Των RedTerso & Dr. Jekyll
Η περσινή χρονιά ολοκληρώθηκε με τον Ολυμπιακό να κατακτά μεν το πρωτάθλημα, αλλά ταυτόχρονα να αποκλείεται από το Champions League, να αγκομαχεί να αποκλείσει την Αροούκα για να περάσει στους ομίλου του Europa, να προκρίνεται ασθμαίνοντας από έναν σχετικά εύκολο όμιλο, να αποκλείεται από την φάση των «16» και στο τέλος να αποκλείεται και στον ημιτελικό του κυπέλλου από το αεκάκι. Και όλα αυτά να συνοδεύονται από την εναλλαγή πέντε (!?!) προπονητών στη θέση της τεχνικής ηγεσίας. Φέτος η διοίκηση έδωσε τα κλειδιά το καλοκαίρι στον Μπέσνικ Χάσι, σε μια κίνηση, που εμείς ως Biancorossi1925 διαφωνούσαμε πλήρως. Ο Χάσι προετοίμασε την ομάδα για να περάσει στους ομίλους του Ch. League και δεν την προετοίμασε για οτιδήποτε άλλο, με συνέπεια όταν έφθασε ο Σεπτέμβρης, και ξεκίνησαν οι σοβαρές αγωνιστικές υποχρεώσεις, το ένα τραγικό αποτέλεσμα να διαδέχεται το άλλο. Μετά ακολούθησαν διάφορα τραγελαφικά σκηνικά εντός και εκτός αγωνιστικού χώρου και φτάσαμε στην απόλυση του τσαρλατάνου που καθόταν στον πάγκο, για να προσληφθεί ξανά ο Λεμονής, ο οποίος είχε απολυθεί, για να προσληφθεί... ο Χάσι. Μύλος...
Αυτή τη στιγμή ο Ολυμπιακός έχει αποκλειστεί από τη συνέχεια των ευρωπαϊκών διοργανώσεων, είναι πρώτος στο πρωτάθλημα, μετά το τέλος του πρώτου γύρου, αλλά με οριακή διαφορά από τους συνεταίρους διεκδικητές, και έχει, σχεδόν, προκριθεί στους «8» του κυπέλλου. Από μόνη της αυτή η συνθήκη δεν είναι τόσο κακή, χωρίς φυσικά να σημαίνει ότι υπάρχει κάποιος λόγος να είμαστε και ευχαριστημένοι. Αν όμως συνυπολογίσουμε το απαράδεκτο ποδόσφαιρο, που παίζει κατά κανόνα η ομάδα, το έλλειμμα ποιότητας που βλέπουμε στο ρόστερ, καθώς και τις ήττες με κάτω τα χέρια στα ντέρμπι, καλό θα ήταν να σκεφτούμε λύσεις για το εγγύς και, κυρίως, για το μεσοπρόθεσμο μέλλον. Αυτή είναι και η στοχοθεσία του συγκεκριμένου κειμένου. Για να μπορέσει να γίνει λίγο πιο κατανοητή η λογική θα το χωρίσουμε σε τρία μέρη: Ένα που θα αφορά τη διοίκηση, ένα για τον προπονητή και ένα για το ρόστερ.
Για τη διοίκηση
Η διοίκηση μέχρι πριν κάποιο χρονικό διάστημα «απαντούσε» στην κριτική μέσω των εγχώριων τίτλων, διατυμπανίζοντας παράλληλα την --όντως-- εξαιρετική 25η θέση στη γενική βαθμολογία συλλόγων της Ουέφα. Τα πράγματα, όμως, δυστυχώς αλλάζουν. Φέτος για πρώτη φορά μετά από χρόνια είναι ορατός ο κίνδυνος απώλειας του πρωταθλήματος (στο μεταξύ έχουν χαθεί τα 2 τελευταία κύπελλα) και έχουμε τη δεύτερη σερί χρονιά με πολύ κακά αποτελέσματα στην Ευρώπη. Η υψηλή λοιπόν θέση στο ευρωπαϊκό στερέωμα είναι πιθανόν να κατρακυλήσει. Αν λάβουμε υπ' όψιν και την αύξηση της δυσκολίας για --απλή-- παρουσία στους ομίλους του Ch. League, είναι αρκετά πιθανόν να μην υπάρχει και κάποιος λόγος πανηγυρισμού για την θέση μας στη βαθμολογία συλλόγων, πέρα από το να γελάμε με τα χάλια των υπόλοιπων ελλ. ομάδων. Αλλά είναι φαιδρό να μείνει κάποιος σε ένα τέτοιο επιχείρημα.
Το βασικό πρόβλημα που υπάρχει με τον τρόπο διοίκησης της ομάδας είναι πως παρατηρούμε μια διαρκή πτώση του ποιοτικού επιπέδου της ομάδας, καθώς επίσης το γεγονός ότι κάθε καλοκαίρι ο Ολυμπιακός λειτουργεί ως κέντρο διερχομένων για τις καραβιές ποδοσφαιριστών που φεύγουν ή αυτών που πιάνουν λιμάνι. Και αυτό έχει εξηγήσεις. Η ΠΑΕ ακολουθεί μια συγκεκριμένη οικονομική πολιτική, η οποία στοχεύει στην οικονομική αυτάρκεια του τμήματος, μέσω της παρουσίας στους ομίλους του Ch. League, και, ταυτόχρονα, από την πώληση βασικών ή δευτεροκλασάτων ποδοσφαιριστών. Στη μια χρονιά (την περσινή) που η ομάδα δεν πέρασε στους ομίλους, είχαμε δει ότι παρουσιάστηκε οικονομική τρύπα, χωρίς να δοθούν οι απαραίτητες εξηγήσεις. Ελλοχεύει λοιπόν διαρκώς ο κίνδυνος, παρά τις εξαγγελίες περί αυτάρκειας, να εμφανίζεται οικονομικό πρόβλημα όταν η ομάδα δεν συμμετέχει στην κορυφαία ευρωπαϊκή διοργάνωση. Αν φέτος το καλοκαίρι είχαμε να αντιμετωπίσουμε πιο σοβαρές ομάδες, από την Παρτιζάν και τη Ριέκα, και ερχόταν ο αποκλεισμός, τι θα λέγαμε ακριβώς; Και, το σημαντικότερο, πώς ακριβώς θα «μπαλωνόταν» ο προϋπολογισμός; Η πώληση του Ρέτσου δεν θα ήταν αρκετή.
Και με αυτό ερχόμαστε στο δεύτερο βασικό πρόβλημα. Ο Ολυμπιακός πουλάει τα τελευταία χρόνια ό,τι καλύτερο διαθέτει στο ρόστερ του. Προφανώς δεν θα μπορούσε να αρνηθεί τις προτάσεις για τον Ρέτσο, πρώτα και κύρια, αλλά και για τον Μήτρογλου, τον Μιλιβόγεβιτς, τον Ιντέγε, τον Σάμαρη κτλ. Ειδικά στην --πολύ πιθανή-- περίπτωση που οι παίχτες θα ήθελαν να φύγουν. Όμως από εκεί και πέρα θα έπρεπε να υπάρχει και η αντίστοιχη μέριμνα για να καλυφθεί το κενό που αφήνει ο κάθε πρωτοκλασάτος παίχτης μας που πουλιέται, με μια αγορά, φυσικά όχι με αντίστοιχο ποσό, αλλά με παίχτες που έχουν δεδομένη ποιότητα και ικανότητες, και όχι από τον κάθε τυχάρπαστο αθλητή που τυγχάνει να βρίσκεται στο πελατολόγιο του (κάθε) μάνατζερ.
Η διοίκηση του Ολυμπιακού βασιζόμενη στο επιτυχημένο μοντέλο (κατά της γνώμη της, αλλά και βάσει αποτελεσμάτων -έως τώρα), της ακριβής πώλησης και ταυτόχρονα της αγοράς παιχτών-»λαχείων» (και προς επόμενη πώληση), έχει συνάψει σχέσεις με διάφορους ατζέντηδες, για να τις προωθούν τα --υποτίθεται-- καλύτερα προϊόντα τους. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα για την κάθε πώληση ενός αθλητής μας να αποφασίζει ο κάθε Ραμαντάνι (τυχαίο το όνομα του συγκεκριμένου) ποιος παίχτης θα έρθει στον Ολυμπιακό. Η τακτική αυτή μπορεί να έχει βραχυπρόθεσμα οφέλη, αλλά είναι σαφές --και το βλέπουμε-- πως σε βάθος χρόνου η ομάδα θα χάσει σε ποιότητα εξαιτίας αυτών των επιλογών.
Για να μπορέσει να ανατραπεί αυτή η συνθήκη, η διοίκηση θα πρέπει να αλλάξει ξεκάθαρα τον προσανατολισμό της. Πρώτα απ' όλα, να φέρει έναν σοβαρό προπονητή (αλλά σε αυτό θα αναφερθούμε αναλυτικότερα παρακάτω) και, δεύτερον, να προσπαθήσει να ξαναχτίσει έναν ποιοτικό κορμό στην ομάδα, μιας και έχουμε φτάσει στο σημείο να θεωρούμε τον κάθε αθλητή που φοράει τη φανέλα για τρία χρόνια, «παλιοσειρά». Για να γίνει αυτό προϋποτίθεται ένα τρομερό ξεσκαρτάρισμα του ρόστερ και, επιτέλους, να δοθεί προτεραιότητα για να δημιουργηθεί ένας κορμός, κατά βάση με γηγενείς αθλητές και, ταυτόχρονα, με (πραγματικά καλούς) ξένους που θα τους πλαισιώσουν. Αυτό σημαίνει πως η διοίκηση κάποιες φορές θα πρέπει να αρνηθεί την πρώτη --ακόμα και τη δεύτερη ή τρίτη-- πρόταση που θα πέσει στο τραπέζι για την πώληση κάποιου ποδοσφαιριστή. Και αυτός είναι ένας δρόμος που στην αρχή θα είναι μάλλον δύσβατος, αλλά στη συνέχεια, και σε βάθος χρόνου, μόνο ωφελημένη μπορεί να βγει η ομάδα.
Ένα ακόμα σημαντικό σημείο που πρέπει να διαφοροποιηθεί --και έχουμε αναφερθεί και στο παρελθόν-- είναι αυτό της επικοινωνίας της ΠΑΕ με τον κόσμο του Ολυμπιακού. Από το καλοκαίρι ακούμε διαρκώς από στόματα της διοίκησης και από φίλα προσκείμενες δυνάμεις (εφημερίδες, ρεπόρτερ και όχι μόνο) ότι ο Ολυμπιακός δέχεται πόλεμο. Και σε γενικές γραμμές ισχύει αυτό. Όμως, αν αναγνωρίζεις ότι δέχεσαι πόλεμο, δεν οπλίζεσαι με λιανοντούφεκα, όταν ο αντίπαλος χρησιμοποιεί όπλα μαζικής καταστροφής. Όταν η διοίκηση βλέπει πως το ποδοσφαιρικό παρασκήνιο (ΕΠΟ, διαιτησία) ανήκει στους «αιώνια θιγμένους» ανταγωνιστές μας, πρέπει να φτιάχνει μια ομάδα που θα κερδίζει και τη διαιτησία, και όχι απλά να αφήνει στελέχη της ομάδας να μιλάνε σαν κατατρεγμένοι, θυμίζοντας την κλάψα των αντιπάλων μας τα τελευταία 20 χρόνια. Δηλώσεις σαν αυτές του Σάββα Θεοδωρίδη, μετά από ευρωπαϊκά παιχνίδια, ή του Καραπαππά, μετά το παιχνίδι με τον Απόλλωνα, για τη διαιτησία μικραίνουν τον Ολυμπιακό. Ναι, εμείς δεχόμαστε ότι ο Ολυμπιακός δέχεται πόλεμο, ακόμα και από κυβερνητικά στελέχη. Και απαντήσαμε το καλοκαίρι με 22.500 διαρκείας. Η διοίκηση τι κάνει για να προστατέψει την ομάδα; Και φυσικά δεν γουστάρουμε το παρασκήνιο ή να έχουμε εμείς τα «κόζια». Απλά και Ολυμπιακά, να φτιαχτεί μια ομάδα που θα μπαίνει μέσα στο γήπεδο και θα τρέμει ο αντίπαλος, όπως παλιότερα, για τις μπάλες που θα μαζέψει από τα δίχτυα του.
Προπονητής
Όπως αναφέραμε και παραπάνω το πρώτο και βασικό πράγμα, που πρέπει να διευθετήσει η διοίκηση, είναι η πρόσληψη ενός κανονικού προπονητή και η ταυτόχρονη έκφραση εμπιστοσύνης στο πρόσωπό του. Για το δεύτερο δεν έχουμε ιδιαίτερες αμφιβολίες, γιατί ο Μαρινάκης στηρίζει τους προπονητές του (περισσότερο, ίσως, και απ' ό,τι χρειάζεται). Για το πρώτο, όμως, θα πρέπει να αποκτηθεί ένας προπονητής, είτε με «βαρύ» βιογραφικό, είτε κάποιος πιο νέος προπονητής, που έχει «δείξει», όμως, έργο και θα θέλει να εργαστεί στον Ολυμπιακό, για βάθος χρόνου, βελτιώνοντας το όνομά του. Με βάση, λοιπόν, αυτό το συλλογισμό, ο Ολυμπιακός δεν χρειάζεται άλλους μαθητευόμενους μάγους (Μίτσελ), ούτε προπονητές ειδικών αποστολών, για να περάσουμε στους ομίλους (Χάσι), ούτε προπονητές της πορτογαλικής σχολής (γελάμε με τον Μπέντο και τον Περέιρα). Και, φυσικά, δεν χρειάζονται «πιστοί στρατιώτες» του Θρύλου. Ο τελευταίος προπονητής που είχε τις παραπάνω προϋποθέσεις είναι ο Μάρκο Σίλβα (που φαίνεται ότι είναι καλός προπονητής και από την μετέπειτα πορεία του), που ποτέ δεν μάθαμε τους πραγματικούς λόγους της αποχώρησής του την δεύτερη μέρα της προετοιμασίας...
Προφανώς, για το φετινό χάλι της ομάδας δεν υπονοούμε ότι ευθύνεται ο Λεμονής. Ή, καλύτερα, ευθύνεται στο βαθμό, που όντας σχεδόν τρεις μήνες στην ομάδα, και παρά τις σερί νίκες στο πρωτάθλημα (απέναντι, πάντως, σε μικρομεσαίες ομάδες) δεν βλέπουμε κάποια σταθερή βελτίωση (όπως, για παράδειγμα, τον Ολυμπιακό να καθαρίζει από νωρίς παιχνίδια). Ο Λεμονής --όπως και πέρυσι-- ήρθε σε μια πολύ δύσκολη στιγμή, για να βοηθήσει την ομάδα, και είναι προς τιμήν του που το έκανε. Άλλοι ίσως να μην το δέχονταν στη θέση του. Από την άλλη, όμως, δεν θεωρούμε ότι είναι ένας προπονητής που μπορεί να έχει μακροπρόθεσμο όραμα για την ομάδα, τόσο λόγω ικανοτήτων, όσο και λόγω λογικής. Δεν είναι αποδεκτό από κανέναν Ολυμπιακό να εμφανίζεται η ομάδα χωρίς επιθετικό(-ους) ή με τόσο αμυντικό προσανατολισμό απέναντι (ειδικά) στον φετινό Παναθηναϊκό. Ο Λεμονής έχει προσφέρει στην ομάδα και ως παίχτης και ως προπονητής, και τον τιμούμε γι’ αυτό. Πονάει την ομάδα όσο λίγοι, και χαίρεται με τις επιτυχίες της. Όμως, πιστεύουμε, πως θα είναι λάθος, ακόμα και αν κατακτήσει το πρωτάθλημα, να παραμείνει στο τιμόνι.
Το γράφουμε από τώρα: χρειάζεται να ξεκινήσει άμεσα σοβαρή προεργασία από τη διοίκηση στο θέμα του προπονητή, να ξεκινήσουν από τώρα οι βολιδοσκοπήσεις και οι επαφές, να διερευνηθούν οι προϋποθέσεις, που αναφέραμε παραπάνω, και την επαύριον της λήξης των φετινών αγωνιστικών υποχρεώσεων να αναλάβει ο επόμενος κόουτς, που θα έχει εικόνα του ρόστερ, θα δεχτεί (και θα τού ταιριάζει) το πλάνο της διοίκησης, και θα έχει έτοιμες τις προτάσεις του. Ο νέος προπονητής θα πρέπει να συμφωνεί και στο πλάνο, το οποίο περιλαμβάνει τη στήριξη του γηγενή κορμού των ποδοσφαιριστών, της αξιοποίησης των ταλέντων των ακαδημιών και της προσθήκης καλών ξένων, οι οποίοι δεν θα είναι απαραίτητα «δικά του παιδιά». Αν δεν γίνουν αυτά από τώρα, είναι σχεδόν βέβαιο πως το καλοκαίρι, και ειδικά κατά Σεπτέμβρη πλευρά, θα γίνουμε, για άλλη μια φορά, στο ίδιο έργο θεατές...
Ρόστερ
Αυτό είναι και το πιο δύσκολο κομμάτι του παζλ, καθώς έχει μαζευτεί μπόλικη ποδοσφαιρική σαβούρα στο Ρέντη και χρειάζεται πραγματικά γενναίο ξεσκαρτάρισμα. Είναι σαφές πως τον Γενάρη δεν μπορούν να υπάρξουν ραγδαίες αλλαγές (πόσο μάλλον όταν ακόμα και τα καλοκαιρινά θεμέλια είναι σαθρά) αλλά μπορούν να γίνουν βελτιωτικές κινήσεις, που θα ανεβάσουν το επίπεδο της ποιότητας του ρόστερ. Αν θέλουμε να λέμε ότι πράγματι θέλουμε το πρωτάθλημα, χρειάζεται να το αποδείξουμε έμπρακτα, με την απόκτηση ενός, δύο ή περισσότερων ποδοσφαιριστών, που θα μας βοηθήσουν --άμεσα-- να μην αγκομαχούμε για να κερδίσουμε τη Κέρκυρα, τον Απόλλωνα ή τον... Κισσαμικό. Παράλληλα θα πρέπει να ξεκινήσει από τον Γενάρη και το ξεσκαρτάρισμα που αφορά τους παίχτες του ρόστερ αλλά και τους δανεικούς.
Όπως αναφέραμε, θεωρούμε απαραίτητο να ενισχυθεί ο κορμός των γηγενών ποδοσφαιριστών. Και αυτό το γράφουμε, όχι λόγω της εμπιστοσύνης στο απαράμιλλο ταλέντο του «Έλληνα ποδοσφαιριστή», αλλά από την απλή διαπίστωση ότι δεν μπορεί να είναι χειρότερος ο Γιαννιώτας π.χ. από τον Καρσελά, ή ο Σιώπης από τον Ζιλέ. Δεν έχουμε σε καμιά τρομερή εκτίμηση την ποιότητα του ελληνικού ποδοσφαίρου, αλλά τουλάχιστον κάποιοι από τους παίχτες, που έχουν μεγαλώσει εδώ --πολύ περισσότερο παίχτες των ακαδημιών-- αντιλαμβάνονται τις απαιτήσεις και το βάρος της ερυθρόλευκης φανέλας με το δαφνοστεφανωμένο έφηβο.
Αυτή τη στιγμή το ρόστερ του Ολυμπιακού αποτελείται από 29 ποδοσφαιριστές με τους 21 από αυτούς (σε ποσοστό 72,4%!) να είναι λεγεωνάριοι. Ταυτόχρονα η ομάδα μας έχει δώσει 23 (!!!) παίχτες δανεικούς, έξι εκ των οποίων είναι ξένοι (Ντε λα Μπέγια, Ελιονούσι, Βιάνα, Τόλι, Λάτσι, Μαρτίνες). Από τους ξένους δανεικούς, είναι νομίζω προφανές πως κανένας δεν αξίζει να φοράει την φανέλα του Ολυμπιακού και πρέπει άμεσα να αποδεσμευτούν. Παράλληλα, η διοίκηση θα πρέπει να σταματήσει το αστείο να αγοράζει παίχτες περιορισμένων ικανοτήτων από το πρωτάθλημα, που είναι --τουλάχιστον-- αμφίβολο ότι έχουν την ποιότητα για να παίξουν στην ομάδα, μόνο και μόνο για να μην καταλήξουν σε κάποιον από τους ανταγωνιστές μας. Η αξία των συμβολαίων των δανεικών παιχτών, που βαραίνουν κατά βάση το μπάτζετ της ομάδας, είναι κάποια εκατομμύρια. Ποσό που θα μπορούσε να δοθεί κάλλιστα για την αγορά κάποιου πολύ καλού ποδοσφαιριστή. Από τους δανεικούς οι μόνοι που θα μπορούσαν, ή θα έπρεπε, να αγωνιστούν στον Ολυμπιακό είναι οι: Λαΐφης, Ρισβάνης, Τσιμίκας, Σιώπης, Γιαννιώτας, Μανθάτης και --ίσως-- ο Βέργος. Το σύνολο 6-7 αθλητές.
Πάμε να δούμε και το κυρίως ρόστερ, λέγοντας όμως πρώτα απ’ όλα ότι αυτό που θέλουμε από τους παίχτες που παίζουν στον Ολυμπιακό είναι να παθιάζονται που φοράνε τη φανέλα με το δαφνοστεφανωμένο έφηβο. Και αυτό σημαίνει ότι δεν συνάδει, με αυτό που θέλουμε, να υπάρχουν παίχτες που, ενώ δεν έχουν εντυπωσιάσει με την απόδοσή τους (το αντίθετο, μάλλον οι εμφανίσεις τους κινούνται γύρω από το μέτριο), να κάνουν «σκηνές» και να βγάζουν μούτρα προς τον εκάστοτε προπονητή. Και κυρίως από τους παίχτες που απαρτίζουν τον κορμό της ομάδας, δεν θέλουμε να αντιλαμβάνονται τον Ολυμπιακό ως σκαλοπάτι. Αν κάποια στιγμή η αξία τους μπορεί να οδηγήσει σε μεταγραφή στο εξωτερικό σε μια μεγάλη ομάδα καλώς, αλλά μέχρι τότε θα πρέπει να σκίζονται για τη φανέλα.
Από το ρόστερ λοιπόν του Ολυμπιακού για την επόμενη σεζόν θα κρατάγαμε σίγουρα τους γηγενείς. Αυτοί είναι Χουτεσιώτης, Νικολάου, Κούτρης, Ταχτσίδης (ίσως όχι για βασικός, τουλάχιστον μέχρι να βελτιωθεί), Ανδρούτσος και Φορτούνης (σύνολο έξι). Από τους 21 ξένους της ομάδας θα κρατάγαμε μάλλον τους παρακάτω: Ένγκελς, Σισέ (και οι δύο, αρκετά ελπιδοφόροι), Ελαμπντελαουί, Οφόε (όπως είπαμε, αρκεί να θέλει η γυναίκα του, ο μάνατζερ, αλλά και ο ίδιος -αλλιώς δρόμο, αλλά και με το ανάλογο κόστος), Τζούρτζεβιτς (ως ταλέντο που ελπίζουμε να δείξει την αξία του), Μάριν (αρκεί να σταματήσουν τα μουτράκια και να σταθεροποιηθεί η απόδοσή του), Ανσαριφάρντ, καθώς και οι πιο μεγάλοι (αλλά και έμπειροι) Προτό και Ρομαό (σύνολο εννέα -άντε και ο Μάρτινς, αρκεί να θέλει και ο προπονητής να τον χρησιμοποιεί).
Από τους υπόλοιπους, οι περισσότεροι θα πρέπει να μας αποχαιρετήσουν. Είτε επειδή θέλουν οι ίδιοι να φύγουν, είτε επειδή η αξία τους δεν συνάδει με τις απαιτήσεις μας για την ομάδα. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν παίχτες σαν τον τον Μποτία και, ίσως, τον Οτζίτζα. Στη δεύτερη ανήκουν ξεκάθαρα οι Σεμπά, Ζιλέ, Φιγκέιρας (επειδή έχει και έναν κάλο στον εγκέφαλο), Πάρντο και Βούκοβιτς (και ο Μάρτινς, αν ο προπονητής κρίνει πως δεν ταιριάζει με το πλάνο του). Στην δεύτερη κατηγορία, δεν σημαίνει ότι όλοι αυτοί είναι άμπαλοι (οι Φιγκέιρας και Πάρντο έχουν δείξει και καλά στοιχεία), αλλά ή είναι ιδιαίτερα ασταθείς (τη μία παίκτες του οκτώ, και την άλλη του δύο) ή δεν έχουν πάρει ευκαιρίες για να δείξουν αν αξίζουν κάτι (όπως ο Βούκοβιτς).
Η διοίκηση έδειξε ήδη την πόρτα της εξόδου σε παίκτες που είχαν χαμηλή απόδοση και, πιθανότατα, θέματα πειθαρχίας: οι Καπίνο, Καρσελά, Εμενίκε και Μίλιτς ή θα πρέπει να βρουν ομάδα ή θα προπονούνται με τις μπουλντόζες (που έλεγε και μια ψυχή). Οι --θετικές-- αντιδράσεις του κόσμου δείχνουν ότι έχουμε βαρεθεί από πριμαντόνες που δεν προσφέρουν. Πάντως, αξίζει να αναφερθεί ότι τις δύο τελευταίες χρονιές παρατηρείται μεγάλη «αστοχία», ειδικά στα βαριά ονόματα των μεταγραφών. Ο περυσινός Ολυμπιακός δεν μπόρεσε να πάρει τίποτα από δύο από τις (θεωρητικά) «καλές» μεταγραφές του: Ρομαό και Μάριν χρειάστηκε να αλλάξουν προπονητές (και χρονιά) για να βρουν τα πατήματά τους.
Αντίστοιχα και για τη φετινή χρονιά: ο βασικός επιθετικός (Εμενίκε), ο βασικός εξτρέμ (Καρσελά) και ο βασικός αμυντικός (Βούκοβιτς) είναι στο μηδέν. Με τέτοια ποσοστά αποτυχίας, είναι βέβαιο πως κάτι γίνεται λάθος (αντίστοιχη «αστοχία» είναι και ο Μίλιτς, αλλά αυτός δεν προοριζόταν --πιθανότατα-- για βασικός). Οι μεταγραφές πάντα ενέχουν ρίσκο: κάποιοι βγαίνουν, κάποιοι όχι. Όταν, όμως, από τις «καλές» φετινές μεταγραφές έχει βγει μόνο ο Οτζίτζα (και αυτός με τα προβλήματά του), και έχει θετικό πρόσημο (όχι για την αξία που αποκτήθηκε, αλλά για την ηλικία του) ο Ένχελς, κάτι στραβό συμβαίνει στην ομάδα.
Πίσω στο θέμα μας: με βάση, λοιπόν, το παραπάνω ξεσκαρτάρισμα, και τις μεταγραφές, το ρόστερ θα μπορούσε να έχει τους, περίπου, 22-24 παίχτες που είναι απαραίτητο για να «βγαίνει» η χρονιά. Στις μεταγραφές του Γενάρη, πρέπει να δυναμώσουμε (όπως είπαμε, με κάποιον/ους παίκτες αδιαμφισβήτητης αξίας) στα εξτρέμ, ενώ θα μπορούσαν να γίνουν και κινήσεις για μερικούς ακόμα έλληνες παίχτες (όπως ο Λυκογιάννης ή ο Τοροσίδης) για να ενισχυθεί ο αριθμός των γηγενών. Με βάση, λοιπόν, αυτό το σκεπτικό, θα είχαμε στην ομάδα το παρακάτω ρόστερ:
Έχουμε την αίσθηση πως το παραπάνω πλάνο θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα πολύ πιο αξιόμαχο σύνολο από αυτό που έχουμε σήμερα. Φυσικά, θα απαιτούνταν, το καλοκαίρι (οπωσδήποτε), να γίνουν 3-4 πολύ δυνατές κινήσεις από σπουδαίους ξένους, στις θέσεις του αμυντικού, του αμυντικού μέσου, των εξτρέμ (αυτό, πάντως, επείγει και για τον Γενάρη) και του επιθετικού (ειδικά αν ο Ούρος συνεχίζει να παίρνει ευκαιρίες και δεν τις αξιοποιεί). Αυτό θα μπορούσε να είναι ένα αρκετά καλό σχέδιο εξόδου από την κρίση.
Η περσινή χρονιά ολοκληρώθηκε με τον Ολυμπιακό να κατακτά μεν το πρωτάθλημα, αλλά ταυτόχρονα να αποκλείεται από το Champions League, να αγκομαχεί να αποκλείσει την Αροούκα για να περάσει στους ομίλου του Europa, να προκρίνεται ασθμαίνοντας από έναν σχετικά εύκολο όμιλο, να αποκλείεται από την φάση των «16» και στο τέλος να αποκλείεται και στον ημιτελικό του κυπέλλου από το αεκάκι. Και όλα αυτά να συνοδεύονται από την εναλλαγή πέντε (!?!) προπονητών στη θέση της τεχνικής ηγεσίας. Φέτος η διοίκηση έδωσε τα κλειδιά το καλοκαίρι στον Μπέσνικ Χάσι, σε μια κίνηση, που εμείς ως Biancorossi1925 διαφωνούσαμε πλήρως. Ο Χάσι προετοίμασε την ομάδα για να περάσει στους ομίλους του Ch. League και δεν την προετοίμασε για οτιδήποτε άλλο, με συνέπεια όταν έφθασε ο Σεπτέμβρης, και ξεκίνησαν οι σοβαρές αγωνιστικές υποχρεώσεις, το ένα τραγικό αποτέλεσμα να διαδέχεται το άλλο. Μετά ακολούθησαν διάφορα τραγελαφικά σκηνικά εντός και εκτός αγωνιστικού χώρου και φτάσαμε στην απόλυση του τσαρλατάνου που καθόταν στον πάγκο, για να προσληφθεί ξανά ο Λεμονής, ο οποίος είχε απολυθεί, για να προσληφθεί... ο Χάσι. Μύλος...
Αυτή τη στιγμή ο Ολυμπιακός έχει αποκλειστεί από τη συνέχεια των ευρωπαϊκών διοργανώσεων, είναι πρώτος στο πρωτάθλημα, μετά το τέλος του πρώτου γύρου, αλλά με οριακή διαφορά από τους συνεταίρους διεκδικητές, και έχει, σχεδόν, προκριθεί στους «8» του κυπέλλου. Από μόνη της αυτή η συνθήκη δεν είναι τόσο κακή, χωρίς φυσικά να σημαίνει ότι υπάρχει κάποιος λόγος να είμαστε και ευχαριστημένοι. Αν όμως συνυπολογίσουμε το απαράδεκτο ποδόσφαιρο, που παίζει κατά κανόνα η ομάδα, το έλλειμμα ποιότητας που βλέπουμε στο ρόστερ, καθώς και τις ήττες με κάτω τα χέρια στα ντέρμπι, καλό θα ήταν να σκεφτούμε λύσεις για το εγγύς και, κυρίως, για το μεσοπρόθεσμο μέλλον. Αυτή είναι και η στοχοθεσία του συγκεκριμένου κειμένου. Για να μπορέσει να γίνει λίγο πιο κατανοητή η λογική θα το χωρίσουμε σε τρία μέρη: Ένα που θα αφορά τη διοίκηση, ένα για τον προπονητή και ένα για το ρόστερ.
Για τη διοίκηση
Η διοίκηση μέχρι πριν κάποιο χρονικό διάστημα «απαντούσε» στην κριτική μέσω των εγχώριων τίτλων, διατυμπανίζοντας παράλληλα την --όντως-- εξαιρετική 25η θέση στη γενική βαθμολογία συλλόγων της Ουέφα. Τα πράγματα, όμως, δυστυχώς αλλάζουν. Φέτος για πρώτη φορά μετά από χρόνια είναι ορατός ο κίνδυνος απώλειας του πρωταθλήματος (στο μεταξύ έχουν χαθεί τα 2 τελευταία κύπελλα) και έχουμε τη δεύτερη σερί χρονιά με πολύ κακά αποτελέσματα στην Ευρώπη. Η υψηλή λοιπόν θέση στο ευρωπαϊκό στερέωμα είναι πιθανόν να κατρακυλήσει. Αν λάβουμε υπ' όψιν και την αύξηση της δυσκολίας για --απλή-- παρουσία στους ομίλους του Ch. League, είναι αρκετά πιθανόν να μην υπάρχει και κάποιος λόγος πανηγυρισμού για την θέση μας στη βαθμολογία συλλόγων, πέρα από το να γελάμε με τα χάλια των υπόλοιπων ελλ. ομάδων. Αλλά είναι φαιδρό να μείνει κάποιος σε ένα τέτοιο επιχείρημα.
Το βασικό πρόβλημα που υπάρχει με τον τρόπο διοίκησης της ομάδας είναι πως παρατηρούμε μια διαρκή πτώση του ποιοτικού επιπέδου της ομάδας, καθώς επίσης το γεγονός ότι κάθε καλοκαίρι ο Ολυμπιακός λειτουργεί ως κέντρο διερχομένων για τις καραβιές ποδοσφαιριστών που φεύγουν ή αυτών που πιάνουν λιμάνι. Και αυτό έχει εξηγήσεις. Η ΠΑΕ ακολουθεί μια συγκεκριμένη οικονομική πολιτική, η οποία στοχεύει στην οικονομική αυτάρκεια του τμήματος, μέσω της παρουσίας στους ομίλους του Ch. League, και, ταυτόχρονα, από την πώληση βασικών ή δευτεροκλασάτων ποδοσφαιριστών. Στη μια χρονιά (την περσινή) που η ομάδα δεν πέρασε στους ομίλους, είχαμε δει ότι παρουσιάστηκε οικονομική τρύπα, χωρίς να δοθούν οι απαραίτητες εξηγήσεις. Ελλοχεύει λοιπόν διαρκώς ο κίνδυνος, παρά τις εξαγγελίες περί αυτάρκειας, να εμφανίζεται οικονομικό πρόβλημα όταν η ομάδα δεν συμμετέχει στην κορυφαία ευρωπαϊκή διοργάνωση. Αν φέτος το καλοκαίρι είχαμε να αντιμετωπίσουμε πιο σοβαρές ομάδες, από την Παρτιζάν και τη Ριέκα, και ερχόταν ο αποκλεισμός, τι θα λέγαμε ακριβώς; Και, το σημαντικότερο, πώς ακριβώς θα «μπαλωνόταν» ο προϋπολογισμός; Η πώληση του Ρέτσου δεν θα ήταν αρκετή.
Και με αυτό ερχόμαστε στο δεύτερο βασικό πρόβλημα. Ο Ολυμπιακός πουλάει τα τελευταία χρόνια ό,τι καλύτερο διαθέτει στο ρόστερ του. Προφανώς δεν θα μπορούσε να αρνηθεί τις προτάσεις για τον Ρέτσο, πρώτα και κύρια, αλλά και για τον Μήτρογλου, τον Μιλιβόγεβιτς, τον Ιντέγε, τον Σάμαρη κτλ. Ειδικά στην --πολύ πιθανή-- περίπτωση που οι παίχτες θα ήθελαν να φύγουν. Όμως από εκεί και πέρα θα έπρεπε να υπάρχει και η αντίστοιχη μέριμνα για να καλυφθεί το κενό που αφήνει ο κάθε πρωτοκλασάτος παίχτης μας που πουλιέται, με μια αγορά, φυσικά όχι με αντίστοιχο ποσό, αλλά με παίχτες που έχουν δεδομένη ποιότητα και ικανότητες, και όχι από τον κάθε τυχάρπαστο αθλητή που τυγχάνει να βρίσκεται στο πελατολόγιο του (κάθε) μάνατζερ.
Η διοίκηση του Ολυμπιακού βασιζόμενη στο επιτυχημένο μοντέλο (κατά της γνώμη της, αλλά και βάσει αποτελεσμάτων -έως τώρα), της ακριβής πώλησης και ταυτόχρονα της αγοράς παιχτών-»λαχείων» (και προς επόμενη πώληση), έχει συνάψει σχέσεις με διάφορους ατζέντηδες, για να τις προωθούν τα --υποτίθεται-- καλύτερα προϊόντα τους. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα για την κάθε πώληση ενός αθλητής μας να αποφασίζει ο κάθε Ραμαντάνι (τυχαίο το όνομα του συγκεκριμένου) ποιος παίχτης θα έρθει στον Ολυμπιακό. Η τακτική αυτή μπορεί να έχει βραχυπρόθεσμα οφέλη, αλλά είναι σαφές --και το βλέπουμε-- πως σε βάθος χρόνου η ομάδα θα χάσει σε ποιότητα εξαιτίας αυτών των επιλογών.
Για να μπορέσει να ανατραπεί αυτή η συνθήκη, η διοίκηση θα πρέπει να αλλάξει ξεκάθαρα τον προσανατολισμό της. Πρώτα απ' όλα, να φέρει έναν σοβαρό προπονητή (αλλά σε αυτό θα αναφερθούμε αναλυτικότερα παρακάτω) και, δεύτερον, να προσπαθήσει να ξαναχτίσει έναν ποιοτικό κορμό στην ομάδα, μιας και έχουμε φτάσει στο σημείο να θεωρούμε τον κάθε αθλητή που φοράει τη φανέλα για τρία χρόνια, «παλιοσειρά». Για να γίνει αυτό προϋποτίθεται ένα τρομερό ξεσκαρτάρισμα του ρόστερ και, επιτέλους, να δοθεί προτεραιότητα για να δημιουργηθεί ένας κορμός, κατά βάση με γηγενείς αθλητές και, ταυτόχρονα, με (πραγματικά καλούς) ξένους που θα τους πλαισιώσουν. Αυτό σημαίνει πως η διοίκηση κάποιες φορές θα πρέπει να αρνηθεί την πρώτη --ακόμα και τη δεύτερη ή τρίτη-- πρόταση που θα πέσει στο τραπέζι για την πώληση κάποιου ποδοσφαιριστή. Και αυτός είναι ένας δρόμος που στην αρχή θα είναι μάλλον δύσβατος, αλλά στη συνέχεια, και σε βάθος χρόνου, μόνο ωφελημένη μπορεί να βγει η ομάδα.
Ένα ακόμα σημαντικό σημείο που πρέπει να διαφοροποιηθεί --και έχουμε αναφερθεί και στο παρελθόν-- είναι αυτό της επικοινωνίας της ΠΑΕ με τον κόσμο του Ολυμπιακού. Από το καλοκαίρι ακούμε διαρκώς από στόματα της διοίκησης και από φίλα προσκείμενες δυνάμεις (εφημερίδες, ρεπόρτερ και όχι μόνο) ότι ο Ολυμπιακός δέχεται πόλεμο. Και σε γενικές γραμμές ισχύει αυτό. Όμως, αν αναγνωρίζεις ότι δέχεσαι πόλεμο, δεν οπλίζεσαι με λιανοντούφεκα, όταν ο αντίπαλος χρησιμοποιεί όπλα μαζικής καταστροφής. Όταν η διοίκηση βλέπει πως το ποδοσφαιρικό παρασκήνιο (ΕΠΟ, διαιτησία) ανήκει στους «αιώνια θιγμένους» ανταγωνιστές μας, πρέπει να φτιάχνει μια ομάδα που θα κερδίζει και τη διαιτησία, και όχι απλά να αφήνει στελέχη της ομάδας να μιλάνε σαν κατατρεγμένοι, θυμίζοντας την κλάψα των αντιπάλων μας τα τελευταία 20 χρόνια. Δηλώσεις σαν αυτές του Σάββα Θεοδωρίδη, μετά από ευρωπαϊκά παιχνίδια, ή του Καραπαππά, μετά το παιχνίδι με τον Απόλλωνα, για τη διαιτησία μικραίνουν τον Ολυμπιακό. Ναι, εμείς δεχόμαστε ότι ο Ολυμπιακός δέχεται πόλεμο, ακόμα και από κυβερνητικά στελέχη. Και απαντήσαμε το καλοκαίρι με 22.500 διαρκείας. Η διοίκηση τι κάνει για να προστατέψει την ομάδα; Και φυσικά δεν γουστάρουμε το παρασκήνιο ή να έχουμε εμείς τα «κόζια». Απλά και Ολυμπιακά, να φτιαχτεί μια ομάδα που θα μπαίνει μέσα στο γήπεδο και θα τρέμει ο αντίπαλος, όπως παλιότερα, για τις μπάλες που θα μαζέψει από τα δίχτυα του.
Προπονητής
Όπως αναφέραμε και παραπάνω το πρώτο και βασικό πράγμα, που πρέπει να διευθετήσει η διοίκηση, είναι η πρόσληψη ενός κανονικού προπονητή και η ταυτόχρονη έκφραση εμπιστοσύνης στο πρόσωπό του. Για το δεύτερο δεν έχουμε ιδιαίτερες αμφιβολίες, γιατί ο Μαρινάκης στηρίζει τους προπονητές του (περισσότερο, ίσως, και απ' ό,τι χρειάζεται). Για το πρώτο, όμως, θα πρέπει να αποκτηθεί ένας προπονητής, είτε με «βαρύ» βιογραφικό, είτε κάποιος πιο νέος προπονητής, που έχει «δείξει», όμως, έργο και θα θέλει να εργαστεί στον Ολυμπιακό, για βάθος χρόνου, βελτιώνοντας το όνομά του. Με βάση, λοιπόν, αυτό το συλλογισμό, ο Ολυμπιακός δεν χρειάζεται άλλους μαθητευόμενους μάγους (Μίτσελ), ούτε προπονητές ειδικών αποστολών, για να περάσουμε στους ομίλους (Χάσι), ούτε προπονητές της πορτογαλικής σχολής (γελάμε με τον Μπέντο και τον Περέιρα). Και, φυσικά, δεν χρειάζονται «πιστοί στρατιώτες» του Θρύλου. Ο τελευταίος προπονητής που είχε τις παραπάνω προϋποθέσεις είναι ο Μάρκο Σίλβα (που φαίνεται ότι είναι καλός προπονητής και από την μετέπειτα πορεία του), που ποτέ δεν μάθαμε τους πραγματικούς λόγους της αποχώρησής του την δεύτερη μέρα της προετοιμασίας...
Προφανώς, για το φετινό χάλι της ομάδας δεν υπονοούμε ότι ευθύνεται ο Λεμονής. Ή, καλύτερα, ευθύνεται στο βαθμό, που όντας σχεδόν τρεις μήνες στην ομάδα, και παρά τις σερί νίκες στο πρωτάθλημα (απέναντι, πάντως, σε μικρομεσαίες ομάδες) δεν βλέπουμε κάποια σταθερή βελτίωση (όπως, για παράδειγμα, τον Ολυμπιακό να καθαρίζει από νωρίς παιχνίδια). Ο Λεμονής --όπως και πέρυσι-- ήρθε σε μια πολύ δύσκολη στιγμή, για να βοηθήσει την ομάδα, και είναι προς τιμήν του που το έκανε. Άλλοι ίσως να μην το δέχονταν στη θέση του. Από την άλλη, όμως, δεν θεωρούμε ότι είναι ένας προπονητής που μπορεί να έχει μακροπρόθεσμο όραμα για την ομάδα, τόσο λόγω ικανοτήτων, όσο και λόγω λογικής. Δεν είναι αποδεκτό από κανέναν Ολυμπιακό να εμφανίζεται η ομάδα χωρίς επιθετικό(-ους) ή με τόσο αμυντικό προσανατολισμό απέναντι (ειδικά) στον φετινό Παναθηναϊκό. Ο Λεμονής έχει προσφέρει στην ομάδα και ως παίχτης και ως προπονητής, και τον τιμούμε γι’ αυτό. Πονάει την ομάδα όσο λίγοι, και χαίρεται με τις επιτυχίες της. Όμως, πιστεύουμε, πως θα είναι λάθος, ακόμα και αν κατακτήσει το πρωτάθλημα, να παραμείνει στο τιμόνι.
Το γράφουμε από τώρα: χρειάζεται να ξεκινήσει άμεσα σοβαρή προεργασία από τη διοίκηση στο θέμα του προπονητή, να ξεκινήσουν από τώρα οι βολιδοσκοπήσεις και οι επαφές, να διερευνηθούν οι προϋποθέσεις, που αναφέραμε παραπάνω, και την επαύριον της λήξης των φετινών αγωνιστικών υποχρεώσεων να αναλάβει ο επόμενος κόουτς, που θα έχει εικόνα του ρόστερ, θα δεχτεί (και θα τού ταιριάζει) το πλάνο της διοίκησης, και θα έχει έτοιμες τις προτάσεις του. Ο νέος προπονητής θα πρέπει να συμφωνεί και στο πλάνο, το οποίο περιλαμβάνει τη στήριξη του γηγενή κορμού των ποδοσφαιριστών, της αξιοποίησης των ταλέντων των ακαδημιών και της προσθήκης καλών ξένων, οι οποίοι δεν θα είναι απαραίτητα «δικά του παιδιά». Αν δεν γίνουν αυτά από τώρα, είναι σχεδόν βέβαιο πως το καλοκαίρι, και ειδικά κατά Σεπτέμβρη πλευρά, θα γίνουμε, για άλλη μια φορά, στο ίδιο έργο θεατές...
Ρόστερ
Αυτό είναι και το πιο δύσκολο κομμάτι του παζλ, καθώς έχει μαζευτεί μπόλικη ποδοσφαιρική σαβούρα στο Ρέντη και χρειάζεται πραγματικά γενναίο ξεσκαρτάρισμα. Είναι σαφές πως τον Γενάρη δεν μπορούν να υπάρξουν ραγδαίες αλλαγές (πόσο μάλλον όταν ακόμα και τα καλοκαιρινά θεμέλια είναι σαθρά) αλλά μπορούν να γίνουν βελτιωτικές κινήσεις, που θα ανεβάσουν το επίπεδο της ποιότητας του ρόστερ. Αν θέλουμε να λέμε ότι πράγματι θέλουμε το πρωτάθλημα, χρειάζεται να το αποδείξουμε έμπρακτα, με την απόκτηση ενός, δύο ή περισσότερων ποδοσφαιριστών, που θα μας βοηθήσουν --άμεσα-- να μην αγκομαχούμε για να κερδίσουμε τη Κέρκυρα, τον Απόλλωνα ή τον... Κισσαμικό. Παράλληλα θα πρέπει να ξεκινήσει από τον Γενάρη και το ξεσκαρτάρισμα που αφορά τους παίχτες του ρόστερ αλλά και τους δανεικούς.
Όπως αναφέραμε, θεωρούμε απαραίτητο να ενισχυθεί ο κορμός των γηγενών ποδοσφαιριστών. Και αυτό το γράφουμε, όχι λόγω της εμπιστοσύνης στο απαράμιλλο ταλέντο του «Έλληνα ποδοσφαιριστή», αλλά από την απλή διαπίστωση ότι δεν μπορεί να είναι χειρότερος ο Γιαννιώτας π.χ. από τον Καρσελά, ή ο Σιώπης από τον Ζιλέ. Δεν έχουμε σε καμιά τρομερή εκτίμηση την ποιότητα του ελληνικού ποδοσφαίρου, αλλά τουλάχιστον κάποιοι από τους παίχτες, που έχουν μεγαλώσει εδώ --πολύ περισσότερο παίχτες των ακαδημιών-- αντιλαμβάνονται τις απαιτήσεις και το βάρος της ερυθρόλευκης φανέλας με το δαφνοστεφανωμένο έφηβο.
Αυτή τη στιγμή το ρόστερ του Ολυμπιακού αποτελείται από 29 ποδοσφαιριστές με τους 21 από αυτούς (σε ποσοστό 72,4%!) να είναι λεγεωνάριοι. Ταυτόχρονα η ομάδα μας έχει δώσει 23 (!!!) παίχτες δανεικούς, έξι εκ των οποίων είναι ξένοι (Ντε λα Μπέγια, Ελιονούσι, Βιάνα, Τόλι, Λάτσι, Μαρτίνες). Από τους ξένους δανεικούς, είναι νομίζω προφανές πως κανένας δεν αξίζει να φοράει την φανέλα του Ολυμπιακού και πρέπει άμεσα να αποδεσμευτούν. Παράλληλα, η διοίκηση θα πρέπει να σταματήσει το αστείο να αγοράζει παίχτες περιορισμένων ικανοτήτων από το πρωτάθλημα, που είναι --τουλάχιστον-- αμφίβολο ότι έχουν την ποιότητα για να παίξουν στην ομάδα, μόνο και μόνο για να μην καταλήξουν σε κάποιον από τους ανταγωνιστές μας. Η αξία των συμβολαίων των δανεικών παιχτών, που βαραίνουν κατά βάση το μπάτζετ της ομάδας, είναι κάποια εκατομμύρια. Ποσό που θα μπορούσε να δοθεί κάλλιστα για την αγορά κάποιου πολύ καλού ποδοσφαιριστή. Από τους δανεικούς οι μόνοι που θα μπορούσαν, ή θα έπρεπε, να αγωνιστούν στον Ολυμπιακό είναι οι: Λαΐφης, Ρισβάνης, Τσιμίκας, Σιώπης, Γιαννιώτας, Μανθάτης και --ίσως-- ο Βέργος. Το σύνολο 6-7 αθλητές.
Πάμε να δούμε και το κυρίως ρόστερ, λέγοντας όμως πρώτα απ’ όλα ότι αυτό που θέλουμε από τους παίχτες που παίζουν στον Ολυμπιακό είναι να παθιάζονται που φοράνε τη φανέλα με το δαφνοστεφανωμένο έφηβο. Και αυτό σημαίνει ότι δεν συνάδει, με αυτό που θέλουμε, να υπάρχουν παίχτες που, ενώ δεν έχουν εντυπωσιάσει με την απόδοσή τους (το αντίθετο, μάλλον οι εμφανίσεις τους κινούνται γύρω από το μέτριο), να κάνουν «σκηνές» και να βγάζουν μούτρα προς τον εκάστοτε προπονητή. Και κυρίως από τους παίχτες που απαρτίζουν τον κορμό της ομάδας, δεν θέλουμε να αντιλαμβάνονται τον Ολυμπιακό ως σκαλοπάτι. Αν κάποια στιγμή η αξία τους μπορεί να οδηγήσει σε μεταγραφή στο εξωτερικό σε μια μεγάλη ομάδα καλώς, αλλά μέχρι τότε θα πρέπει να σκίζονται για τη φανέλα.
Από το ρόστερ λοιπόν του Ολυμπιακού για την επόμενη σεζόν θα κρατάγαμε σίγουρα τους γηγενείς. Αυτοί είναι Χουτεσιώτης, Νικολάου, Κούτρης, Ταχτσίδης (ίσως όχι για βασικός, τουλάχιστον μέχρι να βελτιωθεί), Ανδρούτσος και Φορτούνης (σύνολο έξι). Από τους 21 ξένους της ομάδας θα κρατάγαμε μάλλον τους παρακάτω: Ένγκελς, Σισέ (και οι δύο, αρκετά ελπιδοφόροι), Ελαμπντελαουί, Οφόε (όπως είπαμε, αρκεί να θέλει η γυναίκα του, ο μάνατζερ, αλλά και ο ίδιος -αλλιώς δρόμο, αλλά και με το ανάλογο κόστος), Τζούρτζεβιτς (ως ταλέντο που ελπίζουμε να δείξει την αξία του), Μάριν (αρκεί να σταματήσουν τα μουτράκια και να σταθεροποιηθεί η απόδοσή του), Ανσαριφάρντ, καθώς και οι πιο μεγάλοι (αλλά και έμπειροι) Προτό και Ρομαό (σύνολο εννέα -άντε και ο Μάρτινς, αρκεί να θέλει και ο προπονητής να τον χρησιμοποιεί).
Από τους υπόλοιπους, οι περισσότεροι θα πρέπει να μας αποχαιρετήσουν. Είτε επειδή θέλουν οι ίδιοι να φύγουν, είτε επειδή η αξία τους δεν συνάδει με τις απαιτήσεις μας για την ομάδα. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν παίχτες σαν τον τον Μποτία και, ίσως, τον Οτζίτζα. Στη δεύτερη ανήκουν ξεκάθαρα οι Σεμπά, Ζιλέ, Φιγκέιρας (επειδή έχει και έναν κάλο στον εγκέφαλο), Πάρντο και Βούκοβιτς (και ο Μάρτινς, αν ο προπονητής κρίνει πως δεν ταιριάζει με το πλάνο του). Στην δεύτερη κατηγορία, δεν σημαίνει ότι όλοι αυτοί είναι άμπαλοι (οι Φιγκέιρας και Πάρντο έχουν δείξει και καλά στοιχεία), αλλά ή είναι ιδιαίτερα ασταθείς (τη μία παίκτες του οκτώ, και την άλλη του δύο) ή δεν έχουν πάρει ευκαιρίες για να δείξουν αν αξίζουν κάτι (όπως ο Βούκοβιτς).
Η διοίκηση έδειξε ήδη την πόρτα της εξόδου σε παίκτες που είχαν χαμηλή απόδοση και, πιθανότατα, θέματα πειθαρχίας: οι Καπίνο, Καρσελά, Εμενίκε και Μίλιτς ή θα πρέπει να βρουν ομάδα ή θα προπονούνται με τις μπουλντόζες (που έλεγε και μια ψυχή). Οι --θετικές-- αντιδράσεις του κόσμου δείχνουν ότι έχουμε βαρεθεί από πριμαντόνες που δεν προσφέρουν. Πάντως, αξίζει να αναφερθεί ότι τις δύο τελευταίες χρονιές παρατηρείται μεγάλη «αστοχία», ειδικά στα βαριά ονόματα των μεταγραφών. Ο περυσινός Ολυμπιακός δεν μπόρεσε να πάρει τίποτα από δύο από τις (θεωρητικά) «καλές» μεταγραφές του: Ρομαό και Μάριν χρειάστηκε να αλλάξουν προπονητές (και χρονιά) για να βρουν τα πατήματά τους.
Αντίστοιχα και για τη φετινή χρονιά: ο βασικός επιθετικός (Εμενίκε), ο βασικός εξτρέμ (Καρσελά) και ο βασικός αμυντικός (Βούκοβιτς) είναι στο μηδέν. Με τέτοια ποσοστά αποτυχίας, είναι βέβαιο πως κάτι γίνεται λάθος (αντίστοιχη «αστοχία» είναι και ο Μίλιτς, αλλά αυτός δεν προοριζόταν --πιθανότατα-- για βασικός). Οι μεταγραφές πάντα ενέχουν ρίσκο: κάποιοι βγαίνουν, κάποιοι όχι. Όταν, όμως, από τις «καλές» φετινές μεταγραφές έχει βγει μόνο ο Οτζίτζα (και αυτός με τα προβλήματά του), και έχει θετικό πρόσημο (όχι για την αξία που αποκτήθηκε, αλλά για την ηλικία του) ο Ένχελς, κάτι στραβό συμβαίνει στην ομάδα.
Πίσω στο θέμα μας: με βάση, λοιπόν, το παραπάνω ξεσκαρτάρισμα, και τις μεταγραφές, το ρόστερ θα μπορούσε να έχει τους, περίπου, 22-24 παίχτες που είναι απαραίτητο για να «βγαίνει» η χρονιά. Στις μεταγραφές του Γενάρη, πρέπει να δυναμώσουμε (όπως είπαμε, με κάποιον/ους παίκτες αδιαμφισβήτητης αξίας) στα εξτρέμ, ενώ θα μπορούσαν να γίνουν και κινήσεις για μερικούς ακόμα έλληνες παίχτες (όπως ο Λυκογιάννης ή ο Τοροσίδης) για να ενισχυθεί ο αριθμός των γηγενών. Με βάση, λοιπόν, αυτό το σκεπτικό, θα είχαμε στην ομάδα το παρακάτω ρόστερ:
Τερματοφύλακες
|
Προτό, Χουτεσιώτης (και στο
βάθος, βλ. καλοκαίρι, Γιαννιώτης)
|
Αριστεροί μπακ
|
Κούτρης, Τσιμίκας ή Λυκογιάννης
|
Δεξιοί μπακ
|
Ομάρ, Τοροσίδης
|
Κεντρικοί αμυντικοί
|
Νικολάου, Σισέ, Ένγκελς, ένας εκ
των Λαϊφη και Ρισβάνη
|
Αμυντικά Χαφ
|
Ρομάο, Σιώπης, Ταχτσίδης (υπό
συνθήκες)
|
«Οχτάρια»
|
Ανδρούτσος, Ταχτσίδης, Οτζίτζα,
Μάρτινς (αν, πάντα, χωρά στο πλάνο του προπονητή)
|
Δεκαρι
|
Φορτούνης, Οτζίτζα, Μάριν
|
Αριστερό εξτρεμ
|
Γιαννιώτας
|
Δεξί εξτρεμ
|
Μανθάτης
|
Επιθετικοί
|
Ανσαριφάρντ, Τζούρτζεβιτς
|
Έχουμε την αίσθηση πως το παραπάνω πλάνο θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα πολύ πιο αξιόμαχο σύνολο από αυτό που έχουμε σήμερα. Φυσικά, θα απαιτούνταν, το καλοκαίρι (οπωσδήποτε), να γίνουν 3-4 πολύ δυνατές κινήσεις από σπουδαίους ξένους, στις θέσεις του αμυντικού, του αμυντικού μέσου, των εξτρέμ (αυτό, πάντως, επείγει και για τον Γενάρη) και του επιθετικού (ειδικά αν ο Ούρος συνεχίζει να παίρνει ευκαιρίες και δεν τις αξιοποιεί). Αυτό θα μπορούσε να είναι ένα αρκετά καλό σχέδιο εξόδου από την κρίση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου