Η γειτονιά που μεγάλωσε και έζησε στα παιδικά του χρόνια, κέντρο, δυστυχώς δεν είχε χώρους για παιχνίδι στον δρόμο. Η μόνη ευκαιρία τα διαλείμματα στο σχολείο. Μπάλα μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι... και λίγο παραπάνω. Οι ομάδες πάντοτε χωρισμένες σε Φενερμπαχτσελήδες και Γαλατασαραϊλήδες, τις δυο μεγάλες ομάδες της Πόλης.
Του Λευτέρη Θεοδωρίδη
Οι πρώτοι ήταν και οι περισσότεροι, μιας και σ’ αυτήν έπαιζε ο καλύτερος παίκτης εκείνης της εποχής, ο περίφημος Λευτέρης Αντωνιάδης. Οι Τούρκοι τού είχαν κολλήσει το παρατσούκλι «Κιουτσουκ», δηλαδή μικρός (το δέμας), και έτσι έμεινε «ο Ρωμιός Λευτέρης Κιουτσουκαντωνιαδης». Στη δύση της καριέρας του, μάλιστα, είχε έρθει στην Ελλάδα και έπαιξε λίγα παιχνίδια στην ΑΕΚ.
Πίσω στην ιστορία μας για να την συνδέσουμε και με το θέμα μας. Ο μικρός, στην τάξη του, είχε έναν συμμαθητή που κάθε καλοκαίρι έκανε διακοπές στην Αθήνα. Μόλις έκλειναν τα σχολεία, ο Ντίνος στην Αθήνα. Στην επιστροφή του, μετά τα «Πώς τα πέρασες» κ.λπ., άρχιζε να «μεταδίδει» φανταστικούς αγώνες με το στυλ των σπορτκάστερ, τύπου:
«… Και να, αγαπητοί μου ακροατές, τώρα κατεβαίνει από δεξιά ο Γκαϊτατζής. Δίνει πάσα στον Πολυχρονίου, αυτός στον Παπάζογλου, με μια ντρίμπλα αυτός στον Σιδέρη... Σιδέρης... Σιδέρης… Σιδέρης, μπαίνει στην μικρή περιοχή, ένα καταπληκτικό σουτ και γκοοοοολ!...»
Κάπως έτσι!
– Ποιοι είναι όλοι αυτοί, μπρε Ντίνο;
– Αααα, αυτοί είναι παίκτες του Ολυμπιακού, της καλύτερης ομάδας της Ελλάδας!
– Τους είδες από κοντά;
– Αμέ... Με πήγαινε ο πατέρας μου στο Καραϊσκάκη όποτε παίζαμε.
(Είχε γίνει και οπαδός!).
– Ναι ε; Αφού είναι έτσι, κι εγώ θα γινώ Ολυμπιακός! Πού ξέρεις, μπορεί κι εγώ κάποτε να πάω στην Αθήνα να τους δω από κοντά!
Η μέρα αυτή δεν άργησε! Αντίθετα ήρθε πιο γρήγορα απ’ ό,τι περίμενε. Στο ατελιέ, που λέγαμε πιο πάνω, ο πατέρας είχε στη δούλεψή του δυο κοπέλες, τη Σουλτάνα και τη Μαρίκα. Κάθε βράδυ, στις 8 που σχολάγανε, ερχόντουσαν οι «αρραβωνιαστικοί» από κάτω και σφύριζαν, ο καθένας με τον σκοπό του, σημάδι ότι «ήρθαμε, κατεβείτε». Μια μέρα, αντί γι’ αυτό, ανέβηκαν επάνω.
– Πώς απ’ εδώ παιδιά;
– Να, σήμερα θα πάμε στο γήπεδο και δεν θα πάρουμε τα κορίτσια. Ήρθε μια ομάδα από την Ελλάδα και παίζουνε τελικό στο Μιτατπασά. Λέγαμε, αν συμφωνείς, να πάρουμε τον μικρό μαζί μας! Μετα το ματς, θα τον φέρουμε αμέσως πίσω.
– Ποια ομάδα, βρε παιδιά;
– Ο Ολυμπιακός, κυρ-Αλέκο....
«Αμάν! Η ομάδα μου», σκέφτηκε ο μικρός. Έστω η δεύτερη – ακόμα η Φενερ ήταν η πρώτη!
– Μπαμπά, θα μ ‘αφήσεις;
– Ναι, αλλά να προσέχεις, Να ακούς ό,τι σου λένε ο Δημητρός κι ο Βασίλης.
Έτσι κατηφόρισαν οι τρεις τους στο γήπεδο. Τρελός από χαρά ο μικρός, που θα έβλεπε από κοντά όλους αυτούς τους παικταράδες, που του έλεγε ο Ντίνος. Μια μικρή απογοήτευση όταν φτάσανε στο γήπεδο και αντί να μπούνε μέσα βολεύτηκαν σε ένα μικρό ύψωμα πίσω από το πέταλο. Δεν φτάνανε τα λεφτά για εισιτήριο φαίνεται στα παιδιά... «Έστω κι έτσι, κάτι θα δούμε», σκέφτηκε ο μικρός. Σαν να διάβασε τη σκέψη του, ο Δημητρός τού είπε, για να τον παρηγορήσει:
– Μη στεναχωριέσαι. Θα σε παίρνουμε «μπινου» (στους ώμους) μια εγώ και μια ο Βασίλης!
Έτσι κι έγινε. Μια στις πλάτες του Βασίλη, μια στου Δημητρού. Το παιχνίδι δεν το ευχαριστήθηκαν πολύ είτε επειδή το έβλεπαν από απόσταση είτε επειδή δεν έμπαινε γκολ με τίποτα. Το τέλος τους όμως επιφύλαξε τη μεγαλύτερη χαρά! Γκολ ο Ολυμπιακός, λίγο πριν τη λήξη. Χαρές και πανηγύρια τόσο στις κερκίδες όσο και στα πέριξ! Πανζουρλισμός με τους Ρωμιούς, που φυσικά υποστήριζαν τον Ολυμπιακό! Μουρμούρες από τους Τούρκους, που δεν ήθελαν μια ελληνική ομάδα να σηκώνει κύπελλο μέσα στην Πόλη, έστω κι αν ο αντίπαλος ήταν μια ξένη ομάδα. Ο μικρός πάντως το καταχάρηκε. Την άλλη μέρα, στο σχολείο με τον Ντίνο άλλη κουβέντα δεν είχαν πάρα μόνο για το παιχνίδι και τη μεγάλη νίκη.
Λίγο μετά, άρχισαν τα γνωστά επεισόδια με αφορμή τα γεγονότα στην Κύπρο. Διωγμοί, απελάσεις Ελλήνων υπηκόων. Για άλλη μια φορά, ο ελληνισμός σε απόγνωση... Οι οικογένειες, η μια μετα την άλλη, ξεσηκώθηκαν, με στόχο να σώσουν το βιός και τις ζωές τους. Οι περισσότεροι στην Ελλάδα. Έτσι κι ο κυρ-Αλέκος, με τη φαμελιά του, τα μάζεψε και κατέβηκαν Αθήνα. Ο μικρός σε νέο σχολικό περιβάλλον. Μετα τις πρώτες επαφές, τα «Από πού είσαι; Πώς σε λένε;» κ.λπ., η κουβέντα ερχόταν στα οπαδικά.
– Από την Πόλη, ε; Αεκτζής;
– Όχι, όχι. Ολυμπιακός!
– Μα πώς; Όλοι οι Πολίτες Αεκτζήδες είναι...
– Ε, εγώ όχι... Να σας πω… Ένας συμμαθητής μου... Ο τελικός στο Βαλκανικό...
Μεγαλώνοντας, σιγά σιγά άρχισε να πηγαίνει Καραϊσκάκη, επαρχία, άλλοτε μόνος άλλοτε με παρέα, πάντοτε με κασκόλ με τη ριγωτή, μαζί με τους άλλους τρελούς και ημίτρελους. «Ο-λυ-μπια-κός»! Συνθήματα. Έτριζαν οι κερκίδες όταν άρχιζαν τα ποδοβολητά...
Οι οικονομικές δυσκολίες τον οδήγησαν στο νυχτερινό σχολείο. Δουλειά το πρωί, καινούργιες παρέες και πάντοτε η κουβέντα θα έφτανε στο: «Ε, αφού είσαι από την Πόλη, Αεκτζής, ε;» «Όχι... Ολυμπιακάρα!». Και πάλι τα γιατί και τα πώς...
Χρόνια αργότερα, σε μάζωξη παλιών συμμαθητών, ή ριγιούνιον, όπως το λένε, ξαναβρεθήκανε με τον Ντίνο. Αγκαλιές, φιλιά.
– Αδελφέ μου!
– Φίλε μου!
– Ολυμπιακάρα μου!
– Α όχι. Εγώ άλλαξα. Έγινα ΑΕΚ!
– Έλα, ρε Ντίνο, τι ‘ναι αυτά που μου λες; Γυναίκα αλλάζεις, κόμμα αλλάζεις, ακόμα και θρησκεία! Ομάδα δεν αλλάζεις!
Ναι, ομάδα δεν αλλάζεις, όσες δύστοκες εποχές κι αν ζήσεις, όσα πρωταθλήματα σερί κι αν χάσεις. Όσες πίκρες ευρωπαϊκές κι αν σου κάτσουν. Μετα θα γυρίσει το χαρτί. Θα 'ρθουν εποχές θριάμβων, με τα τρόπαια να γεμίζουν τις προθήκες. Θα έρθουν και τα πρώτα διπλά στην Ευρώπη, το απωθημένο μας. Μέχρι που θα έρθει και το πρώτο Ευρωπαϊκό να προστεθεί στα άλλα του μπάσκετ, του βόλεϊ, του πόλο… Και δεν θα μείνουμε εκεί, θα σηκώσουμε κι άλλα πολλά... Ο Θρύλος μας θα ζει αιώνια....
Χρόνια πολλά, Ολυμπιακάρα μας....