Παρασκευή 4 Ιανουαρίου 2019

4-0 με γκολ και ξύλο


Η πιο βαριά ήττα του Ολυμπιακού που έχω παρακολουθήσει ζωντανά μέσα στο γήπεδο ήταν η ήττα από τον ΠΑΟΚ 0-4 στις 4/1/1976 στο Καραϊσκάκη. Μπορεί ο ΠΑΟΚ να είχε τότε μια όντως έξοχη ομάδα, την καλύτερη της ιστορίας του (και πολλές κλάσεις ανώτερη από τη μέτρια ομάδα που έχει τώρα), αλλά το αποτέλεσμα εκείνο δεν παύει να αποτελεί ένα σοκ, για όλους όσους το έζησαν. Μολονότι τότε χάναμε 0-1 στο ημίχρονο του ματς, όλοι πιστεύαμε στην ανατροπή στο δεύτερο μέρος. Αντ’ αυτού, ήλθε η καταστροφή.







Με τη νίκη του αυτή, η οποία, σημειωτέον, στον ΠΑΟΚ ακόμη και σήμερα, θεωρείται από πολλούς ως η μεγαλύτερη νίκη της ιστορίας του, ο ΠΑΟΚ πήρε ρεβάνς για την ταπεινωτική συντριβή 0-4, που είχε υποστεί από τον Ολυμπιακό πριν από δέκα χρόνια στην Τούμπα, ματς που κατά σύμπτωση έγινε πάλι μήνα Γενάρη και με οποίο έχουμε ήδη ασχοληθεί. Φυσικά και για τις δύο ομάδες οι ήττες αυτές αποτελούν αρνητικά και θετικά ρεκόρ αντίστοιχα, στους μεταξύ τους αγώνες, για εκτός έδρας αναμετρήσεις.

Όμως, κατά ένα παράδοξο τρόπο, αυτή η βαριά εντός έδρας ήττα του 1976 δεν με στενοχωρεί για πολύ, και αυτό, γιατί συνειρμικά και σχεδόν αυτόματα, μου φέρνει στη μνήμη μου ένα άλλο 4-0 μεταξύ των δύο ομάδων, που έγινε σε ένα άλλο, πολύ μεταγενέστερο, ματς στο Καραϊσκάκη το οποίο θα μου μείνει αλησμόνητο όσο ζω. Ένα ματς, που βίωσα τόσο έντονα όσο κανένα μεταξύ των δύο ομάδων, συμπεριλαμβανομένων ακόμη και τελικών Κυπέλλων Ελλάδας ή ντέρμπι πρωταθλημάτων.

Γι’ αυτό το 4-0 στο παλιό Καραϊσκάκη θα γράψω. Καταγραφή θα κάνω της ατμόσφαιρας, της μπάλας, αλλά και της πολύπλευρης βίας στον αγώνα αυτό, την οποία βέβαια κανείς δεν μπορεί να επιδοκιμάσει.

Πιστεύω ότι για όποιον Ολυμπιακό είχε την τύχη να βρίσκεται στο Καραϊσκάκη στον αγώνα Ολυμπιακού-ΠΑΟΚ 4-0 την 12/11/1989 ο αγώνας αυτός θα του έχει μείνει αλησμόνητος. Ήμουν κι εγώ από τους θεατές του συγκεκριμένου αγώνα.

Μάλιστα επειδή συνήθιζα να μπαίνω στο γήπεδο αρκετά νωρίτερα, μπόρεσα και έζησα όλη τη μοναδική ατμόσφαιρα εκείνου του αξέχαστου παιχνιδιού.

Όλα ξεκίνησαν από τη στιγμή που εμφανίστηκαν στο γήπεδο και μάλιστα πολύ δυναμικά και φωνακλάδικα, αρκετά πριν από την έναρξη του αγώνα, οι οπαδοί του ΠΑΟΚ, περίπου 500-700 άτομα, που είχαν έλθει στο Φάληρο οι πιο πολλοί χωρίς εισιτήρια, με συνοδεία της αστυνομίας.

Η εμφάνισή τους ήταν σχετικά απρόσμενη, αφού τα πνεύματα ήταν ως συνήθως οξυμένα, λόγω της γνωστής παράδοσης και προϊστορίας εχθρότητας, που υπήρχε (και υπάρχει) στις σχέσεις των δύο ομάδων και των οπαδών τους. Κάποιες πληροφορίες που υπήρχαν πριν από τον αγώνα μιλούσαν μόνο για πολύ λίγα εισιτήρια που πιθανό να δίνονταν σε κάποιους, ουσιαστικά αμελητέους, Αθηναίους οπαδούς του ΠΑΟΚ. Όμως, αν και δεν είχαν κάνει προαναγγελίες, οι ΠΑΟΚτζήδες είχαν οργανώσει την κάθοδο τους επιμελώς από τη Θεσσαλονίκη και αυτό ήταν κοινό μυστικό στην πόλη και στις αστυνομικές αρχές της. Στη πραγματικότητα, μέσα σε αυτούς που μπήκαν στο γήπεδο οι περισσότεροι συγκαταλέγονταν στους σκληροπυρηνικούς της θύρας 4 της Τούμπας.

Η αστυνομία, επικαλούμενη φόβο πιθανών επεισοδίων σε περίπτωση μη εισόδου τους στο γήπεδο, τους έβαλε μέσα στο γήπεδο, με το έτσι θέλω, και τους εγκατέστησε στη θύρα 12 του παλιού Καραϊσκάκη, διώχνοντας με το ζόρι από εκεί τους φιλάθλους του Ολυμπιακού, που είχαν εισιτήρια. Η θύρα εκκενώθηκε βίαια και όλοι οι ολυμπιακοί φίλαθλοι απομακρύνθηκαν. Έτσι στη θύρα 12 δίπλα σε κενές θέσεις και με κάποια κενά διαστήματα κάθισαν μόνον οι οπαδοί του ΠΑΟΚ, μαζί με κάποια αστυνομικά όργανα (δήθεν) περιφρούρησης.

Όσοι ολυμπιακοί στην θύρα 12 διαμαρτυρήθηκαν ή αρνήθηκαν να αποχωρήσουν έφαγαν ξύλο από τα ΜΑΤ, τα οποία δεν περιορίστηκαν μόνο σε αυτούς, αλλά επιτέθηκαν συντεταγμένα και εναντίον όσων οπαδών του Ολυμπιακού, προερχόμενων κυρίως από την γειτονική θύρα 13, αντέδρασαν μπροστά στα τεκταινόμενα και επιχείρησαν να πλησιάσουν τους ΠΑΟΚτζήδες.

Οι φίλαθλοι του Ολυμπιακού που βρίσκονταν στη διπλανή θύρα 11 περιορίσθηκαν μόνο σε εκτόξευση αντικειμένων, ανταλλαγή ύβρεων και κάποιες λίγες προσεγγίσεις- κοκορομαχίες, όχι όμως μαζικές. Άλλωστε στην εν λόγω θύρα (11) παραδοσιακά καθόντουσαν κάθε λογής και ηλικίας μη οργανωμένοι οπαδοί, με αριθμημένα εισιτήρια, που δεν μπορούσαν να συγκριθούν με τους φοβερούς νέους και «άρρωστους» που κατέκλυζαν όλο το πέταλο και ιδίως τη Θύρα 7.

Από την πρώτη στιγμή που τα παόκια μπήκαν στο γήπεδο, το μόνο που έκαναν ήταν να βρίζουν εν χορώ δυνατά και να προκαλούν διαρκώς και ασταμάτητα, βασιζόμενα στην παρουσία και προστασία της αστυνομίας. Αν και δεν φορούσαν εμφανή διακριτικά (κασκόλ, σημαίες, λάβαρα) του ΠΑΟΚ, αφού η αστυνομία τα είχε απαγορεύσει, ως όρο για να τους βάλει στο γήπεδο, πολλοί από αυτούς είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό.

Αυτοί που ανήκαν στην θύρα 4 και θεωρούνταν παραδοσιακά οι πιο φανατικοί φορούσαν πορτοκαλί μπουφάν /τζάκετ, τα λεγόμενα «φλάι», που στην πραγματικότητα ήταν η εσωτερική επένδυση μαύρων ή σκούρων μπουφάν διπλής όψης. Με άλλα λόγια φορούσαν ανάποδα τα μπουφάν τους, έκαναν το μέσα έξω. Πολλοί πίστευαν ότι το πορτοκαλί χρώμα τούς αντιπροσώπευε, επειδή λεγόταν ότι εκφράζει αισιοδοξία και επιμονή, αρετές που οι ίδιοι θεωρούσαν ότι τους χαρακτήριζαν. Υπήρχαν βέβαια και πολλοί, προφανώς μη μέλη της θύρας 4, που φορούσαν κανονικά μπουφάν και άλλα χρώματα, κυρίως σκούρα.

Η Θύρα 7 του γηπέδου, αλλά και γενικά όλο το πέταλο (θύρα 6 κ.λπ.) από άκρου σε άκρο βλέποντας να ξετυλίγεται μπροστά το πιο πάνω σκηνικό έγινε έξω φρενών, με την οργή να αποκτά διαρκώς κλιμακούμενη ένταση. Από τη μία οι έφοδοι καταστολής των ΜΑΤατζήδων στη θύρα 13 και από την άλλη η παρουσία και οι προκλήσεις των ΠΑΟΚιών στη θύρα 12 είχαν δημιουργήσει ένα αφόρητο κλίμα. Οι οπαδοί μας έβραζαν κυριολεκτικά.

Αρχικά περιορίστηκαν σε εκκωφαντικές λεκτικές επιθέσεις, μέσα από τη γνωστή διαδικασία ανταλλαγής συνθημάτων. Στη συνέχεια, όμως, δεν μπόρεσαν να κρατηθούν. Άλλωστε ήταν και εποχή προεδρίας Σαλιαρέλη η οποία, μολονότι δεν είχε φτάσει ακόμη στο χειρότερο της σημείο, παρ’ όλα αυτά, είχε επιδράσει άσχημα στις διαθέσεις και στα νεύρα των οπαδών μας, που τότε δρούσαν σαν σεληνιασμένοι.

Εντός ολίγου, η «καγκελόπορτα» των κιγκλιδωμάτων μπροστά στη Θύρα 7, που οδηγούσε απευθείας στον αγωνιστικό χώρο, έμοιαζε σαν να ήταν από πλαστελίνη για τους έξαλλους με όλα αυτά οπαδούς μας, που την παραβίασαν στο πι και φι και ξεχύθηκαν κατά εκατοντάδες στο γήπεδο.

Με τα χέρια οπλισμένα με ό, τι υλικό μπορεί να φανταστεί κανείς (πέτρες, ξύλα, κομμάτια τσιμέντου κ.λπ.) αλλά και (ευτυχώς μόνο ένα-δυο) φωτοβολίδες, οι μανιασμένοι οπαδοί μας διέσχισαν το χορτάρι του γηπέδου, τρέχοντας στη θύρα 12 που βρίσκονταν τα παόκια.

Και όταν έφτασαν μπροστά στους οπαδούς του ΠΑΟΚ --σε απόσταση αναπνοής-- άρχισαν να τους πετούν ό,τι είχαν μαζέψει. Ταυτόχρονα, όλο και περισσότερες ανθρώπινες «ενισχύσεις» από τους οπαδούς μας με νέες «προμήθειες» υλικών κατέφταναν και ενωνόντουσαν με τους ήδη υπάρχοντες στο γήπεδο μπροστά στις κερκίδες της θύρας 12. Σε χρόνο ρεκόρ οι δεκάδες έγιναν εκατοντάδες και οι εκατοντάδες μπορεί να έγιναν και δύο χιλιάδες, πλημμυρίζοντας τον αγωνιστικό χώρο.

Δεν πρωταγωνίστησαν βέβαια ούτε συμμετείχαν εξίσου στα γεγονότα όλοι αυτοί, που εισέβαλλαν στο γήπεδο. Ευτυχώς, γιατί αν γινόταν κάτι τέτοιο, μπορεί να είχαμε και νεκρούς. Πολλοί απλώς ήθελαν να βρεθούν ζωντανά μέσα στο πεδίο της μάχης και να την αισθανθούν από κοντά, να έχουν κάποια πιο κοντινή συμμετοχή. Υπήρξαν όμως και κάποιοι τολμηρότεροι, που σκαρφάλωσαν στις κερκίδες και άρπαξαν κάποιους από τους οπαδούς του ΠΑΟΚ, που είχαν ξεμείνει στις χαμηλές σειρές των κερκίδων.

Ποια ήταν η αντίδραση σε όλα αυτά; Οι κοινοί αστυνομικοί που υπήρχαν στο γήπεδο εξαφανίστηκαν. Οι ΜΑΤτζήδες φρόντισαν να αποσυρθούν πολύ γρήγορα και διακριτικά, χωρίς να επέμβουν. Μόνο οι «άτυχοι» που ήταν στη θύρα 12, για να φυλάνε, υποτίθεται, τους ΠΑΟΚτζήδες αγωνιζόντουσαν για να διασώσουν πρώτα από όλα τους εαυτούς τους.

Όσο για τους ΠΑΟΚτζήδες οπαδούς, αυτοί τα είχαν χάσει εντελώς. Δεν περίμεναν ποτέ μια τέτοια εξέλιξη, με μια τόσο μαζική επίθεση στην κερκίδα που κάθονταν, και δικαιολογημένα, αφού δεν είχε ξαναγίνει ποτέ μέχρι τότε μια ανάλογη μαζική εισβολή σε κάποιο άλλο γήπεδο και μάλιστα τη στιγμή που μεταξύ των οπαδών μεσολαβούσε μια τόσο μεγάλη απόσταση.

Πανικόβλητοι λοιπόν μετακινήθηκαν ομαδικά προς τα βορινά, στις ψηλότερες σειρές των κερκίδων, προσπαθώντας να προστατεύσουν κυρίως τα κεφάλια τους από τον σούπερ καταιγισμό των αντικειμένων, που δεχόντουσαν.

Σε κάποια στιγμή, για να προστατευθούν και να καλυφθούν καλύτερα από τον πραγματικό βομβαρδισμό που δεχόντουσαν, είχαν κολλήσει τόσο πολύ ο ένας πάνω στον άλλο, ώστε σχημάτισαν κουβαριασμένοι ένα πολύ μικρό ανθρώπινο σκούρο πορτοκαλί όγκο, που θα ορκιζόσουν ότι δεν μπορούσε να κρύβει πάνω από πενήντα ή ογδόντα άτομα. Κι όμως έκρυβε περίπου εξακόσια άτομα. Τόσο πολύ είχε συρρικνωθεί εμφανισιακά το μέγεθος της παρουσίας τους. 

Την εικόνα αυτή μου τη θύμισε πολύ αργότερα η σκηνή στο τέλος της ταινίας Οι 300 που δείχνει τους Σπαρτιάτες να μαζεύονται ο ένας πάνω στον άλλο, κρατώντας τις ασπίδες τους, για να προστατευθούν από τις εκατοντάδες χιλιάδες βέλη των Περσών.

Η βίαιη αυτή επίθεση-πολιορκία κατά των οπαδών του ΠΑΟΚ κράτησε για αρκετή ώρα, με τους οπαδούς του ΠΑΟΚ να προσπαθούν απεγνωσμένα να προφυλαχτούν, χωρίς να τολμούν να σηκώσουν κεφάλι, ελπίζοντας μόνο σε κακό σημάδι των αντιπάλων οπαδών.

Την κατάσταση δεν την έσωσαν ούτε οι εκκλήσεις από τα μεγάφωνα ούτε η εμφάνιση και οι προσπάθειες ανασύνταξης και προθέσεις επέμβασης των ΜΑΤ.

Την κατάσταση την έσωσε ΕΥΤΥΧΩΣ η είσοδος για προθέρμανση στον αγωνιστικό χώρο της ομάδας του Ολυμπιακού, που βρέθηκε περικυκλωμένη από χιλιάδες οπαδούς της ομάδας, οι οποίοι σταμάτησαν να ασχολούνται με τους οπαδούς του ΠΑΟΚ και στράφηκαν στα είδωλά τους.

Οι σκηνές ήταν φοβερές. Να βλέπεις τόσα πολλά άτομα, που είχαν βιώσει εκείνη την εποχή ως πιστοί της λατρευτής τους ομάδας, τόσα άγχη, τόσες αγωνίες, τόσες αδικίες και λοιπές «κακουχίες», κυριολεκτικά να ικετεύουν τους παίκτες να τσακίσουν τον αντίπαλο. Τους αγκάλιαζαν, τους φιλούσαν, τους παρακαλούσαν και πιο πολύ από όλους τον Μητρόπουλο και τον Αναστόπουλο, οι οποίοι ήταν κι αυτοί που, περισσότερο από όλους, τους έπεισαν να αποχωρήσουν από τον αγωνιστικό χώρο, για να μη μηδενιστεί η ομάδα, υποσχόμενοι ότι θα κέρδιζαν οπωσδήποτε τον αγώνα, αρκεί αυτός να γινόταν κανονικά.

Έτσι κι έγινε και οι οπαδοί επέστρεψαν στις θέσεις τους, στις τσιμεντένιες κερκίδες. Προηγουμένως όμως ένα μεγάλο μέρος από το ζέσταμα του Ολυμπιακού έγινε με την παρουσία άφθονου κόσμου μέσα στον αγωνιστικό χώρο, κάτι το πρωτοφανές στα παγκόσμια ποδοσφαιρικά χρονικά.

Λίγη ώρα αφότου άδειασε το γήπεδο, εμφανίστηκε στον αγωνιστικό χώρο ο ΠΑΟΚ, που έγινε «δεκτός» με μια πραγματική θύελλα αποδοκιμασιών και ύβρεων.

Το παιχνίδι καθυστέρησε να αρχίσει γύρω στα 20΄. Ο ΠΑΟΚ αρχικά δεν ήθελε να αγωνιστεί, αλλά την ευθύνη διεξαγωγής του αγώνα ανέλαβε ο διεθνής διαιτητής Γερμανάκος.

Το ματς ήταν από την αρχή μέχρι το τέλος ένας μονόλογος του Ολυμπιακού, που έπαιξε πραγματικά απολαυστική μπάλα, μέσα σε μια κυριολεκτικά παραληρηματική ατμόσφαιρα και μπορούσε να κερδίσει άνετα όχι μόνο με 4-0, αλλά ακόμη και με 7-0, 8-0 ή και 9-0.

Μετά το τέλος του αγώνα, και τις επόμενες μέρες, ο ΠΑΟΚ έκανε αυτό που έκανε και ο ΠΑΟ μετά τη συντριβή της Ριζούπολης. Επικαλέσθηκε συνθήκες τρομοκρατίας που τον επηρέασαν και δεν τον άφησαν να παίξει μπάλα (;) ζητώντας τον μηδενισμό του Ολυμπιακού και γενικά την παραδειγματική τιμωρία του.

Για την ιστορία, αναφέρω ότι η κατάθεση του παρατηρητή (του γνωστού )Αλέξη Κούγια υπήρξε μάλλον θετική για τον Ολυμπιακό, αφού επέρριπτε μεγάλο μέρος της ευθύνης στις ενέργειες και παραλείψεις της αστυνομίας.

Τελικά, η ομάδα μας τιμωρήθηκε πρωτόδικα για τα επεισόδια με αποκλεισμό έδρας τεσσάρων αγωνιστικών, ποινή, η οποία μειώθηκε σε δεύτερο βαθμό. Κατά τα άλλα, υπήρξαν και όλα τα συνήθη: συλλήψεις, τραυματισμοί, τρελή δημοσιότητα επί εβδομάδες σε όλα τα μέσα ενημέρωσης, ανταλλαγή δηλώσεων, διαμαρτυριών, κραυγών και απειλών κ.λπ.

Η πύρινη ατμόσφαιρα που επικράτησε στις κερκίδες καθ’ όλη την διάρκεια το ματς ήταν πράγματι άλλο πράγμα. Το κυρίαρχο σύνθημα, που δονούσε διαρκώς το γήπεδο: «Ο λαός του Θρύλου απαιτεί: μια νεκροφόρα για κάθε ΠΑΟΚτζή». Το γήπεδο σειόταν συθέμελα κυριολεκτικά σε όλο τον αγώνα. Σε κάθε γκολ οι παίκτες πανηγύριζαν μαζί με οπαδούς, που έμπαιναν μέσα. Οι οπαδοί ήταν συνέχεια όρθιοι. Ένιωθες ότι το Καραϊσκάκη τελούσε ουσιαστικά υπό κατάληψη.

Όσο για τους οπαδούς του ΠΑΟΚ, εμφανώς σοκαρισμένοι και τρομοκρατημένοι, δεν έβγαλαν κιχ σε όλον σχεδόν τον αγώνα, φοβούμενοι μήπως τυχόν επαναληφθεί η εισβολή των αντιπάλων τους. Παρακολούθησαν τους παίκτες τους να παίζουν σαν χεσμένοι (με μόνη εξαίρεση ίσως τον Λεοντιάδη) και την ομάδα τους, ψυχολογικά ανέτοιμη για ένα ιδιαίτερα δύσκολο (μετά από όσα είχαν γίνει) αγώνα, να παραπαίει και να συντρίβεται, χωρίς να προβάλλει την παραμικρή αντίσταση.

Αντίθετα οι δικοί μας παίκτες (ακόμη και ο Ντέταρι) έπαιζαν με ένα πρωτοφανές πάθος, που τους το είχε μεταδώσει η πνοή και το πνεύμα των οπαδών και η ατμόσφαιρα του γηπέδου.

Με τέτοια μπάλα που έπαιξε ο Ολυμπιακός εκείνη την μέρα, θα πρέπει να αισθάνεται τυχερός ο ΠΑΟΚ, που γλίτωσε μια ιστορική, άνευ προηγουμένου, αγωνιστική πανωλεθρία.

Το είπε άλλωστε και ο αλησμόνητος Πρόεδρος Αργύρης ή Ρουμπίνιας τις επόμενες ημέρες σε θεσσαλονικείς παράγοντες και δημοσιογράφους στην τηλεόραση της ΕΡΤ 3: «Αντί να δοξάζετε τον θεό που δεν φάγατε οκτώ, μιλάτε και από πάνω».

Τις επόμενες μέρες «έπαιξε» πολύ η δημοσίευση στον αθλητικό Τύπο (στον Φίλαθλο νομίζω) μιας επιστολής ενός, κατά δήλωσή του, οπαδού του Άρη, ο οποίος έγραψε φόρα-παρτίδα πως είχε «ανατριχιάσει» τόσο πολύ από τη «μεγαλειώδη», όπως την χαρακτήριζε ατμόσφαιρα, που είχε βιώσει προσωπικά στο Καραϊσκάκη, ώστε είχε αποφασίσει να γίνει οπαδός του Ολυμπιακού! Τώρα, αλήθεια, ψέματα, μούφες δεν ξέρω…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου