Του 19Π25
Aν η ιστορία ήταν παραμύθι, θα ξεκινούσε με το «μια φορά κι έναν καιρό», αλλά δεν είναι. Όσα συνέβησαν είναι αλήθεια, και έγιναν κι άλλα πολλά που δεν μπορούν να ειπωθούν. Γιατί καμία γλώσσα δεν είναι τόσο πλούσια ώστε να εφεύρει τις λέξεις που θα περιγράψουν εκείνα τα δευτερόλεπτα της παράνοιας, σε κάποιο γήπεδο, σε κάποια εκδρομή, σε κάποιο καφενείο, που ένιωσες εσύ που διαβάζεις το κείμενο. Αν σε πετάξουν σε έναν ωκεανό και προσπαθήσεις αμέσως να βρεθείς στη στεριά, το σίγουρο είναι πως θα πνιγείς. Θέλει μικρούς στόχους και οικονομία δυνάμεων για να καταφέρεις να σωθείς. Έτσι είναι και με τα εκατό χρόνια του Ολυμπιακού. Δεν μπορείς να μιλήσεις για όλα γιατί δεν θα έφταναν 100 τόμοι για να καλύψουν το θέμα. Έτσι κι εγώ επέλεξα μια μικρή ιστορία, κοντινή χρονολογικά, για να τιμήσω με την απειροελάχιστη συνεισφορά μου τον μεγαλύτερο πολυαθλητικό σύλλογο του πλανήτη. Και δεν μιλάω μόνο για τρόπαια, αλλά για το πως τον έχουμε εμείς μες στις καρδιές μας, που λέει και το γνωστό σύνθημα.
Πριν όμως μιλήσω για τον δικό μου Ολυμπιακό, κρίνω σκόπιμο να γράψω δυο λόγια για το μέρος στο οποίο γεννήθηκε και μεγάλωσε η μεγάλη μας αγάπη. Ο Πειραιάς ήταν πάντα ένα σταυροδρόμι ψυχών και πολιτισμών, ένα λιμάνι που ξεχώριζε τους ταξιδιώτες από τους επιβάτες από ένα και μόνο χαρακτηριστικό. Οι πρώτοι κοιτάζουν πάντα μπροστά όταν σαλπάρει το καράβι, αναζητώντας την επόμενη περιπέτεια που ανοίγεται συναρπαστικά μπροστά τους, ενώ οι δεύτεροι κοιτάζουν πάντα πίσω, μελαγχολώντας, με ένα φόβο να φωλιάζει στην ψυχή τους, θέλοντας να κρατήσουν λίγο ακόμη την ασφάλεια του λιμανιού. Ο Ολυμπιακός ανήκε ξεκάθαρα στους πρώτους γιατί γεννήθηκε στον Πειραιά, αλλά ταξίδεψε στα πέρατα του κόσμου. Ο Πειραιάς, λοιπόν, το λιμάνι της αγωνιάς, η μεγάλη «μάνα» της προσφυγιάς το 1922, οι παραγκουπόλεις στα δυτικά του Λιμανιού, οι εξαθλιωμένοι, οι «βαρκάρηδες», αυτοί που δεν είχαν κανένα μέλλον και με δυσκολία υποκρίνονταν πως έχουν παρόν. Η μήτρα του ρεμπέτικου, ο Βαμβακάρης, η πρέζα που θέριζε, τα μαχαιρώματα σε καθημερινή βάση. Έχουν για όλα αυτά γράψει άλλωστε ο Καραγάτσης στον Γούγκερμαν και ο Τσοκόπουλος, που το παρομοιάζει με το Μάντσεστερ της Ελλάδας.
Μέσα σε αυτό το ατελείωτο βουητό της ελπίδας και στην παγωμάρα της σιωπής και της απόγνωσης για ένα μέλλον που δεν έρχεται ποτέ, γεννιέται, στις 10 Μαρτίου, ο Ολυμπιακός Σύνδεσμος Φιλάθλων Πειραιώς. Που σήμερα κλείνει έναν αιώνα ζωής και γίνεται η ζωή που τρέχει παράλληλα με τη ζωή μας. Μέσα λοιπόν σε αυτό το πλαίσιο, μια ακόμη μικρή και ασήμαντη ιστορία ερυθρόλευκη, έτσι για την ατελείωτη καψούρα μας που δεν υπάγεται σε κανένα καλούπι λογικής και ανάλυσης. Ο Πειραιάς είναι το μέρος που τα παιδιά μάθαιναν τα λόγια από τη Φραγκοσυριανή πριν μάθουν το Πάτερ Ημών. Είναι το μέρος που τα παιδιά λένε πρώτα Ολυμπιακός και μετά «μαμά» και «μπαμπάς».
Βρίσκομαι ξανά στο νοσοκομείο, για πολλοστή φορά, πάλι να περιμένω έξω από τις αίθουσες των χειρουργείων. Η ταχυκαρδία μού χτυπάει την πόρτα. «Ίσως φταίει ο πρωινός καφές», σκέφτομαι, αυτός που ήπια για να μπορέσω να σταθώ όρθιος από την κούραση και το άγχος. Μα γιατί κοροϊδεύω τον εαυτό μου;. Σίγουρα δεν προέρχεται από αυτό. Είναι μια ακόμη ύπουλη κρίση πανικού. Μαζεύτηκαν πολλά πάλι και τώρα ξεσπάνε, την πιο ακατάλληλη και χειρότερη στιγμή. Το «έξυπνο ρολόι», αυτό που έχω προγραμματίσει να χτυπάει όταν πιάνω τους 125 παλμούς, για να χρησιμοποιώ τεχνικές δραπέτευσης ώστε να ηρεμώ, ειδικότερα στο γήπεδο, με ενημερώνει πως έφτασα σε τριψήφιο αριθμό παλμών. Κάθομαι για λίγο στο παγκάκι που βρίσκεται στο μεταίχμιο ήλιου και σκιάς σαν τη ζωή μας. Προσπαθώ να βάλω σε μια σειρά τις σκέψεις μου. Τι θα γίνει με τη βιοψία; Με τα χρήματα που χρειάζονται; Πώς γίναμε έτσι να μπαινοβγαίνουμε στα νοσοκομεία κάθε τρεις και λίγο; Δεν με βοηθάνε ιδιαίτερα αυτές οι σκέψεις. Ας το πάρω λίγο αλλιώς. Αύριο παίζουμε μπάσκετ με την Εφες. Το παιχνίδι είναι δύσκολο, αλλά με ακόμη μια νίκη κλειδώνουμε για τα καλά την πρώτη θέση προς ώρας. Ο Φουρνιέ είναι ανεβασμένος, ο Βενζέκοφ σταθερά εντυπωσιακός, θα έχει παλμό το γήπεδο; Μου φαίνομαι γελοίος που κάνω τέτοιες σκέψεις έξω από το νοσοκομείο. Όμως λειτουργούν. Πέφτω στους 86 παλμούς. Σκέφτομαι φίλους που θα δω αύριο, αν όλα έχουν πάει καλά, ίσως μερικές μπίρες μετά το παιχνίδι και καμιά κουβέντα. Βοηθάνε.
Μετά από μια ώρα συλλογισμών, χτυπάει το τηλέφωνο της. Το έχω εγώ. Είναι ο γιατρός. «Τελειώσαμε», μου λέει, «έλα στο μείον τρία». Κατεβαίνω, πληρώνω, «είμαστε συγκρατημένα αισιόδοξοι», μου λέει, «αλλά θα περιμένουμε δυο εβδομάδες για τα αποτελέσματα». Kι εκεί που πάω να χαμογελάσω, πάλι παγώνω. Σκέφτομαι τις 30 ώρες που έχω μπροστά μου για να βρεθώ στο επάνω διάζωμα του ΣΕΦ. Να μετρήσω ξανά τα σκαλοπάτια, να περπατήσω στην πιο ωραία οπαδική στοά του πλανήτη. Και όλα γίνονται αρμονικά και μπαίνουν στη σειρά και πάλι. Ο καιρός είναι γλυκός. Έχει σχεδόν ανοιξιάσει. Πάντα είναι σαν άνοιξη στον Πειραιά. Παρατηρώ απέναντι το Καραϊσκάκη με τον χαμηλό φωτισμό του, πανέμορφο και σιωπηλό. Η Καστέλα νομίζεις πως ακουμπάει τα αστέρια που έχει απλώσει ο καθαρός ουρανός. Και πιάνουμε κουβέντες απέξω για να χορτάσουμε ομορφιά και εικόνες. Μετά από περίπου μια ώρα, μπαίνω μέσα και βλέπω άπαντες στη θέση τους. «Τι έγινε;» με ρωτάνε με ειλικρινές ενδιαφέρον και σκέφτομαι πως αυτό το μικρό κομμάτι στον πλανήτη ήταν και παραμένει το μόνο που μας δέχεται ακριβώς γι’ αυτό που είμαστε χωρίς ποτέ να μας κρίνει. Και είναι συγκινητικό να χωράς και να κουμπώνεις εκεί που αγαπάει η καρδιά σου. Το παιχνίδι εξελίσσεται καλά και κάπου στο τρίτο δεκάλεπτο ξεκινάει το πάρτι. Μάτια κλειστά, χέρια ανοιχτά, κασκόλ τεντωμένα. «Θρύλε θεέ, χρόνια πολλά, 100 χρόνια και δεν είναι αρκετά / Κρατήσαμε όμως πιστά και τα κασκόλ και τη σημαία μας ψηλά / Έχεις βαριά κληρονομιά, έχεις νεκρούς και ερυθρόλευκη στρατιά / Έχεις τρελούς σ' όλη τη γη που δε θα φύγουν από δίπλα σου στιγμή..» Σε λούπα ασταμάτητα, και απλώνεται παντού.
Το τραγουδάνε άνθρωποι κάθε ηλικίας και, εκείνη ακριβώς τη στιγμή που έχουμε παραδοθεί στην αγνότητα της αγάπης, σκέφτομαι πόσοι και πόσες ήταν εδώ πριν από εμάς, πόσοι θα έρθουν όταν πια εμείς δεν θα υπάρχουμε, σκέφτομαι παίχτες, παράγοντες, προπονητές ακόμη και οπαδούς που δεν πρόλαβαν να δουν το Ευρωπαϊκό στην μπάλα, τον Βασίλη, τον πατέρα, όλοι έχουν δικούς τους ανθρώπους που σκέφτηκαν εκείνη την άγια νύχτα. Όλοι τους σκέφτονται τώρα, στα εκατό χρόνια. Γιατί δεν γίνεται να μη σκεφτείς τη ζωή σου που πηγαίνει παράλληλα με τον Ολυμπιακό, τον δικό μας Ολυμπιακό που δεν χάνει ποτέ, γιατί είναι πολλά περισσότερα από μια νίκη και μια ήττα. Είναι συναίσθημα αγνό και ματωμένο, που λένε και οι στίχοι, είναι αυτό που μας πήρε από το χέρι από μικρά παιδιά και μας έδωσε ένα ακόμη νόημα στη ζωή μας. Είναι ο Ολυμπιακός που πήραμε από τους μεγαλύτερους και έχουμε χρέος να αφήσουμε στους νεότερους ακόμη πιο μεγάλο, ακόμη πιο παθιασμένο.
Δεν ξέρω τι να γράψω για τα εκατό χρόνια. Είναι τεράστιο το θέμα, με ξεπερνάει κατά πολύ. Θα πω μόνο αυτό. Να τιμάμε την ιστορία μας, να μαθαίνουμε από αυτή και να μην ξεχνάμε ποτέ τους ανθρώπους που έφυγαν με το όνομα του συνδέσμου στα χείλη τους. Και έτσι σαν διαπίστωση. Είναι φτωχές οι λέξεις μπροστά στα συναισθήματα.
Θρύλε θεέ, χρόνια πολλά
100 χρόνια και δεν είναι αρκετά.