Πέμπτη 9 Ιουλίου 2020

Ο Ρεχάγκελ, το θαύμα του Euro 2004, o Ολυμπιακός και ο Λίνεν

Τις τελευταίες μέρες πάρα πολλοί παραθυμηθήκανε την επέτειο του Euro του 2004. Διαβάσαμε και είδαμε διθυραμβικά αφιερώματα σε όλα τα μέσα και φυσικά ύμνους για τον Ρεχάγκελ, ο οποίος εμφανίζεται ως ένας μυθικός προπονητής. Όλα αυτά τα χρόνια έχω βαρεθεί αυτή την ιστορία απόλυτης εξιδανίκευσης, για να μην πω θεοποίησης, γύρω από τον Ρεχάγκελ. Κι αυτό γιατί ποτέ δεν έχει παρουσιαστεί ένα σφαιρικό πορτρέτο του. Ποτέ δεν έχει γίνει μια πληρέστερη παρουσίασή του. Ποτέ δεν έχουν γραφτεί όλα γύρω από αυτόν, κάτι που θα μπορούσε να γίνει με την ευκαιρία της συγκεκριμένης επετείου.

Μολονότι λοιπόν είναι ένα θέμα που δεν αφορά αποκλειστικά τον Ολυμπιακό, θα επιχειρήσω εδώ να δώσω μια πιο πλήρη και ολοκληρωμένη εικόνα, για όσους τυχόν δεν γνωρίζουν ή δεν θυμούνται. Τα γεγονότα είναι όλα αληθινά, ενώ θεωρώ ότι και οι εκτιμήσεις μου είναι σωστές. 






Του Θεολόγου Μιχαηλίδη 

1.ΕΘΝΙΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ ΚΑΙ ΣΥΛΛΟΓΟΙ

Σε γενικές γραμμές, οι περισσότεροι οπαδοί της ομάδας μας χάρηκαν με την κατάκτηση του Euro. Το είδαν σαν εθνική επιτυχία. Και έτσι ήταν, ακόμη και για τα ποδοσφαιρικά δεδομένα. Για τους διαπνεόμενους από εθνικιστικό φρόνημα οπαδούς μας φυσικά ούτε συζήτηση. Αλλά δεν χρειαζόταν να είσαι εθνικιστής για να χαρείς. Ακόμη και για τους μη εθνικιστές ήταν ένα καλοδεχούμενο γεγονός. Αρκεί να είσαι λίγο ρεαλιστής, για να το καταλάβεις. Θα το εξηγήσω: 

Ας δούμε τι συμβαίνει σήμερα στο διεθνές ποδόσφαιρο στις ποδοσφαιρικές ομάδες-εταιρείες (αυτές που ακόμη, από κεκτημένη συνήθεια, τις αποκαλούμε ακόμη συλλόγους) οι οποίες, όπως είναι αυτονόητο, από άποψη εθνικής εκπροσώπησης βρίσκονται σε επίπεδο κατώτερο, σε σύγκριση με τις εθνικές ομάδες. 

Οι ομάδες κάθε χώρας θεωρούνται επίσημα εκπρόσωποι της χώρας αυτής στο ποδόσφαιρο της Ευρώπης. Οι βαθμοί τους συνδέονται άμεσα με τη βαθμολογία της ίδιας της χώρας τους. Συνεπώς για τις ευρωπαϊκές και διεθνείς αρχές, ο Ολυμπιακός, η ΑΕΚ κ.λπ. εκπροσωπούν την Ελλάδα. Είναι Ελλάδα. Ως εκ τούτου, οι επιτυχίες των ελληνικών ομάδων συνεπάγονται βαθμολογικό όφελος για την Ελλάδα και άνοδο στη κατάταξη για την ίδια τη χώρα μας, που με τη σειρά της επιδρά ευνοϊκά στη βαθμολογική κατάταξη των ομάδων μας.

Δεν είμαι από αυτούς που πιστεύουν ότι οι ελληνικές ομάδες αποτελούν γνήσιους και ουσιαστικούς εκπρόσωπους του ελληνικού ποδοσφαίρου και πολύ περισσότερο της χώρας μας. Από πού και ως πού ο σύγχρονος Ολυμπιακός, που είναι γεμάτος από ξένους παίκτες, αντιπροσωπεύει το ελληνικό ποδόσφαιρο; Καμία σχέση. Το μόνο που εκπροσωπούν ομάδες σαν τον Ολυμπιακό είναι τις ίδιες τις ομάδες, κυρίως υπό τη σημερινή τους μορφή. Για μένα, ο Ολυμπιακός είναι πρωτίστως ένα κλαμπ με το όνομα Ολυμπιακός και πολύ δευτερευόντως Ελλάδα. Έλα όμως που οι διεθνείς ομοσπονδίες δεν (θέλουν να) το βλέπουν έτσι. Για αυτές οι ομάδες αποτελούν ποδοσφαιρικούς πρεσβευτές των χωρών τους. Με αυτόν τον τρόπο και αυτό το κριτήριο, άλλωστε, δηλαδή τη χώρα, αποφασίζουν και τον αριθμό των ομάδων που θα συμμετέχουν στις διοργανώσεις τους. Για τους ξένους λοιπόν ο Ολυμπιακός θεωρείται και είναι Ελλάδα. Εφόσον λοιπόν παίζουμε στις διοργανώσεις τους και σύμφωνα με τους κανόνες και τους όρους τους, πρέπει και εμείς να δεχόμαστε τον τρόπο που μας βλέπουν και να θεωρούμε ότι εκπροσωπούμε την Ελλάδα, ότι είμαστε Ελλάδα, όσο λάθος κι αν είναι αυτό κατά βάθος.

Αν λοιπόν αυτό ισχύει σε συλλογικό επίπεδο, ισχύει πολύ περισσότερο σε επίπεδο εθνικών ομάδων. Ως εκ τούτου, λοιπόν, ακόμη και σύμφωνα με τα ποδοσφαιρικά ήθη, η κατάκτηση του Euro 2004 αποτέλεσε μια εθνική επιτυχία, ένα εθνικό θρίαμβο. Κι αυτό με τη σφραγίδα της εθνικής αναγνώρισης όχι τη δική μας, αλλά των Ευρωπαίων ή καλύτερα με παγκόσμια βούλα. 

2.ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ, ΡΕΧΑΓΚΕΛ ΚΑΙ EURO 2004

Δεν θα έλεγα την αλήθεια αν υποστήριζα ότι η κατάκτηση του Euro πανηγυρίστηκε από τους οπαδούς του Ολυμπιακού το ίδιο όσο από τους οπαδούς άλλων ομάδων της χώρας. Η όντως τεράστια αυτή επιτυχία σε διεθνές επίπεδο δεν είχε ανάλογο συγκινησιακό αντίχτυπο στις καρδιές πολλών οπαδών μας. Ο λόγος; H Εθνική του 2004 δεν είχε πολλή σχέση με τον Ολυμπιακό. Δεν υπήρχε η εκπροσώπηση του Ολυμπιακού στην Εθνική, που θα ενίσχυε το δέσιμο του ολυμπιακού οπαδού με την Εθνική. Καλώς ή κακώς, αυτό ανέκαθεν αποτελούσε και εξακολουθεί να αποτελεί ένα βασικό κριτήριο για τη σχέση του οπαδού μιας ομάδας με την Εθνική ομάδα της χώρας του. Η Εθνική του 2004 βρισκόταν σε μια απόσταση από τον κόσμο του Ολυμπιακού.

Έπρεπε άραγε η Εθνική, οπωσδήποτε και υποχρεωτικά, να έχει πολλούς παίκτες από τον Ολυμπιακό; Κανονικά όχι, αλλά εδώ τα πράγματα δεν ήταν αυτό που λέμε εντελώς κανονικά, αν ληφθεί υπόψη ότι ο Ολυμπιακός εκείνη την εποχή ήταν μόνιμος πρωταθλητής Ελλάδας. 

Ωστόσο η Εθνική δεν περιελάμβανε τότε παίκτες του Ολυμπιακού που είχαν προοπτική να παίξουν. Μόνο ο Βενετίδης έπαιξε λίγο, ενώ κάποιο άλλοι, που συμπεριλήφθηκαν στους 23, ήταν περισσότερο διακοσμητικοί ή για ξεκάρφωμα, αφού ήταν σαφές πως εξαρχής δεν επρόκειτο να παίξουν καθόλου, όπως και τελικά δεν έπαιξαν. Για παράδειγμα, οι περιστασιακοί παίκτες της ομάδας Κατεργιαννάκης (ήταν τρίτος τερματοφύλακας μετά τον Χαλκιά) Καφές και Γεωργιάδης. Από τους έχοντες στο παρελθόν σχέση με τον Ολυμπιακό, μόνον ο Γιαννακόπουλος είχε μια στοιχειωδώς καλή μεταχείριση, ιδίως αφότου είχε φύγει από τον Ολυμπιακό για Αγγλία.

Η κατάσταση αυτή είχε ξεκινήσει από πολύ νωρίτερα. Από τότε που ανέλαβε ο Ρεχάγκελ. Πολλοί σημαντικοί παίκτες του Ολυμπιακού, που θα μπορούσαν άνετα να παίζουν βασικοί, είχαν αποκλειστεί χωρίς ιδιαίτερους ή εμφανείς λόγους. Το 2001, μετά την ήττα από την Φινλανδία, αποκλείστηκε διά παντός ο Γεωργάτος, που τότε είχε επιστρέψει στον Ολυμπιακό ως δανεικός από την Ίντερ. Είχε προηγηθεί ένα επεισόδιο από αυτά που πολλές φορές συμβαίνουν, χωρίς όμως να καταλήγουν συνήθως στον ισόβιο αποκλεισμό παικτών (και μάλιστα τέτοιας κλάσης) από την εθνική. Τον ίδιο χρόνο, μετά το ίδιο ματς, αποκλείστηκε ξαφνικά και διά παντός και ο Ελευθερόπουλος, τον οποίο ο Ρεχάγκελ λίγο καιρό νωρίτερα τον προόριζε για βασικό τερματοφύλακα της Εθνικής, αποκαλώντας τον «Νόγιερ της Ελλάδας». Από το 2001 επίσης ξέχασε τι σημαίνει Εθνική, χωρίς κανένα λόγο, ο καλύτερος δεξιός μπακ του πρωταθλήματος ο Μαυρογενίδης. Όσο για τον Στολτίδη, που έβγαζε μάτια με την απόδοσή του, ιδίως από το 2003 που πήγε στον Ολυμπιακό, ουδέποτε κλήθηκε, και πάλι χωρίς λόγο, την στιγμή που λίγο αργότερα παίκτες σαν τον Τζιόλη καλούνταν και έπαιζαν συνεχώς. Ο Αλεξανδρής που βραβεύτηκε (παίρνοντας το βραβείο από τον ίδιο τον Ρεχάγκελ) το 2001 ως ο καλύτερος παίκτης του πρωταθλήματος, έκανε 12 μήνες να κληθεί στην Εθνική για δύο φιλικά το 2002 και αμέσως μετά από αυτά κόπηκε κι αυτός οριστικά από την Εθνική.

Ήταν άραγε τυχαίος και συμπτωματικός ο αποκλεισμός όλων αυτών των σπουδαίων ποδοσφαιριστών του Ολυμπιακού; Θα έπρεπε κανείς να είναι αφελής να πιστέψει κάτι τέτοιο. Ήταν κοινό μυστικό πως στην Εθνική υπήρχαν παράκεντρα με πολλούς παίκτες που δεν ήθελαν συναδέλφους τους από τον Ολυμπιακό στην Εθνική. Δεν τους χώνευαν και θεωρούσαν ότι θα χάλαγαν το κλίμα. Είχαν φροντίσει να καλλιεργήσουν την ανάλογη ατμόσφαιρα. Η αντιπαλότητα του Ολυμπιακού, από τη μια πλευρά, και των ΑΕΚ και ΠΑΟ, από την άλλη, βρισκόταν εκείνα τα χρόνια στο φόρτε της. Η ομάδα των φόλα αντιολυμπιακών παικτών που προέρχονταν από ΠΑΟ και ΑΕΚ, τους οποίους συμπαθούσε ο Ρεχάγκελ, επηρέασε τον Γερμανό και κατάφερε να του περάσει την άποψη και το πνεύμα της. Η προκατάληψη του Ρεχάγκελ έναντι του Ολυμπιακού μεγάλωσε όταν ο Λεμονής ζήτησε το 2001 από τον Ρεχάγκελ να κρατήσει κάποιους ερυθρόλευκους παίκτες της Εθνικής επειδή ήθελε να δοκιμάσει την ομάδα του πλήρη σε φιλικό με τη Γαλλική Σεντάν ενόψει του κρίσιμου αγώνα με τη Γιουνάιτεντ. Ο Γερμανός αρνήθηκε κατηγορηματικά, θεωρώντας αδιανόητο ένα τέτοιο αίτημα. 

Όσον αφορά τη συγκεκριμένη στάση του έναντι του Ολυμπιακού και των παικτών του, ο Ρεχάγκελ προσπαθούσε να δικαιολογηθεί λέγοντας ότι στον Ολυμπιακό δεν υπάρχουν καλοί Έλληνες παίκτες, αλλά μόνον καλοί ξένοι. Η κατάσταση αυτή που επικρατούσε στην Εθνική ήταν γνωστή στους δημοσιογράφους, που πολλές φορές την υποδαύλιζαν έντεχνα. 

Είναι χαρακτηριστικό ότι η αντιολυμπιακή συμμαχία μέσα στην Εθνική έχει καταφέρει να επηρεάσει ακόμη και τη γυναίκα του Γερμανού, Μπεάτε, στη γνώμη της οποίας ο Ρεχάγκελ έδινε μεγάλη σημασία. 

Όταν η Εθνική κατέκτησε το Euro αυτό που συνέβαινε για πολύ καιρό στο παρασκήνιο βγήκε πιο πολύ προς τα έξω, άλλοτε με μισόλογα και άλλοτε με σαφέστερα υπονοούμενα. Η συμμαχία που είχε μετονομαστεί σε «οικογένεια», αισθανόταν δικαιωμένη. Και εκ του αποτελέσματος όντως αυτό είχε συμβεί : «οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων (παικτών του Ολυμπιακού) είχαν θριαμβεύσει». 

Η όντως ελάχιστη συμμετοχή του Ολυμπιακού στον θρίαμβο της Εθνικής διαφημίστηκε και προβλήθηκε ανάλογα από τον αντιολυμπιακό Τύπο. Μερικές φυλλάδες όπως η Πράσινη έφτασαν και σε υπερβολές γράφοντας επί λέξει σε πρωτοσέλιδα: «Ήταν ο ΠΑΟ ως εθνική Ελλάδας (!) που κατέκτησε το Euro 2004».

3.ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΡΕΧΑΓΚΕΛ; 

Ο Ρεχάγκελ είναι αυτός που κατάφερε το θαύμα του 2004. Παίζοντας ένα ποδόσφαιρο, κατά κοινή διαπίστωση, εντελώς αναχρονιστικό και βαρετό, κατάφερε, παρ’ όλα αυτά, να φέρει ένα ανεπανάληπτο και θριαμβευτικό αποτέλεσμα, που άφησε εποχή στο παγκόσμια αθλητικά χρονικά, αποδεικνύοντας πόσο σχετικά και θεωρητικά είναι όλα στο ποδόσφαιρο. Αναμφίβολα έγραψε το όνομά του με χρυσά γράμματα στη παγκόσμια ποδοσφαιρική ιστορία.

Δεν είναι όμως αυτό το μόνο θαύμα του Ρεχάγκελ. Το 1997 ανέβασε στην Μπουντεσλίγκα την άσημη Καϊζερσλάουτερν και αμέσως μετά τον επόμενο χρόνο κατέκτησε το πρωτάθλημα, αφήνοντας αποσβολωμένη όλη τη Γερμανία.

Δεν είχε όμως μόνο επιτυχίες στη προπονητική του θητεία. Υπήρχαν και τραγικές αποτυχίες και μελανές στιγμές. Και δεν μιλάω για την εντελώς αποτυχημένη πορεία του στη Μπάγερν Μονάχου, που στάθηκε η αφορμή για την κυκλοφορία πολλών ανέκδοτων σε βάρος του. Εξάλλου και οι αποτυχίες μέσα στο πρόγραμμα είναι και στο κάτω-κάτω ισοσκελίζονται κάπως από την καλή προπονητική του διαδρομή στη Βέρντερ Βρέμης. 

Η χειρότερη στιγμή της καριέρας του είναι όταν ήταν προπονητής στην ομάδα που έχει υποστεί τη βαρύτερη ήττα στην ιστορία του γερμανικού ποδοσφαίρου. Καθόταν στον πάγκο της Ντόρτμουντ όταν η τελευταία έχασε 12-0 (!) από την Γκλάντμπαχ την τελευταία αγωνιστική του πρωταθλήματος της περιόδου 1977/78. Το χειρότερο όμως είναι ότι πέρα από το βαρύτατο σκορ, το όνομά του συνδέθηκε με ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα της Μπουντεσλίγκα. Αξίζει να μάθουν όλη την ιστορία όσοι δεν την ξέρουν: 

Τελευταία αγωνιστική της Μπουντεσλίγκα στα τέλη Απριλίου 1978. Η Κολωνία του Βαϊσβάιλερ (με Σουμάχερ, Νόιμαν, Φλόε, Λερ, Κούλμαν και τον πρώτο σκόρερ της κατηγορίας Ντίτερ Μίλερ) είναι ισόβαθμη στους 45 πόντους με την Γκλάντμπαχ του Λάττεκ (με Βίμερ, Φόγκτς, Χάινκες, Σίμονσεν κ.λπ.) αλλά, θεωρείται παρ’ όλα αυτά σίγουρη πρωταθλήτρια, αφού ο τίτλος κρίνεται από τη διαφορά ενεργητικού στα γκολ, όπου η Κολωνία υπερέχει συντριπτικά. 

Η Κολωνία έχει διαφορά ενεργητικού + 40 (81-41) ενώ η Γκλάντμπαχ έχει διαφορά ενεργητικού +30 (74-44) Επιπλέον, η Κολωνία αντιμετωπίζει εκτός έδρας τη χειρότερη ομάδα του πρωταθλήματος, την τελευταία και ήδη υποβιβασμένη Ζανκτ Πάουλι, που επιπλέον είχε τη χειρότερη άμυνα του πρωταθλήματος. Αντίθετα η Γκλάντμπαχ αντιμετωπίζει εντός έδρας μια πολύ καλύτερη ομάδα, την Μπορούσσια Ντόρτμουντ. 

Ο Ρεχάγκελ αποφασίζει πριν από τον αγώνα να αλλάξει τον βασικό τερματοφύλακα της ομάδας με τον αναπληρωματικό. Εκείνη τη στιγμή τίποτε δεν φαίνεται περίεργο, αφού πρόκειται για το τελευταίο ματς της σεζόν και μπορούν να δοθούν ευκαιρίες και σε μη βασικούς παίκτες να αγωνιστούν.

Το ματς αρχίζει και στο ημίχρονο το σκορ έχει γίνει 6-0, ενώ στο 65΄ η Γκλάντμπαχ προηγείται 9-0. Την ίδια ώρα, στο Αμβούργο η Κολωνία στο ημίχρονο κερδίζει 0-1 ενώ στο 65΄το σκορ είναι 0-2. 

Η Κολωνία κινδυνεύει άμεσα να χάσει ένα δικό της πρωτάθλημα. Οι οπαδοί της Ζανκτ Πάουλι, οι οποίοι είναι πασίγνωστοι για τα φρονήματα και τις πεποιθήσεις τους, δεν ανέχονται το σενάριο που έχει στηθεί για να πάρει το πρωτάθλημα η Γκλάντμπαχ. Αρχίζουν λοιπόν και παροτρύνουν τους παίκτες της ομάδας τους να καθίσουν να φάνε γκολ, για να μην περάσει το στήσιμο. Ζητούν με τον τρόπο αυτό από την ομάδα τους να ακυρώσει την κομπίνα που επιχειρείται και να αποδώσει μια ιδιόρρυθμη δικαιοσύνη.

Τελικά τα δύο ματς λήγουν με σκορ 12-0 υπέρ της Γκλάντμπαχ και 0-5 υπέρ της Κολωνίας. Το πρωτάθλημα κατακτά η Κολωνία και είναι σημαδιακό, μιας και αποτελεί το τελευταίο της ιστορίας της. Τελική διαφορά γκολ: Κολωνία 86-41 (+45) και Γκλάντμπαχ 86-44 (+42).

Ένα από τα 12 γκολ της Γκλάντμπαχ σημειώνει ο Λίνεν, που μπήκε αλλαγή. Κρατήστε το αυτό, γιατί οι δρόμοι τους με τον Ρεχάγκελ θα ξανασυναντηθούν επίσης δραματικά.

Μετά τον αγώνα επικρατεί σάλος. Ο απαθής κατά την διάρκεια του αγώνα Ρεχάγκελ απολύεται αμέσως. Μετά την ήττα αυτή θα γίνει περίγελος, αφού θα τον φωνάζουν σε όλη την Γερμανία «Torhagel», λόγω των γκολ, που έφαγε η ομάδα του. Ο τερματοφύλακας της Ντόρτμουντ εκδιώκεται αμέσως, ενώ κάποιοι άλλοι παίκτες της θα μετακινηθούν την επόμενη σεζόν. Ο αρχηγός της Γκλάντμπαχ Βίμερ, που έπαιζε τον τελευταίο αγώνα του, δηλώνει: «Ευτυχώς που δεν πήραμε το πρωτάθλημα». 

Η ομοσπονδία διεξήγαγε ανακρίσεις, επέβαλλε κάποια πρόστιμα για διακωμώδηση του αθλήματος, αλλά απέφυγε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το ματς ήταν στημένο. Το γεγονός δεν προκαλεί έκπληξη για όποιον ξέρει τους Γερμανούς. Εδώ δεν «μπόρεσαν» να βρουν και να τιμωρήσουν τους Γερμανούς ναζί μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Ολλανδία, που είχε ασύγκριτα μικρότερο πληθυσμό από τη Γερμανία, τιμώρησε ως συνεργάτες των ναζιστών πενήντα φορές περισσότερα άτομα από την Γερμανία. Και μιλάμε για απόλυτους αριθμούς!


Δεν είναι όμως μόνον αυτό με τον Ρεχάγκελ. 

Γύρω στον Δεκαπενταύγουστο του 1981, ο Ρεχάγκελ είναι προπονητής της Βέρντερ, η οποία και αγωνίζεται πάλι εναντίον της Γκλάντμπαχ. Ο γνωστός για τις αριστερές και προοδευτικές απόψεις του Λίνεν, που πέρασε και από μας για λίγο ως προπονητής (και παρεμπιπτόντως μας έφερε Μιραλάς και Χολέμπας), ένας ταχύτατος και ντριμπλέρ εξτρέμ κάνει άνω-κάτω την άμυνα της Βέρντερ. Ο ακραίος οπισθοφύλακας Ζίγκμαν δεν μπορεί να τον σταματήσει με τίποτε. 

Ο Ρεχάγκελ, ο οποίος στα νιάτα του ήταν πολύ σκληρός (τσεκούρι) δεξί μπακ (που παρεμπιπτόντως ντεμπούταρε με τη Χέρτα την ημέρα που ξεκίνησε η Μπουντεσλίγκα το 1963) δεν μπορεί να ανεχτεί την κατάσταση αυτή και ζητά από τους παίκτες του πάση θυσία να πάψει να κάνει ό,τι θέλει ο Λίνεν από τα άκρα.

Μετά από λίγο, γίνεται ένας από τους πιο ανατριχιαστικούς τραυματισμούς στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Ο Ζίγκμαν σχίζει κυριολεχτικά με τις τάπες τον μηρό του Λίνεν, προκαλώντας ένα βαθύτατο τραύμα 25 εκατοστών, που θα χρειαστεί 35 ράμματα. 

Ο Λίνεν δεν θεωρεί το γεγονός τυχαίο. Το αποδίδει σε προτροπή του Ρεχάγκελ και μηνύει τον Ζίγκμαν (ως φυσικό αυτουργό) και τον Ρεχάγκελ (ως ηθικό αυτουργό). Πολλοί πιστεύουν ότι στην όλη υπόθεση έπαιξε ρόλο η «πολιτική» αντιπάθεια του Ρεχάγκελ για τον αναρχοκομμουνιστή Λίνεν, του οποίου το όνομα είχε παραφραστεί σε «Λένιν». 

Στη δίκη που θα επακολουθήσει, ο Λίνεν δεν θα κερδίσει, καθώς το δικαστήριο αποφασίζει ότι «όποιος παίζει ποδόσφαιρο αναλαμβάνει το ρίσκο να υποστεί τέτοιου είδους τραυματισμό και πρέπει να περιμένει ότι κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί»

Κλείνοντας να υπενθυμίσω ότι ο Ρεχάγκελ, που οι περισσότεροι Έλληνες λατρεύουν, υπήρξε επίσημος ειδικός απεσταλμένος της Μέρκελ προκειμένου να αποκατασταθεί η εικόνα της Γερμανίας στην Ελλάδα. Μαζί με τον Φούχτελ προσπαθούσαν να μας πείσουν για το πόσο αναγκαία ήταν τα μνημόνια. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου