Στα πανεπιστήμια και γενικά στα μεγάλα εκπαιδευτικά ιδρύματα, όταν θέλουν να τιμήσουν την μνήμη κάποιου σημαντικού ανθρώπου, με μεγάλη θητεία και προσφορά στους χώρους του πνεύματος, της διανόησης και της παιδείας, συνηθίζουν κάνουν μια ειδική έκδοση-τόμο, που αποτελεί καθαρά μορφωτική συμβολή και μένει μακριά από κάθε εμπορική εκμετάλλευση. Την εν λόγω έκδοση την αφιερώνουν στην εν λόγω προσωπικότητα. Στην έκδοση αυτή, συγκεντρώνονται πολλά άρθρα και κείμενα πάνω σε διάφορα πρωτότυπα θέματα, με μεγάλη ποικιλία και απεριόριστο εύρος, ενώ μέσα σε αυτά κατά κανόνα υπάρχουν και κάποια αφιερωματικά κείμενα, που γράφονται για την τιμώμενη προσωπικότητα Οι εκδόσεις αυτές που περιλαμβάνουν τις συλλογές των ως άνω άρθρων και κειμένων λέγονται «Ανάλεκτα».
Από την ιδέα αυτή των «Αναλέκτων» δανείστηκα και εγώ κάποια στοιχεία και είπα να κάνω τα δικά μας «οιονεί ανάλεκτα», σε μνήμη Κώστα Πολυχρονίου, καθώς την 1/6/2019 συμπληρώνεται ένας χρόνος από τον θάνατο του μεγάλου αρχηγού του Ολυμπιακού.
Θα ασχοληθούμε λοιπόν με πολλά και διάφορα πρωτότυπα θέματα, που σχετίζονται όχι μόνο με τον ίδιο, αλλά κυρίως με τη μεγάλη αγάπη του Πολυχρονίου, τον ποδοσφαιρικό Ολυμπιακό, που, σημειωτέον, ήταν η μόνη κανονική ομάδα, στην οποία έπαιξε ο Πολυχρονίου.
Βέβαια στα «Ανάλεκτα» τα θέματα, που είναι πολλά και διαφορετικά, τα γράφουν πολλοί και διαφορετικοί συγγραφείς και όχι ένας και ο ίδιος. ΟΚ εντάξει. Άλλωστε όπως είπαμε μόνο τη βασική ιδέα πήραμε.
Θα ξεκινήσουμε όπως είναι εύλογο, τιμής ένεκεν, από τον ίδιο τον Πολυχρονίου:
1.Η σχέση μπάλας και σχολείου και κάποια άλλα για τον Πολυχρονίου
Προτού αρχίσω, να υπενθυμίσω ότι έχω ήδη γράψει παλιότερα κάποια πράγματα για τον Πολυχρονίου. Εδώ θα προσθέσω κάποια άλλα, από αυτά, που δεν είναι γνωστά.
Ο Πολυχρονίου δεν είχε ιδιαίτερη αγάπη και έφεση στα γράμματα και σε αυτό έπαιξε μεγάλο ρόλο το γεγονός ότι λάτρευε το ποδόσφαιρο. Εκείνη την εποχή της μαθητικής νιότης του Πολυχρονίου, ο συνδυασμός «σχολείο και ποδόσφαιρο» ήταν πολύ ζόρικος. Το μυαλό του Κώστα ήταν στο τόπι και στις αλάνες της Παιανίας και όχι στο διάβασμα. Μάλιστα η οικογένεια του Πολυχρονίου το είχε καημό που οι μαθητικές επιδόσεις του δεν ήταν τόσο καλές, σε μια εποχή που στη χώρα μας το απολυτήριο γυμνασίου μετρούσε.
Παρ’ όλα αυτά, κατά ένα οξύμωρο τρόπο, ήταν το ανταγωνιστικό προς το σχολείο ποδόσφαιρο που τον βοήθησε να βελτιώσει τις μαθητικές του επιδόσεις και να τελειώσει κανονικά το σχολείο. Πώς έγινε αυτό;
Τα αδέλφια Χέλμη, που τον έφεραν στον Ολυμπιακό το 1953 και υπήρξαν προπονητές της ομάδας, άρα και δικοί του, υποσχέθηκαν στους γονείς του ότι θα φρόντιζαν να τελειώσει ο Κώστας το γυμνάσιο. Προκειμένου να κρατήσουν τον λόγο τους, άσκησαν πίεση στον νεαρό Κώστα, ξεκαθαρίζοντας του ότι δεν επρόκειτο να προωθηθεί και να καθιερωθεί στην πρώτη ομάδα, εφόσον δεν προόδευε στο σχολείο. Έτσι ο Κώστας αναγκάστηκε να διαβάζει πολύ περισσότερο και να απουσιάζει πολύ λιγότερο.
Ένας άλλος λόγος που έκανε τον Πολυχρονίου να βελτιωθεί στο σχολείο ήταν ένα πρόσθετο κίνητρο, που του έδωσαν και πάλι οι πανέξυπνοι Χέλμηδες. Οι τελευταίοι του είπαν ότι δεν ήταν μακριά ο καιρός που όλες οι εφημερίδες θα έγραφαν ένα σωρό επαίνους για την ποδοσφαιρική του αξία και απόδοση. Τον έβαλαν λοιπόν να σκεφτεί και να αναρωτηθεί πόσο θα δυσκολευόταν να διαβάσει τα τόσα κατεβατά που έγραφαν τότε οι εφημερίδες αν δεν ήξερε άριστη γραφή και ανάγνωση και αν δεν είχε καλή σχέση με το λεξιλόγιο της ελληνικής γλώσσας. Ο Πολυχρονίου «τσίμπησε», αφού τρελαινόταν με την ιδέα ότι θα γινόταν πασίγνωστος και θα έγραφε συνέχεια γι’ αυτόν ο Τύπος. Στρώθηκε στο διάβασμα και τελικά τέλειωσε το σχολείο, έστω και με κάποια μικρή καθυστέρηση.
Μια που μιλάμε για τα μαθητικά χρόνια του Πολυχρονίου αξίζει να αναφέρουμε το τι συνέβη μετά από ένα ημιτελικό αγώνα Κυπέλλου Ελλάδας Άρη-Ολυμπιακού, που έγινε την 10/6/1956 στη Θεσσαλονίκη. Ο Ολυμπιακός είχε νικήσει 0-3, με τον Πολυχρονίου, ο οποίος τότε πήγαινε ακόμη σχολείο, να πετυχαίνει και τα τρία γκολ. Όλο το γυμνάσιο και ιδίως οι συμμαθητές του είχαν τρελαθεί με την επιτυχία του δικού τους ήρωα του σχολείου. Ήταν το πρώτο αν όχι το μόνο, θέμα συζήτησης στο γυμνάσιο, όπου του ετοίμαζαν αποθεωτική υποδοχή.
Ο Πολυχρονίου, που ήταν στην τελευταία τάξη, έπρεπε να επιστρέψει εσπευσμένως στην Αθήνα για να συμμετάσχει σε σχολικές εξετάσεις. Η επιστροφή ήταν περιπετειώδης. Έφτασε με τρένο μέχρι τη Θήβα και από εκεί τον παρέλαβε φίλος του ταξιτζής με το αμάξι του, για να τον μεταφέρει πιο γρήγορα (και-εννοείται- αφιλοκερδώς) στο σχολείο προκειμένου να προλάβει τις εξετάσεις. Παρ’ όλα αυτά, η προγραμματισμένη ώρα έναρξης των εξετάσεων είχε φτάσει και ο Πολυχρονίου δεν είχε αφιχθεί.
Όταν οι υπόλοιποι μαθητές κατάλαβαν ότι οι εξετάσεις θα ξεκινούσαν χωρίς τον Πολυχρονίου και ως εκ τούτου ο Κώστας θα τις έχανε με ό,τι αυτό συνεπαγόταν, αρνήθηκαν στο σύνολό τους σχεδόν να μπουν στις τάξεις και οργάνωσαν διαδήλωση με φωνές και συνθήματα υπέρ του παίκτη. Λόγω της έκρυθμης κατάστασης και της καθυστέρησης που προκλήθηκε, δεν στάθηκε δυνατό να αρχίσουν στην ώρα τους οι εξετάσεις και έτσι ο Πολυχρονίου πρόλαβε να φτάσει τελικά και να συμμετάσχει κανονικά στις εξετάσεις
Κατά τα άλλα, κάτι που δεν έχει καταστεί μέχρι σήμερα απόλυτα σαφές είναι το πώς ο Πολυχρονίου, που ξεκίνησε από επιθετικός (και μάλιστα αρκετά γκολτζής) βρέθηκε να παίζει ως χαφ στο κέντρο, όπου διέπρεψε, εξελισσόμενος στον καλύτερο αμυντικό μέσο στην ιστορία του Ολυμπιακού.
Κατά μια εκδοχή, η μετάθεσή του οφείλεται σε ένα έντονο τσακωμό του με τον Υφαντή, ο οποίος δεν ήθελε να παίζει μπροστά ο Πολυχρονίου. Κατά μια άλλη εκδοχή, ο λόγος της αγωνιστικής μετάθεσής του είχε να κάνει με ένα ατύχημα στο μηχανάκι του Κοτρίδη, που δεν του επέτρεψε να αγωνιστεί σε ένα ματς, με αποτέλεσμα να παίξει στη θέση του ο Κώστας και να βγάλει μάτια.
Θα κλείσω το κομμάτι το αφιερωμένο στο Πολυχρονίου με την υπενθύμιση ενός πολύ σημαντικού γεγονότος, που λίγοι το γνωρίζουν. Το παρθενικό γκολ του Πολυχρονίου στο πρωτάθλημα Ελλάδας ήταν στο πρώτο ντέρμπι που αγωνίστηκε στη καριέρα του. Ήταν σε ένα ματς εναντίον του ΠΑΟ στη Λεωφόρο την 23/5/1956 (2-1), όταν και πέτυχε το νικητήριο γκολ, που ουσιαστικά συντέλεσε καθοριστικά στο να πάρει ο Ολυμπιακός το πρωτάθλημα.
2. Τα πιο περίεργα γκολ του Ολυμπιακού
Δύο είναι τα πιο περίεργα και ασυνήθιστα γκολ του Ολυμπιακού, που θυμάμαι.
Το πρώτο, χρονολογικά, σημειώθηκε την 17/12/1972 στις Σέρρες με τον Πανσερραϊκό. Το πέτυχε ένα λεπτό πριν από τη λήξη του αγώνα, στον οποίο μέχρι τότε χάναμε 1-0 ο έλληνας ομογενής εξ Ουγγαρίας Γιώτης Παπαδημητρίου, ο αποκαλούμενος και «τανκ».
Το περίεργο της ιστορίας βρίσκεται στο ποιος έδωσε στον σκόρερ την τελική πάσα (κατά πολλούς ασίστ). Αυτός ήταν ο τερματοφύλακας μας Κελεσίδης, ο οποίος προ του φάσματος της ήττας (που ήταν ένα εξαιρετικά σπάνιο φαινόμενο για τον Ολυμπιακό εκείνης της εποχής) είχε εγκαταλείψει την εστία του, και παίζοντας περίπου «μπακότερμα», είχε προωθηθεί πολύ μακριά από το τέρμα του. Ο Κελεσίδης διένυσε μεγάλη απόσταση, έφτασε 10-15 μέτρα κάτω από τη σέντρα και βλέποντας τον Παπαδημητρίου ξεμαρκάριστο τού έκανε μια μπαλιά. Ο Γιώτης πήρε την μπάλα, μπήκε στην περιοχή και ισοφάρισε. Δεν επρόκειτο δηλαδή για μια φάση που έγινε μετά ένα δυνατό βολέ του τερματοφύλακα, από τη μια περιοχή στην άλλη, κάτι που έχει ξανασυμβεί και δεν είναι πρωτοφανές.
Το δεύτερο ασυνήθιστο γκολ σημειώθηκε την 4/1/1981 στο Καραισκάκη σε αγώνα με τον Απόλλωνα Αθηνών 3-1 και το πέτυχε ουσιαστικά με ένα από τα συνηθισμένα δυνατά και μακρινά του αράουτ ο Κύπριος στόπερ Σταύρος Παπαδόπουλος (με τη συνδρομή της επαφής εκ μέρους του αντίπαλου τερματοφύλακα, όπως απαιτείται για την εγκυρότητα τέτοιου γκολ). Η επαναφορά ήταν τόσο δυνατή που ο τερματοφύλακας Σκούρας, που προσπάθησε να την αποκρούσει δεν μπόρεσε να αλλάξει ουσιωδώς την πορεία της μπάλας, η οποία κατέληξε στα δίκτυα.
3. Το πιο περίεργο πέναλτι κατά του Ολυμπιακού
Την 12/6/1977, ο Ολυμπιακός αντιμετώπιζε εκτός έδρας στο γήπεδο της Λεωφόρου, τον Ατρόμητο Περιστερίου, που χρησιμοποιούσε τότε ως έδρα του το γήπεδο του ΠΑΟ.
Ο Ολυμπιακός δεν έπαιζε καλά (όχι μόνο σε εκείνο το ματς, αλλά και γενικότερα) και επικρατούσε εκνευρισμός σε θεατές και παίκτες, τους οποίους ο κόσμος αποδοκίμαζε. Στο δεύτερο ημίχρονο, στο 54΄και ενώ το σκορ ήταν ισόπαλο 1-1, ο Θανάσης Αγγελής, ευρισκόμενος μέσα στην περιοχή του Ολυμπιακού, απομάκρυνε την μπάλα, πασάροντάς την σε συμπαίκτη του.
Μετά από δευτερόλεπτα όμως και ενώ η μπάλα παιζόταν ήδη αλλού, εκτός περιοχής και μακριά από αυτήν, εκνευρισμένος, κτύπησε ένα αντίπαλο παίκτη, ονόματι Πάτση.
Όπως προβλέπεται από τον κανονισμό κάθε τέτοια παράβαση (χτύπημα αντιπάλου), που γίνεται μέσα στην περιοχή, την ώρα του αγώνα, άσχετα με το πού βρίσκεται ή πού παίζεται η μπάλα, ανεξάρτητα από το αν υπάρχει επικίνδυνη ή όχι φάση, τιμωρείται με πέναλτι και αποβολή του υπαίτιου ποδοσφαιριστή.
Ο διαιτητής Βασσάρας (πατήρ) είδε την παράβαση και καταλόγισε πέναλτι σε βάρος του Ολυμπιακού, το οποίο αξιοποίησε ο Μπεργελές. Έτσι ο Ατρόμητος προηγήθηκε 2-1 και ο Ολυμπιακός έμεινε με δέκα παίκτες.
Τελικά ο συγκεκριμένος αγώνας έληξε με νίκη του Ολυμπιακού 2-4, παρά το γεγονός ότι η ομάδα μας αγωνίστηκε όλο το υπόλοιπο διάστημα με αριθμητικό μειονέκτημα. Η απόφαση του διαιτητή, αν και ασυνήθιστη, ήταν τυπικά σωστή, σύμφωνα με τους κανονισμούς. Μας φέρνει όμως στο μυαλό την περίπτωση Δούρου και το χτύπημα του Κυριάκου πάνω στον Τζιοβάνι μέσα στην περιοχή του ΠΑΟ. Εκεί όμως ο διαιτητής, όλως τυχαίως, δεν εφάρμοσε τους κανονισμούς.
4. Το μεγαλύτερο «δρεπάνι» του Ολυμπιακού
Αυτός, κατά την άποψή μου, ήταν ο δεξιός μπακ Νίκος Μαριόλης, που αγωνίσθηκε ως βασικός, στην πρώτη ομάδα την περίοδο 1977/78, έχοντας 24 συνολικά συμμετοχές. Ο ίδιος είχε και άλλη μία και μοναδική συμμετοχή την επόμενη περίοδο 1978/79.
Προπονητής του Ολυμπιακού εκείνη την εποχή ήταν ο Τόζα Βεσελίνοβιτς, που επιχείρησε μια ανανέωση της ομάδας, έχοντας όμως στην διάθεσή του ένα σχεδόν άθλιο έμψυχο δυναμικό. Φαντασθείτε ότι τα βασικά ακραία μπακ της ομάδας ήταν οι μετριότατοι νεαροί Προκόβας και Μαριόλης. Ο Ολυμπιακός την περίοδο εκείνη, που ο Μαριόλης ήταν βασικός, τερμάτισε 4ος, μακριά από την κορυφή.
Ο Μαριόλης αγωνιστικά ήταν ένα φιλότιμο και μαχητικό παλικάρι. Δεν υπολόγιζε και δεν φοβόταν κανένα. Ήταν όμως πολύ άτεχνος και πολύ περιορισμένων δυνατοτήτων. Δεν έκανε με τίποτε για τον Ολυμπιακό και μόνο συγκυρίες τον έφεραν για μικρό χρονικό διάστημα στην ενδεκάδα.
Την ίδια περίοδο (1977/78) αγωνίστηκε λίγο και στην Εθνική Ερασιτεχνική ομάδα της Ελλάδας, μετά από κλήση του Καραπατή. Τότε μάλιστα εκείνη η Εθνική είχε καταφέρει να φτάσει στον τελικό του πρωταθλήματος Ευρώπης εθνικών ερασιτεχνικών ομάδων.
Όσον αφορά τον τρόπο παιχνιδιού και μαρκαρίσματός του, αυτός ήταν σχεδόν ανατριχιαστικός και γι’ αυτό τον αποκαλούσανε «σκοτώστρα». Έτσι όπως πήγαινε στη φάση, έτσι όπως έπεφτε πάνω στην μπάλα και στον αντίπαλο (που είτε την είχε, είτε τη διεκδικούσε) έκανε την καρδιά του θεατή να σφίγγεται. Κλείδωνε κυριολεκτικά τα πόδια των αντιπάλων ακραίων. Συχνά το μαρκάρισμά του προκαλούσε ένα σύμπλεγμα πεσμένων κορμιών, που συνήθως περιελάμβανε και την μπάλα, με τον ίδιο, κατά κανόνα να σηκώνεται αμέσως, σώος και αβλαβής, σε αντίθεση με τον αντίπαλο, που έμενε κάτω σφαδάζοντας. Στη σημερινή εποχή, με τους υπάρχοντες σύγχρονους προστατευτικούς κανονισμούς, δεν θα είχε καμία τύχη ως αμυντικός ποδοσφαιριστής.
Ο Μαριόλης είναι Μανιάτης και υπήρξε σκληρό καρύδι και στη ζωή του, όχι μόνο στο γήπεδο. Τόσο δυναμικός και σκληροτράχηλος που φάνηκε περίπου φυσικό που έγινε αστυνομικός. Αργότερα πέρασε κάποια (δυο-τρία νομίζω) χρόνια της ζωής του στη φυλακή, όταν καταδικάστηκε για ανθρωποκτονία, που έγινε με χρήση του υπηρεσιακού του όπλου. Δεν έγιναν γνωστά πολλά πράγματα από την υπόθεση εκείνη και οι πληροφορίες που υπήρξαν ήταν αλληλοσυγκρουόμενες, ενώ και τα δημοσιεύματα του Τύπου περιορισμένα, αντιφατικά και συγκεχυμένα, ακόμη και για την ταυτότητα του θύματος. Για κάποιους επρόκειτο για ξεκαθάρισμα λογαριασμών, για άλλους ήταν νόμιμη άμυνα απέναντι σε απειλές ατόμων του υποκόσμου, ενώ ορισμένοι άλλοι αναμίξανε στην υπόθεση ακόμη και… ερωτοδουλειές.
Σήμερα ο Μαριόλης ασχολείται πολύ ενεργητικά με τις δραστηριότητες των παλαιμάχων του Ολυμπιακού, στον Σύνδεσμο των οποίων έχει θητεύσει κατ’ επανάληψη μέλος του ΔΣ, αλλά και ως αναπληρωτής Γενικός Γραμματέας του Συνδέσμου.
5. Το πιο περίεργο χαμένο πρωτάθλημα του Ολυμπιακού
Αυτό σίγουρα πρέπει να είναι το πρωτάθλημα της περιόδου 1993/1994.
Ο Ολυμπιακός σε εκείνο το πρωτάθλημα έχασε μόνο δύο φορές (εκτός έδρας από ΟΦΗ και Παναχαϊκή). Αντίθετα ο ΠΑΟ έχασε έξι φορές και η ΑΕΚ πέντε.
Εξάλλου ο Ολυμπιακός θριάμβευσε στα ντέρμπι. Όχι μόνο δεν έχασε κανένα, αλλά τα κέρδισε σχεδόν όλα. Νίκησε δύο φορές την πρωταθλήτρια της περιόδου ΑΕΚ (2-1 στη Φιλαδέλφεια και 3-0 στο Φάληρο) και μια φορά τον ΠΑΟ (2-1 μέσα στο ΟΑΚΑ), ενώ ήρθε ισόπαλος στο άλλο παιχνίδι με τους πράσινους στον Πειραιά 0-0. Επιπλέον νίκησε τον ΠΑΟΚ στο Φάληρο 1-0 και έφερε ισοπαλία στην Τούμπα 1-1.
Επίσης ο Ολυμπιακός υπήρξε και η μοναδική αήττητη ομάδα στο γήπεδό της στο συγκεκριμένο πρωτάθλημα.
Όμως η τελική βαθμολογική κατάταξη έδειξε μια εντελώς άλλη εικόνα, μια εικόνα να τρελαίνεσαι: 1η και πρωταθλήτρια η ΑΕΚ με 79 βαθμούς, 2ος ο ΠΑΟ με 72 βαθμούς και τρίτος ο Ολυμπιακός με 68 βαθμούς.
Το τρελό αυτό αποτέλεσμα ήταν απόρροια πολλών παραγόντων: κάποιων αυτοκτονικών ισοπαλιών που φέραμε, της ελεεινής κατάστασης αδικίας και ανισότητας των «πέτρινων χρόνων» σε βάρος της ομάδας μας, αλλά και της αλλαγής τριών προπονητών μέσα στη σεζόν: Πέτροβιτς, Πολυχρονίου και Αλέφαντου.
6. Ο πρόσφατος τερματισμός μιας αιωνόβιας δυσμενούς παράδοσης
Σε πολύ κόσμο ήταν και είναι άγνωστη μια περίπου αιωνόβια δυσμενής παράδοση, που υπήρχε, σύμφωνα με την οποία ο Ολυμπιακός ποτέ δεν είχε καταφέρει να νικήσει για το πρωτάθλημα ως γηπεδούχος την ΑΕΚ, εφόσον η αντίπαλος του είχε καταφέρει να προηγηθεί στο σκορ στο ημίχρονο.
Η παράδοση αυτή διάρκεσε περίπου ένα αιώνα, δηλαδή από καταβολής ελληνικού ποδοσφαίρου. Με άλλα λόγια κρατούσε από τότε που ιδρύθηκαν και οι δύο ομάδες και από τότε που ξεκίνησαν τα ελληνικά πρωταθλήματα.
Τελικά έσπασε πολύ πρόσφατα, τον περασμένο Φλεβάρη, όταν ο Ολυμπιακός, με ηγέτη τον Φορτούνη, συνέτριψε την ΑΕΚ 4-1, αν και έχανε στο ημίχρονο με 0-1.
Πάντως η εν λόγω δυσμενής παράδοση προξενεί εντύπωση, αφού, όπως και να το κάνουμε, ο Ολυμπιακός αποτελεί πολύ μεγαλύτερο ποδοσφαιρικό μέγεθος από την ΑΕΚ. Συνεπώς ήταν αξιοπερίεργο πώς ο Ολυμπιακός, και μάλιστα μέσα στο γήπεδό του, ουδέποτε είχε καταφέρει να ανατρέψει το αποτέλεσμα του ημιχρόνου με αντίπαλο την ΑΕΚ και να τη νικήσει, όταν κάτι τέτοιο το είχε επανειλημμένα κάνει, παίζοντας με αντίπαλο την ίδια ομάδα εκτός έδρας.
Κάπου ήταν προσβλητικό και μειωτικό για τον Ολυμπιακό το γεγονός ότι άπαξ και η ΑΕΚ βρισκόταν μπροστά στο σκορ στο ημίχρονο μέσα στην έδρα μας, τότε δεν μπορούσαμε να την κερδίσουμε.
Η παράδοση αυτή, όπως προαναφέραμε, είχε τέσσερις όρους:
(α) ο αντίπαλος του Ολυμπιακού να ήταν η ΑΕΚ, (β) ο αγώνας να ήταν για το πρωτάθλημα Ελλάδας οποιασδήποτε μορφής (πανελλήνιο, Α΄ Εθνικής, επαγγελματικό), (γ) γηπεδούχος (σε οποιοδήποτε γήπεδο) να ήταν ο Ολυμπιακός, (δ) να προηγείτο η ΑΕΚ στο ημίχρονο.
Εφόσον συνέτρεχαν οι τέσσερις αυτοί όροι ο Ολυμπιακός δεν νικούσε στον αγώνα. Τις περισσότερες φορές έχανε και λιγότερες έφερνε ισοπαλία. Ποτέ όμως δεν μπορούσε να ανατρέψει πλήρως την κατάσταση και να κερδίσει.
Μάλιστα δεν ήταν λίγοι οι αγώνες, που συντέλεσαν στο κτίσιμο της εν λόγω αρνητικής παράδοσης. Δεν ήταν ούτε ένας ούτε δύο, αλλά δώδεκα (!). Σε δώδεκα (12) αγώνες με γηπεδούχο τον Ολυμπιακό (που όλοι διεξήχθησαν στο Καραϊσκάκη, εκτός από δύο που έγιναν σε ΟΑΚΑ και Ριζούπολη) και αντίπαλο την ΑΕΚ ο ηττώμενος στο ημίχρονο Ολυμπιακός γνώρισε επτά (7) ήττες και πέντε (5) ισοπαλίες. Οι πρώτος από αυτούς τους 12 αγώνες έγινε την 26/5/1935 και ο τελευταίος την 6/1/2010.
7. Ο (παλιότερος) τερματισμός μιας μακράς θετικής παράδοσης
Ο Ολυμπιακός από την ίδρυση του έπαιξε πολλές δεκάδες επίσημα ματς, τόσο πρωταθλήματος όσο και κυπέλλου, με αντιπάλους επαρχιακές ομάδες (δηλαδή ομάδες εκτός των δύο μεγάλων αστικών κέντρων: Αθηνών και Θεσσαλονίκης). Όχι μόνο δεν έχασε κανένα παιχνίδι, αλλά τα κέρδισε όλα. Αυτό κράτησε 34 χρόνια.
Το τέλος της μεγάλης αυτής παράδοσης ήρθε την 1/2/1959, όταν έχασε από τον Παναιγιάλειο με 1-0 στο Αίγιο. Το αποτέλεσμα αυτό θεωρήθηκε σεισμός για την εποχή του και στάθηκε μάλιστα η αφετηρία για μια κόντρα μεταξύ των δύο ομάδων, αλλά και των ποδοσφαιριστών τους.
Η απροσδόκητη αυτή και κυριολεκτικά ανεπανάληπτη ήττα του Ολυμπιακού ήταν αρκετά ντροπιαστική, αφού αποτέλεσε ταυτόχρονα και τη μοναδική νίκη της ομάδας του Αιγίου σε εκείνο το πρωτάθλημα Ελλάδας. Με άλλα λόγια, το Αίγιο νίκησε μόνο μία ομάδα στους σχεδόν είκοσι αγώνες, που έδωσε τότε για το πρωτάθλημα Ελλάδας. Και αυτή η ομάδα ήταν ο Ολυμπιακός, ο οποίος, όμως, παρ’ όλα αυτά, αναδείχθηκε και πάλι πρωταθλητής της περιόδου 1958/59.
Το γεγονός αυτό, για όποιον καταλάβαινε τα ποδοσφαιρικά πράγματα και σημάδια, αποτελούσε καμπανάκι για την επερχόμενη ραγδαία πτώση του Ολυμπιακού, κάτι που όμως δεν αξιολογήθηκε σωστά, καθώς κρύφτηκε κάτω από την κατάκτηση του πρωταθλήματος. Ωστόσο η αδιανόητη μέχρι τότε συγκεκριμένη ήττα από επαρχιακή ομάδα δεν ήταν ένα τυχαίο και ανεξήγητο γεγονός, όπως αποδείχθηκε.
Λίγους μήνες αργότερα την 25/10/1959 στη πρεμιέρα του επόμενου πρωταθλήματος Ελλάδας (Εθνικής Κατηγορίας) της περιόδου 1959/60 ο Ολυμπιακός έχασε και πάλι από επαρχιακή ομάδα, ξανά στην Πελοπόννησο. Αυτή τη φορά η ήττα ήρθε στη Κόρινθο από τον Παγκορινθιακό επίσης με 1-0. Ο αγώνας αυτός έμεινε στην ιστορία και για ένα ακόμη λόγο. Επειδή έγινε σε στρατιωτικό γήπεδο και συγκεκριμένα στο ΚΕΝ Κορίνθου, δηλαδή στο γήπεδο του Κέντρου Εκπαίδευσης Νεοσυλλέκτων της Κορίνθου !
Η μεγάλη παρακμή που θα είχε ως συνέπεια την απώλεια του τίτλου του πρωταθλητή για πολλά συναπτά χρόνια (1960-1965) είχε αρχίσει.
8. Γιώργος Σιδέρης, ο απτόητος
Την 7/6/1964 ο Ολυμπιακός απέκλεισε σε αγώνα Κυπέλλου στο Καραϊσκάκη τον Ηρακλή 2-0. Και τα δύο γκολ πέτυχε ως συνήθως ο Σιδέρης. Μέχρι εδώ, τίποτε το σπουδαίο. Ρουτίνα τα γκολ του αρχισκόρερ Σιδέρη.
Το δεύτερο γκολ σημειώθηκε δέκα λεπτά πριν από τη λήξη του αγώνα. Με τη λήξη, ο Σιδέρης λιποθύμησε και διακομίσθηκε στο νοσοκομείο. Διαγνώσθηκε ότι είχε πάθει ηλίαση σοβαρής μορφής… Και όμως πριν από λίγο είχε σκοράρει !
9. AEKτζήδες γκολκίπερ, που έχουν υποφέρει από τον Ολυμπιακό
Αν γινόταν η εξής ερώτηση: «ποιος φανατικός ΑΕΚτζής τερματοφύλακας έχει φάει τα περισσότερα γκολ από τον Ολυμπιακό σε ένα αγώνα;» είναι βέβαιο ότι όλοι θα απαντούσαν: ο Ηλίας Ατματζίδης, αυτός που κάθισε στο ρολόι για να μετράει πόσα τρώει, δηλαδή τα έξι γκολ στο Κύπελλο Ελλάδας (6-1).
Και όμως η απάντηση δεν θα ήταν τυπικά σωστή, αφού η ερώτηση είναι πιο πονηρή από όσο φαίνεται.
Και τούτο, γιατί υπάρχει άλλος, ακόμη πιο δεδηλωμένος και φανατικός ΑΕΚτζής (και μάλιστα από την εφηβική ηλικία του) που θήτευσε πολλά χρόνια στην ΑΕΚ, όχι όμως ως παίκτης, αλλά ως Πρόεδρος, ο οποίος όταν στα νιάτα του έπαιζε τερματοφύλακας έχει φάει πολύ περισσότερα από έξι γκολ από τον Ολυμπιακό, σε ένα αγώνα πάλι Κυπέλλου Ελλάδας. Είχε φάει εννιά!
Είναι ο Στράτος Γιδόπουλος, που ήταν τερματοφύλακας του ΟΦΗ, όταν ο τελευταίος αντιμετώπισε την 30/5/1962 τον Ολυμπιακό στον Πειραιά, γνωρίζοντας την συντριβή 9-0.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου