναι μοντέλο, κατάγγειλε τον Πένια και τον συνεργάτη του στη σχολή Μαρτίνεζ, ότι τον κακοποίησαν σεξουαλικά. Ο Πένια καταδικάστηκε σε φυλάκιση τριών ετών, ενώ ο συνεργάτης του σε πολύ μεγαλύτερη ποινή, αφού κρίθηκε κύριος υπεύθυνος. 

Ο Πένια φυλακίστηκε για κάποιο διάστημα και όταν βγήκε προσπάθησε να ορθοποδήσει. Στη συνέχεια όμως, σύμφωνα με πληροφορίες, έμεινε για ένα διάστημα άστεγος και τριγυρνούσε στους δρόμους περίπου ως «κλοσάρ», για να καταλήξει για κάποιο διάστημα σε ίδρυμα. Όταν βγήκε ξεκίνησε μια νέα προσπάθεια, μήπως και συνέλθει.

Δεν έχει γίνει ποτέ γνωστό αν διατηρεί κάποια ανάμνηση από τον Ολυμπιακό. Ο ίδιος δεν έχει αναφερθεί στην ποδοσφαιρική θητεία του στον Πειραιά στις διάφορες συνεντεύξεις του, πράγμα που κάνει το μυστήριο να μεγαλώνει.

Σημειωτέον ότι ο ΠΑΟ είχε υποβάλλει ένσταση μετά τον τελικό του 1975 για κακή συμμετοχή του Πένια, λόγω συμμετοχής του σε αγώνες του γαλλικού πρωταθλήματος της ιδίας αγωνιστικής περιόδου. Η ένσταση απορρίφθηκε. 


2.Ραφαέλ Περρόνε Ουρουγουανός, 66 ετών σήμερα. 

Αγωνίστηκε στον Ολυμπιακό συνολικά 45 φορές για το Πρωτάθλημα, επί δύο αγωνιστικές περιόδους (1978/79 και 1979/80) σημειώνοντας συνολικά 10 γκολ, εκ των οποίων ένα στον κρίσιμο αγώνα με τον ΠΑΟ 1-0 στο Καραΐσκάκη την 6.5.1979. Σημείωσε επίσης άλλα δύο γκολ στο Κύπελλο. Το εκπληκτικό είναι ότι τα μισά σχεδόν από τα επίσημα γκολ του ήταν από εκτέλεση φάουλ (!) 

Κατέκτησε με τον Ολυμπιακό το πρώτο επαγγελματικό πρωτάθλημα Ελλάδας του 1980. Στον Ολυμπιακό ήρθε από την Ντανούμπιο, την ομάδα, που θα γινόταν αργότερα γνωστή ως η ομάδα του Καβάνι. 

Ήταν ένας προικισμένος μέσος, τεχνίτης αλλά και μαχητικός, του οποίου η απόδοση ήταν βαρόμετρο για την ομάδα. Ως χαρακτήρας μέσα και έξω από τα γήπεδα ήταν κάπως περίεργος. Ζωντανός τύπος, με απροσδόκητες αντιδράσεις και απρόβλεπτες εκρήξεις. Πάντως αγαπήθηκε από τους οπαδούς του Ολυμπιακού.

Ο Περρόνε έφυγε αιφνιδιαστικά από τον Ολυμπιακό, καθώς επικαλέσθηκε προσωπικούς λόγους, που τον ανάγκαζαν να επιστρέψει στην πατρίδα του. 

Η αποχώρησή του ήταν απροσδόκητη, αφού είχε ήδη εκπληρώσει την απαιτούμενη δεκάμηνη στρατιωτική του θητεία στην Ελλάδα, μια συνειδητή επιλογή, που είχε κάνει ο ίδιος, μόνο και μόνο προκειμένου να πάρει την ελληνική υπηκοότητα και να μείνει για πολλά χρόνια στον Ολυμπιακό και στην Ελλάδα. Αργότερα ο ίδιος εξήγησε ότι ξαφνικά τον κυρίεψε ένα ακατανίκητο αίσθημα νοσταλγίας για την χώρα του, στο οποίο δεν μπόρεσε να αντισταθεί. Έτσι πήγε τζάμπα το «στρατιωτικό»…..

Όταν επέστρεψε στην πατρίδα του δεν είχε ιδιαίτερη διάθεση να συνεχίσει την ποδοσφαιρική καριέρα του. Έκανε, βέβαια, κάποιες απόπειρες να συνεχίσει στη Νασιονάλ και κυρίως στη Μεξικανική Σαν Λουί Ποτοσί χωρίς επιτυχία. Στην περιοχή αυτή μάλιστα οι δρόμοι του διασταυρώθηκαν με αυτούς του μικρού Νέρι Καστίγιο και της οικογένειάς του. 

Όταν αποσύρθηκε ασχολήθηκε στο Μοντεβιδέο με άλλα επαγγέλματα (μεταξύ άλλων και με επιχείρηση ταξί) ενώ στο ποδόσφαιρο είχε ανάμιξη μόνο ως είναι είδος μεσολαβητή σε στυλ μάνατζερ. 

Υπό την ιδιότητα αυτή βοήθησε και τον γαμπρό του, γνωστό διεθνή ποδοσφαιριστή Αλβάρο Ρεκόμπα, που έκανε μεγάλη διεθνή καριέρα στην Ιταλία (κυρίως στην Ίντερ) και αγωνίστηκε και στην Ελλάδα (στον Πανιώνιο), αλλά και τον γιό του τον Ντιέγκο, που κι αυτός επίσης αγωνίστηκε στην Ελλάδα, αλλά και στην Ιταλία. Μάλιστα ο Περρόνε φιλοξενούσε τον γαμπρό του Ρεκόμπα περισσότερο από ένα χρόνο στο δικό του σπίτι και τον συμβούλευε καθημερινά. 

Σήμερα ο Περρόνε αναπολεί και λατρεύει τον Ολυμπιακό και τον Πειραιά, τον οποίο ξεχωρίζει ως πόλη από την Αθήνα. Την αγάπη του αυτή προς το λιμάνι κληρονόμησε και η κόρη του, η οποία έχει άλλωστε γεννηθεί στον Πειραιά. Ο Ραφαέλ θυμάται με χαρά, συγκίνηση και νοσταλγία τους συμπαίκτες του στον Ολυμπιακό και ιδίως τους πιο αγαπητούς και κολλητούς του, όπως τον Περσία και τον Λεμονή.


3.Βιθέντε Εσταβίγιο Ουρουγουανός, 64 ετών σήμερα. 

Αγωνίστηκε στον Ολυμπιακό συνολικά 36 φορές για το Πρωτάθλημα, επί δύο αγωνιστικές περιόδους 1981/82 και 1982/83, σημειώνοντας συνολικά 5 γκολ, αλλά τι γκολ (!). Δύο από αυτά πέτυχε κατά του ΠΑΟ, το πρώτο την 29/6/1982 στη νίκη μας με 2-1 στο περίφημο μπαράζ του Βόλου για την ανάδειξη του πρωταθλητή Ελλάδας και το δεύτερο στον αγώνα πρωταθλήματος της 22/5/1983 στη Λεωφόρο, με το οποίο νικήσαμε πάλι με 1-0. 

Ο Εσταβίγιο κατέκτησε δύο πρωταθλήματα και στις δύο χρονιές, που έπαιξε στον Ολυμπιακό. Ήταν ένας τεχνίτης επιθετικός χαφ, με γλυκές κινήσεις, που βοηθούσε σημαντικά στην ανάπτυξη της ομάδας.

Ως χαρακτήρας μέσα και έξω από τα γήπεδα ήταν σχετικά ήσυχος, ιδίως για Ουρουγουανός. Ακόμη και όταν τραυματίστηκε σοβαρά η αντίδρασή του για την ατυχία του υπήρξε στωική και ήπια.

Πριν μεταγραφεί στον Ολυμπιακό είχε αγωνιστεί για τρία χρόνια στην Πενιαρόλ, όπου είχε λίγες συμμετοχές και για τον λόγο αυτό πήρε μεταγραφή στη Μοντεβίδεο Γουώντερερς. Μετά τον Ολυμπιακό έπαιξε για ένα εξάμηνο στον ΠΑΣ Γιάννενα και έπειτα επέστρεψε στην Ουρουγουάη, όπου προσπάθησε να αγωνιστεί στην Νασιονάλ, αλλά χωρίς επιτυχία. Στη συνέχεια πήγε στην Αυστραλία, όπου αγωνίστηκε, με αρκετή επιτυχία, στην Ολύμπικ Σίδνευ μέχρι το 1987. 

Όταν αποσύρθηκε από την ενεργό δράση παρέμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Αυστραλία και έγινε μάνατζερ διαφόρων ομάδων της χώρας (μεταξύ των οποίων και η Ολυμπίκ Σίδνευ) από το 1994 ως το 2003. 

Το 2007 ανέλαβε ως μάνατζερ την ομάδα της γενέτειρας του πόλης Μέλο την Τσέρο Λάργκο. Την επαγγελματική του ενασχόληση ως μάνατζερ συνεχίζει μέχρι σήμερα. 

Κι αυτός σε κάποιες δηλώσεις και συνεντεύξεις του αναπολεί με συγκίνηση και νοσταλγία την επιτυχημένη θητεία του στον Ολυμπιακό. 



Αν επιχειρούσαμε μια συνολική συγκριτική αποτίμηση των τριών αυτών Νοτιοαμερικανών θα λέγαμε ότι μεταξύ των τριών ο Πένια ήταν και παραμένει το πιο γνωστό όνομα, σε διεθνές επίπεδο, και αυτός, που μάλλον είχε τις μεγαλύτερες ικανότητες (αφήνουμε στην άκρη τα άλλα κατορθώματα του). Σε ελληνικό όμως επίπεδο και ιδιαίτερα σε επίπεδο Ολυμπιακού, που μας ενδιαφέρει περισσότερο, ο παίκτης που έπαιξε και διακρίθηκε περισσότερο από όλους ήταν ο Περρόνε, ενώ ο Εσταβίγιο ήταν ο παίκτης που, αναμφίβολα, γνώρισε τις μεγαλύτερες επιτυχίες. 

Συμπερασματικά αν αναλογιστεί κανείς τις επιτυχίες και τους τίτλους αυτών των περαστικών ξένων παικτών και κάνει μια σύγκριση με κάποιους άλλους Έλληνες, με πολυετή προσφορά στην ομάδα, θα νιώσει ενδεχομένως μια θλίψη ή μελαγχολία. Όταν σκέπτεσαι, για παράδειγμα, ότι ικανότατοι παίκτες των «πέτρινων χρόνων» όπως οι Χαντζίδης, Τσιαντάκης, Παχατουρίδης, Μαυρομάτης, Σαββίδης κλπ, αν και τα έδωσαν όλα για πολλά χρόνια, ποτέ δεν πήραν έστω ένα πρωτάθλημα καταλαβαίνεις πόσο αδικημένοι είναι. 

Για να παρηγορηθείς θα χρειαστεί να σου έρθει στο μυαλό και η περίπτωση του αντιολυμπιακού και παντοτινού άτιτλου Ντέμη Νικολαΐδη. 

Έτσι είναι, πολλές φορές, το ποδόσφαιρο και γενικά ο αθλητισμός: συνάρτηση άδικων και άνισων εποχιακών συγκυριών. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου