Η πολύ κακή κατάσταση, στην οποία έχει περιέλθει το τμήμα μπάσκετ τον τελευταίο ενάμισι χρόνο έχει πυροδοτήσει άπειρες συζητήσεις ανάμεσα στους οπαδούς και τους φιλάθλους της ομάδας, τόσο σε πραγματικό χρόνο στο καφενείο, όσο και στο μεγάλο ηλεκτρονικό καφενείο που λέγεται ίντερνετ. Προσπαθώντας να ψηλαφίσουμε τα προβλήματα του Θρύλου, προσεγγίζουμε κάποια θέματα, τα οποία έχουν κεντρικό ρόλο στις --όποιου τύπου-- καφενειακές συζητήσεις.
Τα «γηρατειά», οι σημαίες και το βλέμμα στο μέλλον
Η δεκαετία που μόλις πριν λίγες μέρες μας άφησε φέρει ανεξίτηλα γραμμένη πάνω της το όνομα του Βασίλη Σπανούλη. Ο Αρχηγός είναι, κατά την ταπεινή μου άποψη, ο καλύτερος παίχτης στην ιστορία της Ευρωλίγκας. Η περασμένη δεκαετία αποτελεί τη χρονική εκείνη περίοδο στην οποία κυριάρχησε στα ευρωπαϊκά παρκέ ο Ολυμπιακός. Ο Σπανούλης αποτέλεσε το σημείο αναφοράς και τον ηγέτη αυτής ομάδας. Μετά την απομάκρυνση του Μπλατ τον περασμένο Σεπτέμβρη, έγινε αρκετή κουβέντα για τις ευθύνες της «ιστορικής ηγεσίας» της ομάδας (Σπανούλης, Πρίντεζης, Παπανικολάου) στην αποπομπή του Αμερικάνου προπονητή και αναπτύχθηκε μια φιλολογία ότι «κουμάντο» στην ομάδα κάνουν περισσότερο οι «παλιοί» παίχτες.
Ας εστιάσουμε στον Βασίλη Σπανούλη (αν και τα περισσότερα αφορούν και τον (υπ)Αρχηγό Γιώργο Πρίντεζη). Όταν μια ομάδα έχει στις τάξεις της ένα τόσο εμβληματικό παίχτη, ο οποίος θα μνημονεύεται για δεκαετίες ως Αρχηγός και σημαία του συλλόγου, είναι μοιραίο αλλά και απόλυτα λογικό συνάμα ο αθλητής αυτός να έχει «άποψη» και «λόγο» για το παρόν και το μέλλον του οργανισμού. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ούτε στιγμή ότι ο παίχτης αυτός πήρε την ομάδα από το χέρι και της έδωσε 2 Ευρωλίγκες, 3 Πρωταθλήματα (και όλοι ξέρουμε τι σημαίνει πρωτάθλημα για τον Ολυμπιακό στο άθλημα του «φάρου») και παρουσίες σε άλλους δύο τελικούς της κορυφαίας ευρωπαϊκής διοργάνωσης.
Στο σύγχρονο αθλητισμό, που κυριαρχεί ο «επαγγελματισμός» και οι ομάδες (σε όλα τα αθλήματα) τείνουν να γίνουν «σούπερ-μάρκετ» από τις συνεχείς αλλαγές παιχτών, είναι σημαντικό να μην αφήνουμε να ξεθωριάζει εύκολα η ιστορία μας. Ο Σπανούλης αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι πλέον της ιστορίας του Ολυμπιακού. Αρκετοί συνοπαδοί μας, με αρκετή ευκολία διατυμπανίζουν ότι ίσως καλό θα ήταν να κάνει στην άκρη ο Αρχηγός για να γίνει ο καλύτερος σχεδιασμός της επόμενης μέρας. Εγώ θα διαφωνήσω με μια τέτοια τοποθέτηση. Όσο και αν ισχύει η ρήση ότι «το σήμα στην καρδιά είναι μεγαλύτερο από το ΟΠΟΙΟΔΗΠΟΤΕ όνομα στην πλάτη», δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι κάποιοι παίχτες έχουν συνεισφέρει τα πάντα ώστε ο Ολυμπιακός να είναι Θρύλος. Κατά τη γνώμη μου, λοιπόν, η ομάδα οφείλει «να ζήσει και να πεθάνει» μαζί με τις επιλογές του Σπανούλη. Αυτός θα αποφασίσει πότε θα αποχωρήσει και πότε ακριβώς θα φθάσει η στιγμή για να γίνει αυτό.
Κάθε ομάδα, που σέβεται τον εαυτό της οφείλει να διατηρεί μια ισορροπία, ανάμεσα στην ιστορία της (και της στιγμές συγκίνησης, που είναι ουκ ολίγες) και στην αγωνιστική βελτίωση. Και αυτό ακριβώς είναι το σημείο, για το οποίο «ελέγχεται» σε μεγάλο βαθμό η διοίκηση του Ολυμπιακού: Δεν πλαισίωσε ποτέ τον Σπανούλη τα τελευταία χρόνια με 1-2 γκαρντ που θα έκαναν τη διαφορά και θα «έπαιρναν» ένα κομμάτι των ευθυνών από τον Αρχηγό, ο οποίος δέχεται κριτική επειδή δεν είναι ο Τζόρνταν. Απίστευτα πράγματα. Αυτό πάντως οφείλει να πράξει η διοίκηση την επόμενη χρονιά: Να βρει ένα προπονητή (ή ένα σχήμα με έναν τεχνικό διευθυντή), ο οποίος θα στελεχώσει την ομάδα με σοβαρούς περιφερειακούς παίχτες και όχι στοιχήματα και ο Σπανούλης να βρει ένα ρόλο μέσα σε αυτό το σχήμα στο οποίο θα μπορεί να λειτουργήσει με βάση την εμπειρία του και τις σημερινές δυνατότητές του.
Το «DNA», ο «ελληνικός κορμός» και άλλα δαιμόνια
Μέσα στην αναζήτηση των αιτιάσεων για το τι πήγε τόσο στραβά τα τελευταία 2 χρόνια, το συντριπτικό κομμάτι των δημοσιογράφων εντοπίζει την πηγή του κακού στην «αποψίλωση» του ελληνικού κορμού της ομάδας. Το ίδιο σημείο εντόπισε και ο Αρχηγός του Ολυμπιακού σε ραδιοφωνική του συνέντευξη και όσο και αν τον αγαπώ και τον σέβομαι, δεν μπορώ παρά να διαφωνήσω με την άποψή του, αλλά και με αυτή των ΑΡΔ.
Προφανώς δεν είμαι από αυτούς θεωρούν ότι ο Ολυμπιακός πρέπει να γίνει μια ομάδα «λεγεωνάριων» ή μισθοφόρων, αλλά βασικός γνώμονας στον σχεδιασμό της επόμενης μέρας πρέπει να είναι τα αγωνιστικά χαρακτηριστικά, το ταλέντο και οι ρόλοι που θα καλείται κάθε παίχτης να υπηρετήσει σε όφελος του συνόλου. Περιττό βέβαια να επαναλάβω ότι η πιο κομβική απόφαση αφορά την επιλογή του προπονητή εκείνου που θα αναλάβει το χτίσιμο της ομάδας για επόμενα χρόνια.
Ας επιστρέψουμε όμως στο ζήτημα του ελλ. κορμού, απαλείφοντας τις φαιδρότητες περί του «φιλότιμου» του Έλληνα παίχτη, του «σκεπτόμενου μπάσκετ» και των «μικρών πραγμάτων που δεν φαίνονται εύκολα» στο μάτι ή στη στατιστική. Ο στρατός των ΑΡΔ προσπαθεί να μας πείσει ότι ο Λαρεντζάκης είναι το κομμάτι που έλειπε για να είναι μια σκάλα καλύτερη η ομάδα. Ας φανταστούμε την ήδη προβληματική μας περιφερειακή γραμμή να είχε και τον Λαρετζάκη ή ακόμα χειρότερα αν ευσταθούν τα σενάρια περί σίγουρης συμφωνίας το καλοκαίρι, τότε η περιφερειακή μας γραμμή θα αποτελείται κατά τα 3/5 από τον Σπανούλη, τον Κόνιαρη και τον Λαρεντζάκη. Είναι εύκολα κατανοητό ότι αν δεν αποκτηθούν 2 βασικοί και πολύ ποιοτικοί ξένοι περιφερειακοί η γραμμή μας των γκαρντ ίσως είναι ακόμα χειρότερη από τη φετινή. Αντίστοιχα φαίνεται ότι μετά τη διακοπή του δανεισμού του Χαραλαμπόπουλου, τις θέσεις των φόργουορντ για τη φετινή σεζόν, αλλά πιθανόν και για την επόμενη, θα καλύπτουν στο «3» ο Παπανικολάου με τον Χαραλαμπόπουλο και στο «4» ο Πρίντεζης και ο Βεζένκοφ... Τρομακτικό σχεδόν σενάριο. Όταν η σύγχρονη κατεύθυνση του μπάσκετ, επιτάσσει αθλητικότητα, προσωπική φάση και προσφορά και στις δύο πλευρές του παρκέ, γίνεται εύκολα κατανοητό ότι είναι προϋπόθεση να αποκτηθεί βασικός power forward και ο (υπ)Αρχηγός να αποτελεί τη δεύτερη λύση. Προφανώς θα επέλεγα και βασικό τριάρι, με τους Χαραλαμπόπουλο και Βεζένκοφ να έχουν συμπληρωματικούς ρόλους, αλλά καταλαβαίνω και δέχομαι τους περιορισμούς του μπάτζετ, οπότε θα «δεχτώ» μια υποχώρηση για τη θέση «3».
Το άλλο επιχείρημα, που θέτουν οι «πάνσοφοι» ΑΡΔ σε σχέση με τον ελληνικό κορμό είναι το δέσιμο, που έχει ο Έλληνας παίχτης με την ομάδα. Κάτι τέτοιο ισχύει εν μέρει. Ή καλύτερα, το γεγονός ότι μπορεί να ισχύει το παραπάνω δεν σημαίνει ότι κάποιοι ξένοι παίχτες δεν δένονται πραγματικά με την ομάδα και την θεωρούν «οικογένεια» με τον ίδιο τρόπο, που το κάνουν οι Έλληνες. Να θυμίσω μήπως τα παραδείγματα του Χάκετ, του Χάινς, του Άντιτς και του Λο; Αυτοί οι παίχτες δέθηκαν πραγματικά με την ομάδα και έγιναν σοβαρότατα λάθη από τη διοίκηση (αλλά και από προπονητές καθώς και λόγω ατυχίας στην περίπτωση του Λο) και δεν αποτελούν κομμάτια του κορμού της ομάδας όλα αυτά τα χρόνια. Και φυσικά θα πρέπει να συνυπολογίσουμε και την αγωνιστική αξία: Σε ποιο μπασκετικό σύμπαν άραγε ήταν/είναι καλύτερος παίχτης ο Μάντζαρης από τον Χάκετ; Ας τελειώνουμε λοιπόν με αυτό το επιχείρημα. Δυστυχώς το ταλέντο των νέων Ελλήνων βαίνει διαρκώς μειούμενο τα τελευταία χρόνια και δεν φτάνει σε τίποτα το επίπεδο του Σπανούλη, του Πρίντεζη ή του Παπανικολάου ακόμα. Οπότε μια συνταγή «ελληνοποίησης» χωρίς τις αντίστοιχες ενέσεις ταλέντου, ποιότητας και παραστάσεων θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια στην αποτυχία.
Το «#mexri telous» ως άλλοθι της διοίκησης
Πολύς λόγος έχει γίνει τον τελευταίο ένα χρόνο σχεδόν (από τότε δηλαδή που η διοίκηση της ομάδας --ακόμα και ετεροχρονισμένα-- πήρε την ολόσωστη απόφαση να αποχωρήσει από την παράγκα του «φάρου») για την απόφαση των αδελφών Αγγελόπουλων να κηρύξουν τον ανένδοτο απέναντι στο σύστημα του Βασιλακόπουλου και του εθισμένου επώνυμου φιλάθλου του βάζελου. Και η συντριπτική πλειοψηφία των ΑΡΔ έχει κριτικάρει την απόφαση της διοίκησης του Ολυμπιακού με αρνητικό τρόπο, κοπτόμενοι για καλό του ελληνικού μπάσκετ. Η φάρα των παππαδογιάννηδων βέβαια δεν έχει δει ποτέ στο παρελθόν, ούτε συνεχίζει να βλέπει, κάτι μεμπτό στον «αγγελικά πλασμένο κόσμο» του «φάρου» και του «σωλήνα»...
Από τους έμμισθους κονδυλοφόρους του συστήματος δεν περιμένουμε φυσικά τίποτα διαφορετικό, δυστυχώς όμως υπάρχει και ένα κομμάτι φιλάθλων του Ολυμπιακού, το οποίο εξαιτίας της συστηματικής και συστημικής παραπληροφόρησης, αμφισβητεί την επιλογή του «#mexritelous», με επιχειρήματα που προέρχονται από το στρατόπεδο αυτών που κρατούν «ίσες αποστάσεις»: Η ομάδα δεν μπορεί να βρει αγωνιστικό ρυθμό, δεν μπορούμε να διεκδικήσουμε κάποιο τίτλο, όλα αυτά έγιναν για να κρύψουν οι Αγγελόπουλοι τα οικονομικά προβλήματα και πάει λέγοντας. Κάποιες από αυτές τις σκέψεις μπορεί να έχουν βάση και να χρειάζεται στο μέλλον φροντίδα από τη διοίκηση. Όμως δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποτελούν κυρίαρχο πεδίο κριτικής σε σχέση με τη βασική επιλογή, που ήταν η μετωπική σύγκρουση με τη χειρότερη παράγκα στην ιστορία του ευρωπαϊκού αθλητισμού. Και αν κάποιος συνεχίζει να θεωρεί ότι αυτή η επιλογή είναι λανθασμένη, απλώς θα υπενθυμίσω το πολύ πρόσφατο παράδειγμα της ανάληψης της τεχνικής ηγεσίας της εθνικής από τον Πιτίνο... Αν υπάρχει αντίλογος με λογικά επιχειρήματα, πολύ θα ήθελα να τον ακούσω.
Η δική μου --και ελπίζω όλων των Ολυμπιακών-- κριτική σε σχέση με την επιλογή της σύγκρουσης με το σύστημα που λυμαίνεται το ελληνικό μπάσκετ προς τη διοίκηση της ομάδας εστιάζεται στο σημείο ότι περίμενα μετά από αυτή την επιλογή, να φτιαχτεί μια ομάδα, η οποία θα «έκλεινε» με αγωνιστικούς όρους τα στόματα όλων των σφουγγοκωλάριων του συστήματος. Μια ομάδα που θα χαιρόμασταν πρώτα απ' όλα εμείς οι οπαδοί της ομάδας να βλέπουμε και μια ομάδα που θα μπορούσε να διατηρηθεί στην ελίτ της Ευρωλίγκας, στην οποία άνηκε όλα αυτά τα χρόνια. Αντ' αυτού, έχουμε το φετινό χάλι, που μας πληγώνει και μας στεναχωρεί. Από σήμερα όμως ακόμα, οι Αγγελόπουλοι οφείλουν στους εαυτούς τους και στον κόσμο να ξαναχτίσουν μια ομάδα, που θα μπορεί να είναι ανταγωνιστική στο υψηλότερο επίπεδο. Με ειλικρίνεια, μπασκετική λογική και χωρίς απαραίτητα οικονομικές υπερβάσεις, που δεν μπορούν να τηρήσουν. Επαναλαμβάνω: Την επιλογή του «#mexritelous» την υποστηρίζεις έμπρακτα με μια πολύ καλή ομάδα, η οποία δίνει απαντήσεις μέσα στο παρκέ.
Together we fight or maybe not?
Θα κλείσω αυτό το κείμενο που προσπαθεί να ανοίξει τον φάκελο των προβλημάτων του μπασκετικού τμήματος με μια αναφορά και στον κόσμο της ομάδας. Και αυτό το πράττω, θεωρώντας ότι ο Ολυμπιακός είναι ένας ζωντανός οργανισμός που αποτελείται από τη διοίκηση, την ομάδα (προπονητή, τεχνικό επιτελείο και παίχτες) και τον κόσμο του. Κακά τα ψέματα, τα τελευταία χρόνια, που ο μπασκετικός Ολυμπιακός κυριαρχούσε, δεν αγκαλιάστηκε όσο του άξιζε από τον κόσμο. Ακόμα και μετά το back2back του Λονδίνου θυμάμαι στο ΣΕΦ να μην είμαστε πάνω από 7 χιλιάδες στο παιχνίδι απέναντι στον Απόλλωνα Πάτρας, όταν ο Σπανούλης πάταγε το κουμπί για να ανέβει το λάβαρο στον «ουρανό» του γηπέδου. Και όλο αυτό έχει εξηγήσεις, αλλά δεν είναι της παρούσης...
Το βασικό ερώτημα είναι τι γίνεται στο εδώ και τώρα. Και σίγουρα θα περίμενε κανείς το ΣΕΦ να γεμάτο τουλάχιστον σε δύο περιπτώσεις: Στο φιλικό προς τιμήν του Ίβκοβιτς και στο ματς με τη Φενέρ, που ο Σπανούλης χρίστηκε πρώτος σκόρερ στην ιστορία της Ευρωλίγκας. Και όμως δεν ήταν... Πέρα όμως από ιστορικές βραδιές ή βραδιές βραβεύσεων, το σημαντικότερο «καθήκον» των φιλάθλων/οπαδών του Ολυμπιακού είναι να στηρίζουν την ομάδα όχι στις τιμές ή τις επιτυχίες, αλλά όταν είναι σε δύσκολη θέση και τα πράγματα δεν πηγαίνουν καλά. Τότε είναι πραγματικά που απαιτείται η βοήθεια του κόσμου. Τότε γίνονται πράξη συνθήματα όπως «όσο με πληγώνεις τόσο με πωρώνεις» ή «Ολυμπιακός στα εύκολα, Θρύλος στα δύσκολα». Ειδικά όταν η ομάδα έχει επιλέξει να πάει σε μετωπική κόντρα όσον αφορά τα εγχώρια δρώμενα. Έτσι καλλιεργείται Ολυμπιακή οπαδική κουλτούρα. Γι’ αυτό λοιπόν ας προσπαθήσουμε όντως να παλεύουμε στο πλευρό της ομάδας, ακόμα και αν έχουμε όλο το δίκιο με το μέρος μας στην κριτική σε ότι έχει να κάνει με τις επιλογές του τελευταίου διαστήματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου