Ο Νίκος Σισμανίδης είναι ο μόνος παίκτης του Ολυμπιακού, που έχει καταφέρει στην αθλητική του καριέρα να παίξει σε δύο εθνικές ομάδες ανδρών δύο διαφορετικών αθλημάτων: τόσο αυτή του μπάσκετ όσο κι αυτή του βόλεϊ. Αυτό βέβαια έχει συμβεί τη δεκαετία του 1960, προτού μεταγραφεί στον Ολυμπιακό. Όταν ήταν ακόμη παίκτης του Παγκρατίου.
Για να τα λέμε όλα, βέβαια, δεν ήταν ο μόνος. Και άλλοι δύο συναθλητές του στο Παγκράτι την ίδια εποχή είχαν πετύχει το ίδιο αξιοσημείωτο κατόρθωμα, δηλαδή να αγωνιστούν στην Εθνική Ελλάδας και στα δύο προαναφερόμενα αθλήματα: οι Λάνθιμος και Κοντοβουνήσιος. Αλλά εδώ μιλάμε μόνο για παίκτες του Ολυμπιακού.
Βέβαια οι περισσότεροι από όσους (πολύ λίγους;) τον ξέρουν τον θυμούνται και τον έχουν στο μυαλό τους μόνον ως γνωστό μπασκετμπολίστα. Η αλήθεια όμως είναι ότι υπήρξε επίσης και ένας εξαίρετος βολεϊμπολίστας, με «καρφί-δυναμίτη», ένα από τα δυνατότερα κτυπήματα στην ιστορία του αθλήματος στη χώρα μας.
Ο Σισμανίδης εξακολούθησε να παίζει παράλληλα και βόλεϊ και μπάσκετ στο Παγκράτι ακόμη και προς το τέλος της δεκαετίας του 1960, οπότε αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το βόλεϊ, καθώς όχι μόνο οι απαιτήσεις των δύο αθλημάτων, αλλά και οι όροι διεξαγωγής των πρωταθλημάτων, αυξήθηκαν και δυσκόλεψαν τόσο πολύ, ώστε ήταν πλέον αντικειμενικά αδύνατο να συνδυαστούν. Έπρεπε λοιπόν κανείς υποχρεωτικά να διαλέξει ανάμεσα σε μπάσκετ ή βόλεϊ.
Επιπλέον, την ίδια εποχή της χούντας (1970), ο διαχωρισμός των δύο αθλημάτων, που μέχρι τότε είχαν ένα κοινό επίσημο όνομα: «αθλοπαιδιές», επισημοποιήθηκε με την ίδρυση και λειτουργία δύο διαφορετικών ομοσπονδιών. Τα δύο αθλήματα έπρεπε λοιπόν να αποσυνδεθούν πλήρως το ένα από το άλλο, γεγονός που δημιούργησε μάλιστα εμφανείς ανταγωνιστικές προθέσεις μεταξύ τους.
Ο Σισμανίδης κατάγεται από το Κιλκίς. Σύμφωνα με τα επίσημα αρχεία της ΕΟΚ γεννήθηκε στις 21/5/1945. Πάντως, τα δικά μου αρχεία αναφέρουν ως έτος γέννησης το 1944, αλλά αυτό ελάχιστη σημασία έχει.
Εκείνο που μετράει είναι ότι ακόμη και τώρα διατηρεί ένα πολύ γυμνασμένο σώμα, εντελώς απίστευτο για άνδρα ηλικίας 74-75 ετών. Δεν υπάρχει σήμερα, όπως δεν υπήρξε άλλωστε ποτέ, ίχνος λίπους ή περιττού βάρους πάνω του.
Σε όλη του τη ζωή γυμναζόταν μόνιμα και δεν σταμάτησε να κάνει το ίδιο μέχρι σήμερα. Στην αρχή, η γυμναστική και η φυσική αγωγή ήταν μεγάλες αγάπες και χόμπι του, που αργότερα έγιναν επιστημονικές σπουδές και επαγγελματικές δραστηριότητες, στις οποίες διακρίθηκε όλως ιδιαιτέρως.
Δεν ήταν όμως μόνο το μπάσκετ και το βόλεϊ με τα οποία ασχολήθηκε. Ο Νίκος ασχολήθηκε στο Παγκράτι και με τον στίβο και δη τις ρίψεις, ιδίως ακόντιο και σφύρα. Κι όλα αυτά όχι μόνο γιατί αγαπούσε την άθληση, αλλά γιατί αγαπούσε και τον σύλλογό του, στον οποίο ήθελε να προσφέρει πολύπλευρη βοήθεια, αφού συμμετοχές και βαθμοί συνεπάγονταν τότε κάποια οφέλη στα ερασιτεχνικά σωματεία.
Άλλη αγαπημένη του αθλητική ενασχόληση ήταν η σκοποβολή, την οποία θεωρεί, εκτός των άλλων, και χαλαρωτική δραστηριότητα.
Χαρακτηριστικό του γνώρισμα, για το οποίο μιλούσαν όλοι όσοι τον γνώριζαν, ήταν η τρομερή του σωματική δύναμη, η οποία πρέπει να ενισχύθηκε πολύ μέσα από τη συνεχή και αδιάκοπη γυμναστική. Υπάρχουν πολλές ιστορίες, που έχουν προσλάβει σχεδόν μυθικές διαστάσεις από την εποχή του Παγκρατίου, σχετικά με το πόσους έδειρε ή πόσους μπορούσε να δείρει ο Σισμανίδης σε κάποια επεισόδια ή καυγάδες ή συμπλοκές. Άλλες ιστορίες μιλούσαν για κόντρες του στο μπρα-ντε-φερ με τον επίσης φοβερά χειροδύναμο συμπαίκτη του στο Παγκράτι, τον Λάνθιμο, τον πρόσφατα εκλιπόντα πατέρα του διεθνώς διάσημου πλέον έλληνα σκηνοθέτη.
Το παρατσούκλι «Μποντ», που τον συνοδεύει, οφείλεται στην αγάπη που είχε για τα όπλα (εξού και η σκοποβολή) αλλά και στις αγαπημένες του περιπετειώδεις ταινίες του πράκτορα 007, όπως και γενικότερα στο δυναμικό και γοητευτικό του προφίλ, που έμοιαζε με αυτό του Τζέημς Μποντ. Μάλιστα ο Νίκος, για να τιμήσει το προσωνύμιό του, για το οποίο ήταν υπερήφανος, είχε φωτογραφηθεί με ιδιαίτερη χαρά μαζί με τον διάσημο Σον Κόνερι, τον πρώτο ηθοποιό, που υποδύθηκε τον ρόλο του Μποντ στη φημισμένη σειρά ταινιών, όταν ο τελευταίος είχε επισκεφτεί τη χώρα μας.
Είχε κοσμοπολίτικους τρόπους, δεν προκαλούσε, δεν κομπορρημονούσε, δεν πούλαγε τσαμπουκά, παρά τη δύναμή του. Ήταν σαν τον Μποντ, που ήταν σίγουρος για τον εαυτό του και ήξερε ότι μπορούσε να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε δυσκολία και κάθε αντίπαλο και να αντεπεξέλθει άνετα.
Ήταν όμως και αμείλικτος σε όποιον, μη γνωρίζοντάς τον (τις πιο πολλές φορές) έκανε το λάθος να το παρακάνει, να «κουνηθεί», να προκαλέσει με τη συμπεριφορά του, ή, πολύ περισσότερο, να τα βάλει μαζί του. Πολύ γρήγορα έγινε γνωστός στον μικρό τότε χώρο του μπάσκετ, η φήμη του εξαπλώθηκε και έτσι ουδείς έλληνας μπασκετμπολίστας τόλμησε να έχει πραγματικό επεισόδιο μαζί του στους αγωνιστικούς χώρους.
Ένα επιπλέον γνώρισμα, που λες και το είχε πάρει από τον Μποντ, ήταν να μην επιδιώκει την προβολή και τη δημοσιότητα και να μην επιδεικνύεται. Όπως ακριβώς οι μυστικοί πράκτορες τύπου Μποντ, που δεν έπρεπε να φαίνονται πολύ και να τραβούν την προσοχή, αλλά ταυτόχρονα έπρεπε να είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμοι να δράσουν, αν παρουσιαζόταν ανάγκη και φυσικά να κατανικήσουν τον αντίπαλο.
Ως μπασκετμπολίστας, δεν ήταν κανένα φοβερό ταλέντο. Δεν ήταν κανένας παικταράς με υψηλή τεχνική κατάρτιση, όπως π.χ. ο συμπαίκτης του στο Παγκράτι Λάνθιμος. Γι’ αυτό και δεν είχε θητεία στις μικρές εθνικές ομάδες, οι οποίες συγκροτούνται με κύριο κριτήριο το ταλέντο.
Ήταν όμως ο παίκτης, που ήθελε κάθε προπονητής. Γι’ αυτό και όλοι, ανεξαιρέτως, οι προπονητές της Εθνικής Ανδρών τον καλούσαν αδιάκοπα επί μια δεκαετία, από το 1964 έως το 1974, αλλά και τον συμπεριλάμβαναν συνεχώς στην αποστολή (δωδεκάδα) της Εθνικής Ελλάδας στις μεγάλες διοργανώσεις, δίνοντάς του μάλιστα αρκετό χρόνο συμμετοχής στους αγώνες.
Στο Παγκράτι σκόραρε αρκετούς πόντους και καλλιέργησε ένα πιο επιθετικό αγωνιστικό προφίλ. Συνήθιζε ακόμη και αρκετά μπασίματα από την κορυφή της ρακέτας, με χαρακτηριστικό τους τα τεράστια βήματά του, λόγω γυμναστικής. Αυτά τα έκοψε μαχαίρι όταν πήγε στον Ολυμπιακό.
Γενικά στον Ολυμπιακό τα πράγματα άλλαξαν. Έγινε ένας πολύτιμος ρολίστας και άνθρωπος συγκεκριμένων αποστολών, περισσότερο χαρά του προπονητή και λιγότερο των οφθαλμών των θεατών.
Δεν αποκτήθηκε για να σκοράρει. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο μεγάλο αήττητο πρωτάθλημα του Ολυμπιακού το 1976 σημείωσε συνολικά μόνο 70 πόντους σε 22 αγώνες. Αλλά ο χρόνος συμμετοχής του στους αγώνες ήταν πολύ μεγαλύτερος από ό,τι θα νόμιζε κανείς, κρίνοντας από το σύνολο των πόντων του.
Κάτι παρόμοιο ισχύει και για τη θητεία του στην Εθνική Ελλάδος, όπως θα διαπιστώσει κανείς αν συγκρίνει τον αριθμό των συμμετοχών του, που δεν είναι λίγες για την εποχή του (87), με τον αριθμό των συνολικών πόντων του με την Εθνική (μόνο 200).
Όπως και στον Ολυμπιακό λοιπόν έτσι και στην Εθνική ο Σισμανίδης έπαιζε αρκετά, έκανε πολλές δουλειές, αλλά δεν σκόραρε πολύ. Υπήρχαν άλλοι γι’ αυτό, με μεγαλύτερο επιθετικό ταλέντο. Παρ’ όλα αυτά, όμως, στον Ολυμπιακό υπήρξε απόλυτα βασικός παίκτης, που ξεκινούσε πάντα ή σχεδόν πάντα στην πεντάδα.
Ο Σισμανίδης διέθετε αυτογνωσία. Ήξερε ότι ήταν ένας στρατιώτης της ομάδας, που υπάκουε και εκτελούσε εντολές, χωρίς να επιχειρεί ποτέ το κάτι παραπάνω.
Είχε το πλεονέκτημα να είναι ένας ψηλός (1,93) --ιδίως για την εποχή-- πλέι-μέικερ, που μπορούσε να βοηθήσει και σε άλλες περιφερειακές θέσεις Δεν διέθετε άριστη ικανότητα χειρισμού της μπάλας, όπως π.χ. ο Ραφτόπουλος, αλλά μπορούσε να πασάρει γρήγορα και «με τη μία», δηλαδή αμέσως μόλις έπαιρνε την μπάλα και χωρίς καθόλου ντρίμπλα.
Σπεσιαλιτέ του οι ασίστ σε συμπαίκτη (συνήθως στον Διάκουλα) τη στιγμή που αυτός αστραπιαία «έκοβε» κάτω από το καλάθι. Οι πάσες αυτές συνήθως γινόντουσαν τη στιγμή που σηκωνόταν από την κορυφή της ρακέτας, προσποιούμενος ότι δήθεν θα σουτάρει.
Άλλη σπεσιαλιτέ του η πάσα από το ένα άκρο του γηπέδου στο άλλο (από το ένα καλάθι στο άλλο) για αιφνιδιασμό, μετά από καλάθι του αντιπάλου, κίνηση που την έκανε με τόση ευκολία, ώστε φαινόταν πολύ απλή, με αποτέλεσμα αρκετοί παίκτες να προσπαθήσουν τότε να τη μιμηθούν, για να καταλάβουν τελικά τη δυσκολία της.
Τα προσόντα του δεν ήταν λίγα, ούτε ευκαταφρόνητα. Κατ’ αρχάς, ήταν ο άνθρωπος από σίδερο, που κυρίως έπαιζε φοβερή άμυνα. Αναλάμβανε όλες τις δύσκολες αποστολές, ενώ οι περίφημες «ξυλιές» του στα χέρια των αντιπάλων έκαναν τον αντίπαλο να διστάζει, για να μην πούμε να φοβάται.
Είχε τεράστια δύναμη, εξαιρετικό άλμα και εκπληκτική φυσική κατάσταση (δεν κουραζόταν ποτέ) αλλά και πολύ καλή ικανότητα στο ριμπάουντ. Διακρινόταν για την υποδειγματική ομαδικότητά του και την αξιοσημείωτη αγωνιστική πειθαρχία, σταθερότητα και αξιοπιστία στην απόδοσή του. Αφομοίωνε πολύ γρήγορα και εκτελούσε πιστά όλα τα συστήματα.
Από σουτ δεν τα πήγαινε άσχημα, αν και δεν επιχειρούσε συχνά. Σούταρε πάντοτε κεντρικά, από το ύψος περίπου της κορυφής της ρακέτας. Όταν σούταρε, έμοιαζε σαν να χάιδευε την μπάλα, όταν αυτή έφευγε από τα χέρια του. Ορισμένοι απέδιδαν το γεγονός τόσο στη φυσική δύναμη του όσο και στη σκλήρυνση του καρπού του από το βόλεϊ, στοιχεία που είχαν ως αποτέλεσμα να τον κάνουν να σουτάρει πολύ μαλακά, σαν να μην κατέβαλε ούτε καν τη στοιχειώδη προσπάθεια.
Στον Ολυμπιακό πήγε το 1974 από το Παγκράτι, όπου διατήρησε τον ίδιο αριθμό φανέλας, το νο.12. Έμεινε στον Θρύλο μια πενταετία, τιμώντας τη φανέλα. Με τον Ολυμπιακό κατέκτησε 2 πρωταθλήματα (1976, 1978) και 3 κύπελλα (1976, 1977, 1978). Ήταν μέλος της ομάδας που πήγε στο final six των πρωταθλητριών της Ευρώπης το 1979.
Ως γυμναστής και εν γένει υπεύθυνος φυσικής κατάστασης της Εθνικής Ελλάδας που κατέκτησε το Πανευρωπαϊκό του 1987 άφησε εποχή και σήμερα θεωρείται ως ένας από τους κύριους συντελεστές της επιτυχίας. Οι περισσότεροι θα έχετε διαβάσει τις ιστορίες σχετικά με τα επιστημονικά του επιτεύγματα στον τομέα φυσικής κατάστασης της Εθνικής.
Θα έχετε διαβάσει για την πρωτοποριακή για την εποχή εκείνη «θεωρία των βιορυθμών», που μπορούσε να φέρει τον παίκτη στην αγωνιστική του κορύφωση την κατάλληλη χρονική στιγμή. Για την ικανότητα του προγράμματός του να κάνει την Εθνική να παίζει σε φουλ ρυθμό για απίστευτα μεγάλο χρονικό διάστημα (32 από τα 40 αγωνιστικά λεπτά). Για το πρόγραμμα προσωποποιημένης διατροφής παικτών (με τα ατομικά καρτελάκια για τον καθένα), το πρόγραμμα ειδικής προπόνησης με βάρη, το ειδικό πρόγραμμα αποτροπής μυϊκών τραυματισμών, για την προσθήκη στο πρόγραμμα επιλεγμένων ασκήσεων γιόγκα κ.λπ.
Τι είχε ζητήσει τότε ο Σισμανίδης; Να οργανώσει και εφαρμόσει ένα πρόγραμμα 45-50 ημερών, με απόλυτα και αποκλειστικά δική του ευθύνη, χωρίς την ανάμιξη ή παρέμβαση ουδενός. Ό,τι ζήτησε τού το έδωσε ο κόουτς της Εθνικής Πολίτης.
Όταν οι άνθρωποι της ομοσπονδίας και οι δημοσιογράφοι βλέπανε ή μαθαίνανε ότι οι παίκτες της Εθνικής προπονούνται τη νύχτα μεταξύ 21.00 και 23.30 μ.μ., στη συνέχεια τρώνε τα μεσάνυχτα και μετά βολτάρουνε στη Γλυφάδα στη 01.00, κατηγορούσαν τον Σισμανίδη ως θεότρελο εγκληματία. Είχαν ήδη βρει τον υπαίτιο σε περίπτωση αποτυχίας.
Όμως, κατά τον Σισμανίδη, έτσι επέβαλλε η συγκεκριμένη διοργάνωση, με τα αγωνιστικά της ωράρια, με τη συγκεκριμένη ομάδα και τους συγκεκριμένους παίκτες, χωρίς, πάντως, αυτό να σημαίνει ότι αποτελούσε και απαράβατο κανόνα, που να ισχύει πάντοτε και σε κάθε περίπτωση.
Όπως ο ίδιος λέει, στις περισσότερες περιπτώσεις, η καλύτερη ώρα εκγύμνασης πρέπει είναι μεταξύ 6 και 8 π.μ., ωράριο που ουδέποτε ακολουθείται, επειδή δεν βολεύει κανένα και πρώτα από όλα τους ίδιους τους γυμναστές.
Σήμερα, ο ίδιος θεωρεί πολύ πεσμένο το επίπεδο των ελλήνων μπασκετμπολιστών, γεγονός που αποδίδει στην κακή δουλειά, που γίνεται στις ακαδημίες των συλλόγων. Βλέπει δύσκολο να βρεθούν ισάξιοι διάδοχοι παλαιοτέρων παικτών. Δεν διαπιστώνει την ίδια αγάπη, που υπήρχε για το άθλημα σε περασμένες εποχές, όταν οι παίκτες ξημεροβραδιαζόντουσαν από παιδιά στα γηπεδάκια των διαφόρων κέντρων νεότητας. Πρόσφατα είδα ακριβώς την ίδια άποψη με αυτήν του Σισμανίδη να διατυπώνεται και από τον Γκούμα, αλλά επίσης και μάλιστα κατηγορηματικά και από εκπροσώπους μεταγενέστερης γενιάς όπως π.χ. από τον Σιγάλα.
Ο Σισμανίδης εξακολουθεί να απασχολείται ως γυμναστής όχι μόνο σε ομαδικά αθλήματα όπως στο μπάσκετ, αλλά και σε ατομικά αθλήματα όπως το τένις. Ως προπονητής, έχει δουλέψει στο Παγκράτι και μάλιστα αμισθί, λόγω της σχέσης του με την ομάδα απ’ όπου ξεκίνησε.
Το γεγονός ότι δεν είχε πολύ γνωστή και εντυπωσιακή καριέρα ως γυμναστής και ότι δεν εργάστηκε σε πολλές ομάδες, ούτε έγινε περιζήτητος, οφείλεται κυρίως στον τρόπο που δούλευε, που δεν μπορούσε να γίνει εύκολα ανεκτός και αποδεκτός σε μια ομάδα. Ήθελε να έχει τον απόλυτο έλεγχο στο δικό του «βασίλειο» της φυσικής κατάστασης, που το θεωρεί ως το Α και το Ω, ιδίως στη σύγχρονη εποχή, στην οποία το γνήσιο μπασκετικό ταλέντο, όπως πιστεύει, είναι πολύ κατώτερο συγκριτικά με το παρελθόν.
Ο ίδιος, άλλωστε, πιστεύει ότι αν οι παλιοί μπασκετμπολίστες της Εθνικής είχαν καλή φυσική κατάσταση και δεν έχαναν εξαιτίας της έλλειψής της τόσα πολλά ματς στο τέλος των αγώνων, η εδραίωση του ελληνικού μπάσκετ στην Ευρώπη θα είχε έρθει πολύ πριν από την εποχή Γκάλη.
Ο Σισμανίδης ήταν γνήσιος φίλαθλος του Ολυμπιακού από την εποχή που έπαιζε στο Παγκράτι. Τη δεκαετία του 1970, προτού πάει στον Ολυμπιακό, τον έβλεπα συνέχεια στο Καραϊσκάκη, πολλές φορές παρέα με τον Μάκη Κατσαφάδο, να παρακολουθεί με ενδιαφέρον και προσήλωση τον ποδοσφαιρικό Ολυμπιακό. Αυτό είναι κάτι αξιοσημείωτο αν αναλογιστεί κανείς ότι ο Νίκος δεν παρακολουθούσε συχνά ούτε αγώνες του ίδιου του αθλήματός του, του μπάσκετ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου