Τις προάλλες διάβαζα για το αήττητο σερί της Τότεναμ σε αγώνες των Κυπέλλων Ευρώπης, που διήρκεσε 5 χρόνια, από τον Νοέμβριο του 1967 μέχρι τον Νοέμβριο του 1972. Στο διάστημα αυτό, η Τότεναμ έπαιξε 16 αγώνες στην Ευρώπη και πέτυχε 12 νίκες, ενώ είχε 4 ισοπαλίες. Ξέρετε ποια ήταν η ομάδα που την κέρδισε και της σταμάτησε το σερί; O Ολυμπιακός του Γουλανδρή, που τη νίκησε 1-0 στο Καραϊσκάκη την 8.11.1972, αναγκάζοντας τον τότε προπονητή της αγγλικής ομάδας Νίκολσον να συγχαρεί δημόσια την ομάδα, που κατάφερε να διακόψει το σερί των πετεινών.
Με αφορμή αυτό το γεγονός είπα να γράψω κάποια πράγματα για τον Γουλανδρή, που παραιτήθηκε από τον Ολυμπιακό δύο ημέρες μετά τα Χριστούγεννα του 1974. Κάποια από αυτά που πολύ σπάνια γράφονται --αν γράφονται ποτέ-- όπως συνηθίζω να κάνω. Θα αναφερθώ στις σχέσεις του με τη χούντα, σε μερικά ιστορικά και σχετικά άγνωστα στο ευρύ κοινό πράγματα γύρω από τις μεταγραφές του Γουλανδρή και τέλος θα σταθώ κριτικά στη στάση του στο τέλος της προεδρικής του θητείας στον Ολυμπιακό.
Και αυτό γιατί οι ολυμπιακοί δεν είναι πρόβατα. Πρέπει να σκέπτονται, να έχουν άποψη, να επαινούν, αλλά και να διαφωνούν, να μη χειραγωγούνται, να μην πέφτουν θύματα κάθε είδους παραπλανητικής προπαγάνδας, να μην είναι τυφλοί και άκριτοι προσωπολάτρες, να μην ωραιοποιούν πρόσωπα και πράγματα, να μην παραβλέπουν την αλήθεια, ακόμη και όταν αυτή δεν συμφέρει, μα πάνω από όλα να είναι ή τουλάχιστον να προσπαθούν να είναι δίκαιοι.
ΣΧΕΣΕΙΣ ΓΟΥΛΑΝΔΡΗ ΚΑΙ ΧΟΥΝΤΑΣ
Όσο ήταν ο Γουλανδρής στον Ολυμπιακό, είναι αλήθεια ότι η χούντα δεν άσκησε στον Ολυμπιακό την ασφυκτική επιτροπεία και τον καθημερινό απόλυτο έλεγχο που ασκούσε σε όλους τους υπόλοιπους συλλόγους. Ο λόγος γι’ αυτό ήταν ο ίδιος ο Γουλανδρής, το μέγεθος της υπόστασης, της προσωπικότητας και φυσικά της οικονομικής του επιφάνειας, όχι μόνο σε εθνικό, αλλά και σε διεθνές επίπεδο.
Η χούντα καταλάβαινε ότι ο Γουλανδρής ήταν μια ιδιάζουσα περίπτωση και συνεπώς τόσο αυτός όσο και ο Ολυμπιακός θα έπρεπε να έχουν ανάλογη αντιμετώπιση. Οι δικτάτορες γνώριζαν ότι ο Γουλανδρής δεν θα ανεχόταν ωμές διαταγές, ούτε θα υποτασσόταν ασυζητητί στις γνωστές εκφοβιστικές απειλές και πιέσεις που αποτελούσαν εκείνη την εποχή καθημερινή πρακτική στον αθλητισμό, όπως και παντού άλλωστε. Δεν ήθελαν λοιπόν να συγκρουστούν ευθέως μαζί του.
Από την άλλη και ο Γουλανδρής καταλάβαινε την πραγματικότητα της εποχής και ήθελε να αποφύγει προκλήσεις, εντάσεις ή συγκρούσεις με το καθεστώς, κυρίως για να μην υποστεί συνέπειες η ομάδα. Έτσι δημιουργήθηκε ένα ιδιόμορφο modus vivendi με τη δικτατορία. Μια αναγκαστική καλή ισορροπία σχέσεων.
Όταν το 1971 ο Γουλανδρής μπήκε στην διοίκηση του Ολυμπιακού ως Γενικός Αρχηγός και Αντιπρόεδρος, η χούντα την ίδια ώρα, με την ίδια πράξη, διόρισε ως Πρόεδρο του Ολυμπιακού τον απόστρατο στρατηγό Βαρδάνη. Το νέο διοικητικό σχήμα αντικατέστησε τον χουντικό δήμαρχο Πειραιά Σκυλίτση, που απομακρύνθηκε μέσα σε μια νύχτα. Φυσικά η θέση του Γουλανδρή μπορεί τυπικά να ήταν κατώτερη από το αξίωμα του Προέδρου, αλλά στη πράξη επέτρεπε στον Γουλανδρή να κάνει αυτό που ήθελε, δηλαδή να ασκεί ουσιαστικά διοίκηση και μάλιστα υπό επίσημη και τυπική ιδιότητα. Ταυτόχρονα η επιλογή αυτή διέσωζε τα προσχήματα για το καθεστώς, αφού εμφάνιζε στα μάτια του κόσμου ότι η χούντα διατηρεί τον πλήρη έλεγχο.
Η κατάσταση αυτή δεν κράτησε πολύ. Ο Γουλανδρής από de facto Πρόεδρος έγινε και de jure Πρόεδρος λίγους μήνες μετά το 1972.
Επί εποχής Γουλανδρή και λόγω ακριβώς του Γουλανδρή, ο Ολυμπιακός ήταν η μόνη ομάδα που, παρά την ύπαρξη δικτατορίας, είχε μια όχι απόλυτη, βέβαια, πλην όμως αρκετά μεγάλη και σημαντική ελευθερία κινήσεων και μια σχετική, αλλά κάθε άλλο παρά αμελητέα, αυτονομία. Καμία σύγκριση δεν μπορεί να γίνει με τις προηγούμενες πριν από το 1972 καταστάσεις στον Ολυμπιακό όταν οι δοτοί χουντικοί επίτροποι φρόντιζαν να γίνεται στον Ολυμπιακό, σε όλα τα θέματα, ό,τι ήθελε και αποφάσιζε το καθεστώς.
Μάλιστα επειδή στον Γουλανδρή δεν του άρεσε να έχει προσωπικές σχέσεις, επαφές και συζητήσεις με τους καθεστωτικούς, τους οποίους υποτιμούσε και δεν θεωρούσε του επιπέδου του, επικαλούμενος με εύσχημο τρόπο τις πολλές ασχολίες του, είχε αναθέσει τον τομέα αυτό στους παρατρεχάμενους χουντικούς και καλοθελητές που υπήρχαν τότε στον Ολυμπιακό, πολλοί από τους οποίους ήταν ανάμεσα σε αυτούς, που ο ίδιος στο τέλος σιχάθηκε. Αυτοί συνομιλούσαν, ως ενδιάμεσοι, με το χουντικό καθεστώς για διάφορα θέματα, μεσολαβώντας ενημερωτικά μεταξύ των δύο πλευρών. Στα κρίσιμα και σοβαρά θέματα όπου οι συνέπειες μπορούσαν να είναι ευρύτερες και σοβαρότερες προηγούνταν συζητήσεις προς αποφυγή παρεξηγήσεων ή δυσάρεστων παρενεργειών.
Η κατάσταση αυτή δεν άρεσε σε αρκετούς ορθόδοξους (αλλά περισσότερο αντιολυμπιακούς) χουντικούς που θεωρούσαν ότι Ολυμπιακός απολάμβανε ειδικής μεταχείρισης και ήθελαν να εφαρμοστεί στον Ολυμπιακό το «σήκω-σήκω» / «κάτσε-κάτσε», όπως γινόταν παντού αλλού.
Εννοείται βέβαια ότι ο Γουλανδρής δεν έκανε, αλλά ούτε θέλησε να κάνει αντίσταση στη χούντα. Εκείνο που τον ενδιέφερε ήταν να κάνει αυτός κουμάντο στον Ολυμπιακό και να μην έχει «περιπέτειες» η ομάδα. Ταυτόχρονα όμως δεν ήθελε να ρωτά προηγουμένως για το παραμικρό, ή να περιμένει άδεια γι αυτό που ήθελε να κάνει, από την στιγμή που έβαζε τα λεφτά του, που ήταν τεράστια ποσά για την εποχή εκείνη.
Άλλωστε ο Γουλανδρής ανήκε στη συντηρητική παράταξη. Ήταν ένας δεδηλωμένος δεξιός, όπως άλλωστε ήταν αναμενόμενο για κάποιον με τη δική του καπιταλιστική κοινωνική τάξη και προέλευση. Μάλιστα πριν από τις εθνικές εκλογές του 1974 είχε κάνει την απίθανη δήλωση πώς «όποιος οπαδός του Θρύλου δεν ψηφίσει τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τη Νέα Δημοκρατία δεν θα είναι Ολυμπιακός» (!) Η δήλωση αυτή είχε προκαλέσει αντιδράσεις ακόμη και σε φιλάθλους της ομάδας, παρά την αγάπη τους προς τον Γουλανδρή. Ήταν βέβαια μια ανεπίτρεπτη δήλωση, που όμως δεν έγινε από προσωπική υστεροβουλία ή ιδιοτέλεια, αλλά από την παρορμητικότητα του Γουλανδρή, που συνδεόταν με προσωπική φιλία με τον Καραμανλή, σε συνδυασμό με τις δεξιές και συντηρητικές πεποιθήσεις του Γουλανδρή.
Κατά τα λοιπά, το μόνο για το οποίο κατηγόρησαν τον Γουλανδρή ήταν για το ότι δαπανούσε αλόγιστα τα ίδια, τα δικά του τα λεφτά. Κανείς ποτέ δεν κατηγόρησε τον Γουλανδρή ότι μπήκε στον Ολυμπιακό από ιδιοτέλεια, συμφέρον ή προβολή προκειμένου να ωφεληθεί και να κερδίσει κάτι ο ίδιος. Όλοι γνωρίζανε ότι μπήκε μόνο και μόνο επειδή αγαπούσε τον Ολυμπιακό. Άλλωστε η πρόθεση του αυτή γυρόφερνε στο μυαλό του για πολύ καιρό προτού υλοποιηθεί.
ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΜΕΤΑΓΡΑΦΕΣ ΤΟΥ ΓΟΥΛΑΝΔΡΗ
Ο Νίκος Γουλανδρής δεν είχε αντίπαλο στο μεταγραφικό τομέα. Είχε τσακίσει τους πάντες και μεταξύ αυτών και τον Παύλο Γιαννακόπουλο, η λατρεία του οποίου για τον ΠΑΟ ήταν πασίγνωστη. Άλλωστε το μόνιμο σύνθημα-επωδός του τελευταίου υπήρξε ανέκαθεν: «για τον ΠΑΟ αξίζει κάθε οικονομική θυσία».
Ο Γιαννακόπουλος πρωτοεμφανίστηκε στον ΠΑΟ το 1972. Το καλοκαίρι του 1973 διεκδικούσε με την παράταξη του «Παναθηναϊκού Συναγερμού» την ηγεσία του ΠΑΟ. Ως πρωτοεμφανιζόμενος, είχε ένα λόγο παραπάνω για να κάνει ό,τι μπορούσε προκειμένου να ενισχυθεί μεταγραφικά ο ΠΑΟ. Και αυτό όχι μόνο για να προαγάγει προεκλογικά τη δική του, όχι ιδιαίτερα γνωστή μέχρι τότε, εικόνα, αλλά και γιατί πραγματικά ήθελε να βοηθήσει τον ΠΑΟ, πέρα από σκοπιμότητες, ανεξάρτητα από το αν τελικά θα κέρδιζε ή όχι την εσωτερική διοικητική μάχη. Δεν ήταν άλλωστε λίγες οι φορές που χωρίς προσωπικό όφελος και χωρίς να βρίσκεται στη διοίκηση πρόσφερε ένα σωρό λεφτά για να βοηθήσει την ομάδα του. Παράδειγμα η μεταγενέστερη μεγάλη οικονομική συνεισφορά του στην απόκτηση του Δεληκάρη.
Έτσι και τότε ο Γιαννακόπουλος είχε βάλει σκοπό να κάνει οπωσδήποτε δώρο στους πράσινους τον σπουδαίο παίκτη του Αιγάλεω Μπάμπη Σταυρόπουλο.
Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Αιγάλεω και ΠΑΟ ήταν διαρκείς και σκληρές, ενώ επιπλέον είχε εξασφαλιστεί και η συναίνεση του χουντικού καθεστώτος. Όταν οι συζητήσεις για το τίμημα της μεταγραφής είχαν φτάσει περίπου στο ύψος των 5.000.000 δραχμών, ποσό τεράστιο για την εποχή, εμφανίστηκε αιφνιδιαστικά ο Ολυμπιακός, δηλαδή ο Γουλανδρής και με συνοπτικές διαδικασίες έκλεισε τον Σταυρόπουλο, μαζί με τον τερματοφύλακα Πουπάκη, αντί συνολικού ποσού 7.000.000 δραχμών. Η ξαφνική κίνηση για τον Πουπάκη αποσκοπούσε στο να έχει ο Ολυμπιακός ένα δίδυμο ισάξιων τερματοφυλάκων (αν και η αλήθεια είναι ότι ο Κελεσίδης υπερείχε εμφανώς).
Ο περιβόητος αόρατος πραξικοπηματίας ταξίαρχος των ΕΑΤ-ΕΣΑ, οπαδός και μέλος του ΠΑΟ, Ιωαννίδης πίεσε την τελευταία στιγμή για να κατευθυνθεί ο Σταυρόπουλος στον ΠΑΟ ή τουλάχιστον να μην ολοκληρωθεί η διπλή μεταγραφή στον Ολυμπιακό και να παραμείνουν οι δύο παίκτες στο Αιγάλεω, αλλά ήταν πια αργά. Τα χρήματα είχαν δοθεί. Ο διοικητικός ηγέτης του Αιγάλεω Τουσμάνωφ, αν και φίλος της χούντας, πλήρωσε ακριβά, γιατί κοίταξε το συμφέρον της ομάδας του και δεν έκανε το χατίρι του Ασλανίδη. Περιέπεσε σε δυσμένεια και υπέστη διάφορες διώξεις και κυρώσεις για τη βιαστική και ανυπάκουη στάση του.
Στη πραγματικότητα βέβαια το κόστος της εν λόγω διπλής μεταγραφής ήταν ακόμη μεγαλύτερο, αφού ο Γουλανδρής έδωσε επιπλέον πάνω από 1.500.000 δραχμές σε δύο παίκτες της ομάδας μας, στον τερματοφύλακα Μυλωνά και στον μέσο Παππά για να δεχτούν να μετακινηθούν στο Αιγάλεω, ως ανταλλάγματα στο πλαίσιο της συγκεκριμένης μεταγραφής. Ο Γιαννακόπουλος δεν μπόρεσε να ακολουθήσει και να ανταγωνιστεί την πλειοδοσία του Ολυμπιακού και ηττήθηκε πανηγυρικά.
Αυτό ήταν ένα ακόμη μεταγραφικό χαστούκι στον ΠΑΟ, μετά την περίφημη υπόθεση μεταγραφής του Νικολάου από την Μπόκα Τζούνιορς το 1972.
Έχουμε ξαναπεί για το πώς ο Γουλανδρής είχε ξεφτιλίσει τον ΠΑΟ, πλειοδοτώντας την τελευταία στιγμή με το ασύλληπτο για την εποχή ποσό των 12.000.000 δραχμών, την στιγμή που ανακοινωνόταν από τον ΠΑΟ και δημοσιευόταν στην προσκείμενη σε αυτόν Αθλητική Ηχώ ότι ο Νικολάου είχε οριστικά και επίσημα αποκτηθεί από τους πράσινους έναντι ποσού 8.500.000-9.000.000 δραχμών. Ο ΠΑΟ στη συνέχεια, προσπαθώντας να δικαιολογήσει το σοκ, είχε εκδώσει επίσημη ανακοίνωση, στην οποία ομολογούσε ότι ήταν αδύνατο να συμμετάσχει σε ένα πλειοδοτικό πλειστηριασμό, στον οποίο προσφέρονταν τόσο τρελά ποσά, που μόνο ψυχοπαθείς θα μπορούσαν να τα δώσουν.
Αλλά και η μεταγραφή του Μιχάλη Κρητικόπουλου ήταν αποτέλεσμα της επιμονής και της γαλαντομίας του Γουλανδρή. Η μεταγραφή αυτή ήταν αντικείμενο συζήτησης επί μια διετία. Καταρχάς ήταν μια πολύ δύσκολη περίπτωση, γιατί στον Εθνικό εκείνη την εποχή ηγείτο ο πλούσιος Καρέλλας και ως εκ τούτου η ομάδα δεν είχε οικονομικό πρόβλημα. Έπειτα υπήρχε και η γνωστή υποβόσκουσα, λόγω εντοπιότητας, αντιπάθεια μεταξύ των δύο ομάδων του Πειραιά, που λειτουργούσε αποτρεπτικά για τη μετακίνηση. Κατά τα λοιπά, παρά τη διάθεσή του, ο ΠΑΟ δεν μπόρεσε ποτέ να έχει ουσιαστική ενεργό ανάμιξη στην υπόθεση μεταγραφής του Κρητικόπουλου.
Το 1972 ο Ολυμπιακός είχε κάνει μια χρηματική προσφορά 6.000.000 δραχμών, καθώς και επιπλέον ανταλλάγματα σε έμψυχο υλικό (παίκτες) την οποία ο Εθνικός συζητούσε. Όμως η υπόθεση χάλασε επειδή μέσα στα ανταλλάγματα που ζητούσε ο Εθνικός, με εισήγηση του Άγγλου προπονητή του Μπάκιγχαμ, ήταν και ο Καραβίτης, ο οποίος ήταν ποδοσφαιριστής νεαρής ηλικίας, σημαντικής αξίας και μεγάλης προοπτικής και ο Ολυμπιακός αρνήθηκε να τον παραχωρήσει.
Τον επόμενο χρόνο (1973) ο Ολυμπιακός επανήλθε, ανεβάζοντας την προσφορά του για τον Κρητικόπουλο σε 8.000.000 δραχμές Βλέπετε το χατ-τρικ του Κρητικόπουλου σε βάρος του ΠΑΟ (3-3) τον προηγούμενο χρόνο τον είχε ανεβάσει ακόμη περισσότερο στη συνείδηση και την ψυχή του κόσμου της ομάδας. Όμως και πάλι ο Καρέλλας έκανε τον δύσκολο.
Ο Γουλανδρής ανέβασε τότε την προσφορά σε 9.000.000, ενώ και ο ίδιος ο Κρητικόπουλος, που ήθελε σαν τρελός να πάει στον Ολυμπιακό, έκανε δύο καίριες κινήσεις, οι οποίες επηρέασαν πολύ τη θετική έκβαση της μεταγραφής.
Αφενός μίλησε με τον Καρέλλα και τον παρακάλεσε προσωπικά να του δώσει μεταγραφή, εξηγώντας του επαρκώς τους λόγους. Αφετέρου πήγε και βρήκε τον Γουλανδρή και του δήλωσε ότι δεν θέλει ούτε μια δραχμή ο ίδιος από τη μεταγραφή του, αρκεί αυτή η μεταγραφή να γινόταν οριστικά. Συνεπώς ο Ολυμπιακός θα μπορούσε να μην ξοδευτεί επιπλέον ή και να διαθέσει, εν ανάγκη, το μερίδιο του Κρητικόπουλου στον Εθνικό.
Ο Γουλανδρής εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από αυτή την πρωτοβουλία του Κρητικόπουλου, που του υποσχέθηκε πως η μεταγραφή θα γίνει «ο κόσμος να χαλάσει». Έτσι και έγινε τελικά, μολονότι μεσολάβησαν διάφορες φάσεις διαπραγματευτικής τακτικής, όπως η ανακοίνωση του Εθνικού περί δήθεν οριστικής μη παραχώρησης του παίκτη σε κανένα σύλλογο κ.λπ. Και φυσικά ο Γουλανδρής δεν άφησε παραπονεμένο τον Κρητικόπουλο.
Έχω γράψει επίσης για την μεταγραφή του Δαβουρλή, για τις δυσκολίες της, αλλά και το μεγάλο χρηματικό της ύψος (10.000.000 δραχμές).
Ίσως η πιο δύσκολη μεταγραφή να ήταν του Αϊδινίου που έγινε ουσιαστικά το 1973 και τυπικά το 1974, η οποία ήταν επίσης πανάκριβη, αφού κόστισε στον Γουλανδρή κι αυτή 10.000.000 δραχμές. Τόσα ζητούσε ο Ηρακλής για να τον αποδεσμεύσει. Οι διαπραγματεύσεις ήταν μακρές και επίπονες και οι αντιδράσεις των Θεσσαλονικέων, που δεν ήθελαν να παραχωρηθεί ο παίκτης, μεγάλες. Επιπλέον το καθεστώς μεταγραφών παικτών, που ανήκαν σε ομάδες διαφορετικών γεωγραφικών διαμερισμάτων της χώρας ήταν τότε πολύ δυσκολότερο.
Ο παίκτης μάλιστα χρειάστηκε να μείνει ένα χρόνο εκτός αγώνων, γιατί η μεταγραφή του λόγω των καθυστερήσεων εξαιτίας των αντιδράσεων, κρίθηκε εκπρόθεσμη. Τελικά από την ουσία της μεταγραφής αυτής λίγα πράγματα έμειναν να θυμάται κανείς: κάποια λίγα γκολ και περισσότερο τον τσακωμό μεταξύ Αϊδινίου και Δεληκάρη, τον οποίο ο τελευταίος αργότερα παρουσίασε ως έναν από τους λόγους, που τον έκαναν να θελήσει να φύγει από τον Ολυμπιακό.
Αναφέραμε μερικές από τις πιο μεγάλες και δαπανηρές μεταγραφές του Γουλανδρή. Δεν ήταν βέβαια οι μόνες. Υπήρξαν και πολλές άλλες μεταγραφές παικταράδων από το εσωτερικό και το εξωτερικό, που διέπρεψαν στον Ολυμπιακό: Βιέρα, Λοσάντα, Γαλάκος, Τριαντάφυλλος, Αργυρούδης, Κελεσίδης, Γκλέζος, Περσίδης κ.λπ. Ο Γουλανδρής έπαιρνε όποιον ήθελε. Γενικά ξόδεψε γενναιόδωρα εκατοντάδες εκατομμύρια δραχμές για τον Ολυμπιακό, χωρίς μια στιγμή να διστάσει, να γκρινιάξει ή να μετανιώσει. Έκανε τον Ολυμπιακό μια πολύ ποιοτική υπερομάδα, με συνεχείς τίτλους και απλησίαστα ρεκόρ. Τον έκανε ομάδα, που στάθηκε άξια και στην Ευρώπη.
Από παιδάκι ο Γουλανδρής ήταν βαμμένος Ολυμπιακός και ήταν πάντα κοντά στην ομάδα. Κατάλαβε όμως τελικά ότι αυτό δεν αρκούσε. Έπρεπε να αναλάβει ο ίδιος και κανονικά τις τύχες της ομάδες, προκειμένου να επιστρέψει ο Ολυμπιακός στις δόξες της δεκαετίας του 1950 και της εποχής του Μπούκοβι. Όπως ο ίδιος είχε δηλώσει, εκείνο που τον στενοχωρούσε περισσότερο από όλα ήταν η σκέψη πως όταν θα πέθαινε δεν θα μπορούσε να βλέπει τον Ολυμπιακό.
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΤΟΥ ΓΟΥΛΑΝΔΡΗ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ
Παρόλα αυτά το τέλος του δεσμού λατρείας Γουλανδρή-Ολυμπιακού κάθε άλλο παρά ευχάριστο υπήρξε.
Ο Γουλανδρής διαπίστωσε με καθυστέρηση πράγματα που δεν του άρεσαν και δεν τα περίμενε, στα οποία συμμετείχαν άνθρωποι του Ολυμπιακού, που εκμεταλλεύτηκαν την γενναιοδωρία του και καταχράστηκαν την εμπιστοσύνη του. Αισθάνθηκε μεγάλη απογοήτευση και πικρία, παραιτήθηκε στα τέλη του 1974 και αποχώρησε αμέσως από τον Ολυμπιακό και από την Ελλάδα.
Μάλιστα η αγανάκτηση και η αηδία του ήταν τόσο μεγάλες, που αργότερα ζήτησε να διαγραφεί επίσημα και τυπικά από τον Ολυμπιακό, ενώ, σε μια στιγμή οργής, είχε φτάσει ακόμη και σε σημείο να δηλώσει ότι δεν ήθελε ούτε καν να ακούσει ξανά το όνομα της ομάδας που λάτρεψε (!)
Βέβαια ακόμη και τότε, όταν έφυγε από την ομάδα, και παρά την πικρία του, φρόντισε να χαρίσει στον Ολυμπιακό δεκάδες εκατομμύρια, που του χρωστούσε ο σύλλογος και να μη ζητήσει ποτέ πίσω τίποτε από όσα είχε δώσει.
Δεν ασχολήθηκε έκτοτε με τον Ολυμπιακό.
Βέβαια για την πολύ δυσάρεστη αυτή εξέλιξη, που προκάλεσε αδιανόητο τραυματικό σοκ στον κόσμο της ομάδας, ευθύνονται κυρίως οι «ολυμπιακοί-παράσιτα» (που αποτελούν ένα διαχρονικό φαινόμενο στην ομάδα).
Πέρα όμως από αυτούς και η αντίδραση του ίδιου του Γουλανδρή, όσο και αν κανείς μπορεί να τη δικαιολογήσει, υπήρξε, κατά τη γνώμη μου, απροσδόκητη, υπερβολική και εσφαλμένη, τουλάχιστον για ένα μεγάλο και προπάντων ανιδιοτελή Πρόεδρο Ολυμπιακού όπως ο Γουλανδρής. Δεν μπορείς έτσι θεαματικά να διαγράψεις μια αγάπη που δεν είναι απλή, αλλά έχει ταυτιστεί με τον εαυτό σου και την ίδια σου τη ζωή.
Όφειλε, αυτός πάνω από όλους, να ξεχωρίσει τον Ολυμπιακό από τους ανθρώπους, που εκπροσωπούσαν τον σύλλογο, από αυτούς που ο ίδιος συνεργαζόταν και αποτελούσαν το περιβάλλον του, τους οποίους ο ίδιος είχε εμπιστευτεί.
Άλλο πράγμα ο επίσημος Ολυμπιακός, η διοίκησή του, οι τυπικοί εκπρόσωποι ή οι άνθρωποι που παρεπιδημούν στον σύλλογο και άλλο πράγμα ο ίδιος ο Ολυμπιακός και αυτό που αποπνέει, εμπνέει και συμβολίζει για τον κόσμο του ως ουσία, ιδέα, τρόπος ζωής, νόημα, πνεύμα ή όπως αλλιώς θέλετε να το πείτε.
Ο Γουλανδρής δεν συμπεριφέρθηκε σωστά στο τέλος. Δεν συμπεριφέρθηκε όπως ο Γόδας, που σε μια ασύγκριτα σοβαρότερη περίπτωση, εκεί που παιζόταν η ίδια του η ζωή, ακόμη και μπροστά στον θάνατο, ξεχώρισε τον Ολυμπιακό από τη διοίκηση και τον πρόεδρο του, δηλαδή αυτούς που αδιαφόρησαν πλήρως για τον ίδιο και δεν έκαναν τίποτε για να τον βοηθήσουν και να τον σώσουν.
Όχι μόνο δεν κατηγόρησε τον Ολυμπιακό, αλλά ζήτησε να πεθάνει μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, φορώντας την ερυθρόλευκη φανέλα, χωρίς να παραπονεθεί ή να αποκηρύξει την ομάδα, που αγάπησε μέχρι τέλος της σύντομης ζωής του. Γιατί είχε συνειδητοποιήσει ότι ο Ολυμπιακός δεν είναι οι πρόεδροι, οι διοικήσεις, οι παρατρεχάμενοι ή κάποιοι άλλοι ευκαιριακοί ή τυχάρπαστοι. Ο Ολυμπιακός είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο και ανώτερο από πρόσωπα και πράγματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου