Πέμπτη 25 Μαρτίου 2021

Το αυτοκρατορικό βιενέζικο βαλς ενός τζέντλεμαν των γηπέδων

Αν ζούσε σήμερα ο Δημήτρης Περσίδης, θα είχε φέτος, τον Μάρτη του 2021, τα γενέθλια του και θα έκλεινε τα 74. Δυστυχώς όμως δεν είναι ζωντανός. Έχει πεθάνει από τον Ιανουάριο 2009, προτού συμπληρώσει τα 62 χρόνια του, από την επάρατη, που τον χτύπησε σε ένα από τα δυνατά --από ποδοσφαιρικής απόψεως-- σημεία του οργανισμού του, τα πνεμόνια. 








Του Θεολόγου Μιχαηλίδη

Ήταν ένας από τους πολύ αγαπημένους μου παίκτες. Χαιρόμουν να τον βλέπω να παίζει. Χαιρόμουν ακόμη περισσότερο που τον είχαμε στον Ολυμπιακό, έναν τέτοιο άνθρωπο, που αποτελούσε κόσμημα για την ομάδα μας και το ελληνικό ποδόσφαιρο. 

Ο Περσίδης ήταν ένας από τους παίκτες, για τους οποίους είχα, κατ’ επανάληψη, διαφωνήσει ή και τσακωθεί με πολλούς οπαδούς της ομάδας μας, αγνώστους, γνωστούς ακόμη και φίλους. Ο λόγος ήταν πως θεωρούσα την αξία του τόσο μεγάλη, που μου φαινόταν αδιανόητο το γεγονός ότι πολλοί οπαδοί μας τον αμφισβητούσαν και κυρίως το γεγονός ότι στην αρχή, για μεγάλο χρονικό διάστημα, δεν ήταν βασικός στην ομάδα μας. Αλλά ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, με τη σειρά τους. 

Κατ’ αρχάς να λύσουμε το μυστήριο με το όνομα του. Στην Ελλάδα ήταν και είναι γνωστός ως Δημήτρης Περσίδης, ενώ στην Αυστρία ως Peter Persidis. Αυτό οφείλεται στο ότι στις δύο χώρες έγινε και γίνεται επιλεκτική χρήση ενός μόνο από τα δύο σκέλη, που συνθέτουν τον πλήρες όνομα του, το οποίο είναι Πέτρος-Δημήτρης Περσίδης. 

Ο Περσίδης ήρθε στον Ολυμπιακό το καλοκαίρι του 1971. Αγωνιζόταν στη μεσαίας δυναμικότητας ομάδα Α΄ Κατηγορίας First Vienna FC. Τον έφερε ο Γουλανδρής, ο οποίος είχε δώσει εντολή να αποκτηθούν όλοι οι αξιόλογοι παίκτες ελληνικής καταγωγής, που έπαιζαν στο εξωτερικό. Στο πλαίσιο εκτέλεσης των εντολών αυτών, αποκτήθηκαν τον ίδιο χρόνο, εκτός από τον Περσίδη, και το φοβερό ελληνογαλλικό δίδυμο Υβ Τριαντάφυλλου- Ρομαίν Αργυρούδη. Ήταν όλοι τους αποδεδειγμένα ελληνικής καταγωγής, γεγονός που διευκόλυνε την μεταγραφή τους σε εποχή χουντικού καθεστώτος, χωρίς να υπάρξει ανάγκη να καταφύγει κανείς σε πιο πονηρά, δαπανηρά, και χρονοβόρα κόλπα ελληνοποίησης. Μια που μιλάμε για τη μεταγραφή του στον Ολυμπιακό, να αναφέρουμε πως σύμφωνα με τις κακές γλώσσες, στην επιταγή για τη μεταγραφή του Περσίδη το ένα μηδενικό στο τέλος προστέθηκε από «έμπιστους» ανθρώπους του Ολυμπιακού, που σύχναζαν στο καφέ-ζαχαροπλαστείο του Φλόκα στη Φωκίωνος Νέγρη, εκεί όπου ήταν το στέκι του Γουλανδρή και του επιτελείου του, όταν ήθελε να κάνει αντίπραξη στο διάσημο Κολωνάκι. Βλέπετε εκείνη την εποχή υπήρχαν δύο πόλοι συναντήσεων όπου σύχναζαν οι διάσημοι, οι πλούσιοι, οι κοσμικοί και γενικά «ο καλός ο κόσμος», όπως λένε: το παραδοσιακό και κλασικό Κολωνάκι και η νουβέλ-βαγκ Φωκίωνος. 

Ο Περσίδης έπαιζε κεντρικός αμυντικός και κυρίως λίμπερο. Για τη θέση αυτή αποκτήθηκε από τον Ολυμπιακό. Με ύψος 1,85 και πολύ καλό σώμα φαινόταν ότι θα αποτελούσε τη βασική αμυντική λύση. Άλλωστε είχε πολύ καλό κεφάλι και εν γένει ήταν εξαιρετικός στο ψηλό παιχνίδι. Συγχρόνως όμως ήταν εξαιρετικός και στο χαμηλό παιχνίδι, λόγω των τεχνικών προσόντων του, κάτι πολύ ασυνήθιστο για κεντρικό αμυντικό παίκτη. 

Στην άμυνα της ομάδας, εκείνη την εποχή, έπαιζαν ο βράχος Βασίλης Σιώκος, ο οποίος όμως ήταν καθαρόαιμος στόπερ και ο πολύ ψηλός Κύπριος Κυριάκος Κουρέας, που ήταν βασικός σέντερ-μπακ την προηγούμενη χρονιά και θεωρείτο ο βασικός ανταγωνιστής του Περσίδη για την άλλη θέση στο κεντρικό αμυντικό δίδυμο. Υπήρχε επίσης ο Συνετόπουλος, ο οποίος έπαιζε κυρίως ως αμυντικός χαφ αλλά μπορούσε να καλύψει άνετα, όποτε χρειαζόταν, και μια θέση κεντρικού αμυντικού, λόγω του τρομερά πολυδιάστατου ποδοσφαιρικού του προφίλ. 

Από τα πρώτα φιλικά ματς, η διαφορά ποιότητας μεταξύ Περσίδη και Κουρέα μου φάνηκε πολύ μεγάλη, αν και ο Κύπριος δεν ήταν κανένας σούπερ άμπαλος. Ο Περσίδης είχε εντυπωσιακή τεχνική κατάρτιση, αλλά και τεράστια άνεση και ψυχραιμία, στοιχεία άγνωστα για αμυντικούς στη χώρα μας μέχρι τότε. 

Ωστόσο τα προσόντα αυτά και εν γένει η μεγάλη χάρη και το αυτοκρατορικό στιλ που είχε το παιχνίδι του γρήγορα παραξένεψε τους οπαδούς της ομάδας, που ήταν συνηθισμένοι να βλέπουν στην άμυνα τους πολύ δυναμικούς και σκληροτράχηλους Έλληνες αμυντικούς, αυτούς που μάρκαραν πολύ σκληρά τους αντιπάλους φορ, κολλώντας σαν βδέλλες πάνω τους και μην αφήνοντας τους να πάρουν ανάσα, αυτούς που πολλές φορές έπεφταν σαν καμικάζι στη φάση, με στόχο το σύμπλεγμα μπάλας-παίκτη. Σιγά-σιγά άρχισε να δημιουργείται σε αρκετούς φιλάθλους του Ολυμπιακού αμφιβολία ως προς το κατά πόσο ο Περσίδης μπορούσε να ανταποκριθεί στις προσδοκίες τους και στις απαιτήσεις της ομάδας για αποτελεσματική αντιμετώπιση των αντίπαλων επιθετικών, είτε των πολύ δυνατών είτε των πολύ κοντών και εκρηκτικών. Υπήρχαν λοιπόν πολλοί που προτιμούσαν τον «Γκαούρ» Κουρέα που τους ενέπνεε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη, αφού ήταν πιο κοντά σε αυτά που ήξεραν και περίμεναν από ένα σέντερ-μπακ. 

Βέβαια και οι υποστηρικτές του Περσίδη, δεν ήταν λίγοι. Στο γεγονός αυτό είχε συντελέσει καθοριστικά η καταλυτική παρουσία στη διεθνή ποδοσφαιρική σκηνή εκείνης της εποχής του μεγάλου Φραντς Μπεκενμπάουερ, ενός παίκτη φανταστικής αξίας και ποιότητας, ο οποίος για μένα έχει θέση σε οποιαδήποτε ιδανική ενδεκάδα όλων των εποχών του παγκοσμίου ποδοσφαίρου. Ο Περσίδης είχε πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τον Μπεκενμπάουερ. Έπαιζε στη ίδια θέση, ήταν πολύ τεχνίτης, κατέβαζε την μπάλα με μεγάλη άνεση και σε μεγάλη απόσταση, είχε εξαιρετικό κοντρόλ και άνετο στιλ και γενικά ένα πολύ όμορφο στο μάτι τρόπο παιξίματος, που το χαρακτήριζε ότι έπαιζε πάντα με ψηλά το κεφάλι. Βέβαια όλα αυτά τα κοινά προσόντα και χαρακτηριστικά ο Γερμανός σούπερ-άσος τα είχε αναπτυγμένα σε υψηλότερο βαθμό σε σύγκριση με τον Περσίδη. Εκείνο που έλλειπε πιο πολύ από τον Περσίδη σε σύγκριση με τον «Κάιζερ» ήταν η μεγάλη ταχύτητα κινήσεων του Γερμανού, όταν έκανε όλα αυτά που έκανε. Παρ’ όλα αυτά, ο τρόπος παιχνιδιού του Περσίδη θύμιζε έντονα Μπεκενμπάουερ. Εκεί πήγαινε ο νους όταν τον έβλεπες. Οι αδυναμίες, που είχε ως λίμπερο είχαν να κάνουν κυρίως με την έλλειψη μεγάλης εκρηκτικότητας όσο και με κάποιες κακές εκτιμήσεις και λάθη, λόγω υπερβολικής σιγουριάς και αυτοπεποίθησης, μειονέκτημα γνώριμο για όσους κεντρικούς αμυντικούς ξέρουν μπάλα. Ένα άλλο στοιχείο, που για πολλούς αποτελούσε περισσότερο μειονέκτημα παρά πλεονέκτημα, ήταν ότι ποτέ δεν έδιωχνε όπως-όπως, ακόμη και όταν υπήρχε πίεση και κίνδυνος στη φάση. Ήθελε και προσπαθούσε πάντα να μεταβιβάζει τη μπάλα σε συμπαίκτη του. 

Κατά τη διάρκεια της σεζόν 1971/72, ο Περσίδης δεν κατόρθωσε να πείσει απόλυτα τους φιλάθλους του Ολυμπιακού, αλλά και τον προπονητή του, τον Εγγλέζο Άλαν Άσμαν. Αγωνίστηκε περίπου στους μισούς (17) αγώνες πρωταθλήματος και ουσιαστικά μοιράστηκε τη θέση του λίμπερο με τον Κουρέα, που είχε λίγο μικρότερο αριθμό συμμετοχών, ενώ αρκετές φορές προτιμήθηκε στη θέση του λίμπερο και ο Συνετόπουλος. Ο Περσίδης έπαιξε κάποιες λίγες φορές και ως στόπερ, μήπως και αποδώσει καλύτερα στην εν λόγω θέση, αλλά ήταν φανερό ότι απέδιδε καλύτερα ως λίμπερο. 

Η κατάσταση συνεχίστηκε την επόμενη χρονιά (1972/73). Όχι μόνο δεν μονιμοποιήθηκε στην ενδεκάδα, αλλά τα πράγματα έδειξαν να χειροτερεύουν, αφού εκείνη την περίοδο ήρθε στην ομάδα ένας πολύ καλός παίκτης και πολύ δύσκολος ανταγωνιστής, που κατέλαβε με το σπαθί του τη θέση του λίμπερο, ο Λάκης Γκλέζος. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα πρώτα δέκα ματς του πρωταθλήματος, ο Περσίδης δεν έπαιξε ούτε μια φορά και σε ολόκληρο τον πρώτο γύρο, αγωνίστηκε μόνο δύο φορές. 

Ωστόσο στον δεύτερο γύρο, τα πράγματα θα άλλαζαν ριζικά και θα άλλαζαν γιατί θα άλλαζε και η θέση που θα έπαιζε. Όλα ξεκίνησαν τυχαία, από μια συγκυρία : την πολύμηνη τιμωρία του Συνετόπουλου στον αγώνα με τον ΠΑΟ. Από τότε, ο Περσίδης μετακινήθηκε από κεντρικός αμυντικός στη θέση του αμυντικού χαφ και στη θέση αυτή αγωνίστηκε σχεδόν σε όλα τα ματς του δεύτερου γύρου. Στη συγκεκριμένη θέση, η απόδοσή του απογειώθηκε. Ο Περσίδης έγινε ο βασικός αμυντικός χαφ του Ολυμπιακού. Ο Συνετόπουλος ήταν αυτός που τελικά πλήρωσε τη νύφη, αφού δεν επανήλθε στη θέση αυτή, παρά μόνο αφότου έφυγε ο Περσίδης. Μπορεί ο Συνετόπουλος να ήταν σπουδαίος και πολυσύνθετος ποδοσφαιριστής, αλλά οι θέσεις που θα έπαιζε, προκειμένου να χωρέσει στην ενδεκάδα, θα καταντούσαν πλέον σπαζοκεφαλιά. 


Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε και την επόμενες δύο χρονιές (1973/74, 1974/75). Ο Περσίδης καθιερώθηκε πλήρως στη θέση του αμυντικού μέσου και αποτέλεσε βασικότατο στέλεχος της ενδεκάδας. Ως αμυντικός χαφ, διακρίθηκε ιδιαίτερα για την αντοχή του, την αγωνιστικότητά του, το ακατάπαυστο τρέξιμό του, τη σταθερότητα και τη συνέπεια στην απόδοσή του. Μεγάλο προσόν του οι σωστές θέσεις που έπαιρνε στο γήπεδο, τόσο όταν η ομάδα επιτίθετο όσο και όταν αμυνόταν, δείχνοντας μεγάλη ποδοσφαιρική αντίληψη και ευφυία. Η κίνησή του στον κενό χώρο χωρίς την μπάλα αποτέλεσε υπόδειγμα για το ελληνικό ποδόσφαιρο. Αποτελούσε τη πρώτη γραμμή αμύνης στο κέντρο, έχοντας μια σπάνια έφεση στην επαναφορά. Δηλαδή ακόμη και όταν συνέβαινε να φάει ντρίμπλα, δεν έμενε αδρανής, αλλά είχε μεγάλη ικανότητα να ξαναβρίσκεται σε πολύ μικρό διάστημα χώρου και χρόνου ξανά μπροστά στον επιτιθέμενο αντίπαλο με σκοπό να τον μαρκάρει, να τον κόψει, να τον κλείσει και να τον καθυστερήσει. 

Η αλλαγή θέσης του και οι σωστές τοποθετήσεις του τον βοήθησαν επίσης να αρχίζει να σκοράρει με αυξανόμενη συχνότητα. Η θέση του αμυντικού χαφ, λόγω του πιο περιορισμένου χώρου, συντέλεσε στο να γίνονται λιγότερο φανερές κάποιες αδυναμίες του στους τομείς της εκρηκτικότητας ή της τελικής ταχύτητας. Ακόμη, η υψηλή τεχνική του κατάρτιση του τον βοήθησε να εκμεταλλεύεται ανοίγματα, να προωθείται περισσότερο και πολύ πιο επιτυχημένα από ένα συνηθισμένο αμυντικό χαφ και να κάνει τόσο κάθετο παιχνίδι όσο και να αλλάζει το παιχνίδι με τις σπεσιαλιτέ μεγάλης απόστασης μπαλιές, που με χαρακτηριστική ευχέρεια και ακρίβεια έκανε. Και ο ίδιος ο Περσίδης στο τέλος παραδέχθηκε ότι η θέση του αμυντικού χαφ ήταν αυτή που του ταίριαζε περισσότερο και στην οποία είχε την ευκαιρία να αποδώσει καλύτερα. 

Ο Περσίδης έγινε μέλος της τρομερής τριάδας του κέντρου --Βιέρα, Περσίδης, Δεληκάρης--, που κυριαρχούσε στο ελληνικό ποδόσφαιρο εκείνη την εποχή. Ο Σιώκος, σε συνέντευξη του το 2019, τον χαρακτήρισε ως τον παίκτη του Ολυμπιακού «που βοηθούσε την ομάδα πιο πολύ από όλους». Ήταν απίστευτο, αλλά αληθινό πως ο Περσίδης μπορούσε να γίνεται ένας ακούραστος εργάτης του συνόλου, που να πάταγε όλα τα μήκη και τα πλάτη του γηπέδου, διατηρώντας παράλληλα το αριστοκρατικό στιλ παιχνιδιού του. Ακόμη και τα φάουλ που έκανε δεν ήταν ποτέ βάναυσα, ούτε αντιαθλητικά. Μολονότι συνήθιζε τα τάκλιν, πάντοτε πήγαινε για τη μπάλα και σχεδόν πάντοτε κατάφερνε να βρίσκει μόνο μπάλα. Σπάνια θα έβλεπες αντίπαλο να πέφτει από το τάκλιν του Περσίδη, αλλά ακόμη και αν έπεφτε, αυτό θα συνέβαινε περισσότερο λόγω στιγμιαίας απώλειας ισορροπίας παρά λόγω σκληρότητας της επαφής. Ο αντίπαλος θα σηκωνόταν αμέσως, στα επόμενα δευτερόλεπτα. 

Ο Περσίδης αγωνίστηκε 4 χρονιές στον Ολυμπιακό. Από το 1971 ως το 1975. Κατέκτησε 3 Πρωταθλήματα (1973, 1974, 1975) και δύο Κύπελλα (1973, 1975). Συνολικά φόρεσε τη φανέλα του Ολυμπιακού σε 112 επίσημους αγώνες, εκ των οποίων οι 89 για στο Πρωτάθλημα, 15 στο Κύπελλο και 8 για τις διοργανώσεις της Ευρώπης. Με τον Ολυμπιακό, σημείωσε συνολικά 15 γκολ, 12 για το πρωτάθλημα και 3 για το Κύπελλο. Στην Αυστρία, έγινε γνωστός για το ρεκόρ του ως ο Αυστριακός παίκτης, που έχει κερδίσει τους περισσότερους τίτλους μακριά από τη χώρα του. 

Ο Περσίδης ως άτομο ήταν ένας ευγενέστατος άνθρωπος, πραγματικός κύριος με όλη σημασία της λέξης. Gentleman indeed, που θα έλεγαν και οι Άγγλοι. Για τον λόγο αυτό, ήταν πολύ αγαπητός σε όλους τους συμπαίκτες του και όλο τον φίλαθλο κόσμο της χώρας εν γένει. Ποτέ δεν δημιούργησε πρόβλημα, δεν δυσανασχέτησε, δεν διαμαρτυρήθηκε μέσα στα γήπεδα ή έξω από αυτά. Ποτέ δεν παραφέρθηκε απέναντι σε οποιονδήποτε συμπαίκτη, αντίπαλο, διαιτητή. Υπήρξε τυπικό και άριστο δείγμα του απόλυτα πολιτισμένου Δυτικοευρωπαίου παλιάς κοπής. 

Ο Περσίδης ήταν γέννημα θρέμμα της Βιέννης, από Έλληνα πατέρα, που φέρεται να έχει παίξει ποδόσφαιρο στην Προοδευτική στα τέλη της δεκαετίας του 1930. Μπορούσε να αγωνιστεί τόσο στην Εθνική Ελλάδας όσο και στην Εθνική Αυστρίας. Κράτησε για καιρό ανοιχτή αυτή τη δυνατότητα. Είναι αστείοι οι ισχυρισμοί κάποιων βάζελων ότι δήθεν ήταν καθαρός Αυστριακός και όχι Έλληνας. Οι ισχυρισμοί αυτοί διατυπώθηκαν σε μια προσπάθεια να αμφισβητηθεί η μεταγραφή του παίκτη ως μη ελληνικής καταγωγής. Μάλιστα κάποιοι κακόβουλοι και δόλιοι επικαλούνται το γεγονός ότι είχε παίξει 7 φορές στην Εθνική Αυστρίας. Μόνο που δεν λένε ότι αυτό συνέβη στο διάστημα των ετών 1976-1978, μετά την αποχώρησή του από τον Ολυμπιακό και την Ελλάδα και έπειτα από την επανεγκατάστασή του στη Βιέννη. Μάλιστα, το ντεμπούτο του στην Εθνική Αυστρίας το έκανε σε αγώνα με την Ελλάδα το 1976 στην Καβάλα όταν και σημείωσε και γκολ. Η αλήθεια, πάντως, είναι ότι, αν και αγαπούσε πολύ την Ελλάδα με την οποία δέθηκε πολύ, παρ’ όλα αυτά, αισθανόταν ως πατρίδα του την Αυστρία και δη την Βιέννη. 

Όταν επέστρεψε στη Βιέννη, έπαιξε στη Ραπίντ Βιέννης από το 1976 ως το 1982. Με τη Ραπίντ κατέκτησε το κύπελλο το 1976 και ένα πρωτάθλημα, αυτό της περιόδου 1981/82, έχοντας συμπαίκτες του τον περίφημο σέντερ-φορ Κρανκλ και τον σπουδαίο Τσεχοσλοβάκο Πανένκα (που δημιούργησε σχολή στα χτυπήματα πέναλτι). Στη Ραπίντ επανήλθε στην αρχική του θέση στην άμυνα. Διετέλεσε αρχηγός της ομάδας (1978-1980) στην οποία αγωνίστηκε 182 φορές και σημείωσε 3 γκολ. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι, τη χρονιά της κατάκτησης του τίτλου του 1982, ήταν ο παίκτης της ομάδας του με τις περισσότερες συμμετοχές σε αγώνες πρωταθλήματος (34). Το 1978 είχε αποτελέσει μέλος της αποστολής των 22 παικτών της πολύ αξιόλογης Εθνικής Αυστρίας, που συμμετείχε στα τελικά του Παγκόσμιου Κυπέλλου της Αργεντινής. Δεν αγωνίστηκε όμως σε κάποιο ματς, επειδή ήταν άτυχος, αφού στη θέση του αγωνιζόταν ο μεγαλύτερος αμυντικός και δη λίμπερο στην ιστορία του αυστριακού ποδοσφαίρου ο επίσης αυτοκρατορικός και σούπερ-πληθωρικός Μπρούνο Πετσάι. 

Μετά το τέλος της ποδοσφαιρικής του καριέρας, έγινε προπονητής στη Σ. Πόλτεν (1986/87) και έπειτα εντάχθηκε στο προπονητικό επιτελείο της Ραπίντ αρχικά ως βοηθός και στη συνέχεια (2001) ως πρώτος προπονητής. Αργότερα, το 2006, προσλήφθηκε ως ομοσπονδιακός προπονητής στην Εθνική Αυστρίας, όπου έγινε βοηθός του Χικερσμπέργκερ. Στο EURO 2008, διατέλεσε απροσδόκητα πρώτος προπονητής για 55 λεπτά σε αγώνα με τη Γερμανία, όταν αποβλήθηκε ο Χικερσμπέργκερ. Όλοι κατάλαβαν ότι αισθάνθηκε άβολα, γιατί ποτέ δεν του άρεσε το προσκήνιο. Παραιτήθηκε όταν πληροφορήθηκε την προσβολή του από τη νόσο, κάτι που έμαθε σχετικά αργά. Μετά τον θάνατό του, τηρήθηκε ενός λεπτού σιγή, προς τιμή του, στον αμέσως επόμενο αγώνα της Εθνικής Αυστρίας, που ήταν ένας φιλικός εναντίον της Σουηδίας, τον Φεβρουάριο του 2009 στο Γκρατς. Το προσωνύμιό του στην Αυστρία ήταν «πιστός». 

Είχε δύο παιδιά, ένα γιο (τον Κωσταντίνο) και μια κόρη (την Σοφία). Από σπορ του άρεσαν το σκι και το τένις. Από λογοτεχνία του άρεσαν τα best sellers βιβλία του Χάρολντ Ρόμπινς. Έκανε συχνά καλοκαιρινές διακοπές στην Ελλάδα, ακόμη και όταν ήταν άγνωστος. Η Αμάρυνθος ήταν ένα από τα αγαπημένα μέρη του. 

Εδώ και χρόνια ένας στενός φίλος του, ο Νίκος-Νεκτάριος Βάμβουκος, προσπαθούσε να κλείσει --και μάλιστα όχι για μια μόνο φορά, αλλά και ως ετήσιο θεσμό-- ένα φιλικό αγώνα μεταξύ των δύο ομάδων του Περσίδη, του Ολυμπιακού και της Ραπίντ, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Οι διοικήσεις του Ολυμπιακού ανέκαθεν προτιμούσαν να μένουν άπραγες ή να περιορίζονται σε μια εύκολη και βολική λύση π.χ. μια πλακέτα, μερικά λεπτά ομιλιών και τέλος. Δεν ασχολούνται με τέτοιες μεγάλες τιμητικές εκδηλώσεις μνήμης για τους ποδοσφαιριστές, που διέπρεψαν με την ερυθρόλευκη. Δεν θα έκαναν εξαίρεση για τον Περσίδη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου