Είναι πράγματι κρίμα ένας παίκτης, Πειραιώτης, γέννημα θρέμμα Ολυμπιακός, που σταδιοδρόμησε στον Θρύλο να έχει μείνει ελάχιστα στη μνήμη και να έχει υποβαθμιστεί πολύ στη συνείδηση των οπαδών του Ολυμπιακού, εξαιτίας κάποιων επιλογών του, οι οποίες, χωρίς να είναι ιδιαίτερα προκλητικές, δεν συμβάδισαν με το αίσθημα του λαού της ομάδας. Αυτό έχει συμβεί με τον Μελέτη (Τάκη) Περσία, ο οποίος χωρίς να έχει κάνει τίποτε που να συγκρίνεται με τα κακουργήματα των Δεληκάρη, Κυράστα, Σαργκάνη Αποστολάκη κ.λπ., παρ’ όλα αυτά, δεν απολαμβάνει της αναγνώρισης που θα μπορούσε να έχει στον Ολυμπιακό, γιατί οι οπαδοί κρύωσαν μαζί του για τους λόγους που θα εξηγήσουμε.
Ο Περσίας δεν ήταν όποιος-όποιος. Αποτελεί ίσως τον πιο επιτυχημένο ποδοσφαιριστή, που βγήκε απευθείας από τα σπλάχνα του συλλόγου, όπου εντάχθηκε από την ηλικία 15 ετών και έπαιξε στην πρώτη ομάδα χωρίς να περάσει προηγουμένως από κάπου αλλού. Σύμφωνα με τους αριθμούς, έχει ξεπεράσει και τον Πλέσσα των θρυλικών Μπέμπηδων, που ήταν όμοια περίπτωση.
Τα παραπάνω βέβαια ισχύουν εφόσον δεχτούμε ότι ο σπουδαίος Πέτρος Καραβίτης (των 200 συμμετοχών πρωταθλήματος) που πήγε στον Ολυμπιακό σε ηλικία 16 ετών δεν ήταν απόλυτα και ατόφια γηγενής Ολυμπιακός, αφού είχε ήδη πρωτοπαίξει, όταν ήταν 15 ετών, στον ΑΟ Χαϊδαρίου. Όσο για τον Δημήτρη Ελευθερόπουλο αυτός και πολύ λιγότερες συμμετοχές από τον Περσία είχε, αλλά επί πλέον προτού πάει στις ακαδημίες εφήβων του Ολυμπιακού είχε ξεκινήσει ως παιδί από τον Αργοναύτη.
Η αγωνιστική διαδρομή του Περσία στον Ολυμπιακό κάθε άλλο παρά αμελητέα ήταν. Πρωτοεμφανίστηκε στην βασική ενδεκάδα του Ολυμπιακού σε ηλικία 18-19 ετών. Αγωνίστηκε στην πρώτη ομάδα επί 9 αγωνιστικές περιόδους, ξεκινώντας από το 1976 και τελειώνοντας το 1985. Είχε 168 συμμετοχές σε αγώνες Πρωταθλήματος και πέτυχε 15 γκολ, ενώ είχε άλλες 34 συμμετοχές και 7 γκολ σε αγώνες Κυπέλλου. Ακόμη είχε και 11 συμμετοχές σε αγώνες για τις διοργανώσεις της Ευρώπης. Ασφαλώς θα είχε ακόμη περισσότερες συμμετοχές στο πρωτάθλημα, αν δεν πήγαινε επί ένα εξάμηνο, την περίοδο 1979/80, δανεικός στον Εθνικό, όπου και εκεί διακρίθηκε, αγωνιζόμενος σε 20 αγώνες και πετυχαίνοντας 3 γκολ.
Σε πολλά πρωταθλήματα (1977/78, 1978/79, 1980/81) ήταν πολύ βασικός παίκτης της ενδεκάδας, έχοντας περισσότερες από 30 συμμετοχές, ενώ και στα άλλα αγωνίστηκε πολύ, έχοντας πάνω από 20 συμμετοχές (1981/82, 1984/85).
Κατέκτησε με την ομάδα 3 πρωταθλήματα (1981, 1982, 1983), ενώ έχασε την ευκαιρία να πανηγυρίσει και ένα ακόμη το 1980, επειδή εκείνη την αγωνιστική περίοδο την τελείωσε ως παίκτης του Εθνικού, αν και είχε προλάβει τότε να αγωνιστεί για λίγο μέσα στην ίδια σεζόν και στον Ολυμπιακό, προτού μετακινηθεί στον Εθνικό. Κατέκτησε και ένα κύπελλο Ελλάδας το 1981.
Αγωνίσθηκε πάντα ως μέσος, τις περισσότερες φορές με επιθετικά καθήκοντα, χωρίς όμως να είναι κακός και στον ανασταλτικό τομέα, αφού ήταν μαχητικός, κυνηγούσε και μάρκαρε. Το βασικό προσόν του ως παίκτη, ήταν όντως σπάνιο. Ήταν η μεγάλη ικανότητά του για κατά μέτωπο επιθέσεις από το κέντρο του γηπέδου προς την αντίπαλη περιοχή. Είχε μοναδική ικανότητα να διεισδύει κεντρικά στη μεγάλη περιοχή, ξεπερνώντας τους αντιπάλους, που βρίσκονταν απέναντί του.
Δημιούργησε καλή παράδοση με την ΑΕΚ, εναντίον της οποίας είχε σκοράρει σε τρεις αγώνες πρωταθλήματος: 1-0 (1977), 2-2 (1982), 1-1 (1985).
Ως παίκτης του Ολυμπιακού ήταν πάντα άψογος και δεν προκάλεσε ποτέ πρόβλημα. Πάντα φιλότιμος, αγωνιστικός και ενθουσιώδης μέσα στο παιχνίδι. Αν σε αυτά προσθέσει κανείς το γεγονός ότι ήταν καλό και ήσυχο παιδί, ότι ήξερε μπάλα, καθώς και ότι προερχόταν από τα τσικό της ομάδας, αντιλαμβάνεται γιατί ήταν αγαπητός, όχι απλώς συμπαθής, στους οπαδούς της ομάδας.
Όλη αυτή την καλή εικόνα όμως, που δημιούργησε με την αξία του ως παίκτης μέσα στα γήπεδα με τη φανέλα του Ολυμπιακού, τη χάλασε αργότερα με κάποιες επιλογές του.
Αρχικά, όταν έφυγε από τον Ολυμπιακό (ουσιαστικά εκδιώχθηκε από τον Νταϊφά) το 1985, κάτω από το πνεύμα της ανάγκης ανανέωσης του υλικού, που κυριαρχούσε τότε, επέλεξε να πάει στον ΟΦΗ, αφού ο Γκέραρντ τον ήθελε διακαώς. Όμως ο ΟΦΗ ήταν ένα πασίγνωστο γνωστό πράσινο παράρτημα, στο οποίο έκαναν κουμάντο οι εχθροί του Ολυμπιακού οι Βαρδινογιάννηδες. Σε μια εποχή που ένας ανελέητος πόλεμος μεταξύ Νταϊφά και Βαρδινογιάννη μαινόταν, θα περίμενε κανείς από τον Περσία να είναι πολύ πιο προσεκτικός στην επιλογή του, αν και είναι γεγονός ότι τα χρήματα που του προσφέρθηκαν για τη μετακίνησή του στη Κρήτη ήταν πολλά.
Την κατάσταση επιδείνωσαν ακόμη δύο γεγονότα: αφενός μεν η κατάκτηση του κυπέλλου από τον ΟΦΗ το 1987, με την εικόνα του Περσία ως αρχηγού του ΟΦΗ και επίκεντρου των πανηγυρισμών στο ΟΑΚΑ, αφετέρου δε το γκολ που σημείωσε στο 89΄ στο ΟΑΚΑ κατά του Ολυμπιακού το 1986, με κεφαλιά, με το οποίο ο ΟΦΗ βγήκε στην Ευρώπη, κάτι που κανείς Ολυμπιακός και πολύ περισσότερο αυτοί που ήταν γήπεδο (και εγώ μεταξύ αυτών) δεν ήθελαν. Αλλά και κάποιες δηλώσεις του, που ήταν πολύ επαινετικές και κολακευτικές για το αφεντικό του ΟΦΗ Θόδωρο Βαρδινογιάννη, δεν ήχησαν καλά στα αυτιά των ολυμπιακών.
Παρ’ όλα αυτά, η οικογένεια του Ολυμπιακού δεν του κράτησε κάποια ιδιαίτερη κακία. Άλλωστε ποτέ στη ζωή του ο Περσίας δεν μίλησε άσχημα για τον Ολυμπιακό, το αντίθετο.
Έτσι όταν αποχώρησε από την ενεργό δράση (μετά από ένα πολύ σύντομο πέρασμα από τον Λεβαδειακό), ο Ολυμπιακός τον θυμήθηκε, και το 1995 τον έχρισε βοηθό προπονητή του Σταύρου Διαμαντόπουλου, που ήταν η επιλογή του Κόκκαλη εκείνη την εποχή. Μετά την περιπετειώδη αποχώρηση του Διαμαντόπουλου το 1996 ο Περσίας ανέλαβε πρώτος προπονητής του Ολυμπιακού. Η θητεία του στον ερυθρόλευκο πάγκο κράτησε πάνω από 5 μήνες και συγκεκριμένα από 12.1.1996 μέχρι 25.6.1996.
Στο διάστημα αυτό, ο Περσίας παρέτασσε την ομάδα διαρκώς με σύστημα 4-4-2, γιατί κατά την επικρατούσα εκδοχή αυτή ήταν η επιθυμία του Μπάγεβιτς, ο οποίος είχε ήδη συμφωνήσει με τον Ολυμπιακό να είναι ο προπονητής της ομάδας την επόμενη περίοδο. Συνεπώς ο Περσίας προετοίμαζε την ομάδα του Μπάγεβιτς για τη νέα σεζόν σύμφωνα με τις εντολές και επιθυμίες του Ντούσαν. Μάλιστα επειδή τότε ο Περσίας είχε δουλέψει πιστά, πρόθυμα και επιμελώς, ανταμείφθηκε με τη διατήρησή του στο προπονητικό τιμ του Ολυμπιακού την επόμενη περίοδο (1996/97), ως βασικός βοηθός προπονητή, δίπλα στον Ντούσαν.
Στον Ολυμπιακό έμεινε όλο το χρονικό διάστημα που κάθισε ο Μπάγεβιτς, δηλαδή μέχρι τον Νοέμβριο 1999 και συμμετείχε στους τίτλους πρωταθλήματα και κύπελλα της ομάδας, στην πορεία της στην Ευρώπη κ.λπ.
Όταν έφυγε ο Μπάγεβιτς, ο Περσίας έκανε τη δεύτερη λανθασμένη επιλογή. Αντί να προσπαθήσει να μείνει στον Ολυμπιακό ως γνήσιο τέκνο της ομάδας, προτίμησε να ακολουθήσει τον Μπάγεβιτς και έφυγε κι αυτός. Τόσο πολύ είχε συνδεθεί φιλικά με τον Μπάγεβιτς που επέλεξε να ταυτιστεί μαζί του και να τον συνοδεύσει, όπου και αν πήγαινε. Άφησε λοιπόν τον σύλλογο στον οποίο μεγάλωσε και διάλεξε ένα πρόσωπο που είχε γνωρίσει πριν από λίγα χρόνια, αποδεχόμενος ταυτόχρονα, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ότι θα βρισκόταν πάντα στη σκιά του Μπάγεβιτς, ως μόνιμος βοηθός του. Αυτή η συμπεριφορά του κόστισε και την περιθωριοποίηση του στη συνείδηση του οπαδού του Ολυμπιακού.
Από τότε Ντούσαν και Περσίας έγιναν αχώριστο ντουέτο. Όπου πήγαινε ο Ντούσαν τον έπαιρνε μαζί του. Αυτό έγινε όταν πήγε στον ΠΑΟΚ (2000-2002) και όταν επέστρεψε για πρώτη φορά στην ΑΕΚ (2002-2004).
Η περίοδος εκείνη στην ΑΕΚ ήταν εφιαλτική για τον ίδιο αφού, λόγω της ολυμπιακής προέλευσης του και της φιλίας του με τον ανεπιθύμητο Μπάγεβιτς, έγινε κόκκινο πανί για τους ΑΕΚτζήδες οπαδούς. Το τι άκουγε στο γήπεδο δεν περιγράφεται. Ακόμη και μέσα στο αεροπλάνο, κατά το ταξίδι της επιστροφής από ένα ματς της ΑΕΚ στην Κρήτη τον Δεκέμβριο του 2003, τον βρίσανε και του επιτεθήκανε.
Αυτό όμως δεν ήταν τίποτε μπροστά στον άγριο και απρόκλητο ξυλοδαρμό, που είχε υποστεί από ΑΕΚτζήδες μετά από τον αγώνα Ευρώπης με την Αϊντχόβεν τον Οκτώβριο του 2003, όταν πήγαινε να πάρει το αυτοκίνητό του. Η απερίγραπτη συμπεριφορά των οπαδών της ΑΕΚ απέναντι όχι μόνο στον ίδιο, αλλά και στον Περσία, ήταν ο λόγος που ο Ντούσαν δεν άντεξε, αφού είχε βαρεθεί κάθε λίγο και λιγάκι να συμπλέκεται με τους οπαδούς της ομάδας του.
Όταν ο Μπάγεβιτς αποχώρησε, ο Περσίας μετά από παράκληση του Ντούσαν, με πολλή δυσκολία έμεινε προσωρινός υπηρεσιακός προπονητής της ΑΕΚ για μια μόνο αγωνιστική (τον Φεβρουάριο του 2004), μέχρις ότου αναλάβει ο Ντουμιτρέσκου.
Την επόμενη χρονιά (2004/2005) ο Περσίας ακολούθησε τον Ντούσαν στη δεύτερη θητεία του στον Ολυμπιακό, που κατέληξε σε ένα ακόμη πρωτάθλημα.
Αργότερα όταν ο Μπάγεβιτς επέστρεψε για μια ακόμη φορά την περίοδο 2008/9 στην ΑΕΚ ο Περσίας δεν τον ακολούθησε. Για τους ΑΕΚτζήδες παρέμενε πάντα ένας ανεπιθύμητος παρείσακτος, λόγω της θητείας του στον Ολυμπιακό, και των γκολ που είχε σημειώσει κατά του δικεφάλου καθώς και της φιλίας του με τον Ντούσαν. Αλλά και ο ίδιος δεν μπορούσε να ξεχάσει τι έχει υποστεί στην ΑΕΚ την προηγούμενη φορά της συνεργασίας του με τον Μπάγεβιτς. Ακόμη και ο Μπάγεβιτς συμφώνησε με την απόφαση του Περσία.
Έτσι τέλειωσε οριστική η μεταξύ τους συνεργασία, αλλά όχι και η προσωπική φιλία τους, που έμεινε αλώβητη.
Σε προπονητικό επίπεδο, η προσκόλληση του στον Μπάγεβιτς τον έβλαψε πολύ. Το 2010 έκανε μια απόπειρα να επανέλθει στα «υπόψη» και να φωνάξει «παρών» σε πιθανό προσκλητήριο για στελέχωση προπονητικού ή τεχνικού πόστου στον Ολυμπιακό. Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας δεν είχε διστάσει να ασκήσει δυσμενή κριτική στον Ζίκο. Μάταια όμως.
Αργότερα εγκατέλειψε την προπονητική και τοποθετήθηκε Γραμματέας και Διευθυντής του πολύ γνωστού Εθνικού Γυμναστηρίου «Φωκιανός», πόστο που διατηρεί ως σήμερα.
Ο επίσημος Ολυμπιακός δεν έχει τίποτε με τον Περσία. Αναγνωρίζει την προσφορά του, δεν τον έχει κατηγορήσει ποτέ για τις επιλογές του και δεν παραλείπει να του ευχηθεί κάθε χρόνο, κάθε φορά που έχει γενέθλια. Άλλωστε πέρα από την αγάπη του για την ομάδα, ποτέ δεν πρόσβαλλε ούτε κατηγόρησε σε τίποτε τον Ολυμπιακό.
Παρ’ όλα αυτά, στη συνείδηση του Ολυμπιακού οπαδού, η στάση του Περσία να προτιμήσει και ακολουθήσει τον Μπάγεβιτς όπως ένας σκύλος τον κύριο του, ακόμη και όταν ο Ντούσαν πήγαινε σε ομάδες καθαρά και απροκάλυπτα εχθρικές προς τον Ολυμπιακό, σαν τον ΠΑΟΚ ή την ΑΕΚ, έμεινε ακατανόητη και ασυγχώρητη.
Το να κάθεσαι στο πάγκο των χειρότερων αντιπάλων του Ολυμπιακού και να συμμετέχεις στην προσπάθειά τους να κερδίσουν την ομάδα που αγάπησες, εκεί που ανατράφηκες, εκεί όπου σταδιοδρόμησες, δεν συγχωρείται εύκολα από τον οπαδό στο όνομα οποιασδήποτε προσωπικής φιλίας και οποιουδήποτε πνεύματος επαγγελματισμού.
Για τον λόγο αυτό, ιδίως στον αθλητισμό, όλοι θα πρέπει να προσέχουν τις επιλογές τους, γιατί ακόμη και αν δεν τους μισούν, δεν θα τους θυμούνται, όπως ακριβώς συμβαίνει με τον Περσία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου