Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2019

Ευθύμης Μπακατσιάς: Ένας αντιστάρ με ένα σωρό τίτλους

Στις 14.1.1968 γεννήθηκε ο μπασκετμπολίστας της ομάδας μας Ευθύμης (Θύμιος) Μπακατσιάς, που ανέκαθεν ήταν σεμνός και συμπαθής και ουδέποτε έχει βρεθεί κάποιος να πει κακή κουβέντα γι αυτόν. 












Πέρα όμως από τον χαρακτήρα του, υπήρξε και ένας πολύ χρήσιμος παίκτης. Γρήγορος, διεισδυτικός όταν του δινόταν η ευκαιρία, κάποιες φορές άπιαστος ακόμη και θεαματικός στο ανοιχτό γήπεδο, αλτικός, καλός αμυντικός, με έφεση στις ασίστ και στα κλεψίματα, στα οποία τον βοηθούσαν τα δυσανάλογα μακριά του χέρια, χάρις στα οποία έκανε και κάποια καλά μπλοκ. Οι φίλοι του τον πείραζαν λέγοντας ότι τα βήματα που είχε στο μπάσιμο του ήταν τόσο μεγάλα όσο και τα αυτιά που είχε στο κεφάλι του.

Με ύψος 1.97 μ., θεωρήθηκε ο πρώτος ψηλός πόιντ-γκάρντ, πρόδρομος σωματότυπων των πλεϊμέικερ της σύγχρονης εποχής. Όταν πρωτοξεκίνησε το μπάσκετ σε παιδική ηλικία, έπαιζε μόνο γκαρντ, γιατί δεν ήταν ψηλός. Αργότερα όμως, στο γυμνάσιο και μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, ψήλωσε απότομα, παίρνοντας δεκαπέντε πόντους. Παρ’ όλα αυτά όμως --και εκεί ήταν το κρίσιμο σημείο-- δεν άλλαξε θέση. Παρέμεινε στα γκαρντ και ιδίως στη θέση του πλεϊμέικερ.

Το μοναδικό, αλλά πολύ αδύνατο σημείο του ήταν το σουτ, το οποίο και ο ίδιος έχει ομολογήσει ότι θα έπρεπε να το είχε δουλέψει πολύ περισσότερο όταν ήταν στο Παγκράτι. Γιατί μετά, όταν βρέθηκε στον Ολυμπιακό του Ιωαννίδη, ήταν πλέον αργά. Εκεί υπήρχαν γι’ αυτόν άλλοι ρόλοι, άλλες προτεραιότητες και αποστολές, που δεν συμπεριελάμβαναν σουτ και σκοράρισμα γενικότερα.

Όταν υστερείς όμως στο σουτ, τότε και θεός να είσαι σε όλα τα άλλα, δεν μετράς, ιδίως στη συνείδηση του φίλαθλου και όχι μόνο κόσμου. Το σουτ και το σκοράρισμα είναι ακόμη τα καθοριστικότερα προσόντα και κριτήρια στο μπάσκετ. Όταν δεν σουτάρεις, δεν σκοράρεις και δεν απειλείς το καλάθι, αρχίζουν οι μουρμούρες τύπου: «Μα είναι δυνατό να παίζει στον Ολυμπιακό ο Μπακατσιάς;»• «Είναι τώρα μπασκετμπολίστας για τον Ολυμπιακό ο Μπακατσιάς;» Τέτοια ερωτήματα διατυπώθηκαν και ακούστηκαν πολλές φορές και μάλιστα σε περιόδους μεγάλων επιτυχιών της ομάδας. Ο Θύμιος ήξερε ότι έπρεπε να παλεύει καθημερινά με όλα αυτά τα υποτιμητικά ερωτήματα.

Οι νομοί Ευρυτανίας και Ιωαννίνων ερίζουν για την καταγωγή του, με επικρατέστερο τον πρώτο. Ο ίδιος πάντως από μικρός έζησε στο Παγκράτι. Εκεί γράφτηκε το 1978 από δέκα ετών στον ΑΟ Παγκρατίου, όπου γρήγορα έγινε, από νεαρή ακόμη ηλικία. από τους πρωταγωνιστές. Στο Παγκράτι ήταν και καλός σκόρερ, σημειώνοντας τους περισσότερους πόντους με μπασίματα και αιφνιδιασμούς. Ήταν από τους βασικούς συντελεστές που επανέφεραν το 1988 την ομάδα του Παγκρατίου στη μεγάλη κατηγορία. Στο Παγκράτι αγάπησε το μπάσκετ ως άθλημα. Εκεί ευχαριστήθηκε, όπως ο ίδιος έχει δηλώσει το παιχνίδι, την ομορφιά και την διασκέδασή του.

Στον Ολυμπιακό δεν υπήρξε ποτέ πρωταγωνιστής. Δεν ανήκε στους προνομιούχους παίκτες, που ακούνε το όνομά τους να τραγουδιέται στις κερκίδες. Το ήξερε όμως κι αυτός προτού να έρθει και το περίμενε ότι έτσι θα γινόταν.

Στον Ολυμπιακό, όπως ο ίδιος εξομολογήθηκε, ένιωσε την πίεση, αλλά ταυτόχρονα και τη δύναμη και τη συγκίνηση του πρωταθλητισμού. Η διαφορά μεταξύ Ολυμπιακού και Παγκρατίου του φάνηκε τεράστια, αλλά είχε φροντίσει να το καταλάβει και να προετοιμαστεί γι’ αυτό που θα συναντούσε στον Πειραιά. Είχε συνειδητοποιήσει το μέγεθος του Ολυμπιακού και γνώριζε ότι στον Θρύλο έπρεπε να ξεχάσει αυτά στα οποία ήταν συνηθισμένος στο Παγκράτι. Τα προηγούμενα παραδείγματα των παικτών του Παγκρατίου που αγωνίστηκαν στον Ολυμπιακό, ιδίως του Σισμανίδη και του Ραφτόπουλου, τον είχαν καθοδηγήσει. Στον Πειραιά, δεν θα υπήρχε ασυλία, δεν θα συγχωρούνταν λάθη και θα επικρατούσε απόλυτη αγωνιστική και αθλητική πειθαρχία, οπότε δεν υπήρχαν περιθώρια γι’ αυτόν να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες και να κάνει αυτά που έκανε στο γήπεδο με την προηγούμενη ομάδα του.

Στον Ολυμπιακό ήρθε το 1993, επί εποχής Κόκκαλη, χάρις στην επιμονή του Γιάννη Ιωαννίδη, ο οποίος τον ήθελε πολύ από τότε που ήταν στον Άρη, όταν και είχε εισηγηθεί την απόκτησή του. Ο ξανθός έβλεπε σε αυτόν πολλά τα χαρακτηριστικά που του άρεσε να έχουν οι μπασκετμπολίστες της ομάδας του. Δεν ήταν όμως μόνο ο Ιωαννίδης που γούσταρε τον Μπακατσιά, αλλά και το αντίστροφο.

Στον Μπακατσιά άρεσε πολύ η ευθύτητα του Ιωαννίδη και ήταν διατεθειμένος να κάνει τα πάντα για να τον αντέξει, ακόμη και όταν γινόταν αφόρητος. Και τον ανέχθηκε ακόμη και όταν μια φορά τον κλείδωσε για αρκετές ώρες μέσα στα αποδυτήρια και δεν τον άφησε να προπονηθεί ! Τι είχε συμβεί;

Μια από τις πολλές προλήψεις του ξανθού ήταν να είναι ο τελευταίος, που θα έκλεινε την πόρτα των αποδυτηρίων. Μετά την αποχώρησή του, η πόρτα κλείδωνε και απαγορευόταν να την ανοίξει άλλο χέρι, παρά μόνο το δικό του όταν θα τελείωνε η προπόνηση. Σε κάποια προπόνηση, όμως ο Ιωαννίδης δεν πρόσεξε ότι ο Μπακατσιάς ήταν ακόμη μέσα στα αποδυτήρια και έκλεισε-κλείδωσε την πόρτα, με αποτέλεσμα ο Μπακατσιάς να μείνει κλειδωμένος μέσα. Όταν σε λίγο αντιλήφθηκε το τι είχε συμβεί, ο Ιωαννίδης δεν θέλησε να χαλάσει, έστω κατ’ εξαίρεση την ισχύ της πρόληψής του, και έτσι ο Μπακατσιάς παρέμεινε κλειδωμένος μέσα καθ’ όλη τη διάρκεια της προπόνησης !

Ανεξάρτητα από αυτό και άλλα ευτράπελα όμως, ο Μπακατσιάς επανειλημμένα έχει δηλώσει ότι η μεγαλύτερη και βασικότερη επιτυχία του Κόκκαλη ήταν η επιλογή του Ιωαννίδη. Στην περίπτωση των σχέσεων του ήρεμου low profile Μπακατσιά και του εκρηκτικού Ιωαννίδη συναντούμε την επιβεβαίωση της αρχής ότι «τα ετερώνυμα έλκονται».

Ο Μπακατσιάς ήταν «παιδί» και φαν του Ιωαννίδη. Είναι από αυτούς που ρητά έχει υποστηρίξει τη γνωστή άποψη ότι στην κατάκτηση του triple crown του 1997 Ολυμπιακό, ο Ιωαννίδης είχε σημαντικό μερίδιο, καθώς είχε οικοδομήσει επί πέντε χρόνια μια πολύ ισχυρή και δεμένη ομάδα, με ένα συγκεκριμένο τρόπο παιχνιδιού, τον οποίο ακόμη και ο Ντούσαν, προς τιμή του, τελικά κατάλαβε ότι έπρεπε να ακολουθήσει και να μην επιμείνει να τον αλλάξει, όπως είχε αρχικά επιχειρήσει, με συνέπεια κακά αποτελέσματα.

Ο Μπακατσιάς ακόμη πίστευε, και το έχει πει κατ’ επανάληψη, ότι ακόμη και η αποτυχία του Τελ Αβίβ είχε θετικό αντίκτυπο, αφού πείσμωσε και κράτησε ενωμένη την ομάδα, συντελώντας πολύ στο να σφυρηλατηθούν ακόμη περισσότερο και εντονότερα οι καλές σχέσεις μεταξύ των παικτών της ομάδας.

Όταν είσαι όμως τόσο ιωαννιδικός και επιπλέον δεν είσαι και από τα μεγάλα ονόματα της ομάδας, είναι φυσικό ότι δεν έχεις πολύ μέλλον μπροστά σου στον Ολυμπιακό με προπονητή τον Ίβκοβιτς. Έτσι συνέβη και με τον Μπακατσιά που τον Μάιο του 1998 απομακρύνθηκε από τον Ολυμπιακό, επειδή δεν έκανε στον Ντούντα. Όπως είχε πει ο «σοφός», στις ομάδες του δεν μπορούσαν να παίξουν παίκτες που δεν είχαν σουτ (σαν τον Μπακατσιά) όπως και παίκτες που είχαν μόνο σουτ (σαν τον Γαλακτερό).

Παρ’ όλα αυτά, ο Μπακατσιάς δεν κράτησε κακία. Αναγνώρισε την αξία και την προσφορά του Ίβκοβιτς στο επίτευγμα του 1997 και παραδέχθηκε τις ευεργετικές συνέπειες της ανανέωσης και αλλαγής που επέφερε η παρουσία του Σέρβου.

Στον Ολυμπιακό γνώρισε μεγάλες επιτυχίες ασύγκριτα περισσότερες και μεγαλύτερες από όλους όσους ακολούθησαν τη διαδρομή «Παγκράτι-Πειραιάς» Κατέκτησε ένα πρωτάθλημα Ευρώπης το 1997 και συμμετείχε σε τρία final four (1994, 1995, 1997). Κατέκτησε τέσσερα εθνικά πρωταθλήματα (1994, 1995, 1996, 1997) και δύο Κύπελλα (1994, 1997).

Μετά τον Ολυμπιακό, είχε μια σύντομη περιπλάνηση στο Περιστέρι για να αποσυρθεί από την ενεργό δράση σε ηλικία μόλις 32 ετών.

Στην καριέρα του αγωνίστηκε με τα ασυναγώνιστα ιερά τέρατα της ομάδας. Διαβάστε ονόματα και ανατριχιάστε: Ρίβερς, Τόμιτς, Πάσπαλι, Έντι Τζόνσον, Μπέρυ, Τάρλατς, Τάρπλεϊ, Τάρλατς, Σιγάλας, Φασούλας. Αντιμετώπισε τον μαγικό Τζόρνταν και τους Σικάγο Μπουλς την εποχή της ακμής τους στο McDonalds Open. Αγωνίστηκε 83 φορές στην Εθνική Ανδρών, πετυχαίνοντας 400 πόντους. Υπήρξε συμπαίκτης σε εθνικό επίπεδο και αντίπαλος σε συλλογικό με Γκάλη, Γιαννάκη και Χριστοδούλου, ενώ κλήθηκε να φυλάξει σε εθνικό επίπεδο παίκτες όπως οι Γιουγκοσλάβοι Τζόρτζεβιτς και Ντανίλοβιτς και ο Αμερικανός Ρέτζι Μίλερ.

Στη ζωή του γνώρισε τον Δεκέμβρη του 2008 την αφάνταστη δοκιμασία του θανάτου της δεκάχρονης κόρης του Μαριλίζας από λευχαιμία, μετά από σκληρή τετραετή μάχη με την αρρώστια. Από τότε βοηθά κάθε προσπάθεια οργανώσεων και φορέων (όπως ο Σύλλογος «Όραμα Ελπίδας» κ.λπ.) που έχουν να κάνουν με εθελουσία δωρεά μυελού οστών. Σήμερα παρακολουθεί μαζί με την οικογένειά του τον Ολυμπιακό, ιδίως στα παιχνίδια του στην Ευρωλίγκα, όπου τον βλέπουν τις περισσότερες φορές με τον γιο του. Με χαρά δηλώνει οπαδός του Ολυμπιακού, δεμένος με την ομάδα.

Δεν θέλει να ασχοληθεί με την προπονητική και γενικότερα με τα του αθλητισμού υπό οποιαδήποτε ιδιότητα, καθώς διαφωνεί πλήρως με τη μορφή που είχε προσλάβει ο σύγχρονος αθλητισμός, σχεδόν σε όλα τα αθλήματα. Δηλώνει απαισιόδοξος για το μέλλον του αθλητισμού και ομολογεί ότι σε κάθε περίπτωση ο ίδιος δεν είναι σε θέση να προσφέρει τίποτε υπό τις σημερινές συνθήκες, που έχουν διαμορφωθεί τις οποίες θεωρεί απίθανο να αλλάξουν. Γι’ αυτό και δεν θέλει ενεργό ανάμιξη.

Ίσως στην απογοήτευσά του αυτή να έχει παίξει ρόλο και η θητεία του ως μέλους του ΔΣ της ΚΑΕ Ολυμπιακός επί Κόκκαλη στις αρχαιρεσίες του ενιαίου Ολυμπιακού τον Δεκέμβριο του 2003.

Υπενθυμίζουμε στις εκλογές αυτές είχε εκλεγεί στο ΔΣ της ΚΑΕ και μάλιστα δεύτερος σε αριθμό ψήφων ανάμεσα σε όλους τους υποψηφίους. Είχε συγκεντρώσει ποσοστό 66,38% έναντι 92,43% του (ασυναγώνιστου) πρώτου, που δεν ήταν άλλος από τον ίδιο τον Σωκράτη Κόκκαλη.

Παρ’ όλα αυτά, μετά από λίγο, το καλοκαίρι του 2004, βρέθηκε στη δυσάρεστη θέση να δει τον Κόκκαλη (ο οποίος είχε ζητήσει προσωπικά από τον Θύμιο να αναμιχθεί) να αποχωρεί και την ΚΑΕ, στη διοίκηση της οποίας βρισκόταν ο ίδιος να εμφανίζει χρέη που κυμαίνονταν από 10 έως 15 εκατομμύρια ευρώ, τα οποία πολύ δύσκολα θα μπορούσαν να καλυφθούν. Φυσικά δεν μπορούσε να μείνει για πολύ και ο ίδιος.

Πάντως αν σκεφτεί κανείς ότι, στις εκλογές εκείνες, ο Ευθύμης είχε επικρατήσει άνετα του εκπροσώπου της Θύρας 7 για το ΔΣ της ΚΑΕ, αλλά και ότι είχε συγκεντρώσει αριθμό ψήφων (23.409) πολύ μεγαλύτερο από τον αριθμό ψήφων όλων των άλλων (δεκάδων) υποψηφίων (πολλοί εκ των οποίων είχαν χρόνια στο ολυμπιακό «κουρμπέτι») τόσο για την ΠΑΕ όσο για την ΚΑΕ, ξεπερνώντας ακόμη και τον Σάββα Θεοδωρίδη (18.632 ψήφοι) και τον Μιχάλη Κουντούρη (16.706 ψήφοι) που τότε ήταν υποψήφιοι στο ενιαίο ψηφοδέλτιο για το ΔΣ της ΠΑΕ, αυτό δείχνει τελικά την αναγνώριση και την εκτίμηση των Ολυμπιακών στο πρόσωπο του Μπακατσιά.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου