Πριν το κάνω όμως, θα καλέσω όλους τους φίλους, που διαβάζουν, να αναλογιστούν πόσο βαριά και καθοριστική στιγμή είναι η ίδρυση ενός συλλόγου, με την οποία «εγκαινιάζεται» επίσημα και συνδέεται άρρηκτα η έννοια της σχετικής «παράδοσης». Και η δύναμη της παράδοσης παραμένει πολύ ισχυρή στο ποδόσφαιρο ακόμη και σήμερα, άσχετα από το αν --ομολογουμένως-- έχει μειωθεί αρκετά λόγω των επιρροών και των επιταγών του σύγχρονου ποδοσφαίρου και ανεξάρτητα από το πόσο τυχαία, αστάθμητη και παράξενη είναι η αφετηρία αυτής της παράδοσης. Να δώσω ένα χαρακτηριστικό ποδοσφαιρικό παράδειγμα, που δεν είναι καν συλλογικό. Η Εθνική Ιταλίας παίζει με μπλε και αποκαλείται «σκουάντρα ατζούρα», μολονότι χρώμα μπλε δεν υπάρχει πουθενά στην ιταλική σημαία. Η επιλογή του μπλε υπήρξε μια παμπάλαια απόφαση του βασιλικού οίκου της Σαβοΐας που κυβερνούσε την Ιταλία και γούσταρε το συγκεκριμένο χρώμα. Έκτοτε πολλές δεκαετίες πέρασαν, η βασιλεία καταργήθηκε, αλλά το μπλε χρώμα στη φανέλα έμεινε, χάρις στη δύναμη της παράδοσης.
Και τώρα πάμε στο θέμα μας.
Θύμα της νοοτροπίας του αυτής ήταν το γυναικείο τμήμα μπάσκετ, το οποίο παρά τις επιτυχίες του και την πρωτοπόρα και πολύ σημαντική και επιτυχημένη ιστορική του διαδρομή, θεωρήθηκε περιττό και οδηγήθηκε σε διάλυση. Αλλά και στα τμήματα μπάσκετ και βόλεϊ ανδρών ο Ανδριανόπουλος ακολούθησε παρόμοια πολιτική αδιαφορίας.
Δεν είναι άσχετο με αυτή τη στάση και την συμπεριφορά του, ούτε τυχαίο το γεγονός ότι κατά την διάρκεια της 14ούς (!) προεδρίας του (1953-1967), ο Ολυμπιακός στα τρία μεγάλα ομαδικά αθλήματα πλην ποδοσφαίρου δεν κατέκτησε παρά μόνο ένα πανελλήνιο τίτλο, στο μπάσκετ (1960). Μέσα σε 14 χρόνια συνολικά ένα τίτλο (!!). Δηλαδή σε πόλο και σε βόλεϊ, αθλήματα, όπου πρωταγωνιστούμε εδώ και πάρα πολλά χρόνια και έχουμε τεράστια παράδοση και αμέτρητους τίτλους σε Ελλάδα, αλλά και πολλές διακρίσεις σε Ευρώπη, δεν καταφέραμε, επί προεδρίας Ανδριανόπουλου να πάρουμε ούτε ένα τίτλο (!). Αλλά και στο μπάσκετ, όπου όπως προανέφερα, πήραμε το μοναδικό πρωτάθλημα, μετά από ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα τριών ετών φτάσαμε επί Ανδριανόπουλου στο σημείο να υποβιβαστούμε και επί αρκετά χρόνια να μην μπορούμε να ξανανέβουμε στη μεγάλη κατηγορία.
Για τον Ανδριανόπουλο, που η αθλητική του ανατροφή ακολουθούσε τα αγγλικά πρότυπα, ουσιαστικά υπήρχε μόνο το ποδόσφαιρο, που το θεωρούσε ως το μόνο άθλημα, για το οποίο άξιζε να ξοδεύονται χρήματα. Ο Ολυμπιακός έγινε καθαρά ποδοσφαιρικός σύλλογος. Όμως και στο ποδόσφαιρο μη νομίζετε ότι έκανε πάντα υπερβολικές θυσίες ή μεγάλα ανοίγματα. Το κύριο μέλημα του πάντα ήταν να υπάρχει μια έντιμη και συνετή διαχείριση των οικονομικών, να υπάρχει «νοικοκυροσύνη», όπως έλεγε. Όμως όλα αυτά τα θεωρούσε υποχρέωση του όχι απέναντι στους φιλάθλους, αλλά μόνον απέναντι στα μέλη του σωματείου Ολυμπιακός. Για τον Ανδριανόπουλο, δεν υπήρχε τίποτε, για το οποίο να έχουν δικαίωμα λόγου ή ενημέρωσης οι φίλαθλοι, τους οποίους χοντρικά αντιμετώπιζε, όπως περίπου ένας μαγαζάτορας αντιμετωπίζει τους επισκέπτες πελάτες του, που δεν τους πέφτει λόγος για το τι έγινε ή έπρεπε να γίνει στον Ολυμπιακό.
Έχοντας αυτή τη νοοτροπία, δεν μοιάζει παράλογο, ούτε μικροπρεπές, το γεγονός ότι ο Ανδριανόπουλος κατηγόρησε αργότερα τον Γουλανδρή ενώπιον της ΓΣ του Συλλόγου μετά την αποχώρηση του τελευταίου από τον Ολυμπιακό. Οι κατηγορίες αφορούσαν άσωτη κακοδιαχείριση και τεράστιες σπατάλες. Βέβαια την εποχή του Γουλανδρή έγιναν πολλές οικονομικές υπερβολές και υπήρξαν αρκετά «τρωκτικά» στο περιβάλλον του Ολυμπιακού, που μυρίστηκαν το χρήμα του Γουλανδρή που έρεε άφθονο. Ωστόσο μπορεί οι δαπάνες που εμφανιζόντουσαν να ήταν τυπικά δαπάνες του Ολυμπιακού, αλλά ουσιαστικά επρόκειτο για λεφτά του ίδιου του Γουλανδρή, που ο ίδιος ο Γουλανδρής είχε βάλει στον Ολυμπιακό και είχαν ξοδευτεί για τον Ολυμπιακό.
Αδιάψευστη απόδειξη της νοοτροπίας του Ανδριανόπουλου, όπως έχουμε ξαναγράψει, ήταν και η απόφαση της διοίκησης του να αποσύρει την ομάδα του Ολυμπιακού από το Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης της περιόδου 1962/63, επειδή η κλήρωση στον πρώτο γύρο με τη μαλτέζικη Χιμπέρνιαν θεωρήθηκε εισπρακτικά ασύμφορη και εν γένει, λαμβανομένων υπόψη των πιθανών εξόδων, οικονομικά επιζήμια, λόγω του μικρού ονόματος της άσημης αντίπαλης ομάδας, ανεξάρτητα από αν η πρόκριση θεωρείτο σίγουρη.
Η εισπρακτική μανία της διοίκησης του Ολυμπιακού επί Ανδριανόπουλου ήταν παροιμιώδης. Η αναζήτηση εσόδων και ο μετριασμός των δαπανών ήταν ένας διαρκής στόχος. Αυτός ήταν άλλωστε και ένας από τους βασικούς λόγους που πρωτοστάτησε στην ίδρυση του ΠΟΚ και την συνεργασία με τους άλλους δύο μεγάλους του ελληνικού ποδοσφαίρου (ΠΑΟ, ΑΕΚ). Τα Κύπελλα Χριστουγέννων και Πάσχα, με συμμετοχή των άλλων δύο συνεταίρων, αλλά πολλές φορές και ξένων ομάδων έφεραν στον Ολυμπιακό όχι μόνο πολλά, ανεπίσημα μεν, πλην όμως δημοφιλή, τρόπαια υψηλού γοήτρου, αλλά και αρκετά χρήματα και όλα αυτά με τρόπο απόλυτα θεμιτό.
Μπορεί εσύ να είσαι εθνάρχης, αλλά κι εγώ είμαι... γενάρχης |
Την περίοδο 1964/65, ο Ολυμπιακός κατέβαινε αποφασισμένος να πάρει το πρωτάθλημα, το οποίο είχε να κατακτήσει πέντε χρόνια. Ο κόσμος της ομάδας, που είχε συνηθίσει σε αλλεπάλληλα πρωταθλήματα την δεκαετία του 1950, πίστευε ότι είχε έρθει πλέον η ώρα. Οι σημαντικές μεταγραφές των Αγανιάν και Μποτίνου, που μόλις είχαν γίνει, είχαν δώσει ακόμη μεγαλύτερη ώθηση στις φιλοδοξίες όλων. Προπονητής της ομάδας ήταν ο Ούγγρος Τσιέρνα.
Στις 5/8/1964 επρόκειτο να γίνει η πρώτη συγκέντρωση της ομάδας στο Καραϊσκάκη. Δεν θα γινόταν βέβαια κάποιο εσωτερικό διπλό, παρά μόνο ασκήσεις εκγύμνασης, σχεδόν όλες χωρίς μπάλα. Η διοίκηση Ανδριανόπουλου, αντιλαμβανόμενη τον πυρετό της λαχτάρας του κόσμου, θεώρησε σωστό να ορίσει και να ανακοινώσει τιμή εισιτηρίου μιας δραχμής (συμβολικό αντίτιμο, όπως το χαρακτήρισε) για όσους φιλάθλους ήθελαν να παρακολουθήσουν την προπόνηση. Ωστόσο δεν περίμενε ούτε η ίδια αυτό που θα επακολουθούσε, που ξεπέρασε και την πλέον αισιόδοξη πρόβλεψη της.
Οι οπαδοί του Ολυμπιακού, αντί να δυσαρεστηθούν για την ύπαρξη (έστω και ενός όχι ιδιαίτερα ακριβού) εισιτηρίου για μια απλή ψευτοπροπόνηση συνέρρευσαν στο Φάληρο κατά χιλιάδες. Η επιθυμία και η προσμονή τους να δουν τα είδωλά τους ήταν εξαρχής δεδομένες και αναμενόμενες, αλλά αυτό που έγινε ξεπέρασε κατά πολύ κάθε όριο. Κάποιοι είπαν ότι ενδεχομένως οι φίλαθλοι να εξέλαβαν το χαμηλό εισιτήριο ως ένα τρόπο οικονομικής ενίσχυσης της ομάδας. Το γεγονός πάντως ήταν πως εκείνη την μέρα κόπηκαν 10.300 εισιτήρια (!) της μιας δραχμής.
Η διοίκηση Ανδριανόπουλου φαίνεται πως γλυκάθηκε. Έτσι την αμέσως επόμενη χρονιά (1965/66) την ίδια εποχή και αφού είχε αρχίσει η προετοιμασία της ομάδας ανακοίνωσε ότι στη Ριζούπολη (λόγω των εργασιών ανακατασκευής που γίνονταν στο Καραϊσκάκη) θα διεξαγόταν ένα εσωτερικό προπονητικό διπλό, που παρουσιάστηκε και διαφημίστηκε ως φιλικός αγώνας μεταξύ δύο ισαξίων-ισοδυνάμων ομάδων του Ολυμπιακού. Σε μια μερίδα του Τύπου γράφτηκε πως αυτή τη φορά δεν θα υπήρχε εισιτήριο, ενώ σε μια άλλη μερίδα του Τύπου δεν γινόταν καν λόγος περί ύπαρξης εισιτηρίου. Ο επίσημος Ολυμπιακός δεν ανακοίνωσε τίποτε αυτή τη φορά. Ο κόσμος λοιπόν περίμενε να δει τον αγώνα δωρεάν, αν και υπήρχαν και κάποιοι που υποψιάζονταν πως την τελευταία στιγμή θα υπήρχε εισιτήριο, το οποίο όμως σε καμιά περίπτωση δεν φαντάζονταν ότι θα ήταν ακριβότερο από το αντίστοιχο περυσινό της μιας δραχμής.
Η διοίκηση Ανδριανόπουλου είχε σκεφτεί πονηρά. Χωρίς να το ανακοινώσει είχε βάλει εισιτήριο σε δεκαπλάσια τιμή σε σύγκριση με τη προηγούμενη χρονιά. Μάλλον πρέπει να σκέφθηκε κάπως έτσι: «αυτή τη φορά δεν πρόκειται για απλή προπόνηση όπως πέρυσι, αλλά θα υπάρχει ολόκληρος αγώνας και θα μπουν γκολ. Επιπλέον, αυτή τη φορά προπονητής δεν είναι ο Τσιέρνα, αλλά ο μεγάλος Μπούκοβι, του οποίου το όνομα μαγνητίζει τα πλήθη. Καιρός λοιπόν να οικονομήσουμε και κάτι παραπάνω, αφού σίγουρα θα γεμίσει πάλι το γήπεδο από τους τρελούς, που περιμένουν πως και πως να δουν την ομάδα». Ο Ανδριανόπουλος γνώριζε πως οι προσδοκίες των οπαδών του Ολυμπιακού εκείνη τη σεζόν, λόγω Μπούκοβι, ήταν πολύ μεγαλύτερες από την προηγούμενη. Όσο για τη λατρεία του κόσμου για την ομάδα και τους παίκτες αυτή θεωρείτο δεδομένη και απόλυτη.
Το ματς των δύο ισοδυνάμων ομάδων του Ολυμπιακού ήταν μεταξύ «ερυθρών» και «λευκών». Νικητές με 5-4 αναδείχθηκαν οι «ερυθροί» των Γιούτσου, Μποτίνου, Γκαιτατζή και Βασιλείου κ.ά, ενώ χαμένοι ήταν οι «λευκοί» των Γ. Σιδέρη, Πολυχρονίου, Ζαντέρογλου, Αγανιάν, Αρ. Παπάζογλου κ.α. Σκόρερ από τους ερυθρούς ο Μποτίνος με δύο γκολ και από τους λευκούς ο Αγανιάν, ομοίως με δύο γκολ. Περιττό να πούμε ότι ο κόσμος μόλις είδε τους παίκτες ενθουσιάστηκε, τους αποθέωσε και ξέχασε ό, τι είχε προηγηθεί.
* * *
Τα κάγκελα παλιά, με το σίδερο να λυγίζει προς τα μέσα. Το όριο του αγωνιστικού χώρου. Το όριο της μέθεξης. Ο άντρας σκαρφαλωμένος πάνω μοιάζει να ασφυκτιά μέσα στο κοστούμι της εποχής. Όμως δεν τον νοιάζει. Προσπαθεί να ανοίξει όλο το σώμα όσο μπορεί να χωρέσει όλο τον κόσμο. Έχει ανέβει όσο ψηλότερα γίνεται, όσο πιο κοντά στον ουρανό. Τα χέρια ορθάνοιχτα αγκαλιάζουν την βοή του πλήθους, που πανηγυρίζει το γκολ. Το στόμα ανοιχτό σε μια κραυγή, που ο φακός απαθανατίζει. Ο ήχος ταξιδεύει στα σαράντα χρόνια που μας χωρίζουν (σημείωση δική μου: προφανώς η φωτογραφία δημοσιεύτηκε τη δεκαετία του 2000) Γκολ!!! Πρέπει να είναι η δεκαετία του εξήντα, στο Καραϊσκάκη. Ποιος άραγε να είναι ο σκόρερ, ο Μποτίνος; o Γιούτσος; ο Σιδέρης; Σημασία έχει ότι ο Θρύλος σκοράρει και ένας άντρας ανεβαίνει στα ουράνια αγκαλιάζοντας τον αέρα, εκβάλοντας με όλη του τη δύναμη την ερυθρόλευκη ψυχή.
Η φωτογραφία συμβολίζει και εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο αυτό που θέλησα να πω εξαρχής: Μπορεί τον Ολυμπιακό τυπικά να τον ίδρυσαν και να τον διοίκησαν συγκεκριμένοι άνθρωποι μιας συγκεκριμένης κοινωνικής προέλευσης, τάξης και αντίληψης, αλλά ουσιαστικά τον ανύψωσαν και τον έκαναν ΘΡΥΛΟ οι απλοί ανώνυμοι φίλαθλοι, όχι μόνο εκείνης της εποχής, αλλά και των εποχών που προηγήθηκαν και ακολούθησαν. Και όχι μόνο αυτοί, αλλά και εκείνοι οι παίκτες που τότε --σχεδόν όλοι-- ήταν κατ’ εικόνα και ομοίωση των φιλάθλων αυτών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου