Ήταν ένας από τους πολύ αγαπημένους μου παίκτες. Χαιρόμουν να τον βλέπω να παίζει. Χαιρόμουν ακόμη περισσότερο που τον είχαμε στον Ολυμπιακό, έναν τέτοιο άνθρωπο, που αποτελούσε κόσμημα για την ομάδα μας και το ελληνικό ποδόσφαιρο.
Ο Περσίδης ήταν ένας από τους παίκτες, για τους οποίους είχα, κατ’ επανάληψη, διαφωνήσει ή και τσακωθεί με πολλούς οπαδούς της ομάδας μας, αγνώστους, γνωστούς ακόμη και φίλους. Ο λόγος ήταν πως θεωρούσα την αξία του τόσο μεγάλη, που μου φαινόταν αδιανόητο το γεγονός ότι πολλοί οπαδοί μας τον αμφισβητούσαν και κυρίως το γεγονός ότι στην αρχή, για μεγάλο χρονικό διάστημα, δεν ήταν βασικός στην ομάδα μας. Αλλά ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, με τη σειρά τους.
Κατ’ αρχάς να λύσουμε το μυστήριο με το όνομα του. Στην Ελλάδα ήταν και είναι γνωστός ως Δημήτρης Περσίδης, ενώ στην Αυστρία ως Peter Persidis. Αυτό οφείλεται στο ότι στις δύο χώρες έγινε και γίνεται επιλεκτική χρήση ενός μόνο από τα δύο σκέλη, που συνθέτουν τον πλήρες όνομα του, το οποίο είναι Πέτρος-Δημήτρης Περσίδης.
Ο Περσίδης έπαιζε κεντρικός αμυντικός και κυρίως λίμπερο. Για τη θέση αυτή αποκτήθηκε από τον Ολυμπιακό. Με ύψος 1,85 και πολύ καλό σώμα φαινόταν ότι θα αποτελούσε τη βασική αμυντική λύση. Άλλωστε είχε πολύ καλό κεφάλι και εν γένει ήταν εξαιρετικός στο ψηλό παιχνίδι. Συγχρόνως όμως ήταν εξαιρετικός και στο χαμηλό παιχνίδι, λόγω των τεχνικών προσόντων του, κάτι πολύ ασυνήθιστο για κεντρικό αμυντικό παίκτη.
Στην άμυνα της ομάδας, εκείνη την εποχή, έπαιζαν ο βράχος Βασίλης Σιώκος, ο οποίος όμως ήταν καθαρόαιμος στόπερ και ο πολύ ψηλός Κύπριος Κυριάκος Κουρέας, που ήταν βασικός σέντερ-μπακ την προηγούμενη χρονιά και θεωρείτο ο βασικός ανταγωνιστής του Περσίδη για την άλλη θέση στο κεντρικό αμυντικό δίδυμο. Υπήρχε επίσης ο Συνετόπουλος, ο οποίος έπαιζε κυρίως ως αμυντικός χαφ αλλά μπορούσε να καλύψει άνετα, όποτε χρειαζόταν, και μια θέση κεντρικού αμυντικού, λόγω του τρομερά πολυδιάστατου ποδοσφαιρικού του προφίλ.
Από τα πρώτα φιλικά ματς, η διαφορά ποιότητας μεταξύ Περσίδη και Κουρέα μου φάνηκε πολύ μεγάλη, αν και ο Κύπριος δεν ήταν κανένας σούπερ άμπαλος. Ο Περσίδης είχε εντυπωσιακή τεχνική κατάρτιση, αλλά και τεράστια άνεση και ψυχραιμία, στοιχεία άγνωστα για αμυντικούς στη χώρα μας μέχρι τότε.
Ωστόσο τα προσόντα αυτά και εν γένει η μεγάλη χάρη και το αυτοκρατορικό στιλ που είχε το παιχνίδι του γρήγορα παραξένεψε τους οπαδούς της ομάδας, που ήταν συνηθισμένοι να βλέπουν στην άμυνα τους πολύ δυναμικούς και σκληροτράχηλους Έλληνες αμυντικούς, αυτούς που μάρκαραν πολύ σκληρά τους αντιπάλους φορ, κολλώντας σαν βδέλλες πάνω τους και μην αφήνοντας τους να πάρουν ανάσα, αυτούς που πολλές φορές έπεφταν σαν καμικάζι στη φάση, με στόχο το σύμπλεγμα μπάλας-παίκτη. Σιγά-σιγά άρχισε να δημιουργείται σε αρκετούς φιλάθλους του Ολυμπιακού αμφιβολία ως προς το κατά πόσο ο Περσίδης μπορούσε να ανταποκριθεί στις προσδοκίες τους και στις απαιτήσεις της ομάδας για αποτελεσματική αντιμετώπιση των αντίπαλων επιθετικών, είτε των πολύ δυνατών είτε των πολύ κοντών και εκρηκτικών. Υπήρχαν λοιπόν πολλοί που προτιμούσαν τον «Γκαούρ» Κουρέα που τους ενέπνεε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη, αφού ήταν πιο κοντά σε αυτά που ήξεραν και περίμεναν από ένα σέντερ-μπακ.
Κατά τη διάρκεια της σεζόν 1971/72, ο Περσίδης δεν κατόρθωσε να πείσει απόλυτα τους φιλάθλους του Ολυμπιακού, αλλά και τον προπονητή του, τον Εγγλέζο Άλαν Άσμαν. Αγωνίστηκε περίπου στους μισούς (17) αγώνες πρωταθλήματος και ουσιαστικά μοιράστηκε τη θέση του λίμπερο με τον Κουρέα, που είχε λίγο μικρότερο αριθμό συμμετοχών, ενώ αρκετές φορές προτιμήθηκε στη θέση του λίμπερο και ο Συνετόπουλος. Ο Περσίδης έπαιξε κάποιες λίγες φορές και ως στόπερ, μήπως και αποδώσει καλύτερα στην εν λόγω θέση, αλλά ήταν φανερό ότι απέδιδε καλύτερα ως λίμπερο.
Η κατάσταση συνεχίστηκε την επόμενη χρονιά (1972/73). Όχι μόνο δεν μονιμοποιήθηκε στην ενδεκάδα, αλλά τα πράγματα έδειξαν να χειροτερεύουν, αφού εκείνη την περίοδο ήρθε στην ομάδα ένας πολύ καλός παίκτης και πολύ δύσκολος ανταγωνιστής, που κατέλαβε με το σπαθί του τη θέση του λίμπερο, ο Λάκης Γκλέζος. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα πρώτα δέκα ματς του πρωταθλήματος, ο Περσίδης δεν έπαιξε ούτε μια φορά και σε ολόκληρο τον πρώτο γύρο, αγωνίστηκε μόνο δύο φορές.
Ωστόσο στον δεύτερο γύρο, τα πράγματα θα άλλαζαν ριζικά και θα άλλαζαν γιατί θα άλλαζε και η θέση που θα έπαιζε. Όλα ξεκίνησαν τυχαία, από μια συγκυρία : την πολύμηνη τιμωρία του Συνετόπουλου στον αγώνα με τον ΠΑΟ. Από τότε, ο Περσίδης μετακινήθηκε από κεντρικός αμυντικός στη θέση του αμυντικού χαφ και στη θέση αυτή αγωνίστηκε σχεδόν σε όλα τα ματς του δεύτερου γύρου. Στη συγκεκριμένη θέση, η απόδοσή του απογειώθηκε. Ο Περσίδης έγινε ο βασικός αμυντικός χαφ του Ολυμπιακού. Ο Συνετόπουλος ήταν αυτός που τελικά πλήρωσε τη νύφη, αφού δεν επανήλθε στη θέση αυτή, παρά μόνο αφότου έφυγε ο Περσίδης. Μπορεί ο Συνετόπουλος να ήταν σπουδαίος και πολυσύνθετος ποδοσφαιριστής, αλλά οι θέσεις που θα έπαιζε, προκειμένου να χωρέσει στην ενδεκάδα, θα καταντούσαν πλέον σπαζοκεφαλιά.
Ο Περσίδης έγινε μέλος της τρομερής τριάδας του κέντρου --Βιέρα, Περσίδης, Δεληκάρης--, που κυριαρχούσε στο ελληνικό ποδόσφαιρο εκείνη την εποχή. Ο Σιώκος, σε συνέντευξη του το 2019, τον χαρακτήρισε ως τον παίκτη του Ολυμπιακού «που βοηθούσε την ομάδα πιο πολύ από όλους». Ήταν απίστευτο, αλλά αληθινό πως ο Περσίδης μπορούσε να γίνεται ένας ακούραστος εργάτης του συνόλου, που να πάταγε όλα τα μήκη και τα πλάτη του γηπέδου, διατηρώντας παράλληλα το αριστοκρατικό στιλ παιχνιδιού του. Ακόμη και τα φάουλ που έκανε δεν ήταν ποτέ βάναυσα, ούτε αντιαθλητικά. Μολονότι συνήθιζε τα τάκλιν, πάντοτε πήγαινε για τη μπάλα και σχεδόν πάντοτε κατάφερνε να βρίσκει μόνο μπάλα. Σπάνια θα έβλεπες αντίπαλο να πέφτει από το τάκλιν του Περσίδη, αλλά ακόμη και αν έπεφτε, αυτό θα συνέβαινε περισσότερο λόγω στιγμιαίας απώλειας ισορροπίας παρά λόγω σκληρότητας της επαφής. Ο αντίπαλος θα σηκωνόταν αμέσως, στα επόμενα δευτερόλεπτα.
Ο Περσίδης αγωνίστηκε 4 χρονιές στον Ολυμπιακό. Από το 1971 ως το 1975. Κατέκτησε 3 Πρωταθλήματα (1973, 1974, 1975) και δύο Κύπελλα (1973, 1975). Συνολικά φόρεσε τη φανέλα του Ολυμπιακού σε 112 επίσημους αγώνες, εκ των οποίων οι 89 για στο Πρωτάθλημα, 15 στο Κύπελλο και 8 για τις διοργανώσεις της Ευρώπης. Με τον Ολυμπιακό, σημείωσε συνολικά 15 γκολ, 12 για το πρωτάθλημα και 3 για το Κύπελλο. Στην Αυστρία, έγινε γνωστός για το ρεκόρ του ως ο Αυστριακός παίκτης, που έχει κερδίσει τους περισσότερους τίτλους μακριά από τη χώρα του.
Ο Περσίδης ως άτομο ήταν ένας ευγενέστατος άνθρωπος, πραγματικός κύριος με όλη σημασία της λέξης. Gentleman indeed, που θα έλεγαν και οι Άγγλοι. Για τον λόγο αυτό, ήταν πολύ αγαπητός σε όλους τους συμπαίκτες του και όλο τον φίλαθλο κόσμο της χώρας εν γένει. Ποτέ δεν δημιούργησε πρόβλημα, δεν δυσανασχέτησε, δεν διαμαρτυρήθηκε μέσα στα γήπεδα ή έξω από αυτά. Ποτέ δεν παραφέρθηκε απέναντι σε οποιονδήποτε συμπαίκτη, αντίπαλο, διαιτητή. Υπήρξε τυπικό και άριστο δείγμα του απόλυτα πολιτισμένου Δυτικοευρωπαίου παλιάς κοπής.
Ο Περσίδης ήταν γέννημα θρέμμα της Βιέννης, από Έλληνα πατέρα, που φέρεται να έχει παίξει ποδόσφαιρο στην Προοδευτική στα τέλη της δεκαετίας του 1930. Μπορούσε να αγωνιστεί τόσο στην Εθνική Ελλάδας όσο και στην Εθνική Αυστρίας. Κράτησε για καιρό ανοιχτή αυτή τη δυνατότητα. Είναι αστείοι οι ισχυρισμοί κάποιων βάζελων ότι δήθεν ήταν καθαρός Αυστριακός και όχι Έλληνας. Οι ισχυρισμοί αυτοί διατυπώθηκαν σε μια προσπάθεια να αμφισβητηθεί η μεταγραφή του παίκτη ως μη ελληνικής καταγωγής. Μάλιστα κάποιοι κακόβουλοι και δόλιοι επικαλούνται το γεγονός ότι είχε παίξει 7 φορές στην Εθνική Αυστρίας. Μόνο που δεν λένε ότι αυτό συνέβη στο διάστημα των ετών 1976-1978, μετά την αποχώρησή του από τον Ολυμπιακό και την Ελλάδα και έπειτα από την επανεγκατάστασή του στη Βιέννη. Μάλιστα, το ντεμπούτο του στην Εθνική Αυστρίας το έκανε σε αγώνα με την Ελλάδα το 1976 στην Καβάλα όταν και σημείωσε και γκολ. Η αλήθεια, πάντως, είναι ότι, αν και αγαπούσε πολύ την Ελλάδα με την οποία δέθηκε πολύ, παρ’ όλα αυτά, αισθανόταν ως πατρίδα του την Αυστρία και δη την Βιέννη.
Μετά το τέλος της ποδοσφαιρικής του καριέρας, έγινε προπονητής στη Σ. Πόλτεν (1986/87) και έπειτα εντάχθηκε στο προπονητικό επιτελείο της Ραπίντ αρχικά ως βοηθός και στη συνέχεια (2001) ως πρώτος προπονητής. Αργότερα, το 2006, προσλήφθηκε ως ομοσπονδιακός προπονητής στην Εθνική Αυστρίας, όπου έγινε βοηθός του Χικερσμπέργκερ. Στο EURO 2008, διατέλεσε απροσδόκητα πρώτος προπονητής για 55 λεπτά σε αγώνα με τη Γερμανία, όταν αποβλήθηκε ο Χικερσμπέργκερ. Όλοι κατάλαβαν ότι αισθάνθηκε άβολα, γιατί ποτέ δεν του άρεσε το προσκήνιο. Παραιτήθηκε όταν πληροφορήθηκε την προσβολή του από τη νόσο, κάτι που έμαθε σχετικά αργά. Μετά τον θάνατό του, τηρήθηκε ενός λεπτού σιγή, προς τιμή του, στον αμέσως επόμενο αγώνα της Εθνικής Αυστρίας, που ήταν ένας φιλικός εναντίον της Σουηδίας, τον Φεβρουάριο του 2009 στο Γκρατς. Το προσωνύμιό του στην Αυστρία ήταν «πιστός».
Είχε δύο παιδιά, ένα γιο (τον Κωσταντίνο) και μια κόρη (την Σοφία). Από σπορ του άρεσαν το σκι και το τένις. Από λογοτεχνία του άρεσαν τα best sellers βιβλία του Χάρολντ Ρόμπινς. Έκανε συχνά καλοκαιρινές διακοπές στην Ελλάδα, ακόμη και όταν ήταν άγνωστος. Η Αμάρυνθος ήταν ένα από τα αγαπημένα μέρη του.
Εδώ και χρόνια ένας στενός φίλος του, ο Νίκος-Νεκτάριος Βάμβουκος, προσπαθούσε να κλείσει --και μάλιστα όχι για μια μόνο φορά, αλλά και ως ετήσιο θεσμό-- ένα φιλικό αγώνα μεταξύ των δύο ομάδων του Περσίδη, του Ολυμπιακού και της Ραπίντ, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Οι διοικήσεις του Ολυμπιακού ανέκαθεν προτιμούσαν να μένουν άπραγες ή να περιορίζονται σε μια εύκολη και βολική λύση π.χ. μια πλακέτα, μερικά λεπτά ομιλιών και τέλος. Δεν ασχολούνται με τέτοιες μεγάλες τιμητικές εκδηλώσεις μνήμης για τους ποδοσφαιριστές, που διέπρεψαν με την ερυθρόλευκη. Δεν θα έκαναν εξαίρεση για τον Περσίδη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου