Πάλι για αδικημένους θα μιλήσουμε σήμερα. Αυτή τη φορά για τον Γιάννη Μαντζουράκη, που ανέλαβε προπονητής στον Ολυμπιακό την 10.4.2000 και κάθισε για πρώτη φορά στον πάγκο της ομάδας την 12.4.2000. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Το 1970 η χούντα, με στόχο την εθνική ομοψυχία, όπως η ίδια, βέβαια, την εννοούσε και την αντιλαμβανόταν, προσπαθούσε να κάνει τα αδύνατα δυνατά για να αποκατασταθούν οι σχέσεις μίσους μεταξύ ΠΑΟΚ-Ολυμπιακού, οι οποίες, με την υπόθεση Κούδα είχαν φτάσει στο χειρότερο σημείο τους. Προς τον σκοπό αυτό ασκούσε πιεστική επιρροή και στους δύο συλλόγους. Στο πλαίσιο αυτής της πίεσης το καλοκαίρι του 1970 αποφασίσθηκε η διεξαγωγή δύο φιλικών αγώνων μεταξύ των δύο ομάδων.
Ο πρώτος αγώνας έγινε στην Τούμπα την 30.8.1970 και έληξε ισόπαλος 1-1. Ο δεύτερος έγινε στο Καραϊσκάκη την 6.9.1970, με νικητή τον ΠΑΟΚ 1-3. Ήμουν μέσα στο παιχνίδι εκείνο και θυμάμαι τον ΠΑΟΚ να αγωνίζεται με μια ολόμαυρη εμφάνιση και να αποδίδει σπουδαία μπάλα. Άλλωστε την δεκαετία του 1970 είχε την μακράν καλύτερη ομάδα της ιστορίας του. Πολύ ανώτερη της φετινής.
Εκείνο που θυμάμαι όμως περισσότερο από όλα σε εκείνο το ματς ήταν η εμφάνιση ενός επιθετικού (φορ) του ΠΑΟΚ, που πρώτη φορά έβλεπα, ο οποίος έδειχνε πολύ εντυπωσιακά προσόντα: τέχνη, δύναμη, ταχύτητα. Ήταν ο καλύτερος παίκτης του γηπέδου και είχε σκοράρει μάλιστα εναντίον μας σε εκείνο το ματς. Όπως άλλωστε αργότερα θα έκανε και σε επίσημο αγώνα πρωταθλήματος την τελευταία αγωνιστική της περιόδου 1971-72 στην ήττα μας με 4-3 στην Τούμπα.
Το όνομα του: Γιάννης Μαντζουράκης.
Πολλές φορές ακούμε να μιλάνε για κλίκες που υπήρχαν (ή υπάρχουν) σε ομάδες κλπ, οι οποίες φάγανε ή σαμποτάρανε ποδοσφαιριστές και δεν τους άφησαν να κάνουν καριέρα. Δεν ξέρω λεπτομέρειες, αλλά, πιστέψτε με, με τέτοια μπάλα που είχε παίξει εκείνη την μέρα ο Μαντζουράκης παρόμοιες σκέψεις έκανα αργότερα και εγώ. Μόνον έτσι θα μπορούσα να εξηγήσω πως δεν σταδιοδρόμησε αυτός ο παίκτης στον ΠΑΟΚ και στο ελληνικό ποδόσφαιρο.
Η τύχη δεν ήταν ποτέ καλή μαζί του. Ακόμη και το καταπληκτικό και απόλυτα κανονικό γκολ, που σημείωσε με απίθανο ανάποδο ψαλίδι, μπαίνοντας ως αλλαγή στον τελικό Κυπέλλου το 1972 με τον ΠΑΟ (2-1) στο Καραϊσκάκη δεν μέτρησε. Ακυρώθηκε αδικαιολόγητα από τον διαιτητή. Έτσι το θεαματικότατο αυτό γκολ δεν καταγράφηκε όπως του άξιζε ιστορικά και γρήγορα ξεχάστηκε.
Μυστήριο περιβάλλει την άφιξη του Μαντζουράκη στην χώρα μας (αρχικά στο Διδυμότειχο) δεδομένου ότι ήταν γιός γνωστού κομμουνιστή αντάρτη, με πλούσια δράση, ο οποίος μετά τον εμφύλιο είχε καταφύγει στη Ρουμανία. Εκεί ο γιος Μαντζουράκης έπαιξε μπάλα στη Ραπίντ Βουκουρεστίου, που τότε ήταν σπουδαία ομάδα, η οποία πρωταγωνιστούσε μόνιμα στη χώρα εκείνη.
Στην περίοδο της χούντας ήλθε στην Ελλάδα και στον ΠΑΟΚ, διατηρώντας την διπλή υπηκοότητα ελληνική και ρουμανική, γεγονός που του είχε επιτρέψει να αγωνιστεί διαδοχικά σε εθνικά αντιπροσωπευτικά συγκροτήματα και των δύο χωρών.
Έπειτα αγωνίστηκε, με μεγαλύτερη επιτυχία, στη Λάρισα και ύστερα προσπάθησε να κάνει πρόωρα το μεγάλο- ιδίως για εκείνη την εποχή- βήμα για διεθνή καριέρα στην Ισπανία, αλλά απέτυχε και η ποδοσφαιρική του καριέρα, μετά από ένα συντομότατο διάστημα στον Ηρακλή, έληξε άδοξα.
Στη συνέχεια ξεκίνησε η ατέρμονη περιπλάνηση του στους προπονητικούς πάγκους.
Το πρόβλημα με τον Μαντζουράκη ήταν πάντα το επαρχιακό «κομμουνιστικό» του στυλ και η ανάλογη προσέγγιση των πραγμάτων εκ μέρους του. Η συμπεριφορά του, οι τρόποι του, η εμφάνιση του ανέδιδαν αυτό το στοιχείο του κακοντυμένου, του πρόχειρου, του υποβαθμισμένου, του κάπως καημένου και ταλαίπωρου ατόμου των κομμουνιστικών καθεστώτων, όπως το πρότυπο αυτό είχε καλλιεργηθεί και αναδειχθεί από την προπαγάνδα της «ελεύθερης» δυτικής κουλτούρας.
Ο Μαντζουράκης δεν είχε πάνω του ως άτομο καθόλου λάμψη, φινέτσα, ούτε αέρα. Δεν αποτελούσε πηγή έμπνευσης ή επιρροής για τους παίκτες του. Δεν είχε επικοινωνιακά χαρίσματα. Δεν ήταν δημοσιοσχεσίτης, ούτε δημοσιογραφικός τύπος.
Βάλτε, για παράδειγμα, από τη μια μεριά τον Μαντζουράκη και από την άλλη τον Μίτσελ. Πρόκειται για τα δύο άκρα αντίθετα. Και πείτε μας ποιος άραγε θα μπορούσε να προτιμήσει τις γνώσεις, το μάτι ή την δουλειά ενός κακόμοιρου όπως ο Μαντζουράκης από το κύρος, την γοητεία και την λάμψη ενός θρυλικού φινετσάτου κοσμοπολίτη Ισπανού, που προκαλούσε αίσθηση όπου εμφανιζόταν.
Ο Μαντζουράκης όμως πρόσφερε στον Ολυμπιακό.
Καταρχάς είναι ο μόνος που έμεινε αήττητος σε εθνικό επίπεδο έχοντας δώσει σοβαρό και αξιόλογο αριθμό αγώνων. Κάθισε στον πάγκο του Ολυμπιακού σε 23 επίσημους αγώνες και πέτυχε 21 νίκες και 2 μόνο ισοπαλίες. Σε 15 αγώνες πρωταθλήματος σημείωσε 13 νίκες και σε 8 αγώνες κυπέλλου ισάριθμες (8) νίκες. Δεν το λες και λίγο αυτό το ρεκόρ. Εδώ ο Κόλλιας έγινε προπονητής στον Ολυμπιακό και σε πέντε ματς δεν μπόρεσε να κερδίσει κανένα !
Οι μόνες ήττες που έκανε, όντας προπονητής του Ολυμπιακού, σε επίσημους αγώνες ήταν στην Ευρώπη στο Τσάμπιονς Ληγκ, όπου κέρδισε τρία ματς και έχασε άλλα τρία στη φάση των ομίλων της διοργάνωσης της περιόδου 2000-2001, ενώ είχε και μια ισοπαλία στην συνέχεια του Ολυμπιακού στη διοργάνωση του κυπέλλου ΟΥΕΦΑ.
Συνολικά λοιπόν σε 30 επίσημους αγώνες του Ολυμπιακού ο Μαντζουράκης είχε 24 νίκες, 3 ισοπαλίες και 3 ήττες. Δεν είναι και μικρό πράγμα.
Σημαντικό επίτευγμα του ήταν ότι, αν και δεν υπήρξε μεγάλο, γνωστό και έγκυρο προπονητικό μέγεθος, παρόλα αυτά, άντεξε την πίεση και κατέκτησε το πολύ δύσκολο πρωτάθλημα της περιόδου 1999-2000, όταν την στιγμή που ανέλαβε απαιτούνταν οπωσδήποτε 8 νίκες στους τελευταίους 8 αγώνες.
Και η ομάδα ανταποκρίθηκε, νικώντας σε όλους τους αγώνες, κατακτώντας το πρωτάθλημα (με ένα σερί νικών 30 σε 34 αγώνες) και αφήνοντας τον φιλόδοξο ΠΑΟ στην δεύτερη θέση, προς απόλυτη απογοήτευσή του.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Μαντζουράκης δεν κρύφτηκε στα δύσκολα, ούτε ζήτησε πίστωση χρόνου. Δευτέρα υπέγραψε και μετά από δύο μέρες, την Τετάρτη, κάθισε στον πάγκο απέναντι στον Ηρακλή στο ΟΑΚΑ (1-0).
Όταν είχε ρωτηθεί από τον Κόκκαλη πόσο χρόνο θα του έπαιρνε να μάθει την ομάδα είχε απαντήσει: «Καθόλου. Ξέρω την ομάδα και τους παίκτες της. Αλίμονο αν δεν τους ήξερα. Παρακολουθώ συνέχεια το πρωτάθλημα και δεν θα δυσκολευτώ πάνω σε αυτό».
Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ανέλαβε ήταν πολύ δύσκολες, αφού στην ομάδα επικρατούσε το αγωνιστικό και πειθαρχικό χάος, που είχε αφήσει πίσω του ο Μπιγκόν, ο μόνος προπονητής στον κόσμο, που, σε εκείνη την γεμάτη αστέρια ομάδα του Ολυμπιακού, θεωρούσε τον Τζιωρτζόπουλο και τον Πουρσαιτίδη ικανούς ακόμη και για την βασική ενδεκάδα του Ολυμπιακού σε ντέρμπι με τον ΠΑΟ και αντίστοιχα τους Αλεξανδρή, Γιαννακόπουλο, Καραπιάλη ικανούς μόνο για παγκίτες (!)
Στον Ολυμπιακό κάθισε από τις 10/4/2000 μέχρι 23/11/2000, όταν και παραιτήθηκε μόνος του, προκειμένου να εξυπηρετήσει και διευκολύνει με την αποχώρηση τον Ολυμπιακό μετά την αναταραχή και τον κλυδωνισμό του αγώνα με την Λίβερπουλ (2-2) στο ΟΑΚΑ, όπου ο πραγματικός αρνητικός πρωταγωνιστής με την στάση του ήταν ο Ελευθερόπουλος, αλλά τις ευθύνες ανέλαβε και τις συνέπειες πλήρωσε ο Μαντζουράκης.
Δεν σκέφτηκε ούτε για μια στιγμή να κάνει τον δύσκολο, να μείνει και να γαντζωθεί στον πάγκο, αν και ο ίδιος δεν είχε κάποια ιδιαίτερη βαριά ευθύνη. Αντιλαμβανόταν ότι ο Ολυμπιακός την δεδομένη στιγμή είχε ανάγκη από αλλαγή. Και όπως δήλωσε: «πάνω από όλα ήταν ο Ολυμπιακός και το συμφέρον του Ολυμπιακού»
Στον Ολυμπιακό τον είχε φέρει ο Κόκκαλης του οποίου αποτελούσε προσωπική επιλογή. Άλλωστε ο Σωκράτης, παιδί αγωνιστή και πρόσφυγα του εμφυλίου και ο ίδιος είχε πάντοτε αδυναμία σε ανθρώπους, που είχαν το ίδιο με εκείνο παρελθόν και κοινή παιδική-νεανική διαδρομή και πορεία. Τον στήριξε λοιπόν μάλιστα, αναθέτοντας στον Τάσο Μητρόπουλο το να κρατά με αυστηρότητα τον έλεγχο και την τάξη στα αποδυτήρια, προκειμένου να βοηθήσει το έργο του Μαντζουράκη.
Ο Κόκκαλης μπορεί να κατανόησε και να εκτίμησε την αποχώρηση του Μαντζουράκη, αλλά δεν χώνεψε ποτέ την συνεχή άδικη κριτική, που ασκήθηκε στο πρόσωπο του Ελληνορουμάνου. Για τον λόγο αυτό ξήλωσε στη συνέχεια όλο το τμήμα επικοινωνίας του Ολυμπιακού, που δεν μπόρεσε να βοηθήσει και προστατέψει αποτελεσματικά τον προπονητή κατά την προπονητική θητεία του στην ομάδα, μολονότι ήταν επιλογή του ίδιου του Σωκράτη.
Αλλά και η μπάλα που έπαιξε με τον Μαντζουράκη ο Ολυμπιακός δεν ήταν καθόλου άσχημη. Τόσο στον ελληνικό χώρο όσο και στην Ευρώπη, όπου αποκλειστήκαμε στην ισοβαθμία, στη φάση των ομίλων, με εννέα βαθμούς στο ενεργητικό μας, για ένα γκολ που σημειώθηκε στη λήξη του πρώτου αγώνα με τη Λυόν στο ΟΑΚΑ, σε ένα αγώνα που θυμάμαι τον εαυτό μου επανειλημμένα όρθιο να φωνάζει «αχ» στις τόσες χαμένες ευκαιρίες, σε ένα αγώνα που θα έπρεπε να είχαμε βάλει τουλάχιστον τέσσερα γκολ.
Όσον αφορά τον επαναληπτικό αγώνα στη Λυόν εκεί έγινε μια από τις μεγαλύτερες διαιτητικές σφαγές σε βάρος του Ολυμπιακού, με ακυρωθέν κανονικό γκολ και δύο μη καταλογισθέντα πέναλτι. Μάλιστα η διαιτησία ήταν τόσο προκλητικά άδικη που ο Αυστριακός διαιτητής Γκίντερ Μπένκo τιμωρήθηκε πειθαρχικά για αυτήν από τα επίσημα όργανα της ΟΥΕΦΑ, κάτι που δεν είχε ξανασυμβεί σε αγώνα του Ολυμπιακού!
Ο Μαντζουράκης έξω φρενών τότε είχε τότε διαμαρτυρηθεί, με έντονες φραστικές επιθέσεις προς τον διαιτητή, μετά το τέλος του αγώνα, με αποτέλεσμα να τιμωρηθεί από την ΟΥΕΦΑ.
Στο ελληνικό πρωτάθλημα έντονα θυμάμαι την τεσσάρα, που εισέπραξε το 2000 η ΑΕΚ του Ντέμη, ο οποίος πανηγύριζε έξαλλα όταν στο ματς εκείνο πετύχαινε το 0-1. Δεν ήξερε ο φουκαράς τι πανωλεθρία (4-1) θα επακολουθούσε μετά από την παρέα του Τζιοβάνι. Ήταν ένα από τα ντέρμπι που χάρηκα πιο πολύ ως θεατής όλα αυτά τα χρόνια που βλέπω ποδόσφαιρο. Τους είχαμε πατήσει κυριολεκτικά.
Λάτρης του επιθετικού ποδοσφαίρου, θιασώτης του τρόπου ανάπτυξης των ομάδων του Αντσελότι, εγκατέλειψε τα συστήματα με τα τρία αμυντικά χαφ του Μπιγκόν και κατάφερε να χωρέσει Καραπιάλη και Νινιάδη στην ενδεκάδα. Παρόλα αυτά λοιδορήθηκε από τους ξερόλες επικριτές όταν τόλμησε να αναφερθεί, με τρόπο που δεν έγινε κατανοητός, στον περίφημο «ρόμβο».
Ένα από τα καλύτερα προσόντα του ήταν το «μάτι» του.
Αυτός είδε, ενέκρινε και έφερε στον Ολυμπιακό τον Καστίγιο, τον Πατσατζόγλου, τον Ζέτεμπεργκ και τον Ζε Ελίας. Ειδικότερα για την αξία των δύο ξένων ήταν κατηγορηματικός, αν και υπήρχαν αρκετοί άλλοι συνυποψήφιοι τους προς απόκτηση. Αλλά δεν ήταν μόνο στην θητεία του στον Ολυμπιακό. Ο Μαντζουράκης, όταν ήταν στην Κύπρο, ήταν που έφερε στον ΑΠΟΕΛ τον Γκόγκιτς, που αργότερα σταδιοδρόμησε με μεγάλη επιτυχία στην ομάδα μας.
Ο Μαντζουράκης είναι ευγνώμων απέναντι στον Ολυμπιακό, αφού στην ομάδα μας απέκτησε το μεγαλύτερο παράσημο σε όλη την --πολύ μακρά είναι αλήθεια-- προπονητική σταδιοδρομία του. Αντίθετα οι φίλαθλοι της ομάδας μας ποτέ δεν τον αγάπησαν. Δεν βοήθησε γενικά και το στυλ του. Παρόλα αυτά πρόσφερε στην ομάδα.
Την επόμενη φορά, λοιπόν, που θα ακούσουμε ή διαβάσουμε για τον Μαντζουράκη ας μην σχολιάσουμε ειρωνικά. Ας μη μας έλθει μόνο στο μυαλό το αν «μύριζαν τα χνώτα του» όπως είχε πει ο Χούτος ή το αν πέταξε τη φανέλα στον πάγκο ο αγανακτισμένος Τζιοβάνι, όταν έγινε αλλαγή στη Γαλλία στον αγώνα με την Λυόν. Εξάλλου για την ενέργεια αυτή ο Ζίο, όπως ο ίδιος έγραψε στο βιβλίο του, μετάνιωσε και ζήτησε συγγνώμη από τον Μαντζουράκη, που την έκανε αμέσως δεκτή, χωρίς μνησικακία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου