Του Dr. Jekyll
ΕΔΩ ΕΙΝΑΙ ΒΑΛΚΑΝΙΑ
Ο Ολυμπιακός μετρά μία μόλις ισοπαλία (και για να έρθει αυτή, χρειάστηκε όλη η αγάπη της εξυγίανσης) και οκτώ νίκες, στους αγώνες που έχει δώσει για το πρωτάθλημα (με την --αρκετά καλή-- διαφορά τερμάτων στο +18, αφού έχει πετύχει 21 γκολ και έχει δεχτεί τρία). Ας έχουμε, όμως, υπόψιν ότι από αυτά τα 9 παιχνίδια, τα 6 είναι στο Καραϊσκάκης και τα 3 εκτός έδρας (και τα δύο παιχνίδια που «χρωστάει» η ομάδα, είναι τα εκτός έδρας παιχνίδια με ΑΕΚ και ΠΑΟΚ). Παρά τα θετικά αποτελέσματα, πάντως, ο Ολυμπιακός δεν έχει παρουσιάσει καλό πρόσωπο, και, συνήθως, οι νίκες ήρθαν με μεγάλη βελτίωση της ομάδας στο δεύτερο ημίχρονο (σύμφωνα με το sport fm, αν οι αγώνες έληγαν στο 45΄, ο Ολυμπιακός θα ήταν 12ος στη βαθμολογία -- και ξαναγράφω ότι ο προβληματισμός δεν έγκειται στο πότε ανοίγει το σκορ ή παίρνουμε κεφάλι, αλλά στην αναιμική εικόνα που βγάζει η ομάδα στα περισσότερα παιχνίδια).
ΜΕΝΟΥΜΕ ΕΥΡΩΠΗ
Από τη στιγμή που έγινε γνωστή η κλήρωση του ομίλου στο Champions League, ήταν δεδομένο ότι ο εφικτός στόχος της ομάδας ήταν η τρίτη θέση, που θα εξασφάλιζε τη συνέχεια στο Europa. Από αυτή την άποψη, ο στόχος επετεύχθη (και παρά την κακή εικόνα της ομάδας, η αλήθεια είναι ότι η τελική κατάταξη απονέμει δικαιοσύνη: η Σίτυ ήταν άλλο επίπεδο, η Πόρτο άξιζε τη δεύτερη θέση, και η Μαρσέιγ --στα μεταξύ μας, τουλάχιστον, παιχνίδια-- ήταν χειρότερη του Ολυμπιακού). Προβληματική, όμως, παραμένει η απόδοση και η συγκομιδή βαθμών και τερμάτων: ο Ολυμπιακός ολοκλήρωσε τη φετινή πορεία με 3 μόλις βαθμούς (τη νίκη στο πρώτο αγώνα με την Μαρσέιγ), και μόνο δύο γκολ, ενώ δέχτηκε δέκα (πάντως, στη σύγκριση με τη Μαρσέιγ υπερτερεί: και οι Γάλλοι πέτυχαν δύο γκολ, αλλά δέχτηκαν 12+1).
Μια ακόμα σημείωση: αν μπορούμε να μιλάμε για τύχη, ατυχία, και διαιτητικές αποφάσεις, η ζυγαριά για τον Ολυμπιακό γέρνει στο μείον. Ανεξάρτητα από το γκολ της Σίτυ στο Φάληρο (θεωρώ άτοπο να μιλάμε για διαιτητικό έγκλημα σε έναν αγώνα που δεν περάσαμε τη σέντρα), ο Ολυμπιακός έχει βάσιμα παράπονα από τα κοράκια στον αγώνα με τη Μαρσέιγ στην Γαλλία, ενώ, αγωνιστικά, δικαιούταν ίσως κάτι περισσότερο και στα δύο παιχνίδια με την Πόρτο (ναι, ακόμα και στον αγώνα της Τετάρτης, ο Ολυμπιακός θα μπορούσε να είχε πάρει κάτι περισσότερο) και στο εκτός με την Μαρσέιγ (πάντως, και για να μη μιλάμε για κατάρες και κακό μάτι, η αλήθεια είναι πως σύμπτωση που επαναλαμβάνεται παύει να είναι σύμπτωση)
ΟΙ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΕΣ
Γράφουμε, και διαβάζουμε, για τις σοβαρές δικαιολογίες που --όντως-- έχουν καθορίσει σε μεγάλο σημείο τις εμφανίσεις. Στα γρήγορα (αφού όλα τα έχουμε ξαναπεί): η ομάδα δεν έκανε ποτέ κανονική προετοιμασία, έχει χάσει παίκτες και από τραυματισμούς και από covid (κάτι που σημαίνει ότι η ομάδα δεν μπορεί να βρει σταθερό κορμό και ότι οι παίκτες αλλάζουν ρόλους από παιχνίδι σε παιχνίδι), οι απουσίες σε κάποια παιχνίδια ήταν κόμπο (άλλη βαρύτητα έχει να λείπουν και τα δύο αριστερά μπακ και οι δύο επιθετικοί, και άλλη οι απουσίες να είναι μοιρασμένες -- και πέρα από το ότι δύο ισάξιες ενδεκάδες υπάρχουν μόνο στο φαντασιακό, όσο βάθος πάγκου και να διαθέτεις, είναι δύσκολο να έχεις τρεις ικανούς επιθετικούς, όταν το σύστημά σου έχει έναν στην ενδεκάδα), πολλοί παίκτες δεν έχουν προλάβει να πάρουν ανάσα (πολλοί βασικοί παίκτες μας αγωνίζονται και στις εθνικές τους ομάδες -- και διάλειμμα δεν προβλέπεται στα κοντά), ενώ η απουσία του κόσμου έχει στερήσει ένα κομμάτι της δυναμικής.
ΠΟΣΟΣΤΟ ΑΣΤΟΧΙΑΣ
Με δεδομένο πως οι παίκτες που ήταν στο ρόστερ και πέρσι (και δεν έκαναν ποτέ προετοιμασία) ήταν πολύ πιθανό να παρουσίαζαν ζητήματα φυσικής κατάστασης, ήταν επιτακτικό οι καλοκαιρινές μεταγραφές (εκτός από το --διαχρονικό ζητούμενο-- να αναπληρώσουν σχετικά επάξια τις αποχωρήσεις) να μπορούσαν να προσφέρουν άμεσα στην ομάδα. Στην υπόθεση ότι αποκτήθηκαν/επέστρεψαν (ή, έστω, έμειναν στο ρόστερ μετά τις «καλοκαιρινές» επιλογές) συνολικά δέκα παίκτες, με βλέψεις συμμετοχής στο σχήμα (Χολέμπας, Βινάγκρε, Ραφίνια, Εμβιλά, Ντρέγκερ, Πέπε, Τιάγκο Σίλβα, Βρουσάι, Μπρούμα, Κάιπερς -- αφήνω έξω τον αναπληρωματικό τερματοφύλακα), ο Ολυμπιακός έχει πάρει πράγματα μόνο από Χολέμπας, Ραφίνια και Εμβιλά.
Για να είμαστε πιο αυστηροί, μόνο οι Χολέμπας και Εμβιλά έχουν ανταποκριθεί αξιοπρεπώς στον ρόλο για τον οποίον αποκτήθηκαν: ο μεν Χολέμπας έδειξε ότι μπορεί να είναι ο αναπληρωματικός (και όχι ο βασικός) αριστερός μπακ και ο Εμβιλά ότι μπορεί να καλύψει το κενό του Γκιγιέρμε (και σε αυτό, όμως, υπάρχουν ενστάσεις: ο Εμβιλά δεν κουμπώνει με τον Μπουχαλάκη, και, γενικά, έχει διαφορετικά αγωνιστικά χαρακτηριστικά από τον Βραζιλιάνο -- με τον οποίο η ομάδα είχε μάθει να αγωνίζεται δύο χρόνια). Ο Ραφίνια, έχει πάρει τις συμμετοχές (το βαρύ συμβόλαιο --και βιογραφικό-- αρκούν), αλλά σε αυτό το --σοβαρό-- δείγμα γραφής, υστερεί πάρα πολύ στο αμυντικό κομμάτι από τον Ομάρ (και χωρίς να έχει το επιθετικό κομμάτι που θα εξισορροπεί κάπως αυτή την κατάσταση).
Στα υπόλοιπα: αρνητικότατο --έστω και μικρό-- δείγμα από Βινάγκρε, αρνητικό από Πέπε, ενώ --μετά από 17 (18 με τον περσινοφετινό τελικό Κυπέλλου) επίσημους αγώνες-- έχουμε δει ελάχιστα τους υπόλοιπους, είτε λόγω τραυματισμών, είτε επιλογών του Μαρτίνς (θετικά στοιχεία έχουν δείξει οι Ντρέγκερ, Τιάγκο Σίλβα, Βρουσάι και Μπρούμα, αλλά σε τόσο μικρό δείγμα που δεν μπορεί να αποτελεί σοβαρό κριτήριο). Με λίγα λόγια, από 10 μεταγραφές, ο μόνος που φαίνεται άξιος για ενδεκάδα είναι ο Εμβιλά (ο οποίος, στα τελευταία παιχνίδια, φαίνεται να μένει από δυνάμεις -- και ας μη θεωρούμε δεδομένο ότι είναι όλοι βιονικοί, όπως ο ακούραστος Γκιγιέρμε). Δεν θεωρώ ότι το τεράστιο ποσοστό αστοχίας (1/10, έστω έως τώρα) έχει να κάνει μόνο με το οικονομικό (για παράδειγμα το κόστος των Ραφίνια, Πέπε και Μπρούμα δεν είναι καθόλου μικρό για την ελληνική πραγματικότητα), ούτε γνωρίζω ποιος πρέπει να επωμιστεί την ευθύνη: απλώς καταγράφω.
Αν σε αυτό προσθέσεις και ότι πολλοί παίκτες δεν είναι στο περσινό τους επίπεδο (Μπα, Ματιέ --ένα χρόνο μεγαλύτερος--, Ελ Αραμπί, Σεμέδο, Καμαρά, Φορτούνης --στο προπέρσινο--, Σουντανί -- επιστροφή από σοβαρό τραυματισμό) και άλλοι δεν βελτιώθηκαν όσο θα θέλαμε για να πούμε ότι άλλαξαν επίπεδο (Ραντζέλοβιτς, Σισέ, Λοβέρα, Μασούρας), δεν αποτελεί έκπληξη ότι η ομάδα έχει χειρότερο αγωνιστικό πρόσωπο (ας σημειώσω, πάντως, ότι με εξαίρεση τους περισσότερους αγώνες του Champions League, ο Ολυμπιακός και πέρσι ξεκίνησε μέτρια το πρωτάθλημα -- ειδικά στα εκτός έδρας παιχνίδια κατά κανόνα αγκομαχούσε για να πάρει τη νίκη, άσχετο ότι επειδή πάντα μένει η τελευταία εικόνα, νομίζουμε ότι ο Ολυμπιακός πέρσι πέταγε στο γήπεδο).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΜΑΡΤΙΝΣ
Ο (κάθε) σύλλογος είναι μια χαρούμενη οικογένεια, χωρίς γκρίνιες, όσο τα αποτελέσματα είναι θετικά και η αγωνιστική εικόνα καλή. Στις στραβές αρχίζουν οι μουρμούρες και οι παίκτες που δεν αγωνίζονται είναι οι καλύτεροι. Θα ήταν ανέφικτο τα βέλη της κριτικής να μη βρουν και τον Πορτογάλο Γούναρη. Στα μάτια μου, έχει κερδίσει το δικαίωμα να υπάρχει υπομονή και στήριξη στις στραβές (που, πάντως, δεν έχουν έρθει: ακόμα και η τρίτη θέση του ομίλου στο Ch.L. ήταν ο εφικτός στόχος -- και επετεύχθη).
Ο Μαρτίνς τον πρώτο χρόνο κλήθηκε να φτιάξει ομάδα από το μηδέν. Αντίθετα με την αρθρογραφία που παρουσιάζει την παραμονή του στο σύλλογο, παρότι δεν κατέκτησε κάποιο τρόπαιο, ως επιλογή της διοίκησης κόντρα στα θέλω του κόσμου, η πραγματικότητα ήταν ότι και ο κόσμος έβλεπε κάτι όμορφο στην ομάδα (τα εντός έδρας παιχνίδια ήταν γιορτή -- ακόμα και όταν ο τίτλος είχε κριθεί) και επιθυμούσε την παραμονή του Πορτογάλου. Για την ακρίβεια, ο Ολυμπιακός της πρώτης χρονιάς, από τα Χριστούγεννα και μετά, ήταν η πιο εντυπωσιακή ομάδα επί Μαρτίνς.
Τον δεύτερο χρόνο, η ομάδα έπρεπε να επιστρέψει στις επιτυχίες: ο Ολυμπιακός πήρε με τρόπο που δεν επέτρεψε την παραμικρή αμφισβήτηση το πρωτάθλημα, έφτασε μια ανάσα από τους οκτώ του Europa (αποκλείοντας με 1-2 την Άρσεναλ), και ολοκλήρωσε τις περσινές υποχρεώσεις φέτος, κατακτώντας το κύπελλο από την ΑΕΚ. Και όλα αυτά, ξεπερνώντας τις αντιξοότητες, αγωνιστικές (όπως τον καλοκαιρινό τραυματισμό του MVP, Φορτούνη) και εξωαγωνιστικές (όπως τα ανθρώπινα διαιτητικά λάθη και τον γελοίο προγραμματισμό για τον τελικό Κυπέλλου). Ο Ολυμπιακός δεν έπαιξε τόσο όμορφο ποδόσφαιρο, όπως την πρώτη χρονιά, αλλά παρουσιάστηκε πολύ περισσότερο ουσιαστικός, με καλύτερη αμυντική λειτουργία (ελέω Τσιμίκα και Σεμέδο) και επιθετική αποτελεσματικότητα (ελέω Ελ Αραμπί). Φέτος, ο Μαρτίνς έχει να διαχειριστεί αυτή την επιτυχία: όχι μόνο της ομάδας, αλλά και την ατομική, αφού αυτό είναι το πρώτο πρωτάθλημα της καριέρας του.
Το ζήτημα είναι πως όλο και περισσότερες αρνητικές απόψεις ακούγονται. H απουσία του κόσμου, κάποιες φορές κάνει και καλό (ειδικά αφού ο κόσμος του Ολυμπιακού δεν φημίζεται για την υπομονή και τις επιεικείς αντιδράσεις του): οι παίκτες και ο Μαρτίνς πρέπει να μάθουν να ζουν με αυτό το βάρος (όσο και αν πληρώνονται, με ποσά απλησίαστα για εμάς, παραμένουν άνθρωποι) και να περνούν από την κατηγορία «άχρηστος» στην κατηγορία «αστέρι», από αγώνα σε αγώνα. Ο Ραντζέλοβιτς, από το «μεγάλο ταλέντο, που δεν χρησιμοποιείται αρκετά», φέτος είναι άχρηστος για rotation, και τη θέση του, ως «μεγάλο ταλέντο, που δεν χρησιμοποιείται αρκετά», πήρε (μετά από 45 λεπτά καλής μπάλας) ο Βρουσάι (και --για να μην ξεχνιόμαστε-- οι Φορτούνης, Μασούρας και Μπουχαλάκης πρέπει σε κάθε αγώνα να κάνουν παπάδες για να μην είναι δέκτες κριτικής, και ας είναι --και στο φετινό, κακό, ξεκίνημα-- από τους πιο σταθερούς σε προσφορά).
ΜΕΤΑΓΡΑΦΩΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ
ΣΤΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ
Ο Ολυμπιακός ακόμα δεν έχει πληρώσει τις κακές εμφανίσεις του: πήρε το Κύπελλο, προκρίθηκε στους ομίλους του Champions League, είναι πρώτος στο πρωτάθλημα, και θα συνεχίσει την ευρωπαϊκή του πορεία στο Europa. Θεωρητικά, ακόμα υπάρχει χρόνος για να διακριθούν τα καλοκαιρινά αποκτήματα: αν ο Μρούμα και ο Τιάγκο Σίλβα παίξουν καταπληκτικά το 2021, ελάχιστοι θα θυμούνται ότι μπήκαν στην εξίσωση αργά, αφού ήρθαν ανέτοιμοι, ενώ μπαλώματα μπορούν να γίνουν και στη μεταγραφική περίοδο που έρχεται.
Χωρίς να υποτιμώ τις --όποιες-- φετινές επιτυχίες, έχω ως δεδομένο πως το να είσαι «εντός στόχων» δεν αρκεί, αφού στο ποδόσφαιρο μπορεί μέσα σε δέκα ημέρες να χαθούν όλα. Δεν ξέρω αν το ποτήρι είναι μισογεμάτο (αποτελέσματα) ή μισοάδειο (απόδοση), αλλά θα ολοκληρώσω με την ίδια ακριβώς πρόταση που είχα χρησιμοποιήσει και σε προηγούμενο κείμενο: στη θεωρία, ο χρόνος είναι υπέρ μας, αλλά όλοι γνωρίζουμε ότι συχνά η θεωρία απέχει πολύ από την πράξη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου