Την 11/5/1946 γεννήθηκε ο κατά την άποψη μου πιο ολοκληρωμένος και ως εκ τούτου καλύτερος χαφ, που έχω δει στον Ολυμπιακό, όλα αυτά, τα πολλά χρόνια που βλέπω μπάλα.
Μιλάμε για ένα υπερπολύτιμο παίκτη-κλειδί, σαν κι αυτόν που ανέκαθεν θέλουν όλες οι ποδοσφαιρικές ομάδες, σε όλες τις ποδοσφαιρικές εποχές. Αυτόν που δεσπόζει και κυριαρχεί στον νευραλγικό χώρο του κέντρου. Αυτόν που διακρίνεται πολύ τόσο στα επιθετικά όσο και στα ανασταλτικά του καθήκοντα, παίζοντας με άνεση όχι μόνο ως 8αρι, αλλά και ως 6αρι (κατά τη σύγχρονη ποδοσφαιρική ορολογία) ακόμη και ως 10αρι, εφόσον χρειαστεί. Που μπορεί να κόψει τον αντίπαλο, αλλά και να μοιράσει παιχνίδι, με την ίδια ευκολία και ικανότητα. Που μπορεί να προωθηθεί, ανεβάζοντας την ομάδα και ταυτόχρονα μπορεί να αμυνθεί, καθυστερώντας την ανάπτυξη του αντιπάλου. Που είναι και εγκεφαλικός, αλλά και χαμάλης, που μπορεί να παίξει σε επιτελικό ελεύθερο ρόλο, αλλά και ως σωματοφύλακας.
Ένας τέτοιος παίκτης που διαθέτει -και μάλιστα σε πολύ υψηλό επίπεδο- τις εν λόγω περιζήτητες ικανότητες δεν μπορεί παρά να γίνει ο ακρογωνιαίος λίθος της ομάδας και να μείνει αξέχαστος σε όσους είχαν την τύχη να τον δουν. Ένας τέτοιος παίκτης λοιπόν ήταν ο Ουρουγουανός Μίλτον Βιέρα,, της δεκαετίας του 1970, της εποχής του Ολυμπιακού του Γουλανδρή.
Ακόμη και οι μεταγενέστεροι παικταράδες μέσοι του Ολυμπιακού Κουσουλάκης και ο Στολτίδης, με τη σούπερ πολύτιμη προσφορά, τόσο στον επιθετικό όσο και στον αμυντικό τομέα, δεν έφταναν σε αξία τον Βιέρα, γιατί αφενός μεν δεν συνδύαζαν τα προσόντα αυτά σε τόσο μεγάλο βαθμό όσο αυτός, αφετέρου δεν είχαν την τεχνική ποιότητα του Βιέρα. Ο μόνος που ίσως να μπορούσε να τον συναγωνιστεί ήταν ο Ζε Ελίας, υπό τον όρο βέβαια ότι θα είχε την ίδια μακροχρόνια διάρκεια και συνέπεια συμμετοχών που είχε ο Βιέρα στον Ολυμπιακό, κάτι που ουδέποτε συνέβη με τον Βραζιλιάνο.
Ο Βιέρα διέθετε εξαιρετική τεχνική κατάρτιση και τεράστια αγωνιστική ποιότητα. Είχε αναπτυγμένα και μάλιστα σε πολύ μεγάλο βαθμό όλα τα σχετικά προσόντα του δημιουργικού για την ομάδα του τομέα: ντρίμπλα, πάσα, κάθετη μπαλιά, διεισδυτικότητα, ευφυΐα, οργανωτικό πνεύμα.
Ταυτόχρονα ήταν άριστος και στον καταστροφικό --για τον αντίπαλο-- τομέα. Μάρκαρε πολύ σκληρά, σαν σκυλί, κάποιες φορές μάλιστα υπέρμετρα σκληρά, μην αφήνοντας τον αντίπαλο να αναπνεύσει. Γι’ αυτόν είχε γραφτεί ότι: «ήταν ο παίκτης που δεν έπιανε ποτέ αιχμαλώτους, αλλά άφηνε μόνο νεκρούς». Κάλυπτε ιδανικά χώρους, παρενοχλούσε, καθυστερώντας την αντίπαλη επιθετική ανάπτυξη. Έβγαινε πρώτος σε πολλές φάσεις και έκλεβε άφθονες μπαλιές.
Η εκπληκτική ικανότητά του να διαβάζει τις φάσεις, να επιλέγει τις σωστές θέσεις και τοποθετήσεις, αλλά και να κάνει τις κατάλληλες κινήσεις βοηθούσαν στο να μη φαίνεται καθόλου το μόνο σημείο στο οποίο ήταν απλώς ικανοποιητικός, που ήταν η ταχύτητα. Όχι ότι ήταν αργός, αλλά δεν ήταν και κανένα βέλος.
Όσον αφορά το σουτ του, εντάξει μπορεί να μην ήταν σαν του Στολτίδη, αλλά τα γκολάκια του τα έβαζε.
Από πλευράς στυλ δεν ήταν ιδιαίτερα σωματώδης ούτε ιδιαίτερα ψηλός (1,78). Του άρεσε να γέρνει ελαφρώς από τη μια πλευρά, πηγαίνοντας κάπως μονόπατα με τρόπο που εμπόδιζε τον αντίπαλο να καταλάβει τι ακριβώς επρόκειτο να κάνει.
Αξίζει όμως να παρακολουθήσουμε από πιο κοντά την ποδοσφαιρική διαδρομή του, για να καταλάβουμε για τι είδους παίκτη μιλάμε και να συνειδητοποιήσουμε ποιας κλάσης ήταν οι παίκτες που έφερνε τότε στον Ολυμπιακό ο Γουλανδρής.
ΣΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΟΥΡΟΥΓΟΥΑΗΣ
Ο Βιέρα σε ηλικία 20 ετών βρέθηκε να κάνει ντεμπούτο με την εθνική της χώρας του, απευθείας στον εναρκτήριο αγώνα της τελικής φάσης του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1966 στο Γουέμπλεϊ, απέναντι στην γηπεδούχο Αγγλία, στην πρεμιέρα της μεγαλύτερης ποδοσφαιρικής διοργάνωσης του κόσμου.
Η εκτίμησή μου βέβαια, γιατί εδώ τα λέμε όλα, είναι ότι πρέπει υπήρξε και κάποιο «σπρώξιμο» στην επιλογή του Βιέρα στην τελική αποστολή των 22 της Εθνικής Ουρουγουάης για το Παγκόσμιο Κύπελλο της Αγγλίας. Μπορεί τότε ο Μίλτον να έπαιζε βασικός σε μεγάλη ομάδα, τη φημισμένη Νασιονάλ του Μοντεβίδεο, πλην όμως ο πατέρας του Οντίνο Βιέρα κατείχε υψηλό διευθυντικό πόστο, που ισοδυναμούσε με εκλέκτορα της εθνικής ομάδας. Ως εκ τούτου μπορούσε να έχει αποφασιστικό λόγο στην συγκρότηση της ομάδας.
Ο αγώνας Αγγλίας-Ουρουγουάης στο Μουντιάλ του 1966 έληξε ισόπαλος 0-0 και ήταν ο μόνος που δεν μπόρεσε να κερδίσει η Αγγλία σε εκείνη τη διοργάνωση, στην οποία, ως γνωστό, κατέκτησε και το μοναδικό της παγκόσμιο τίτλο.
Ένας από τους βασικούς λόγους που η Αγγλία δεν νίκησε, σκορπώντας την απογοήτευση στους θεατές που προεξοφλούσαν νικηφόρα πρεμιέρα ήταν ο Βιέρα.
Σε εκείνο το παιχνίδι, έπαιζε όπως πάντα στο κέντρο, αλλά, λόγω της δυσκολίας του ματς, είχε αναλάβει αυξημένα αμυντικά καθήκοντα. Μέσα σ’ αυτά ήταν και η επιτήρηση του καλύτερου Άγγλου παίκτη, του διάσημου Μπόμπυ Τσάρλτον, με πρώτη προτεραιότητα να περιοριστούν οι γρήγορες επιθετικές επελάσεις του τελευταίου, που ξεκινούσαν από το κέντρο του γηπέδου. Ο Βιέρα τα πήγε περίφημα. Ήταν το μόνο ματς στη διοργάνωση, στο οποίο δεν διακρίθηκε ο άσος της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και ηγέτης της Εθνικής Αγγλίας.
Οι Εγγλέζοι, που έχουν μια μεγάλη παραδοσιακή τρέλα με το ποδόσφαιρο και την ιστορική μελέτη του, έχουν ασχοληθεί και αναλύσει πολλές φορές ειδικά και μόνο τον συγκεκριμένο αγώνα. Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι εξακολουθούν να κάνουν το ίδιο ακόμη και στη σύγχρονη εποχή, μετά από τόσα χρόνια, για ιστορικούς και διδακτικούς λόγους, γεγονός που ασφαλώς φαίνεται εντελώς «κουφό» στη χώρα μας.
Το 2016, λοιπόν, κυκλοφόρησε ένα βιβλίο με τίτλο: 1966: And not all that (σε επιμέλεια Mark Perryman), το οποίο περιλαμβάνει διάφορα άρθρα και αναλύσεις ειδικών, που αφορούν αποκλειστικά τους αγώνες της Αγγλίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966. Μια από τις ενότητες του βιβλίου, που υπογράφει ένας δημοσιογράφος ονόματι Leonardo Haberkorn, είναι αφιερωμένη ειδικά στον αγώνα Αγγλίας-Ουρουγουάης.
Μεταξύ των σημείων που καταγράφει ο συγγραφέας υπάρχουν, κάποια που αναφέρονται ονομαστικά και συγκεκριμένα στον Βιέρα. Επιλέξαμε δύο περιγραφικά αποσπάσματα του αγώνα αφιερωμένα στον Βιέρα. που ταιριάζουν γάντι σε όσα προαναφέραμε για την σπάνια διπλή ικανότητά του.
Στο ένα αναφέρεται σε μια φάση του 13ου λεπτού του α΄ ημιχρόνου, όταν ο Βιέρα: «delights the overwhelming English crowd with an elegant dribble» [εντυπωσιάζει τις κατάμεστες από Άγγλους φιλάθλους εξέδρες με μια φινετσάτη ντρίμπλα] και στο άλλο σε μια άλλη φάση του ιδίου παιχνιδιού στο 85ο λεπτό του αγώνα, όταν ο Βιέρα: «stops yet another attack with a foul which turn almost the whole stadium against him» [ανακόπτει άλλη μια επίθεση με ένα φάουλ που ξεσήκωσε σύσσωμες σχεδόν τις εξέδρες εναντίον του]. Αυτός ήταν ο Βιέρα. Ένας παίκτης που καλλιτεχνούσε, αλλά και αλήτευε.
Ο Βιέρα είναι ο πρώτος ξένος ποδοσφαιριστής, που ήρθε στη χώρα μας, έχοντας αγωνιστεί σε τελική φάση Παγκοσμίου Κυπέλλου.
Θα αφήσουμε τώρα το ονειρεμένο ξεκίνημα του Βιέρα το 1966 στην Εθνική της χώρας του και θα πάμε ένα χρόνο αργότερα το 1967.
ΝΑΣΙΟΝΑΛ, ΜΠΟΚΑ, ΠΕΝΙΑΡΟΛ
Στον τελικό του Κόπα Λιμπερταδόρες η μεγάλη Νασιονάλ του Μοντεβίδεο, στην οποία ο Βιέρα ανήκε από την εφηβική του ηλικία (το πρώτο του συμβόλαιο το έκανε σε ηλικία μόλις 17 ετών!), αντιμετωπίζει την Ρασίνγκ Κλουμπ από την Αργεντινή. Μετά από δύο αμφίρροπους αγώνες που λήγουν ισόπαλοι 0-0 η Ρασίνγκ κερδίζει τον τίτλο στον τρίτο αγώνα με σκορ 2-1, παρά το γκολ που σημείωσε ο Βιέρα.
Λίγο αργότερα, το 1968, και για μικρό χρονικό διάστημα, έγινε παίκτης της θρυλικής Μπόκα Τζούνιορς, ως δανεικός, χωρίς όμως να παίξει σε πολλά παιχνίδια στην Αργεντινή. Δύο χρόνια αργότερα περί τα τέλη Μαΐου του 1970, ο Βιέρα φτάνει ξανά στον τελικό του Κόπα Λιμπερταδόρες, αυτή την φορά ως παίκτης της ακόμη ενδοξότερης Πενιαρόλ του Μοντεβίδεο, στην οποία είχε μεταγραφεί το 1969. Όμως ούτε αυτή την φορά στάθηκε τυχερός. Μια άλλη ομάδα από την Αργεντινή, η Εστουντιάντες Ντε Λα Πλάτα, μετά από διπλούς αγώνες (0-0 και 1-0) κερδίζει το Κύπελλο. Ο Βιέρα έπαιξε βασικός και στους δύο αγώνες του τελικού, διακρίθηκε, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό.
Σημειωτέον ότι στην ίδια ομάδα (την Πενιαρόλ), στην ίδια διοργάνωση, συμπαίκτης του Βιέρα ήταν τότε ο πολύ νεαρός εκείνη την εποχή Λοσάντα, ο οποίος μάλιστα είχε σκοράρει στη διοργάνωση, αλλά δεν είχε αγωνιστεί στους δύο τελικούς, σε αντίθεση με τον Βιέρα. Αργότερα και οι δύο θα διαπρέψουν ως συμπαίκτες στον Ολυμπιακό. Παρεμπιπτόντως και ο Λοσάντα, προτού αποκτηθεί από τον Ολυμπιακό, είχε κι αυτός αγωνιστεί με την Εθνική Ουρουγουάης σε τελική φάση Παγκόσμιου Κυπέλλου, το 1970 στο Μεξικό. Τέτοιες μεταγραφές έκανε πριν από σαράντα πέντε χρόνια ο Γουλανδρής.
Σημειωτέον ότι και στους τελικούς αγώνες και των δύο διοργανώσεων του Κόπα Λιμπερταδόρες (1967 και 1970) σημειώθηκαν σοβαρές συμπλοκές και συρράξεις μεταξύ των παικτών, στις οποία συμμετείχε λίαν ενεργώς και ο Βιέρα, άλλοτε τρώγοντας και άλλοτε δίνοντας μπουνιές. Δεν έφτανε λοιπόν μόνο ότι έπαιζε σκληρά (ως βρώμικα κάποιες φορές) μέσα στον αγώνα, αλλά συχνά έδινε το παρών σε καυγάδες και επεισόδια. Ωστόσο τέτοια πράγματα ήταν συνηθισμένα στα γήπεδα της Νότιας Αμερικής, λόγω του αγωνιστικού ταμπεραμέντου, που υπάρχει εκεί.
ΣΤΟΝ ΘΡΥΛΟ
Αυτόν λοιπόν τον διεθνή παίκτη με την Εθνικής μιας χώρας, που είχε κατακτήσει δύο παγκόσμια κύπελλα, που έπαιξε και διακρίθηκε σε τελική φάση Παγκοσμίου Κυπέλλου, που αγωνίστηκε και πήρε τίτλους σε τεράστιες παγκόσμιας φήμης ομάδες, οι οποίες έχουν κατακτήσει διηπειρωτικούς ποδοσφαιρικούς τίτλους, που δυο φορές έφτασε μια ανάσα από την κατάκτηση του Κόπα Λιμπερταδόρες, αυτόν απέκτησε στην ποδοσφαιρική ακμή του, σε ηλικία 26 ετών, ο Ολυμπιακός το 1972 όταν τελείωσαν οι υποχρεώσεις που είχε ο Βιέρα με την Πενιαρόλ στο Κόπα Λιμπερταδόρες του 1972 (στο οποίο, σημειωτέον, σημείωσε και τρία γκολ). Το τίμημα της μεταγραφής, που γράφτηκε, ήταν περίπου 2.500.000 δραχμές.
Τη μεταγραφή την έκλεισε ο δαιμόνιος Ελληνοαμερικανός Κεφαλλονίτης Νίκος Σκλαβούνος, στενός συνεργάτης του Γουλανδρή, που ενεργούσε ως ανεπίσημος ενδιάμεσος-μάνατζερ. Από αυτόν «διδάχθηκε» ο Μιχάλης Φωτίου, ο οποίος όμως επί Γουλανδρή ήταν κανονικά εντεταγμένος στον Ολυμπιακό και ως γνώστης της ισπανικής έγινε διερμηνέας των Νοτιαμερικανών. Μάλιστα λόγω αυτής της ιδιότητας και της καθημερινής επαφής, συνδέθηκε στενά με τον Βιέρα. Πολύ αργότερα, ο Φωτίου έγινε ο πρώτος Έλληνας μάνατζερ επίσημα αναγνωρισμένος από την FIFA.
Στον Ολυμπιακό, ο Βιέρα έμεινε μια πενταετία από την περίοδο 1972/73 μέχρι και την περίοδο 1976/77. Κατέκτησε τρία πρωταθλήματα (1973, 1974, 1975) και δύο κύπελλα (1973, 1975). Ήταν από τους πιο βασικούς συντελεστές των μεγάλων επιτυχιών της ομάδας. Ο ίδιος ο Βιέρα, μεταξύ αστείου και σοβαρού, έχει υποστηρίξει ότι τα 48 από τα 102 συνολικά γκολ που σημείωσε η υπερομάδα του Ολυμπιακού στο πρωτάθλημα της περιόδου 1973/74 ήταν δικά του, διότι είχαν προέλθει από δικές του τελικές πάσες.
Αγωνίστηκε συνολικά σε 141 επίσημους αγώνες του Ολυμπιακού, σημειώνοντας συνολικά 17 γκολ. Αναλυτικά η κατανομή έχει ως εξής: για το πρωτάθλημα: 112 αγώνες και 11 γκολ, για το κύπελλο 19 αγώνες και 4 γκολ και για τα κύπελλα Ευρώπης 10 αγώνες και 2 γκολ.
Η διοικητική αστάθεια και οικονομική αβεβαιότητα, που ακολούθησαν την εποχή Γουλανδρή επέδρασαν στη διάθεση και στην απόδοσή του. Περισσότερο όμως επέδρασαν στο τέλος ορισμένοι τραυματισμοί, που τον έκαναν να χάσει αρκετά παιχνίδια. Οι διοικούντες τον Ολυμπιακό, που συνήθισαν στην απουσία του, εκτίμησαν ότι εφεξής, ακόμη και αν γινόταν καλά, θα υπήρχε θέμα ευπάθειας του σε τραυματισμούς. Έτσι κατέληξαν στο βιαστικό και εσφαλμένο συμπέρασμα ότι «είχε φάει τα ψωμιά του» και δεδομένης της οικονομικής στενότητας, που υπήρχε τότε θεώρησαν ότι δεν ήταν πλέον απαραίτητος στην ομάδα.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Όταν έληξε λοιπόν το συμβόλαιο του Βιέρα, ο Ολυμπιακός δεν έκανε κάποια ουσιαστική συζήτηση μαζί του, ούτε κάποια συγκεκριμένη ουσιαστική προσφορά. Απλώς δεν του ανανέωσαν το συμβόλαιο, ζητώντας του μόνο να μην πάει στον ΠΑΟ. Έτσι ο Βιέρα κατέληξε, το καλοκαίρι του 1977, στην ΑΕΚ του Μπάρλου, ο οποίος του πρόσφερε ένα πλουσιοπάροχο συμβόλαιο.
Εδώ αξίζει να σημειωθεί μια ιδιάζουσα σχέση, που υπήρχε ανάμεσα σε Βιέρα και Δεληκάρη. Δεν ήταν μόνο συμπαίκτες στη μεγάλη ομάδα του Γουλανδρή. Αν και διαφορετικοί ως παίκτες, ήταν τα πιο μεγάλα ονόματα, οι πιο πολύτιμοι ποδοσφαιριστές και οι πιο ηγετικές μορφές του Ολυμπιακού στον ίδιο νευραλγικό χώρο του κέντρου του γηπέδου. Ήταν κινητήριοι μοχλοί της ομάδας, που αλληλοσυμπληρωνόντουσαν. Μαζί βρέθηκαν στον Ολυμπιακό, μαζί και στην Μικτή Κόσμου, όπως θα δούμε πιο κάτω. Ασυναίσθητα λοιπόν όλοι αναρωτιόντουσαν από μέσα τους ποιος από τους δύο ήταν ο καλύτερος. Ο πιο πολύτιμος, ο πιο απαραίτητος.
Ωστόσο όχι μόνο στο ποδοσφαιρικό, αλλά και στον οικονομικό τομέα υπήρχε σχέση μεταξύ τους, καθώς ο Δεληκάρης πάντα έθετε ως στόχο τις απολαβές του Βιέρα, που κατά κανόνα ήταν υψηλότερες. Κάθε τόσο, λοιπόν, διατύπωνε ευθέως εξισωτικά αιτήματα και πολλές φορές πετύχαινε να παίρνει όσα έπαιρνε και ο Ουρουγουανός.
Όταν στον Ολυμπιακό πέρασε η εποχή με τις «παχιές αγελάδες» και τα οικονομικά στριμώχτηκαν, έπρεπε να γίνει επιλογή. Δεν μπορούσαν να μείνουν και οι δύο παίκτες, αφού δεν άντεχε ο σύλλογος τα συμβόλαια αμφότερων. Έπρεπε να γίνει επιλογή ανάμεσά τους. Ο ένας έπρεπε να μείνει και ο άλλος να φύγει.
Στη λήψη της απόφασης μέτρησε πολύ και μεγάλη αμφιβολία που υπήρχε στον Ολυμπιακό για επάνοδο του Βιέρα σε καλή κατάσταση, μετά από τους τραυματισμούς, που τον ταλαιπώρησαν και άργησαν να αποκατασταθούν. Τότε γύριζε διάφορους γιατρούς, που έκαναν διάφορες διαγνώσεις και πρότειναν διάφορες θεραπείες, χωρίς όμως οι ενοχλήσεις να εξαφανίζονται.
Ο Ολυμπιακός προτίμησε να κρατήσει τον απόλυτα υγιή, σαφώς μικρότερο σε ηλικία πειραιώτη, παρά ένα σαφώς μεγαλύτερο και τραυματία αλλοδαπό. Θεωρητικά, ήταν μια σωστή επιλογή. Πρακτικά, όμως, αποδείχθηκε λανθασμένη. Η αφετηρία της σκέψης ήταν ότι η ποδοσφαιρική αξία και των δύο ποδοσφαιριστών ήταν περίπου παρόμοια, οπότε ηλικία, υγεία και εθνικότητα αποτελούσαν τα κρίσιμα κριτήρια. Εκείνο όμως που δεν εκτιμήθηκε καλά ήταν ο ρόλος, η προσφορά, η προσωπικότητα και κυρίως η σημασία που είχαν οι δύο παίκτες μέσα στο γήπεδο για την ομάδα. Στα στοιχεία αυτά, ο Βιέρα υπερτερούσε του Δεληκάρη.
Έτσι η αποδέσμευση του Βιέρα αποδείχθηκε εκ των υστέρων ένα μεγάλο λάθος, καθώς το ανεξιχνίαστο ιατρικό πρόβλημα αποδείχθηκε τελικά ότι είχε να κάνει με μια σχετικά απλή εγχείριση κήλης. Ο Μίλτον απέδωσε έξοχα στην ΑΕΚ και της έδωσε την αναγκαία ωριμότητα και ποιότητα που χρειαζόταν, ώστε να κατακτήσει συνεχόμενους τίτλους. Αντίθετα ο Δεληκάρης δεν μπόρεσε να οδηγήσει τον Ολυμπιακό σε κάποια επιτυχία.
Ο Βιέρα δεν κάθισε πολύ στην ΑΕΚ. Εξάλλου δεν είχε πια κίνητρο να το κάνει. Είχε αποδείξει στον Ολυμπιακό ότι είχε κάνει λάθος στην απόφασή του. Είχε αποδείξει ότι δεν είχε ξοφλήσει ποδοσφαιρικά. Η παρουσία του σε άλλη ομάδα πλην του Ολυμπιακού δεν είχε πλέον νόημα για τον ίδιο. Δεν θέλησε λοιπόν να συνεχίσει κι άλλο στην ΑΕΚ, αν και οι κιτρινόμαυροι τον παρακαλούσαν, ενώ και οι προσωπικές του σχέσεις με τον Μπάρλο ήταν άριστες. Έτσι προτίμησε το καλοκαίρι του 1979 να επιστρέψει στη χώρα του και μετά από λίγο να τερματίσει σχετικά πρόωρα την ποδοσφαιρική του καριέρα, σε ηλικία 33 ετών.
Μολονότι στην ΑΕΚ ακόμη πίνουν νερό στο όνομά του για την διετία που πέρασε εκεί είναι βέβαιο και ομολογημένο και από τον ίδιο ότι η καρδιά του ανήκει στον Ολυμπιακό, όπου πέρασε τα καλύτερα χρόνια της ποδοσφαιρικής του ζωής. Πρόσφατα και ο γιος του ο Μαξιμιλιάνο, ο οποίος στα παιδικά του χρόνια αποτελούσε τη δημοφιλή μασκότ της ομάδας μας, σε συνέντευξή του στη χώρα μας, επιβεβαίωσε για μια ακόμη φορά την αγάπη του πατέρα του για την ομάδα μας και τις ευχάριστες αναμνήσεις του από τον Ολυμπιακό, μεταφέροντας τις ευχές και τις ευχαριστίες του πατέρα του.
Άλλωστε ποτέ δεν μπορεί να ξεχάσει ότι ως παίκτης του Ολυμπιακού κλήθηκε (μαζί με τον Δεληκάρη) και αγωνίστηκε στην Μικτή Κόσμου, σε αγώνα που έγινε την 26/3/1975 υπό την αιγίδα της FIFA εναντίον της Άντερλεχτ, προς τιμήν του μεγάλου παλαίμαχου Βέλγου άσου της Βαν Χιμστ. Συμπαίκτες του Βιέρα εκείνη την μέρα ήταν τεράστια ποδοσφαιρικά ονόματα-μεγέθη του παγκοσμίου στερεώματος όπως οι: Πελέ, Εουσέμπιο, Ζαιρζίνιο, Αμάνθιο, Κρόιφ, Ριβέρα κ.λπ. Ο Βιέρα μάλιστα ξεκίνησε στη βασική ενδεκάδα και αντικαταστάθηκε στο β΄ ημίχρονο από τον Δεληκάρη.
HIGHLIGHTS
Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς από τη θητεία του Βιέρα στον Ολυμπιακό; Είναι τόσα πολλά.
Από τα αγωνιστικά όλοι αναφέρουν το ρεσιτάλ που έδωσε στην Γλασκώβη εναντίον της πανίσχυρης τότε Σέλτικ του Κένι Νταλγκλίς (1-1). Εκεί όπου διέπρεψε αγωνιστικά, σκόραρε, αλλά και αποβλήθηκε. Είχε προλάβει όμως να θεμελιώσει την πρόκριση μας απέναντι σε μια ομάδα που συγκαταλεγόταν τότε στα τρία πρώτα φαβορί για την κατάκτηση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης, σύμφωνα με τα διεθνή γραφεία στοιχημάτων.
Από τα εξωαγωνιστικά, υπάρχουν δεκάδες χιουμοριστικά στιγμιότυπα, στα οποία ο Μίλτον έχει πρωταγωνιστήσει στο περιβάλλον της ομάδας.
Σε αρκετές φωτογραφίες της ομάδας (ιδίως στις ομαδικές όπου φωτογραφίζονταν άπαντες) στεκόταν στις μύτες των παπουτσιών, σηκώνοντας τις φτέρνες για να φαίνεται ακόμη ψηλότερος και να κάνει πλάκα στους συμπαίκτες του. Γι’ αυτό και πολύ συχνά φωτογραφιζόταν στην πίσω σειρά, για να κρύβεται η κίνησή του από την μπροστινή σειρά των καθημένων.
Στο μυαλό μου έχει μείνει ο αξιοθαύμαστος τρόπος, με τον οποίο έπαιζε με τα πόδια με οποιαδήποτε μικροσκοπικά αντικείμενα, ακόμη και νομίσματα, κάνοντας απίθανα μαγικά πράγματα όπως κοντρόλ και κτυπήματα, βάζοντας τα σε τσεπάκια πουκαμίσου, σε κουτάκια ή σε μικροσκοπικές τρύπες κ.λπ. Όλα αυτά προς τέρψη ενός ακροατηρίου που σχηματιζόταν γύρω του και έκθαμβο παρακολουθούσε τις επιδείξεις του, στις οποίες αποδείκνυε ότι η τεράστια τεχνική του κατάρτιση δεν περιοριζόταν μόνο στην στρογγυλή θεά, αλλά στο κάθε αντικείμενο.
Από τα επεισόδια στα οποία είχε πρωταγωνιστήσει θυμάμαι έντονα τις προσωπικές του εμπλοκές σε διάφορους αγώνες με τον ΠΑΟ και ιδίως τις ατελείωτες επεισοδιακές και μονομαχίες και καβγατζίδικες κόντρες του με τον Δομάζο, τον οποίο χαρακτήριζε «υαλοκαθαριστήρα παρμπρίζ αυτοκινήτου», επειδή συνήθιζε συνέχεια και μόνιμα να κινείται σχεδόν προκαθορισμένα πότε από τη μια πλευρά και πότε από την άλλη.
Σε ένα αγώνα με τον ΠΑΟ, κατά τη διάρκεια μεγάλων επεισοδίων, ο Αντωνιάδης τον κυνηγούσε έξαλλος επειδή ο Βιέρα προηγουμένως είχε χτυπήσει τον ποδοσφαιρικό μέντορα του «ψηλού», τον Δομάζο. Μάλιστα είχε επιχειρήσει να τον βρει με μια κλωτσιά, αλλά έχασε την ισορροπία του και είχε βρεθεί φαρδύς-πλατύς στο χόρτο. Πάντως και ο ίδιος ο Βιέρα είχε βρεθεί με σούπερ-μαυρισμένο μάτι μετά από κάποια επεισόδια με τον ΠΑΟ.
Από τα παρατσούκλια του στη χώρα μας έχει μείνει το «Μιλτούτσο» και το «ο καλά-καλά», αφού έτσι απαντούσε μόνιμα σε όποιον τον ρώταγε καθημερινά «πώς είναι», «τι κάνει» ή «τι γίνεται». Στην Ουρουγουάη το παρατσούκλι του ήταν «βίδα», το οποίο όμως δεν τον ακολούθησε και χάθηκε στην Ελλάδα. Από τα συνθήματα των οπαδών του Ολυμπιακού, που αναφέρονταν σε αυτόν ξεχώριζε φυσικά το πασίγνωστο και κλασικό: «αέρα-αέρα έρχεται ο Βιέρα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου