Η περίπτωση του Σούλη
Πριν από ένα χρόνο, στις 10 του Γενάρη του 2019, ο Mad Prophet, σε ένα από τα πιο επιμελημένα και καλογραμμένα ερευνητικά του κείμενα, αναρωτιόταν για το πόσο δύσκολη είναι η καθιέρωση στην πρώτη ομάδα του Ολυμπιακού των νέων σε ηλικία μπασκετμπολιστών, αυτών που έρχονται πολύ μικροί στην ομάδα, γεμάτοι όρεξη και όνειρα για μελλοντική σταδιοδρομία.
Το προφητικό κείμενο παρέθετε, με τον γνώριμο αναλυτικό και ερευνητικό («ψαγμένο» κατά την έκφραση του συρμού) «προφητικό» τρόπο, μια σειρά παικτών, που άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο, δεν μπόρεσαν να καθιερωθούν στον Ολυμπιακό.
Πρώτο ανάμεσα στα πολλά ονόματα που ανέφερε, ως παραδείγματα, ήταν αυτό του Βασίλη Σούλη. Για τον συγκεκριμένο παίκτη στο κείμενό του είχε καταλήξει στην άποψη ότι μάλλον αδικήθηκε και έπρεπε να είχε καλύτερη καριέρα στον Ολυμπιακό.
Θα συμφωνήσω μαζί του και θα προσπαθήσω, ένα χρόνο αργότερα από το άρθρο του, να το τεκμηριώσω με όσα θα γράψω παρακάτω:
Ο Σούλης γεννήθηκε το 1976, μαζί με τον δίδυμο αδελφό του, που είναι μεγαλύτερος του κατά τρία λεπτά. Και ο αδελφός του αγωνίστηκε στις μικρές ομάδες μπάσκετ του Ολυμπιακού, αλλά ήταν σαφώς κατώτερος του Βασίλη.
Ο Βασίλης υπήρξε γέννημα-θρέμμα του Ολυμπιακού, στον οποίο πήγε από μικρό παιδάκι, το 1987. Μέχρι να τον διώξουν από την ομάδα το 2001 δεν είχε γνωρίσει άλλο σύλλογο.
Θα μπορούσε να είχε πάει άνετα στον Πανιώνιο, αφενός μεν γιατί η οικογένειά του έμενε στο Παλιό Φάληρο, δίπλα στη Νέα Σμύρνη, και συνεπώς η μετακίνησή του θα ήταν ευκολότερη, αφετέρου δε γιατί ο Πανιώνιος φημιζόταν για τα τμήματα υποδομής του και την προσοχή την οποία πάντα απέδιδε σε αυτά. Αν πήγαινε λοιπόν στον Πανιώνιο, θα ήταν πολύ πιο εύκολο να εξελιχθεί σε βασικό παίκτη της ομάδας της Νέας Σμύρνης και να του δοθεί η ευκαιρία να παίξει μπάσκετ σε πολύ καλό επίπεδο.
Ο Βασίλης όμως ήταν οπαδός του Ολυμπιακού. Πολλοί την έχουν πληρώσει αυτήν την αγάπη. Έτσι επέμεινε και γράφτηκε στον Ολυμπιακό. Μπορεί ο ίδιος να μην μετάνιωσε, αλλά ο πατέρας του μετάνιωσε γρήγορα, καθώς είδε τις επιδόσεις του γιού του στο σχολείο, προοδευτικά, αλλά σταθερά, να χειροτερεύουν.
Στα πρώτα πέτρινα χρόνια στο Πασαλιμάνι, η κατάσταση στην ομάδα ήταν άθλια. Πολλές φορές δεν υπήρχε κανένας για να προπονήσει τις μικρές ηλικιακές ομάδες, αφού οι πάντες ήταν απλήρωτοι και δεν πατούσαν. Στο μεταξύ, από μικρός σε ηλικία --μόλις 16 ετών-- έχει βιώσει ήδη τη δυσάρεστη εμπειρία σοβαρού τραυματισμού.
Η κατάσταση καλυτέρεψε κάπως όταν ανέλαβε το μπάσκετ ο Κόκκαλης.
Στις παιδικό-εφηβικές ομάδες ο Σούλης, λόγω ταλέντου και ύψους (2.07μ), ξεχώρισε γρήγορα.
Το 1995 αποτέλεσε ένα έτος σταθμό για τον Βασίλη, καθώς με συμπαίκτες όπως τους Κακιούζη, Καλαϊτζή, Ρεντζιά, Παπανικολάου, Χατζή κ.λπ. αναδείχθηκε με την εθνική εφηβική ομάδα παγκόσμιος πρωταθλητής εφήβων, μετά από πολύ καλές εμφανίσεις. Ήταν φανερό ότι ένα λαμπρό μέλλον ανοιγόταν μπροστά του.
Το ίδιο έτος, σε ηλικία 19 ετών (βάσει ιδιωτικού συμφωνητικού και όχι κανονικού συμβολαίου, όπως οι υπόλοιποι παίκτες), πήρε επίσημη προαγωγή για την πρώτη ομάδα.
Έτσι την περίοδο 1995/96 βρέθηκε να πλαισιώνει ψηλούς, που ήταν ιερά τέρατα όπως Φασούλα, Μπέρι, Τάρλατς. Εκείνη την περίοδο, όμως, βίωσε μεγάλες ατυχίες. Κατ’ αρχάς η εν λόγω σεζόν έμελλε να ήταν η τελευταία του Γιάννη Ιωαννίδη στον Ολυμπιακό.
Ο Ιωαννίδης γούσταρε τον Σούλη επειδή ήταν πολύ μαχητικός και αν παρέμενε, ασφαλώς ο Βασίλης και αρκετές ευκαιρίες θα έπαιρνε, αλλά και θα βελτιωνόταν ως παίκτης. Ας μην ξεχνάμε ότι ο ξανθός ειδικευόταν στο να προωθεί και αξιοποιεί νέους παίκτες. Εδώ είχε πάρει για παράδειγμα τον άσημο Ρωμανίδη και τον είχε κάνει μέχρι και πενταδάτο στον μεγάλο Άρη.
Ωστόσο η μεγαλύτερη ατυχία του Σούλη την περίοδο εκείνη είχε να κάνει με τον νέο σοβαρό τραυματισμό του, που τον έβγαλε νοκ-άουτ για πολλούς μήνες.
Και η ατυχία γινόταν ακόμη μεγαλύτερη αν ληφθεί υπόψη ότι τη συγκεκριμένη σεζόν είχαν τεθεί εκτός μάχης για μεγάλο χρονικό διάστημα δύο βασικοί ψηλοί της ομάδας: ο Τάρλατς λόγω τραυματισμού και ο Μπέρι λόγω ηπατίτιδας. Συνεπώς αν ο Σούλης ήταν τότε καλά και βρισκόταν στη διάθεση του προπονητή του, θα έπαιζε πολύ περισσότερο, λόγω των συγκυριών και μπορεί να καθιερωνόταν.
Ο τραυματισμός του και η αργή αποκατάστασή του τον έκαναν να έχει πολύ περιορισμένο ρόλο στην ομάδα κατά τη θριαμβευτική περίοδο 1996/97.
Σε κάθε περίπτωση όμως υπήρξε μέλος της ομάδας μας, που κατέκτησε δύο πρωταθλήματα (1996, 1997) ένα Κύπελλο (1997) και την Ευρωλίγκα (1997). Οι επιτυχίες αυτές τον έκαναν ευτυχισμένο.
Το καλοκαίρι του 1997 κλήθηκε για πρώτη φορά στην μεγάλη εθνική ομάδα ανδρών, αφού προηγουμένως είχε αγωνιστεί σε όλων των ειδών τα μικρότερα εθνικά συγκροτήματα (παίδων, εφήβων, νέων ανδρών, ελπίδων, β΄ ανδρών).
Η θητεία του στην Εθνική Ανδρών θα διαρκέσει δύο χρόνια: από τον Ιούνιο του 1997 μέχρι τον Ιούνιο του 1999 και θα καταγράψει 13 συμμετοχές, με ένα πολύ εντυπωσιακό μέσο όρο πόντων (περίπου 12). Σε ένα αγώνα μάλιστα εναντίον της Γιουγκοσλαβίας (81-76), σημείωσε ατομικό ρεκόρ πόντων (26) με την Εθνική Ελλάδας.
Ειδικότερα το 1997 οι εμφανίσεις του με την Εθνική Ανδρών στους Μεσογειακούς Αγώνες στο Μπάρι της Ιταλίας ήταν εξαιρετικές. Αναδείχθηκε σε καλύτερο παίκτη και σε πρώτο σκόρερ της Εθνικής, την οποία οδήγησε στην τετράδα και παρά λίγο σε κατάκτηση μεταλλίου.
Συμπαίκτες του τότε σε εκείνη την Εθνική είχε δύο παίκτες, που επίσης έπαιξαν στον Ολυμπιακό και μάλιστα με περισσότερο χρόνο συμμετοχής από όσο ο ίδιος: τον Λημνιάτη και τον Γιαννουζάκο, οι οποίοι όμως στην εθνική ομάδα βρέθηκαν πολύ πίσω του από πλευράς απόδοσης και αποτελεσματικότητας.
Όλοι περίμεναν πλέον τη μεγάλη εξέλιξή του. Φαινόταν ότι επιτέλους μετά από πολύ καιρό ένας παίκτης από τα σπλάχνα του Ολυμπιακού θα αγωνιζόταν με πολλές αξιώσεις στην πρώτη ομάδα.
Οι ελπίδες και προσδοκίες όμως θα διαψευστούν, αφού τα επόμενα χρόνια ποτέ δεν θα πάρει τις ευκαιρίες και τις συμμετοχές, που δικαιούταν.
Στον Ολυμπιακό έπαιξε από την περίοδο 1995/96 μέχρι την περίοδο 2000/01, με ένα διάλειμμα την χρονιά 1997/98, όταν πήγε δανεικός στον Απόλλωνα Πατρών, όπου και διακρίθηκε όλως ιδιαιτέρως, αναδειχθείς σε καλύτερο νέο παίκτη του πρωταθλήματος, για να επιστρέψει εκ νέου μετά το «αγροτικό του» στον Πειραιά, με πολλές φιλοδοξίες, που τελικά έμειναν απραγματοποίητες.
Όταν ξεκίνησε στον Ολυμπιακό, την πρώτη χρονιά, είχε μέσο όρο συμμετοχής 8 περίπου λεπτών, μέσο όρο πόντων 1,7 και μέσο όρο ριμπάουντ 1,5. Όταν τελείωσε από τον Ολυμπιακό, είχε μικρότερο μέσο όρο συμμετοχής περίπου 7μισι λεπτών, ενώ είχαν βελτιωθεί --ελαφρώς-- τόσο ο μέσος όρος πόντων του (2,4) όσο και ο μέσος όρων ριμπάουντ του (2,2).
Την ίδια χρονιά ο «πολύς» Οικονόμου, που είχε αποκτηθεί από τον Ολυμπιακό, ως σούπερ μεταγραφή αγωνιζόταν περίπου 28 λεπτά κατά μέσο όρο σε κάθε αγώνα. Ωστόσο η μεταγραφή του υπήρξε μια σκέτη αποτυχία.
Η καλύτερη χρονιά του Σούλη στον Ολυμπιακό από πλευράς αριθμητικών /στατιστικών δεδομένων ήταν η περίοδος 1999/2000, όταν αγωνιζόταν περίπου 10 λεπτά μέσο όρο σε κάθε αγώνα και ο μέσος όρων πόντων του είχε πλησιάσει τους 4.
Το 2001, όταν ο Σούλης ήταν 25 ετών, ο Ζούρος τον έδιωξε, χωρίς πολλά-πολλά, από τον Ολυμπιακό, μη ανανεώνοντας το συμβόλαιό του. Είχε προηγηθεί συνάντηση του Ζούρου με τοπ Έλληνες μάνατζερ της εποχής.
Από τότε ο Βασίλης έκανε το εντελώς αντίθετο από τη μέχρι τότε συμπεριφορά του, αγωνιζόμενος μέχρι το 2009 σε ένα σωρό ομάδες όπως π.χ. Πανιώνιο, Ιωνικό Ν.Φ., Πανελλήνιο, Κολοσσό, Ολυμπιάδα Πατρών, Αιγάλεω κ.λπ. μέχρι το 2009. Παντού αγωνίστηκε με συνέπεια και καλή απόδοση, αλλά χωρίς ιδιαίτερο κίνητρο, μετά την αποχώρησή του από τον Ολυμπιακό.
Σε μια συνέντευξη του το 2001 έβγαλε πίκρα για την αντιμετώπιση του στον Ολυμπιακό:
Στενοχωριόμουν γιατί ήμουν νέος, είχα μπροστά μου μέλλον, αλλά για πολλά χρόνια δεν έπαιζα. Δεν διαμαρτυρόμουν όμως γιατί έβαζα πάνω απ’ όλα τον Ολυμπιακό. Αυτό μου στοίχισε.
Οι τραυματισμοί του, αλλά και η άδικη μεταχείριση του τον έκαναν να αλλάζει συχνά αριθμούς στη φανέλα του στον Ολυμπιακό μήπως και εξαλειφθεί η γκαντεμιά. Έτσι είχε φορέσει φανέλες με πολλούς και διάφορους αριθμούς όπως 8,10,13,14.
Μάταια όμως…. Η κατάσταση δεν άλλαξε.
Εδώ και πάρα πολλά χρόνια η μόνη φωτεινή εξαίρεση αθλητή προερχόμενου από τα παιδο-εφηβικά ή τα τμήματα υποδομής του συλλόγου ή από μικρές ομάδες, που σταδιοδρόμησε, έχοντας μάλιστα τεράστια προσφορά στον Ολυμπιακό, παραμένει ο Πρίντεζης. Αυτός, που κάποιοι από τους οπαδούς της ομάδας έχουν βαρεθεί να βλέπουν και που δεν χάνουν ευκαιρία να τον λοιδορούν για την τηλεοπτική διαφήμιση σαμπουάν, που έχει κάνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου