Τι είναι άραγε αυτό που δένει τόσο πολύ μια πόλη με μια ομάδα; Ολυμπιακός και Πειραιάς είναι έννοιες ταυτόσημες. Και είναι έννοιες ταυτόσημες όχι σήμερα, το 2017, αλλά από το 1925. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά. Μια τέτοια μέρα, πριν 112 χρόνια, γεννήθηκε στην Σύρο ο μεγαλύτερος μάγκας που περπάτησε στον Πειραιά. Αυτός που έτρεξαν να τον φορτώσουν με τιμές και τίτλους αυτοί που τον κυνήγησαν. «Ο Πατριάρχης του Ρεμπέτικου». Ο δικός μας Μάρκος Βαμβακάρης.
Του red1925white
Οι γονείς του ήταν φτωχοί αγρότες και ήταν ο πρωτότοκος από έξι αδέλφια. Το 1917, σε ηλικία 12 ετών, έφυγε από τη Σύρο, αφού έριξε άθελά του έναν βράχο πάνω στη σκεπή ενός σπιτιού, και πήγε στον Πειραιά, όπου αργότερα τον ακολούθησε και η οικογένειά του. Εκεί ασχολήθηκε με διάφορα επαγγέλματα, όπως λιμενεργάτης (φορτοεκφορτωτής, εργάτης στα λεγόμενα «καρβουνιάρικα») και, περίπου από το 1925 μέχρι το 1935, ως εκδορέας στα δημοτικά σφαγεία Πειραιά και Αθηνών.
Το 1922, το Λιμάνι του Πειραιά θα γεμίσει με πρόσφυγες. Άνθρωποι και εμπορεύματα στοιβάζονται στην αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής. Η ζωή εκεί που δεν υπάρχει ζωή ψάχνει μια ανάσα. Και οι νότες του Βαμβακάρη είναι η αλήθεια πως θα λύσουν πολλούς κόμπους τα επόμενα χρόνια. Στις 10 Μαρτίου του 1925, θα έρθει στη ζωή και το καμάρι της πόλης, ο Ολυμπιακός Σύνδεσμος Φιλάθλων Πειραιώς. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να λείπει από μια πόλη κολασμένων το αθλητικό σωματείο που θα τους εκφράσει και θα δώσει παρηγοριά στη δύσκολη καθημερινότητά τους.
Ο Βαμβακάρης συμμετείχε στη περίφημη «τετράδα του Πειραιά». Τα χρόνια εκείνα η πόλη ήταν πιο σκληρή και αληθινή παρά ποτέ.
Λίκνο των ρεμπέτικων ήταν η περιοχή του Πειραιά, πρώτα η Δραπετσώνα και μετά η Τρούμπα. Στις περιοχές αυτές, γεννήθηκε το ρεμπέτικο τραγούδι γύρω στα 1920. Ακριβώς απέναντι από τον Αγιο Διονύση ήταν η ξύλινη γέφυρα του Ρεμπέτη, η γέφυρα που ένωνε τον Πειραιά με τα Βούρλα και τη Δραπετσώνα, και από κάτω περνούσε το τρένο της Λαρίσης. Για να γίνει κανείς ρεμπέτης, έπρεπε να περάσει αυτή τη γέφυρα, έλεγε ο Γιάννης Παπαϊωάννου. Στη Δραπετσώνα, έγιναν μετά το 1922 τα πρώτα μπουζουξίδικα που συγκέντρωναν τους μάγκες της εποχής.
Σε καθημερινή βάση, στα τότε στέκια της εποχής, γίνονταν φασαρίες. Μαχαιρώματα. Κυνηγητά με τη χωροφυλακή. Παρανομία, αγωνίες και καημός. Καημός για όσα χάθηκαν, για την προοπτική η οποία δεν υπήρχε και έπρεπε να βρεθεί.
Παράλληλα με τους τσαμπουκάδες, τη φτώχεια και τα ντράβαλα έρχονται τα πρώτα πρωταθλήματα. Το Ποδηλατοδρόμιο γεμίζει με κόσμο. Η ομάδα των ναυτικών και των κολασμένων έρχεται στο προσκήνιο. Ομάδα και πόλη σε πλήρη αρμονία.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα του χαρακτήρα της πόλης είναι η κηδεία του μπάρμπα-Γιάννη. Η πλατεία Καραϊσκάκη στον Πειραιά εκείνα τα χρόνια ήταν γεμάτη μικρά μαγαζάκια που είχαν όλα τα καλά της θάλασσας και της γης στους πάγκους τους. Τα παγωμένα βράδια, έβρισκαν καταφύγιο μέσα στην αγορά οι πλανόδιοι και οι άστεγοι του λιμανιού. Οι αγορίτες τους έβριζαν, αλλά ταυτόχρονα τους προστάτευαν σαν δικούς τους ανθρώπους. Ένα βράδυ πέθανε ένας άστεγος, ο μπάρμπα-Γιάννης. Οι αγορίτες ζήτησαν κανονική κηδεία, αλλά ο δήμος τους είπε να τον πετάξουν σε ένα καρότσι. Οι αγορίτες ζοχαδιάστηκαν, μάζεψαν λεφτά, τον έντυσαν με μαύρο κοστούμι που ποτέ δεν είχε ξαναβάλει, και του έκαναν μια μεγαλοπρεπή κηδεία. Δεν έχει ξαναδεί τόσο κόσμο σε κηδεία ο Πειραιάς, οι ρεμπέτες έπαιζαν τραγούδια για τον μπάρμπα-Γιάννη. Μέχρι και ο δήμαρχος αναγκάστηκε να πάει στην κηδεία.
Γι' αυτούς λοιπόν είναι αυτό το άρθρο. Για τους Πειραιώτες εκείνους που είχαν μάθει να μη μιλάνε πολύ ούτε και να κλαίγονται. Τους έβλεπες στο πέρασμα των χρόνων να γεμίζουν ρυτίδες από τα βάσανα και σημάδια, από τη σκληρότητα της καθημερινής επιβίωσης. Αν μπορούσες να το παρομοιάσεις με κάτι, θα ήταν μόνο με τα κύματα της θάλασσας που χτυπάνε τα βράχια.
Ο Πειραιάς γέννησε το ρεμπέτικο όπως και τον Ολυμπιακό γιατί δεν θα μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Η καθημερινότητα γεννά τις ανάγκες και τις αξίες μας από καταβολής κόσμου.
Το 1937, η χούντα Μεταξά λογοκρίνει τα χασικλίδικα και ανατρεπτικά τραγούδια του Βαμβακάρη, ενώ η δεκαετία του '40 αποτελεί μια πραγματικά άγρια περίοδο.
Ο ίδιος ο Βαμβακάρης λέει:
Χαρακτηριστικό της εποχής είναι πως ο Πειραιάς διέθετε τότε και έφιππη αστυνομία. Ενώ στο Καραϊσκάκη, το παρατσούκλι βαρκάρηδες έδινε και έπαιρνε. Οι πράσινοι «αριστοκράτες», εκείνες τις ταραγμένες ημέρες του 1930, αποκαλούσαν υποτιμητικά τους Ολυμπιακούς «βαρκάρηδες», προσδιορίζοντας με αυτόν τον τρόπο το μεταξύ τους ταξικό φράγμα. Οι Βαρκάρηδες περηφανεύονταν γι’ αυτόν τον τίτλο που υποδήλωνε τον απλό άνθρωπο της καθημερινής βιοπάλης.
Ο Βαμβακάρης πέρασε ένα σημαντικό διάστημα της ζωής του στο Κερατσίνι. Εκεί δίπλα από το νεκροταφείο της Ανάστασης, έζησε σε ένα σπίτι προσφυγικού τύπου με κοινή αυλή. Ανάμεσα στο Κερατσίνι, τον λόφο του Βώκου και τα βράχια της Πειραϊκής έγραψε μερικά από τα γνωστότερα τραγούδια του.
Αυτός λοιπόν ήταν ο Βαμβακάρης, σκληρός και συναισθηματικός συνάμα. Αλήτης και κύριος ακριβώς όπως και η πόλη που έζησε. Ακριβώς όπως και η ομάδα που αγαπάμε.
Του red1925white
Οι γονείς του ήταν φτωχοί αγρότες και ήταν ο πρωτότοκος από έξι αδέλφια. Το 1917, σε ηλικία 12 ετών, έφυγε από τη Σύρο, αφού έριξε άθελά του έναν βράχο πάνω στη σκεπή ενός σπιτιού, και πήγε στον Πειραιά, όπου αργότερα τον ακολούθησε και η οικογένειά του. Εκεί ασχολήθηκε με διάφορα επαγγέλματα, όπως λιμενεργάτης (φορτοεκφορτωτής, εργάτης στα λεγόμενα «καρβουνιάρικα») και, περίπου από το 1925 μέχρι το 1935, ως εκδορέας στα δημοτικά σφαγεία Πειραιά και Αθηνών.
Το 1922, το Λιμάνι του Πειραιά θα γεμίσει με πρόσφυγες. Άνθρωποι και εμπορεύματα στοιβάζονται στην αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής. Η ζωή εκεί που δεν υπάρχει ζωή ψάχνει μια ανάσα. Και οι νότες του Βαμβακάρη είναι η αλήθεια πως θα λύσουν πολλούς κόμπους τα επόμενα χρόνια. Στις 10 Μαρτίου του 1925, θα έρθει στη ζωή και το καμάρι της πόλης, ο Ολυμπιακός Σύνδεσμος Φιλάθλων Πειραιώς. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να λείπει από μια πόλη κολασμένων το αθλητικό σωματείο που θα τους εκφράσει και θα δώσει παρηγοριά στη δύσκολη καθημερινότητά τους.
Ο Βαμβακάρης συμμετείχε στη περίφημη «τετράδα του Πειραιά». Τα χρόνια εκείνα η πόλη ήταν πιο σκληρή και αληθινή παρά ποτέ.
Λίκνο των ρεμπέτικων ήταν η περιοχή του Πειραιά, πρώτα η Δραπετσώνα και μετά η Τρούμπα. Στις περιοχές αυτές, γεννήθηκε το ρεμπέτικο τραγούδι γύρω στα 1920. Ακριβώς απέναντι από τον Αγιο Διονύση ήταν η ξύλινη γέφυρα του Ρεμπέτη, η γέφυρα που ένωνε τον Πειραιά με τα Βούρλα και τη Δραπετσώνα, και από κάτω περνούσε το τρένο της Λαρίσης. Για να γίνει κανείς ρεμπέτης, έπρεπε να περάσει αυτή τη γέφυρα, έλεγε ο Γιάννης Παπαϊωάννου. Στη Δραπετσώνα, έγιναν μετά το 1922 τα πρώτα μπουζουξίδικα που συγκέντρωναν τους μάγκες της εποχής.
Σε καθημερινή βάση, στα τότε στέκια της εποχής, γίνονταν φασαρίες. Μαχαιρώματα. Κυνηγητά με τη χωροφυλακή. Παρανομία, αγωνίες και καημός. Καημός για όσα χάθηκαν, για την προοπτική η οποία δεν υπήρχε και έπρεπε να βρεθεί.
Παράλληλα με τους τσαμπουκάδες, τη φτώχεια και τα ντράβαλα έρχονται τα πρώτα πρωταθλήματα. Το Ποδηλατοδρόμιο γεμίζει με κόσμο. Η ομάδα των ναυτικών και των κολασμένων έρχεται στο προσκήνιο. Ομάδα και πόλη σε πλήρη αρμονία.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα του χαρακτήρα της πόλης είναι η κηδεία του μπάρμπα-Γιάννη. Η πλατεία Καραϊσκάκη στον Πειραιά εκείνα τα χρόνια ήταν γεμάτη μικρά μαγαζάκια που είχαν όλα τα καλά της θάλασσας και της γης στους πάγκους τους. Τα παγωμένα βράδια, έβρισκαν καταφύγιο μέσα στην αγορά οι πλανόδιοι και οι άστεγοι του λιμανιού. Οι αγορίτες τους έβριζαν, αλλά ταυτόχρονα τους προστάτευαν σαν δικούς τους ανθρώπους. Ένα βράδυ πέθανε ένας άστεγος, ο μπάρμπα-Γιάννης. Οι αγορίτες ζήτησαν κανονική κηδεία, αλλά ο δήμος τους είπε να τον πετάξουν σε ένα καρότσι. Οι αγορίτες ζοχαδιάστηκαν, μάζεψαν λεφτά, τον έντυσαν με μαύρο κοστούμι που ποτέ δεν είχε ξαναβάλει, και του έκαναν μια μεγαλοπρεπή κηδεία. Δεν έχει ξαναδεί τόσο κόσμο σε κηδεία ο Πειραιάς, οι ρεμπέτες έπαιζαν τραγούδια για τον μπάρμπα-Γιάννη. Μέχρι και ο δήμαρχος αναγκάστηκε να πάει στην κηδεία.
Γι' αυτούς λοιπόν είναι αυτό το άρθρο. Για τους Πειραιώτες εκείνους που είχαν μάθει να μη μιλάνε πολύ ούτε και να κλαίγονται. Τους έβλεπες στο πέρασμα των χρόνων να γεμίζουν ρυτίδες από τα βάσανα και σημάδια, από τη σκληρότητα της καθημερινής επιβίωσης. Αν μπορούσες να το παρομοιάσεις με κάτι, θα ήταν μόνο με τα κύματα της θάλασσας που χτυπάνε τα βράχια.
Ο Πειραιάς γέννησε το ρεμπέτικο όπως και τον Ολυμπιακό γιατί δεν θα μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Η καθημερινότητα γεννά τις ανάγκες και τις αξίες μας από καταβολής κόσμου.
Το 1937, η χούντα Μεταξά λογοκρίνει τα χασικλίδικα και ανατρεπτικά τραγούδια του Βαμβακάρη, ενώ η δεκαετία του '40 αποτελεί μια πραγματικά άγρια περίοδο.
Ο ίδιος ο Βαμβακάρης λέει:
Βέβαια στον κύκλο που γύριζα, να πούμε, τον μάγκικο αυτό, στους τεκέδες που πήγαινα, ακούγαμε πολλά για διάφορους κουτσαβάκηδες προσωπικότητες... Εκεί, όταν είχα γνωρίσει τον Αλέκο τον Σχίζα, να πούμε, κάθε μέρα επήγαινα στο σπίτι αυτουνού, εκεί στην Κρεμμυδαρού που ήταν το Καστράκι. Πίναμε χασίσι. Είχε λεφτά αυτός. Επήγαινα και του μάθαινα μπουζούκι και φουμέρναμε κιόλας ε; Αυτός έμενε εκεί κάτω στην Κρεμμυδαρού, εδώ στο λιμάνι του Πειραιώς. Και πήγαινα κάθε μέρα στην κάμαρά του. Ώσπου τώρα αυτόν τον ζήταγε η Ασφάλεια Αθηνών για κάτι κλοπές που γινόντανε. Και ξέρανε αυτοί ότι άλλος δεν μπορεί να τις κάνει ειμή αυτός, αλλά δεν ξέρανε πού βρίσκεται...
Χαρακτηριστικό της εποχής είναι πως ο Πειραιάς διέθετε τότε και έφιππη αστυνομία. Ενώ στο Καραϊσκάκη, το παρατσούκλι βαρκάρηδες έδινε και έπαιρνε. Οι πράσινοι «αριστοκράτες», εκείνες τις ταραγμένες ημέρες του 1930, αποκαλούσαν υποτιμητικά τους Ολυμπιακούς «βαρκάρηδες», προσδιορίζοντας με αυτόν τον τρόπο το μεταξύ τους ταξικό φράγμα. Οι Βαρκάρηδες περηφανεύονταν γι’ αυτόν τον τίτλο που υποδήλωνε τον απλό άνθρωπο της καθημερινής βιοπάλης.
Ο Βαμβακάρης πέρασε ένα σημαντικό διάστημα της ζωής του στο Κερατσίνι. Εκεί δίπλα από το νεκροταφείο της Ανάστασης, έζησε σε ένα σπίτι προσφυγικού τύπου με κοινή αυλή. Ανάμεσα στο Κερατσίνι, τον λόφο του Βώκου και τα βράχια της Πειραϊκής έγραψε μερικά από τα γνωστότερα τραγούδια του.
Αυτός λοιπόν ήταν ο Βαμβακάρης, σκληρός και συναισθηματικός συνάμα. Αλήτης και κύριος ακριβώς όπως και η πόλη που έζησε. Ακριβώς όπως και η ομάδα που αγαπάμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου