Παρασκευή 5 Απριλίου 2019

Γιώργος Σιδέρης: Ο παίχτης-σύμβολο του Θρύλου

Η 5η Απριλίου είναι η μέρα γενεθλίων του μεγαλύτερου, στη πραγματικότητα, σκόρερ όλων των εποχών, όχι μόνο του Ολυμπιακού, αλλά και της Ελλάδας, τον οποίο είχα την μεγάλη τύχη, αλλά και απερίγραπτη χαρά και τιμή να παρακολουθήσω αγωνιζόμενο σε πολλούς αγώνες και γι αυτό ευχαριστώ τους μακαρίτες πλέον γονείς μου, που με γέννησαν έγκαιρα.











Ο Σιδέρης όμως δεν είναι μόνον ο μεγαλύτερος σκόρερ, αλλά και ο μεγαλύτερος παίκτης στην ιστορία του Ολυμπιακού. Και ο λόγος που το λέω αυτό δεν έχει να κάνει καθαρά ή αποκλειστικά με την αξία του, γιατί από τον Ολυμπιακό πέρασαν και διέπρεψαν και άλλοι πολύ μεγάλοι ποδοσφαιριστές. Έχει να κάνει με το τι εξέπεμπε αυτή η αξία, περίπου όπως γίνεται με τον αρωματικό καπνό, που βγαίνει από θυμιατό.

Ο Σιδέρης ήταν ένας σούπερ-τεράστιος ποδοσφαιριστής, που συμβόλισε, περισσότερο και καλύτερα από όλους τους παίκτες που πέρασαν από τον Ολυμπιακό, τις θεμελιώδεις αξίες και τις βασικές ιδιότητες του Θρύλου. Εκτός από άξιος και ικανός, ήταν η προσωποποίηση της δύναμης, του πάθους, της παλικαριάς, της ψυχής, του τσαμπουκά, της επιθετικότητας, της θέλησης για νίκη, της αυτοπεποίθησης, αλλά και της πίστης στην νίκη της δικής του ομάδας. Δεν φοβήθηκε ποτέ κανένα, δεν το έβαλε ποτέ κάτω, έδινε πάντα την μάχη μέχρι τέλους και πάνω από όλα κατάφερνε με μοναδική ευχέρεια και με όλους τους τρόπους το ποθητό αποτέλεσμα, το γκολ. 

Σε πολλούς νεότερους φαίνεται περίεργο πώς ο Σιδέρης με τους σχετικά τόσο λίγους τίτλους (πολύ λιγότερους τίτλους από ένα σωρό άλλους παίκτες του Ολυμπιακού) της καριέρας του μπορεί να θεωρείται από τους ειδικούς το μεγαλύτερο ποδοσφαιρικό σύμβολο στην ιστορία του Ολυμπιακού. 

Αυτό συνέβη γιατί σε μια παρατεταμένα δύσκολη περίοδο μεγάλης αγωνιστικής κάμψης της ομάδας ο Σιδέρης ήταν αυτός που κατά κύριο λόγο κράτησε ψηλά τον Ολυμπιακό. Μεταξύ ομάδας και παίκτη δημιουργήθηκε ένας μοναδικός και ανεπανάληπτος τρόπο ταύτισης. Ο Ολυμπιακός έγινε η ομάδα του Σιδέρη και ο Σιδέρης έγινε ο κατ’ εξοχή εκφραστής του πνεύματος της ομάδας, ο ίδιος ο Ολυμπιακός. Η αξία του ενός τροφοδοτούσε την αξία του άλλου. 

Από κάποια στιγμή και μετά, περίπου από το 1962-1963 και έπειτα Σιδέρης σήμαινε Ολυμπιακός και Ολυμπιακός Σιδέρης και αυτό διατηρήθηκε για πολλά χρόνια και έφτασε ακόμη μέχρι την εποχή μας. Δεν θα πω αν αυτό είναι καλό ή όχι. Λέω απλώς αυτό που συνέβαινε. Περιγράφω συνοπτικά την κατάσταση. Δεν την αξιολογώ. 

Οι οπαδοί του Ολυμπιακοί εκείνη την εποχή, μπορεί να έβλεπαν τους πράσινους να παίρνουν τα πρωταθλήματα, αλλά δεν απογοητεύονταν απόλυτα. Έβρισκαν παρηγοριά στο ότι οι ίδιοι είχαν κάτι το πολύτιμο, που οι αντίπαλοι τους δεν είχαν, τον Σιδέρη. Πάνω σε αυτόν στηριζόντουσαν, κάθε χρόνο, εκείνη την πολύ δύσκολη εποχή όλες οι ελπίδες και προσδοκίες των φιλάθλων της ομάδας για την πολυπόθητη ανάκαμψη. 

Οι οπαδοί μας, με το αλάνθαστο αισθητήριο τους, λάτρεψαν τον Σιδέρη, γιατί γι' αυτούς συμβόλιζε την ίδια την ομάδα. Να δώσω ένα παράδειγμα: 

Δύο φορές τα έφερε η ζωή να βρεθεί ο Γιώργος κατηγορούμενος και προφυλακισμένος. Τη μια κατά την εποχή της ποδοσφαιρικής ακμής του το 1963 για μια ερωτοδουλειά με μια έφηβη. Τότε, μετά από ένα αγώνα Ολυμπιακού-Αιγάλεω στη Λεωφόρο σχηματίσθηκε στο πι και φι, σόμα με στόμα, μια μεγάλη αυθόρμητη πορεία-διαδήλωση από οπαδούς μας που αποχωρούσαν από το γήπεδο μετά την λήξη του αγώνα, η οποία κατευθύνθηκε στις φυλακές Αβέρωφ (που βρίσκονταν τότε περίπου στους χώρους που είναι σήμερα το Εφετείο Αθηνών και ο Άρειος Πάγος) και απαίτησε με συνθήματα την αποφυλάκιση του Σιδέρη.

Την άλλη φορά ήταν το 1985 για υπόθεση παράνομου εμπορίου χρυσού. Μολονότι είχαν περάσει δεκατρία χρόνια (13!) από τότε που ο Σιδέρης είχε αποχωρήσει από το ποδόσφαιρο οι οπαδοί του Ολυμπιακού δεν είχαν ξεχάσει τι σήμαινε γι αυτούς. Δεν ανέχθηκαν λοιπόν να βρίσκεται στη φυλακή το διαχρονικό ποδοσφαιρικό είδωλο και σύμβολο του Θρύλου. Με μπροστάρη τον Αττίλιο και την σάλπιγγα του έκαναν νέα διαδήλωση, στον Κορυδαλλό αυτή τη φορά.  

Όσον αφορά τον συναισθηματικό δεσμό μεταξύ ομάδας και παίκτη θέλω να διευκρινίσω με ειλικρίνεια τα εξής. Μπορεί ο Σιδέρης να συνδέθηκε άρρηκτα με τον Ολυμπιακό, μπορεί να τον αγάπησε πολύ, μπορεί να έγινε το κατ’ εξοχήν ιστορικό του σύμβολο και ο μεγαλύτερος σκόρερ, αλλά δεν ήταν ο παίκτης, που αγάπησε πιο πολύ από άλλους τον Ολυμπιακό. 

Δεν είχε την ασυναγώνιστη τρέλα και λατρεία για παράδειγμα του Σάββα Θεοδωρίδη, που καθημερινά ακόμη και σήμερα αναπνέει για στον Ολυμπιακό και ίσως αναπνέει ακόμη χάρις σε αυτόν. Την ώρα που ο ενοχλητικός για πολλούς Σάββας αγωνιά κάθε μέρα κάθε ώρα σε κάθε αγώνα, ο αποτραβηγμένος Γιώργος μάλλον θα παίζει μπιρίμπα, καθώς όπως έχει δηλώσει είναι καλύτερα να παίζεις μπιρίμπα από το να βλέπεις τον σύγχρονο Ολυμπιακό, έτσι όπως έχει εξελιχθεί. 

Επίσης ο Σιδέρης ποτέ δεν έδειξε τόσο έμπρακτα και εντυπωσιακά την αγάπη του όπως έκαναν κάποιοι άλλοι (λίγοι είναι η αλήθεια) παίκτες μας όπως για παράδειγμα ο Βασίλης Καραπιάλης, ο οποίος το 1991, μέσα σε εκείνη την τρομερά δύσκολη περίοδο αναταραχής των πέτρινων χρόνων επέλεξε συνειδητά να έλθει στον Ολυμπιακό ξέροντας ότι μπορεί να μην υπάρξουν προβλήματα με τα λεφτά και οικονομικές εγγυήσεις, ότι μπορεί να μπλέξει και να ταλαιπωρηθεί, ότι στο ελληνικό ποδόσφαιρο κυριαρχούσε το βαρδινογιαννικό κατεστημένο που ήλεγχε τα πάντα, ότι ο ολυμπιακός είχε μια ανυπόληπτη και αφερέγγυα διοίκηση, ότι η ομάδα βρισκόταν σε πτώση και επικρατούσε γκρίνια, αστάθεια και αβεβαιότητα. Παρόλα αυτά δεν δίστασε να φύγει από μια σπουδαία τότε ομάδα που είχε πάρει πριν λίγο καιρό το πρωτάθλημα και από την πόλη του, όπου ήταν βασιλιάς για να πάει να βιώσει στην περιπέτεια στο άγνωστο. Και αυτό το έκανε, μόνο και μόνο για να κάνει το όνειρο του πραγματικότητα, επειδή αγαπούσε βαθιά από παιδί τον Ολυμπιακό.

Περιττό επίσης να πούμε ότι ο Σιδέρης δεν είχε την ποδοσφαιρική ποιότητα για παράδειγμα του Τζιοβάνι. 

Ούτε όμως η αγάπη προς την ομάδα, ούτε η ποδοσφαιρική ποιότητα και αξία σε ανεβάζουν στην κορυφή και σε κάνουν σύμβολο του Θρύλου, όπως αποδεικνύει η περίπτωση Σιδέρη. Εκείνο που μετράει είναι το πού θα σε τοποθετήσει ο ερυθρόλευκος λαός στη συνείδηση του, εκτιμώντας όλα τα χαρακτηριστικά σου ως παίκτη. Και όταν λέμε λαός εννοούμε όλα εκείνα τα εκατομμύρια στη πλειοψηφία τους κοινωνικά καταπιεσμένων της εποχής, για τους οποίους όλη τη μίζερη ζωή τους γύριζε γύρω από τον Ολυμπιακό, που αποτελούσε και την μεγαλύτερη από τις σπάνιες χαρές τους. 

Ο λαός λοιπόν του Ολυμπιακού ξεχώρισε και ανέδειξε σε σύμβολο του Ολυμπιακού μόνο τον Σιδέρη. Αυτό που είδε από τον Σιδέρη ο κόσμος στο γήπεδο, ήταν ο τρόπος παιχνιδιού του, η αποτελεσματικότητα και η δεινότητα του στο σκοράρισμα και η χαρά που κάθε γκολ του έδινε. Αυτό που έχω δει και εγώ και θα επιβεβαιώσω ότι ήταν/είναι μεγαλύτερος παίκτης, που έχω δει στον Ολυμπιακό, υπό την έννοια του ποδοσφαιρικού συμβόλου, έννοια από την οποία άλλη σημαντικότερη δεν υπάρχει.  

Θα πρέπει μάλιστα να είμαστε ευγνώμονες σε αυτούς που πάλεψαν και κατάφεραν να τον φέρουν στον Ολυμπιακό (μεταξύ αυτών και ο ίδιος ο σχεδόν συνομήλικος του Θεοδωρίδης) αφού αν και Πειραιώτης ήταν έτοιμος το 1959 να υπογράψει στον ΠΑΟ, με τον οποίο μάλιστα είχε κάνει μάλιστα προπονήσεις. 

O κύριος λόγος γι αυτή την παρ’ ολίγο τραγωδία ήταν η αλαζονεία μερικών ανθρώπων, που έκαναν τότε κουμάντο στην ομάδα μας. Τα άτομα αυτά είχαν περιφρονήσει καθαρά τον Σιδέρη, το παιδί από τον Ρέντη και τα Καμίνια και είχαν φτάσει σε σημείο να του πουν ξεκάθαρα ότι ήταν αδύνατο να παίξει στον Ολυμπιακό. Ο Γιώργος τότε είχε τσατιστεί πολύ. Ταυτόχρονα δύο πειραιώτες, ο μεγάλος αδελφός του ο Φώτακας (από το όνομα του οποίου πήρε το ομώνυμο παρατσούκλι ο Γιώργος, που εσφαλμένα αποκαλείται από πολλούς «Φόντακας») και ο φίλος και γείτονας του Ανδρέας Παπαεμμανουήλ (παίκτης του ΠΑΟ) τον είχαν ψήσει να πάει στον Λεωφόρο και είχαν κάνει ήδη προχωρημένες επαφές και συνεννοήσεις. Είχαν κανονίσει μάλιστα και έκανε και κάποιες προπονήσεις ο Γιώργος με τον ΠΑΟ. 

Ελάχιστα απείχε να γίνει η στραβή. Ευτυχώς η κατάσταση σώθηκε την τελευταία στιγμή και ο Σιδέρης κατέληξε εκεί που έπρεπε και του ταίριαζε.

Με την ευκαιρία αυτή, να τονίσουμε ότι η διοίκηση του Ολυμπιακού είχε γίνει πολύ αλαζονική, λόγω των συνεχών θριαμβευτικών επιτυχιών της περιόδου εκείνης. Νόμιζε πως ό, τι έκανε ήταν σωστό και θα αποδεικνυόταν επιτυχημένο, μόνο και μόνο επειδή προερχόταν από τον Ολυμπιακό. Νόμιζε πως είχε το αλάθητο.

Αυτή η τυφλή αλαζονεία ήταν μια από τις βασικές αιτίες της αγωνιστικής αποδυνάμωσης του Ολυμπιακού στο τέλος της δεκαετίας του 1950 και στις αρχές δεκαετίας του 1960, την εποχή δηλαδή που είχε έρθει στην ομάδα ο Σιδέρης. 

Τότε έγιναν μεταγραφικά εγκλήματα και χάθηκαν ο φανατικός από παιδί ολυμπιακός Μίμης Δομάζος, που θεωρήθηκε «ένας κοντοστούπης της πλάκας, κακέκτυπο του Μπέμπη» και ο μεγάλος Μίμης Παπαϊωάννου, στον οποίο είπαν οι «φωστήρες» δικοί μας διαπραγματευτές: «καλός είσαι ρε παιδί μου αλλά μονόπατος. Αν είχες δύο πόδια θα σου δίναμε τόσα», για να απαντήσει ο Μίμης «μα, κύριοι, η ΑΕΚ τόσα μου τα δίνει, μολονότι ξέρει ότι έχω μόνο ένα (το αριστερό)».

ΟΤΑΝ ΜΙΛΟΥΝ ΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙ, ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ


Το αίνιγμα των γκολ του Σιδέρη για το πρωτάθλημα 

Ο αριθμός των γκολ του Γιώργου Σιδέρη για το πρωτάθλημα Ελλάδας αποτελεί μια δύσκολη και πονεμένη ιστορία.

Συνήθως παρουσιάζονται δύο εκδοχές. Κατά την μια εκδοχή σημείωσε 224 γκολ. Κατά την άλλη 226 γκολ. Εκ πρώτης όψεως φαίνεται να υπάρχει μια εξήγηση της εν λόγω διαφοράς, που μοιάζει εύκολη και βολική: η μια εκδοχή φαίνεται να ξεχνάει και αντίθετα η άλλη να θυμάται τα δύο τελευταία γκολ κατά της Παναχαϊκής τον Φεβρουάριο του 1972.

Άλλοι για να εξηγήσουν την διαφορά δείχνουν να θυμούνται μεν τα συγκεκριμένα γκολ, να τα υπολογίζουν καταρχήν σωστά, αλλά τελικά τα βγάζουν κι αυτοί, εσφαλμένα, 226, επειδή συνυπολογίζουν γκολ του Σιδέρη σε αγώνα του 1966, που ο αντίπαλος μηδενίστηκε και ως εκ τούτου το γκολ δεν μέτρησε.

Στην πραγματικότητα όμως τα γκολ δεν είναι ούτε 224, ούτε 226. Ο συνολικός αριθμός γκολ, που πέτυχε ο Σιδέρης για το πρωτάθλημα είναι 225.

Για πολύ καιρό πίστευα ότι μόνο εγώ γνώριζα με απόλυτη ακρίβεια την αλήθεια, που πουθενά δεν την είχα δει γραμμένη σωστά. Μάλιστα την γνώριζα από πολύ νωρίς, από το 1973 όταν ολοκλήρωσα την έρευνα, για την ορθότητα της οποίας είμαι απόλυτα βέβαιος, αφού από έφηβος ήμουν σχολαστικός ερευνητής ειδικότερα των επιτευγμάτων και επιδόσεων του Σιδέρη, με τον οποίο είχα τρέλα όπως και πολλοί άλλοι.

Από το 2000 και έπειτα δεν μπορώ να πω ότι είμαι ο μόνος που ξέρει την αλήθεια. Τότε κυκλοφόρησε το βιβλίο του Στάθη Αρβανίτη Η Ιστορία του Ολυμπιακού, στο οποίο επιτέλους, για πρώτη φορά, καταγράφεται ο απόλυτα ακριβής και έγκυρος αριθμός των 225 γκολ.

Σήμερα, θα παραθέσω αποκλειστικά για τους αναγνώστες και επισκέπτες αυτής της τίμιας και φιλόξενης διαδικτυακής ολυμπιακής γωνιάς στατιστικά στοιχεία και αριθμούς που ουδέποτε έχουν γραφτεί οπουδήποτε αλλού, σε κανένα άλλο ηλεκτρονικό (επαγγελματικό ή ερασιτεχνικό) ή έντυπο (βιβλίο, εφημερίδα) μέσο. Αξίζουν όλοι όσοι συχνάζουν εδώ να διαβάσουν, να μάθουν, ή απλώς να έχουν (πιθανώς για να ανατρέξουν όποτε και αν ενδιαφερθούν) αυτοί, πρώτοι και μόνοι από όλους, μια πλήρη και πρωτότυπη στατιστική αξιολόγηση των κατορθωμάτων του Σιδέρη. Μια «μικροσκοπική» αξιολόγηση, που θα είναι κτήμα του τόπου και των θαμώνων του ακόμη και όσων δεν έχουν την υπομονή να διαβάσουν όλο το κείμενο, που, δυστυχώς, δεν μπορούσε να είναι μικρότερο (κυρίως λόγω του πλήθους και μεγέθους των επιτευγμάτων του Σιδέρη).


ΟΙ ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ 

Φόρεσε την φανέλα του Ολυμπιακού σε 362 επίσημους αγώνες, πλην όμως οι συμμετοχές του δεν είναι ισάριθμες. 

Αυτό οφείλεται στο ότι οι 285 συμμετοχές που είχε για το Πρωτάθλημα, περιελάμβαναν και τρεις αγώνες, που διεκόπησαν σε βάρος του αντιπάλου ( την περίοδο 1963-64 με ΠΑΟΚ, την περίοδο 1965-66 με Πανιώνιο και την περίοδο 1966-67 με Πιερικό) με αποτέλεσμα οι 3 αυτές συμμετοχές να μην μετρήσουν ή- το λιγότερο- να τεθούν σε αμφισβήτηση.

Ως εκ τούτου υπολογίζονται ανεπιφύλακτα ως συμμετοχές σε αγώνες πρωταθλήματος μόνον οι 282 συμμετοχές. 

Για το Κύπελλο έδωσε 41 αγώνες. Έπαιξε σε 20 αγώνες για τις διοργανώσεις της Ευρώπης. Είχε επίσης 11 συμμετοχές για το Βαλκανικό Κύπελλο, 2 συμμετοχές για το Κύπελλο Ράππαν και 3 συμμετοχές για το Πρωτάθλημα Πειραιά.

Αγωνίστηκε στον Ολυμπιακό τυπικά 12 αγωνιστικές περιόδους, εκ των οποίων όμως μόνον οι 10 ήταν κατ’ ουσία πλήρεις και κανονικές, αφού στις δύο τελευταίες αγωνίστηκε ελάχιστα (σχεδόν καθόλου). Οι συμμετοχές του στο Πρωτάθλημα και Κύπελλο ανά αγωνιστική περίοδο ήταν αναλυτικά οι εξής:

1959-60: 30+5          1963-64:26+3         1967-68:27+5
1960-61: 29+5          1964-65:28+4         1968-69:31+5
1961-62: 30+4          1965-66:21+3         1969-70: 7+0
1962-63: 25+5          1966-67:29+2         1971-72: 2+0

ΚΑΠΟΙΑ ΑΞΙΑ ΛΟΓΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΑ 

1 Θεωρείται ο μεγαλύτερος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών του Ολυμπιακού και μεγαλύτερος παίκτης-σύμβολο στην ιστορία της ομάδας, αν και δεν έχει πολλές διακρίσεις (μόνο δύο πρωταθλήματα και πέντε κύπελλα) γεγονός πολύ σπάνιο σε διεθνές επίπεδο για ομάδες τέτοιου επιπέδου, που πρωταγωνιστούν στην χώρα τους. 

Συνήθως η αξιολόγηση και υστεροφημία του ποδοσφαιριστή συνδέονται με τίτλους. Στην εποχή Σιδέρη υπήρξε μια σχετική ανομβρία τίτλων για τον Ολυμπιακό ο Σιδέρης καθιερώθηκε ως σύμβολο της ομάδας.

Ο Σιδέρης ήταν ο μόνος ποδοσφαιριστής στην Ελλάδα για τον οποίο υπήρχε δημοφιλέστατο προσωπικό επαναλαμβανόμενο ρυθμικό σύνθημα, το οποίο όμως το φώναζαν οι οπαδοί του Ολυμπιακού μόνο πριν από την έναρξη του αγώνα, γιατί δεν μπορούσε, λόγω της φύσης του, να ακουστεί ή να επαναληφθεί κάποια άλλη στιγμή. Ποιο ήταν αυτό;

Ήταν το «έρχεται ο Σιδέρης», που όμοιο του δεν υπήρξε ποτέ και για κανένα παίκτη. Το σύνθημα αυτό δονούσε τις κερκίδες αποκλειστικά και μόνο πριν από την έναρξη των αγώνων, αποβλέποντας στην τρομοκράτηση των αντιπάλων και λειτουργώντας ως υπενθύμιση και ταυτόχρονα προειδοποίηση σε αυτούς, για αυτό που σε λίγο θα πάθαιναν.

Το σύνθημα ανέβαζε το ηθικό του Ολυμπιακού, ενθαρρύνοντας την ομάδα και εμπνέοντας ταυτόχρονα φόβο και σεβασμό στους αντιπάλους του Ολυμπιακού. Όταν ακουγόταν η αντίδραση των αντιπάλων οπαδών ήταν πάντα μια παγωμένη σιωπή και αμηχανία. Αρκετοί από αυτούς αναλογιζόντουσαν με δέος ποιος από τους δικούς τους παίκτες θα μπορούσε μετά από λίγο να σταματήσει τον Σιδέρη.

2 Έκανε ένα πολύ ασυνήθιστο για κάθε ποδοσφαιριστή επίσημο ποδοσφαιρικό ντεμπούτο το 1959 με την φανέλα του Ολυμπιακού, αγωνιζόμενος απευθείας σε αγώνα Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης εναντίον της μεγάλης ιταλικής Μίλαν στο Καραϊσκάκη. 

Το να πρωτοφοράς επίσημα την φανέλα μιας ομάδας σε ένα τόσο σημαντικό διεθνή αγώνα, χωρίς να έχεις αγωνιστεί προηγουμένως σε κανένα επίσημο αγώνα της ομάδας σου σε εγχώριες διοργανώσεις είναι κάτι πολύ σπάνιο στα ποδοσφαιρικά χρονικά.

3 Ποτέ στην καριέρα του δεν αποβλήθηκε σε επίσημο αγώνα του Ολυμπιακού. Αυτό από μόνο του δεν φαίνεται καταρχήν και κάτι το πρωτοφανές. 

Αν ληφθούν υπόψη όμως ο έντονος χαρακτήρας του, το δυναμικό στυλ παιχνιδιού του, η πολύ αυξημένη συχνότητα εκτεταμένων επεισοδίων μεταξύ των παικτών των ομάδων εκείνη την εποχή (λόγω του φανατικού δεσμού τους με την φανέλα) αλλά και συχνή και ενεργητική ανάμιξη του ιδίου αρκετές φορές σε τέτοιας φύσης καβγάδες, διενέξεις και επεισόδια το γεγονός ότι ποτέ δεν αποβλήθηκε αποτελεί κατόρθωμα.

Η εξήγηση για το φαινόμενο αυτό είναι ότι διαιτητές καλώς ή κακώς δίσταζαν ακόμη και να σκεφτούν πολύ δε περισσότερο να αποφασίσουν να αποβάλλουν τον Σιδέρη όταν ήξεραν τι σημαίνει το όνομα αυτό για την ομάδα, αλλά και το ελληνικό ποδόσφαιρο. Αισθανόντουσαν δέος και μόνο στη σκέψη αν θα έπρεπε να αποβάλλουν τον Σιδέρη, πώς θα γινόταν αυτό και τι θα επακολουθούσε μετά.

Η μοναδική φορά που Έλληνας διαιτητής τόλμησε κάτι τέτοιο ήταν την 1/1/1961 στη Νέα Φιλαδέλφεια, σε ένα φιλικό αγώνα του Ολυμπιακού με την ΑΕΚ (5-3) για το Κύπελλο Χριστουγέννων του Ολυμπιακού όταν ο διαιτητής Στεφανίδης απέβαλλε τον Σιδέρη στο πρώτο ημίχρονο. Επακολούθησαν τόσο φοβερά γεγονότα, διαμαρτυρίες, επεισόδια και διακοπές, που ο διαιτητής αντικαταστάθηκε από άλλον προκειμένου να συνεχιστεί ο αγώνας (!)


Τέλος για εκείνους που αμφιβάλλουν και σκέπτονται αν ο Σιδέρης θα μπορούσε να παίξει στη σημερινή εποχή, που το ποδόσφαιρο έχει αλλάξει κλπ κλπ (τα συνήθη χιλιοειπωμένα κλισέ) η απάντηση μου είναι μια και ολιγόλογη: «για πλάκα».

Και μη ξεχνάτε ότι εγώ παρακολουθώ ποδόσφαιρο από τη δεκαετία του 1960 και τους έχω δει όλους, και τους παλιούς και τους σύγχρονους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου