Τετάρτη 12 Ιουνίου 2019

Ο Ολυμπιακός του Ιωαννίδη: Επιτεύγματα και θαύματα

Την 12/6/1991 ο Κόκκαλης αναλαμβάνει το τμήμα μπάσκετ του συλλόγου, χωρίς να έχει αναλάβει ακόμη το ποδοσφαιρικό τμήμα. Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να ανακοινώσει επίσημα αυτό που είχε ήδη διαρρεύσει στα μέσα, δηλαδή την πρόσληψη του Γιάννη Ιωαννίδη ως προπονητή της ομάδας.







Του Θεολόγου Μιχαηλίδη

Ο Ολυμπιακός του Γιάννη Ιωαννίδη αποτέλεσε πρότυπο οικοδόμησης ομάδας από το μηδέν, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, χωρίς πολλές βαρύγδουπες και πανάκριβες μεταγραφές σούπερ-ονομάτων, με ολιγάριθμες, σταδιακές και στοχευμένες προσθήκες και προσαρμογές, με εξελικτική πορεία, υπομονή και επιμονή, δουλειά και προσήλωση και κυρίως με αποτελέσματα, με μεγάλες και συνεχόμενες επιτυχίες. 

Ο Ιωαννίδης παρέλαβε την ομάδα που τη βρήκε σε όρια κατάρρευσης στην όγδοη θέση του πρωταθλήματος και υποσχέθηκε να την κάνει άμεσα πρωταγωνίστρια. Την πήρε από τα γηπεδάκια που έπαιζε, παρουσία συγγενών και φίλων, και την πήγε στο αχανές ΣΕΦ. Με την κίνηση του αυτή, θέλησε να ξυπνήσει τον κόσμο της ομάδας, να δείξει ότι τα πράγματα άλλαξαν πλέον οριστικά, ότι επιτέλους υπάρχουν μεγάλες φιλοδοξίες και ανοίγεται ένα μέλλον γεμάτο αισιοδοξία.

Κι πέτυχε τους στόχους του σε χρόνο ρεκόρ.

Ασφαλώς θα γνωρίζετε τις επιτυχίες του Ολυμπιακού επί Ιωαννίδη, τους τίτλους, τους τελικούς στην Ευρώπη. Δεν θα ασχοληθώ εδώ με αυτά.

Για μένα στη θητεία του Ιωαννίδη υπάρχουν δύο αξεπέραστα γεγονότα-επιτεύγματα, που δεν είναι τίτλοι, αλλά παρ’ όλα αυτά μένουν αλησμόνητα και τον καταξιώνουν απόλυτα. Τα υπενθυμίζω :

Η ΝΙΚΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΑΟ ΜΕ 73-38 

Τελικός πρωταθλήματος την περίοδο 1995/96. Η νίκη αυτή αποτελεί ορόσημο όχι μόνο για το αξεπέραστο ρεκόρ αυτό καθαυτό.

Είναι ανυπέρβλητη γιατί στάθηκε ικανή να «ακυρώσει» εντελώς ένα ολόκληρο πρωτάθλημα Ευρώπης, που είχε πάρει ο αιώνιος αντίπαλος, γεγονός --κακά τα ψέματα-- πολύ σημαντικό, αφού επρόκειτο για τον πολυπόθητο και πιο επίζηλο πρώτο και ανώτατο ευρωπαϊκό τίτλο, που κατακτούσε ελληνική ομάδα. 

Χάρις σε εκείνη την αξέχαστη νίκη (73-38) δεν υπήρξε πράσινος οπαδός, στο τέλος εκείνης της χρονιάς (αλλά και αργότερα), που να τολμήσει να μιλήσει όχι μόνο για αυτόν τον ευρωπαϊκό τίτλο, αλλά και γενικότερα για το άθλημα του μπάσκετ. Ακόμη και σήμερα είναι το μεγαλύτερο ψυχολογικό τραύμα στην ιστορία του μπασκετικού ΠΑΟ, ίσως μεγαλύτερο και από το περίφημο παλιότερο 110-68 του Κυπέλλου το 1977.

Αλλά υπήρχε και άλλος λόγος που η ιστορική αυτή νίκη αποκτά μεγάλη σημασία. Στον αγώνα εκείνο ο Ιωαννίδης έδωσε όλο του το «είναι», μολονότι γνώριζε ότι το συγκεκριμένο παιχνίδι θα ήταν το τελευταίο ματς, που έδινε ως κόουτς του Ολυμπιακού. Έδωσε όλο του τον εαυτό, μολονότι ο ίδιος ένιωθε αφάνταστα πικραμένος και απογοητευμένος από τη στάση του Κόκκαλη απέναντι του, μολονότι αισθανόταν προδομένος από τον επίσημο Ολυμπιακό ως σύλλογο. 

Παρ’ όλα αυτά, δεν άφησε κανένα αρνητικό συναίσθημα να τον επηρεάσει, ούτε καν υποσυνείδητα, πριν από τον αγώνα και πολύ περισσότερο κατά τη διάρκειά του. Μόνο μετά τη λήξη του συγκεκριμένου θριαμβευτικού αγώνα έδειξε καθαρά τη δυσαρέσκειά του, αφού ελάχιστη υπήρξε η συμμετοχή του στους τρομερούς πανηγυρισμούς όλων, που ακολούθησαν. 

Ο Ιωαννίδης έμεινε ανεπηρέαστος από όλα όσα τον αφορούσαν και από το κλίμα που είχε δημιουργηθεί και αυτό όχι γιατί τον διακατείχε κάποιο ψυχρό πνεύμα επαγγελματισμού. Ίσα-ίσα, ανήκε ανέκαθεν στους πολύ συναισθηματικούς κόουτς. Ο Ιωαννίδης έμεινε ανεπηρέαστος γιατί έμεινε απερίσπαστος και επικεντρωμένος στον Ολυμπιακό. Ήθελε να χαρίσει την τελευταία νίκη και τον τελευταίο τίτλο στην ομάδα, που αποτέλεσε δημιούργημά του. 

Γι' αυτόν δεν πέρασαν ούτε για μια στιγμή, ούτε φευγαλέα, από το μυαλό του σκέψεις τύπου: «και να χάσω τι έγινε, αφού, έτσι κι αλλιώς θα φύγω από εδώ, από αυτούς τους αχάριστους». Γιατί τέτοιες σκέψεις μπορεί να θολώσουν τον νου του προπονητή. 



Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ 1991/92

Ως γνωστόν, την πρώτη χρονιά του Ιωαννίδη δεν πήραμε τίτλο. Πήραμε όμως τη δεύτερη θέση, διεκδικήσαμε στα play off το πρωτάθλημα και οικοδομήσαμε τις βάσεις για την ομάδα των τίτλων. Προβάλαμε από το πουθενά και φωνάξαμε παρών τόσο δυνατά, που πανικοβάλαμε τους αντιπάλους μας. 

Για τα δεδομένα της εποχής, αυτό που έκανε ο Ιωαννίδης την χρονιά εκείνη αποτελεί ένα κατόρθωμα, που πρέπει να μελετάται και να διδάσκεται από τους ειδικούς στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ. 

Κι όλα αυτά με ποιο έμψυχο αθλητικό δυναμικό, με ποιους παίκτες;

Διαβάστε και ξαναδιαβάστε προσεκτικά τα ονόματα των 15 παικτών της ομάδας (σε παρένθεση ο αριθμός των συνολικών πόντων τους) που αγωνίστηκαν εκείνη την περίοδο:
Πάσπαλι (958), Παπαδάκος (295), Σταμάτης (200), Μωραΐτης (199), Ελληνιάδης (167), Σιγάλας (121), Καρατζάς (114), Καμπούρης (95), Παπαδάκης (80), Αγγέλου (52), Αλ. Γιαννόπουλος (41), Πεππές (6), Μαργέλης (7), Μανιάτης (5), Καρκαμπάσης (2).
Επρόκειτο καθαρά για μια ομάδα του προπονητή, προσηλωμένη απόλυτα στην άμυνα, που διέθετε ένα μόνο αστέρι και σκόρερ, τον Ζάρκο. 

Η ομάδα δεν είχε καθόλου Αμερικάνους, ενώ περιείχε ένα περίεργο μέτριο μείγμα ελλήνων που απαρτιζόταν, αφενός μεν, από παλιές καραβάνες, που είχαν παίξει αρκετά χρόνια χωρίς διακρίσεις και, αφετέρου, από πολλούς άγνωστους νεαρούς Έλληνες, χωρίς καθόλου περγαμηνές, προερχόμενους από τα χαμηλά ράφια του ελληνικού καλαθοσφαιρικού σούπερ-μάρκετ. 

Στην ομάδα εκείνης της περιόδου δεν είχαν ακόμη προλάβει να ενταχθούν ούτε καν τα αμούστακα σούπερ-ταλαντούχα γιουγκοσλαβάκια του «παιδομαζώματος» Ιωαννίδη: Τάρλατς, Τόμιτς, Νάκιτς, που απλώς από ένα σημείο και έπειτα προπονούνταν με την ομάδα. 

Η ανισορροπία στο σκοράρισμα και το μοίρασμα των ρόλων ήταν πράγματα σαφέστατα. Ένας παίκτης μόνος του έβαλε 958 πόντους και όλοι οι υπόλοιποι (δεκατέσσερις) μαζί 1.384 πόντους ! 

Όταν μια ομάδα, όσο καλή άμυνα και αν μπορεί να παίξει, είναι τόσο μονοδιάστατη στην επίθεση και απειλεί ουσιαστικά μόνο με ένα παίκτη, πόσα παιχνίδια μπορεί άραγε να κερδίσει στην καλύτερη περίπτωση; Καμιά δεκαριά το πολύ και αυτά με μικρούς κατά κανόνα αντιπάλους. Αυτό θα απαντούσαν οι ειδήμονες του αθλήματος και θα έβαζαν στοίχημα το σκίσιμο των διπλωμάτων τους. 

Πώς τα κατάφερε λοιπόν τότε ο Ιωαννίδης να νικήσει τόσες φορές και μάλιστα ακόμη μεγάλους αντιπάλους, να διεκδικήσει τον τίτλο και να καταλάβει τελικά τη δεύτερη θέση, ξεπερνώντας μάλιστα την αυτοκρατορία του Άρη, που ήταν γεμάτη από ιερά θηρία του μπάσκετ;


Σκεφτείτε επιπλέον και πως ήταν το ελληνικό πρωτάθλημα εκείνη την περίοδο. Η δυναμικότητα των ομάδων και η αξία των παικτών που συμμετείχαν δεν είχε καμία σχέση με τη σύγχρονη αστεία εποχή του ελληνικού πρωταθλήματος. 

Στον ΠΑΟΚ έπαιζαν κολοσσοί όπως Πρέλιεβιτς, Μπάρλοου, Φασούλας, Φιλίππου, Σταυρόπουλος, Κόρφας κ.λπ. Στον Άρη οι σούπερ-άσοι Γκάλης, Γιαννάκης και Μπέρι. Στην ΑΕΚ ο Γαλακτερός (στα καλά του) και ο Παταβούκας. Στον Ηρακλή η άφθαστη καλαθομηχανή Έινκραμ (που έμεινε περισσότερο γνωστός ως Ίνγκραμ). Στον ΠΑΟ ο πρώτος ριμπαουντίστας του πρωταθλήματος (με μέσο όρο 15 ανά αγώνα) και ένας από τους μεγαλύτερους σε αξία και διάρκεια NBAers που πέρασαν από την Ελλάδα, ο Αντόνιο Ντέιβις, μαζί με ένα σωρό γνωστούς Έλληνες όπως Γκέκο (τον νέο τότε) Αλβέρτη, Πεδουλάκη κ.λπ. Στον Πανιώνιο, έλαμπε ο Χριστοδούλου κ.λπ.

Κανένας δεν ήταν εκ των προτέρων βέβαιος για το αποτέλεσμα κάθε αγώνα, που συνήθως μπορούσε να εξελιχθεί σε πραγματική μάχη, ανεξάρτητα από το όνομα ή τη δύναμη των αντιπάλων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πρωταθλητής εκείνης της περιόδου ΠΑΟΚ, που έχασε ελάχιστες φορές, είχε ηττηθεί τότε από το Παγκράτι, που παραλίγο να πέσει, με 74-71. 

Αυτό που πέτυχαν ο Ιωαννίδης και Ολυμπιακός την περίοδο 1991/92 ήταν ένα θαύμα. Συγχαρητήρια αξίζουν ακόμη και τώρα σε όλους εκείνους τους Έλληνες παίκτες, τους ρολίστες, που τα έδωσαν όλα, με όσο λιγοστό ταλέντο διέθεταν. Σε όλους αυτούς που έπαιξαν σε όλα ανεξαιρέτως τα ματς, ψυχωμένα, πειθαρχημένα και παλικαρίσια, με γνήσιο ομαδικό πνεύμα, θυσιάζοντας τις φιλοδοξίες τους, ξεπερνώντας τους εαυτούς τους και υπερβαίνοντας τις δυνάμεις τους, απέναντι σε ανώτερους αντιπάλους.  

Το τι συνέβη την περίοδο εκείνη το περιγράφουν, άθελά τους, μέσα από τη χολή που βγάζουν, τα λόγια του καταπράσινου Αργύρη Πεδουλάκη: «Δεν είναι δυνατό ο Ολυμπιακός με τους παίκτες που έχει, με ένα μόνο τον Πάσπαλι, να έχει φτάσει εδώ που έχει φτάσει. Είναι αφύσικο. Κάτι άλλο πρέπει να κρύβεται από πίσω!» 

Πάνω από όλα, συγχαρητήρια αξίζουν στον μεγάλο προπονητή Γιάννη Ιωαννίδη που, παρά τον συχνά αφόρητο χαρακτήρα του, στάθηκε πηγή έμπνευσης για τους αθλητές του. Αρκέσθηκε στο υλικό, που είχε στη διάθεσή του, το εμπιστεύτηκε και δεν αξίωσε ενισχύσεις. Πάλεψε με αυτούς που είχε, χωρίς μεμψιμοιρίες και έτοιμες δικαιολογίες, παίζοντας πάντα για τη νίκη και πιστεύοντας πάντα σε αυτήν, έστω και αν πολεμούσε με σφεντόνες κατά πυρηνικών όπλων. Και το κυριότερο, αγωνίστηκε κάθε δέκατο δευτερόλεπτου, χωρίς ποτέ να λασκάρει ή να αντιμετωπίσει τα πράγματα αφ’ υψηλού και με ψυχρό αίμα. 

Όσοι προσπαθούν να βρουν δικαιολογίες για τα φετινά χάλια είτε στο έμψυχο υλικό είτε στο ύψος του budget του τμήματος μπάσκετ, ας σκεφτούν και ας αναλογιστούν τη χρονιά 1991/92. Θα καταλάβουν ότι μπάσκετ δεν παίζουν τα βιογραφικά των παικτών και προπονητών, αλλά οι ομάδες, που δουλεύουν. 

Όσοι τα έχουν ζήσει ας τα φέρουν στη μνήμη τους. Μπορεί να ζωντανέψουν και να τους κάνουν να αισθανθούν καλύτερα. Ίσως μάλιστα να τους ψιθυρίσουν στο αυτί τον στίχο του τραγουδιού: «Όλα ζουν αν τα θυμάσαι».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου