Παρασκευή 13 Ιουλίου 2018

Οι καλύτεροι όλων (από τη δεκαετία του '60 μέχρι σήμερα)

Καλοκαίρι, χωρίς αγωνιστικές υποχρεώσεις, αλλά με μεταγραφές, ονόματα που δίνουν και παίρνουν, παίχτες που έρχονται με προσδοκίες ή απορίες, παίχτες που θα αφήσουν εποχή ή θα κρεμαστούν σε κάποια ντουλάπα... Καλή εποχή για να θυμηθούμε μερικούς από τους κορυφαίους. Ο Θεολόγος Μιχαηλίδης φτιάχνει την τέλεια ενδεκάδα από όλες τις ομάδες του Θρύλου που έχει δει με τα μάτια του. Εσείς ποιους ποδοσφαιριστές θα επιλέγατε για την ιδανική ενδεκάδα του Ολυμπιακού;












Του Θεολόγου Μιχαηλίδη

Τερματοφύλακας

Καλύτερος όλων ο Κελεσίδης, καθαρά λόγω μεγάλης κλάσης, ανεξάρτητα από το πόσες φορές έγινε διεθνής ή ποια άλλα εξωαγωνιστικά κουσούρια είχε. Όταν ο Οικονομόπουλος, ένας από τους δυο-τρεις μεγαλύτερους Έλληνες γκολκίπερ όλων των εποχών και σίγουρα ο μεγαλύτερος τερματοφύλακας, που πέρασε ποτέ από τον ΠΑΟ, θεωρεί, ανεπιφύλακτα και αναμφισβήτητα, τον Κελεσίδη ως τον καλύτερο Έλληνα τερματοφύλακα που έχει δει, αυτόν που τον έχει εντυπωσιάσει περισσότερο από όλους, αυτό αρκεί. Τι να προσθέσει κανείς.

Μετά από τον Κελεσίδη έρχεται ο Νικοπολίδης, που είχε το σπανιότατο για τερματοφύλακα προσόν: να μην επηρεάζεται ούτε από το αν τυχόν είχε φάει γκολ-φάβα, ούτε από την κρισιμότητα, την εξέλιξη ή το σκορ του αγώνα. Συνέχιζε σαν να μη συνέβαινε τίποτε. Θα αναφέρω ως παράδειγμα ένα θρυλικό για μας αγώνα στον οποίο ο Αντώνης έπαιζε στον ΠΑΟ και ήταν αντίπαλος μας. Το έπος της Ριζούπολης. Αν δεν ήταν αυτός να πιάσει ένα σωρό τετ-α-τετ, ιδίως μετά το 3-0, όταν δεν υπήρχε ΠΑΟ στο γήπεδο, το ματς θα τελείωνε 6-0 τουλάχιστον. Ενώ οι συμπαίκτες του τα είχαν χαμένα, αφού το πρωτάθλημα, που θεωρούσαν σίγουρο, είχε κάνει φτερά, ο Νικοπολίδης, παρ’ όλα αυτά, συνέχιζε να παίζει με διάθεση και καθαρό μυαλό, σαν να ήταν το ματς στο 0-0.

Έπειτα από αυτόν, έρχεται ο καλός αγωνιστικά, αλλά αντιπαθητικός ως άτομο Σαργκάνης. Αξιόλογη προσφορά από τους νεότερους είχε ο Ελευθερόπουλος (που αδίκησε τον εαυτό του, με το να «ψάχνει» και να «ψάχνεται» συνέχεια και άνευ λόγου).



Δεξιός μπακ

Καλύτερος ο Γκαϊτατζής, που ήταν και πολυσύνθετος (έπαιζε άριστα και στο κέντρο), ο οποίος ήταν εξαιρετικός τόσο σε άμυνα όσο και σε επίθεση. Ήταν ταχύς, μαχητικός, μάρκαρε και μάλιστα πολλές φορές σκληρά, ήξερε μπάλα, προωθείτο συχνά και σωστά και έβγαζε τις καλύτερες σέντρες που έχω δει από μπακ στην Ελλάδα. Μετά από αυτόν βάζω τον επίσης πολυσύνθετο (και χαφ) «άνετο» Ξανθόπουλο. Ακολουθούν σε μικρή απόσταση οι άξιοι Μαυρογενίδης (υποδειγματικά φιλότιμος και σταθερός) και ο Τοροσίδης, που είχε σημαντικά προσόντα και μπορούσε να παίξει και σε άλλες θέσεις.





Αριστερός μπακ

Εδώ υπάρχει μια αξιοπερίεργη κατάσταση. Κανένας από αυτούς που έπαιξαν επί χρόνια στην θέση αυτή στον Ολυμπιακό δεν ήταν καθαρά αμυντικός. Όλοι τους μετατράπηκαν σε αριστερούς μπακ στον Ολυμπιακό.

Αρχικά ήμουν μεταξύ Γεωργάτου-Βαμβακούλα, με νικητή τον πρώτο, λόγω σαφώς μεγαλύτερης κλάσης, αλλά και λόγω της «πράσινης» θητείας του τελευταίου. Πάντως δύσκολα λες αριστερό μπακ τον Γεωργάτο, που ήταν συνεχώς στην επίθεση. Άλλωστε ξεκίνησε ως μέσος, τις περισσότερες φορές ακραίος και ορισμένες φορές ενδιάμεσος. Ο Βαμβακούλας, με τη σειρά του, έπαιζε κεντρικός επιθετικός και αποκτήθηκε από το Λαύριο, ως πρώτος σκόρερ της κατηγορίας του, έχοντας τότε 45 γκολ στο ενεργητικό του. Ο Βεσελίνοβιτς τον γύρισε πίσω.

Ανάλογο παράδειγμα ήταν ο Αγγελής, ο επονομαζόμενος και «Κούπερ» (από τον άσο της Λιντς και της Εθνικής Αγγλίας) που ήταν καθαρόαιμος εξτρέμ, ο οποίος έγινε μπακ επί Μπόμπεκ. Παρά την ταχύτητα και τη φιλότιμη προσφορά του, ιδίως στην επιθετική ανάπτυξη της ομάδας, όμως, δύσκολα θα μπορούσες να τον επιλέξεις, αφού δεν έμαθε ποτέ του να πέφτει στο χορτάρι. Όλο όρθιος έπαιζε.

Ο Παυλίδης, της εποχής Μπούκοβι, ήταν ίσως ο πιο καλός και ηρωικός στα αμυντικά του καθήκοντα, μολονότι ακόμη κι αυτός ακόμη ξεκίνησε την καριέρα του στη Ρόδο ως επιθετικός, αλλά δεν ήταν πολύ σπουδαία πάστα. Ο Τζόλε που έπαιξε ορισμένα παιχνίδια, ως περίπου αριστερός μπακ-χαφ, δεν μπορεί να θεωρηθεί αριστερό μπακ. Αλλά τα ίδια ισχύουν και με τους νεότερους: Οι καλύτερος από αυτούς ο Χολέμπας ήταν κι αυτός κυρίως επιθετικογενής.

Έτσι τελικά σκέφθηκα να κάνω μια μικρή αλχημεία, που θεωρώ επιτρεπτή και ανεκτή: να βάλω στη θέση αυτή τον Καραταΐδη, που ξεκίνησε από καθαρόαιμο αριστερό μπακ (με τις προωθήσεις του κ.λπ.) και στη συνέχεια πέρασε στο κέντρο της άμυνας. Έτσι κι αλλιώς, δεν μπορούσα να τον βάλω στο δίδυμο των καλύτερων σέντερ-μπακ και θα ήταν άδικο να αφήσω, ολωσδιόλου, εκτός της βασικής ενδεκάδας όλων των εποχών, αυτόν που κατέχει τον πιο τιμητική επίδοση από όλους, τον τίτλο του «πιο πιστού» παίκτη του Ολυμπιακού. Γιατί, για μένα, δεν υπάρχει μεγαλύτερη τιμή από το να έχεις φορέσει την τιμημένη ερυθρόλευκη περισσότερες φορές από όλους τους εκατοντάδες γίγαντες, που έχουν αγωνιστεί στον Ολυμπιακό. Έχεις εξασφαλίσει την αιώνια και απόλυτη ιστορική ποδοσφαιρική αθανασία.


Σέντερ-μπακ (ως δίδυμο)

Σιώκος-Ζαντέρογλου οι καλύτεροι. Οι πιο αποτελεσματικοί, οι πιο σταθεροί και οι πιο αξιόπιστοι. Αμέσως μετά θα ερχόταν ο Καραταΐδης τον οποίο όμως ήδη τον έχρισα αριστερό μπακ. Έτσι τους δύο προαναφερόμενους ακολουθεί ο άνετος και κλασάτος Νοβοσέλατς. Πολύ κοντά του ο ψυχωμένος Γκλέζος. Έπονται οι φιλότιμοι και σούπερ-δυναμικοί Παπαδόπουλος (ο Κύπριος) και Ανατολάκης. * Ειδική μνεία πρέπει να κάνω για τον Στεφανάκο, ο οποίος έφυγε από τον Ολυμπιακό την εποχή που ήρθε ο Μπούκοβι, προκειμένου να ικανοποιήσει τις ανησυχίες και επιδιώξεις που είχε για επικερδείς επιχειρηματικές ενασχολήσεις. Πρόλαβα να τον δω πολύ λίγο, αλλά η κλάση του ήταν εμφανής. Είχε τα φόντα-προσόντα να μείνει στην ιστορία ως ο καλύτερος όλων. Μου έκανε εντύπωση η αυτοκρατορική άνεση και κλάση που έβγαζε, τόσο στον αέρα όσο και στο έδαφος. Δεν ήταν όμως σταθερός στην απόδοση του. Στα βραδινά ματς ήταν πάντα εξαιρετικός. Αυτό πολλοί το απέδιδαν στο ότι, ως γνήσιος γόης, ξενύχτης και γλεντζές που ήταν, όταν νύχτωνε βρισκόταν στο… στοιχείο του. 


Αμυντικός μέσος (περίπου σύγχρονο 6άρι)

Πολυχρονίου, μακράν ο καλύτερος. Έπειτα ο Συνετόπουλος. Ακολουθεί: Αγανιάν (έπαιζε και σε άλλες θέσεις). Κοινό χαρακτηριστικό όλων: ήταν πολύ σκληροί, αλλά παράλληλα ήξεραν και πολύ καλή μπάλα. Ο Περσίδης είχε έξοχη τεχνική κατάρτιση, ήταν ακούραστος, αλλά ήταν αργός και έτρωγε αρκετές ντρίμπλες στο κέντρο. Επί πλέον έπαιξε πολλές φορές και ως λίμπερο, ενώ δεν έκατσε και πολύ χρόνο στην ομάδα.






Μέσος (περίπου ως σημερινό 8άρι)

Πρώτος από όλους σε αξία ο απαράμιλλος Μίλτον Βιέρα. Έκανε τα πάντα, μάρκαρε και δημιουργούσε, το ίδιο εξαιρετικά. Έπειτα: οι Μητρόπουλος (που μπορούσε να παίξει και φορ) και οι πανάξιοι και σούπερ πολύτιμοι Στολτίδης, Κουσουλάκης και Καρεμπέ. Από τον Ζε Ελίας κρατώ την μεγάλη ποιότητά του, αλλά δεν μπορεί ούτε καν να διεκδικήσει κάτι, αφού έπαιξε πολύ λίγα παιχνίδια. 







Μέσος (σε πιο ελεύθερο ρόλο, περίπου ως 10άρι)

Εδώ βρίσκονται ένα σωρό σούπερ αγαπημένοι παικταράδες. Για μένα, λόγω ασύγκριτης-εξωπραγματικής κλάσεως, πρώτος δεν μπορεί να είναι άλλος από τον Ζιοβάνι

Έπειτα από τον Ζίο: Είμαι μεταξύ Γιούτσου ή Δεληκάρη. Ο πρώτος έπαιξε και ως πιο προωθημένος ακόμη και σαν φορ. Μπορεί ο Δεληκάρης να ήταν κλάση, με ντρίμπλα, φινέτσα κ.λπ., αλλά θα προτιμήσω τον Γιούτσο, που τα είχε όλα και επιπλέον κάτι μοναδικό, που όμοιο του δεν έχω δει ποτέ σε Έλληνα ποδοσφαιριστή: τον ασύλληπτο καλπασμό του. Οι τεράστιες και θεαματικές δρασκελιές του ήταν χάρμα οφθαλμών. Σαν να έβλεπες ένα άλογο να ξεχύνεται. Από εκεί άλλωστε βγήκε και το περίφημο «Έμπαινε, Γιούτσο». Αλλά και η επεισοδιακή μετακίνηση του Δεληκάρη στον ΠΑΟ (έστω και αν μεταμελήθηκε και συγχωρέθηκε από πολλούς) διευκολύνει ακόμη περισσότερο την επιλογή μου. Συνεπώς μετά τον βραζιλιάνο ο Γιούτσος. 

Ακολουθεί ο Καραπιάλης (αν είναι δυνατόν να βάζω ένα τέτοιο τεράστιο παίκτη τέταρτο κατά σειρά αξιολόγησης, κι όμως !). Φαντασθείτε τι παίκτες έχουν περάσει από τον Θρύλο.





Σέντερ-φορ

Γιώργος Σιδέρης. Εδώ τα λόγια περιττεύουν. Θεός ασυναγώνιστος. Έπειτα: ο μεγάλος Αναστόπουλος (ημίθεος). Ακολουθεί ο Κρητικόπουλος, που έσβησε αγωνιζόμενος με τη φανέλα του Θρύλου (γεγονός πολύ σπάνιο στα ποδοσφαιρικά χρονικά, που δεν μπορεί να αγνοηθεί – είναι σαν θεία επιλογή και θεϊκό σημάδι, προορισμένο για εκλεκτό). Δεν μπορούν να ξεχαστούν εύκολα οι πολύ σημαντικοί σκόρερ Αλεξανδρής και Μήτρογλου. Τέλος υπάρχουν δυο πολύ αξιόλογες περιπτώσεις παικτών, προερχόμενων από το εξωτερικό, οι οποίοι, αν και δεν έμειναν πολύ, άφησαν το δικό τους στίγμα στον Ολυμπιακό. Ένα στίγμα που, λόγω της αξίας και της προσφοράς τους, ήταν δυσανάλογα μεγάλο, σε σχέση με τον χρόνο παρουσίας τους. Αυτοί ήταν οι Υβ Τριαντάφυλλος και Προτάσοφ




Δεξιό άκρο επίθεσης

Ντέρμπι μεταξύ Γιαννακόπουλου και Λοσάντα, με πολύ οριακό νικητή τον πρώτο, σε πάρα πολύ μικρές λεπτομέρειες. Θα ήθελα να βάλω πρώτο τον πολύ καλό Βασιλείου της εποχής Μπούκοβι, αλλά αν το έκανα, μπορεί να μην ήμουν αντικειμενικός, λόγω της προσωπικής συμπάθειας που είχα προς το πρόσωπό του. Ακολουθεί: ο Γκαλέτι. Από τους υπόλοιπους δεν μπορώ να μην αναφέρω τον Τσιαντάκη των «πέτρινων χρόνων», που ήταν φιλότιμος και προικισμένος με πολλά προσόντα (έξοχη ντρίμπλα, ωραία σέντρα). Τον προτιμούσα για παράδειγμα από τον εντυπωσιακό Σέστιτς, με τα θεαματικά σπασίματα μέσης, αλλά και τη μεγάλη έλλειψη ουσίας. Άλλωστε ακόμη και σε αυτά τα θεαματικά, αλλά και στην ουσία καλύτερός του, ήταν ο Σταυρόπουλος, τον οποίο δεν τον συμπεριλαμβάνω στους καλύτερους. 



Αριστερό άκρο επίθεσης

Δεν μπορείς να μιλάς για αριστερό άκρο και να μη βάλεις πρώτο τον γίγαντα Τζόρτζεβιτς, έστω και αν δεν ήταν απόλυτα καθαρόαιμος επιθετικός σαν κλασικό εξτρέμ. Από τις μορφές που έπαιξαν στην αριστερή πτέρυγα ξεχωρίζω μετά τον φοβερό επιθετικό Μποτίνο, και ύστερα τον Γαλάκο, που έπαιξε πολύ και ως φορ. Από τους νεότερους, αξιόλογος ο παλιός καλός Μιραλάς, αν και δεν αγωνίστηκε πάντα ως ακραίος. Έχω και εδώ την προσωπική μου αδυναμία, που δεν μπορώ να παραλείψω να αναφέρω: τον Νέρι Καστίγιο, τον οποίο χαιρόμουν να τον βλέπω όταν έπαιζε. 






Κάποιες συμπληρωματικές αναφορές


Ο πιο πολυσύνθετος, και γι’ αυτό ίσως και πιο αδικημένος στις επιλογές μου, παίκτης: ο Καραβίτης. Εξαιρετικός ως εξτρέμ που ξεκίνησε, εξελίχθηκε σε ένα πολύ καλό ενδιάμεσο επιθετικό μέσο, παίζοντας άλλοτε όπως ένα σημερινό οκτάρι ή άλλοτε και ως δεκάρι, ενώ έπαιξε ορισμένες φορές και ως εξάρι και στο τέλος της καριέρας του διακρίθηκε και ως λίμπερο. Αποτέλεσμα όλων αυτών το να μην ξέρεις πού να τον βάλεις, γιατί ενώ ήταν πολύ καλός σε πολλά δεν ήταν και τόσο τοπ ώστε να καταλάβει μια συγκεκριμένη θέση στους τοπ της ομάδας, εκτοπίζοντας κάποιο «ιερό τέρας». 

Ένας άλλος παίκτης επίσης πολυσύνθετος (μπακ, χαφ κ.ά.) που θέλω να αναφέρω και ασφαλώς θα ξαφνιάσει πολύ πολλούς, καθώς είναι από τους νεότερους και μάλιστα από αυτούς των λεγόμενων «πέτρινων χρόνων» (τα οποία έστω ασυνείδητα θέλουμε να ξεχάσουμε), είναι ο Μηνάς Χαντζίδης. Κατ’ εμέ δεν του έλειπε τίποτε από πλευράς προσόντων: είχε δύο καλά πόδια, μεγάλη ταχύτητα, μαχητικότητα, αλλά και αντοχή, όργωνε το γήπεδο, πάσαρε καλά, σούταρε ευθύβολα και ήξερε καλή μπάλα. Αυτά που του έλειπαν ήταν περισσότερη ποδοσφαιρική «λογική» (γιατί τον διέκρινε μια ελαφρά «τρέλα») και περισσότερη ποδοσφαιρική συγκυριακή τύχη. Μακάρι ο σημερινός Ολυμπιακός να είχε στις τάξεις του αρκετούς σαν κι αυτόν. 

Αντίθετα ο Κυράστας μπορεί να ήταν κι αυτός πολυσύνθετος, αφού έπαιξε με επιτυχία σε αρκετές θέσεις (ακραίος μπακ, λίμπερο, αμυντικός χαφ) αλλά για μένα ποτέ και πουθενά δεν ήταν τέτοιας απόδοσης ή κλάσης, ώστε να αξίζει να διεκδικήσει θέση σε μια τέτοια ιδανική ενδεκάδα. Επιπλέον δεν μπορώ να ξεχάσω ότι από όλους όσους έφυγαν από τον Ολυμπιακό ήταν --και μάλιστα μακράν-- αυτός που είχε μιλήσει πιο άσχημα και πιο αχάριστα για την ομάδα που τον ανέδειξε και στην οποία αγωνίστηκε από τα εφηβικά του χρόνια. Και δεν ήταν μόνο που πήγε στον ΠΑΟ. Παλιότερα είχε βάλει τον πατέρα του, κάτοικο Νέας Φιλαδέλφειας, να γίνει τσιμπούρι στον Μπάρλο για να τον πάρει από τον Ολυμπιακό στην ΑΕΚ. Από πολύ νωρίτερα ήθελε να φύγει από την ομάδα μας και ποτέ του δεν αισθάνθηκε την αγάπη και την ευγνωμοσύνη που όφειλε στον Ολυμπιακό. 

Έχω παραλείψει ποδοσφαιριστές μεγάλης αξίας που για διάφορους λόγους δεν μπόρεσαν ή δεν πρόλαβαν να τη δείξουν στον Ολυμπιακό όπως ο Δαβουρλής, που έπαιξε λίγα καλά παιχνίδια, έστω και αν σε αυτά έβγαλε μάτια με την απόδοσή του, ο εγκεφαλικός τεχνίτης Αϊδινίου, ο σούπερ Αργυρούδης που κάθισε μόνο δύο χρόνια, αφού η χούντα τον έδιωξε στο άψε-σβήσε από την Ελλάδα, ο Λιτόφτσενκο κ.λπ. 

Διευκρινίζω, επίσης, ότι δεν έχω δει αγωνιζόμενους πολλούς μεγάλους άσους της δεκαετίας του 1950 όπως τους Θεοδωρίδη, Ρωσσίδη, Κοτρίδη, Δαρίβα, Μουράτη, ενώ δεν θυμάμαι σχεδόν τίποτε από τον Υφαντή, για τον οποίο ακουγόντουσαν και γραφόντουσαν τα καλύτερα. Βέβαια τον Υφαντή τον πρόλαβα, αλλά μόνο θεωρητικά, αφού όταν ξεκίνησα να πηγαίνω στα γήπεδα δεν έπαιζε σχεδόν καθόλου, αφού ήταν μόνιμα απών, λόγω σοβαρών τραυματισμών. 

Θα πρέπει, πάντως, να σταθώ ιδιαίτερα σε έναν παίκτη. Λυπάμαι που δεν έχω δει τον Μπέμπη με τον Ολυμπιακό, αν και τον έχω δει να αγωνίζεται στα πολύ τελευταία χρόνια της καριέρας του στον Βύζαντα Μεγάρων, αλλά φυσικά δεν ήταν το ίδιο. Όταν άρχιζα να πηγαίνω στα γήπεδα αυτός έφυγε από τον Ολυμπιακό. Θυμάμαι όμως άριστα τη φράση που πριν από τριάντα πέντε χρόνια κάποιος πολύ μεγαλύτερος τότε από μένα, στην κρίση του οποίου είχα απόλυτη εμπιστοσύνη (γιατί αυτό είναι που μετράει), μου έχει πει ξεκάθαρα και κατηγορηματικά: «Ουδείς καλύτερος του Μπέμπη»! 

Η λύπη μου έγινε ακόμη μεγαλύτερη όταν έπεσα πρόσφατα σε μια συνέντευξη ενός παλιού επιθετικού του ΠΑΟ της δεκαετίας του 1950, του Φίλιππου Ασημακόπουλου, που αναρτήθηκε την 15.5.2017 στο site του πειραιώτικου εντύπου koinoniki.gr.

Λέει λοιπόν επί λέξει για τον Μπέμπη ο «πράσινος» Ασημακόπουλος:
Ο Μπέμπης έπαιρνε την μπάλα από τη δική του περιοχή και έφτανε στη δική μας και έβαζε γκολ. Αφού παρακαλάγαμε πότε να σταματήσει ο Μπέμπης για να νικήσουμε τον Ολυμπιακό. Ο Μπέμπης ήταν πολύ φανατισμένος με τον Ολυμπιακό και κόλλαγε και τους άλλους. Ήταν ασταμάτητος, φαινόμενο αντοχής και τεχνικής κατάρτισης… Κανείς δεν μπορούσε να του πάρει την μπάλα από τα πόδια του.
Μετά από αυτά, παρά τα τόσα χρόνια που βλέπω τον Ολυμπιακό, δεν είμαι βέβαιος ότι έχω δει τους καλύτερους. 

Συνοψίζω τώρα χρησιμοποιώντας μοντέρνα αρίθμηση τις δύο ενδεκάδες Α΄ και Β΄ των καλύτερων, πάντα από αυτούς που έχω δει:


Κελεσίδης
1
Νικοπολίδης
Γκαϊτατζής      
2
Ξανθόπουλος
Καραταΐδης     
3
Γεωργάτος (Βαμβακούλας)
Σιώκος         
4
Γκλέζος (Παπαδόπουλος)
Ζαντέρογλου    
5
Νοβοσέλατς
Πολυχρονίου    
6
Συνετόπουλος
Γιαννακόπουλος  
7
Λοσάντα
Βιέρα          
8
Μητρόπουλος (Στολτίδης ή Κουσουλάκης)
Σιδέρης
9
Αναστόπουλος
Ζιοβάνι        
10
Γιούτσος (Δεληκάρης)
Τζόρτζεβιτς     
11
Μποτίνος
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου