Στις 23/5/1965, μετά από κόπους, αντιρρήσεις και διαφωνίες, γίνεται εφικτό να κάνει ντεμπούτο στην Εθνική Ελλάδας ένας χαρακτηρισμένος κομμουνιστής, ο οποίος, για πολλούς, ακόμη και εκείνη την εποχή που δεν υπήρχε η χούντα, δεν έπρεπε ποτέ να φορέσει τη φανέλα με το εθνόσημο.
Η ειρωνεία είναι ότι το ντεμπούτο έγινε στον πιο κομμουνιστικό τόπο, που μπορούσε να υπάρξει, στη Σοβιετική Ένωση και συγκεκριμένα στο στάδιο Λένιν της Μόσχας παρουσία 80.000 θεατών. Ο αντίπαλος της χώρας μας σε εκείνο το ματς ήταν η παγκόσμια μήτρα του κομμουνισμού, η ΕΣΣΔ. Ο αγώνας ήταν για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1966 και ο παίκτης ήταν ο Νίκος Γιούτσος.
Σημειωτέον ότι ο Ολυμπιακός και η διοίκηση είχε δώσει μάχη τότε για να κληθεί και αγωνιστεί με την εθνική ο παίκτης έτσι ώστε να καθιερωθεί ακόμη περισσότερο στη συνείδηση όλων των ελλήνων φιλάθλων ως ο αποδεκτός για τα εθνικά πρότυπα Νίκος Γιούτσος και όχι ως Μίκλος Γιουτσώφ, όπως σκόπιμα συνέχιζαν να τον αποκαλούν κάποιοι λίγοι τότε, χρησιμοποιώντας τα ληξιαρχικά στοιχεία της Ουγγαρίας, τα οποία --απόλυτα φυσιολογικά-- ήταν προσαρμοσμένα στην πραγματικότητα της χώρας εκείνης τη συγκεκριμένη εποχή.
Για μένα, ο Γιούτσος ήταν από τους μεγαλύτερους παίκτες, που έχω δει όχι μόνο στον Ολυμπιακό, αλλά και σε όλο το ελληνικό ποδόσφαιρο. Σούπερ εγκεφαλικός, άριστος δημιουργός, προικισμένος σκόρερ και εξαιρετικά θεαματικός. Πολύ λίγοι στην ιστορία του Ολυμπιακού και του ελληνικού φούτμπολ μπόρεσαν να συγκεντρώσουν και συνδυάσουν τέτοια προσόντα.
Αν μου ζητούσαν να μιλήσω για τα πιο χαρακτηριστικά που έχω δει στον Ολυμπιακό κάτω από ένα αποκλειστικά και αυστηρά πρίσμα αισθητικής θα έβαζα πρώτα τα μαγικά του Τζιοβάνι, μετά τον καλπασμό του Γιούτσου και αμέσως μετά το άλμα του Μποτίνου.
Το πασίγνωστο «Έμπαινε, Γιούτσο» είναι πολύ λίγο και μικρό για να κάνει κάποιον που δεν έχει δει τον Γιούτσο να φανταστεί την ομορφιά των επελάσεών του, με εκείνο τον μοναδικό υπέροχο και τεράστιο διασκελισμό, που θύμιζε άλογο ιπποδρόμου.
Όταν, μετά την αποχώρηση του Σιδέρη, υποχρεώθηκε να περάσει σε ρόλο καθαρά προωθημένου επιθετικού, η αγωνία του κάθε αμυντικού, που τον επιτηρούσε, ήταν να μη γίνει μακρινή μπροστινή μπαλιά προς το μέρος όπου βρισκόταν ο ίδιος και ο Γιούτσος, σε στιγμή που δεν θα υπήρχε κοντά του άλλος αμυντικός. Γιατί απλούστατα γνώριζε ότι οι Νικόλας θα άνοιγε τα κανιά και θα του ξέφευγε και μετά άντε πιάσε τον. Για τον λόγο αυτό, πολύ συχνά τον κρατούσαν από τη φανέλα ή του έκαναν λαβές πάλης για να τον σταματήσουν Αν υπήρχαν τότε οι αυστηροί κανόνες που υπάρχουν τώρα οι αντίπαλοι του Ολυμπιακού θα γέμιζαν κόκκινες κάρτες εξαιτίας και μόνο του Γιούτσου.
Ο Γιούτσος αγωνίστηκε στο κέντρο και στην επίθεση με την ίδια εξαιρετική απόδοση. Ξεκίνησε από ελεύθερος επιθετικός μέσος-δεκάρι, συνέχισε ως σέντερ-φορ για να επιστρέψει πάλι αργότερα στο κέντρο του γηπέδου.
Στην καριέρα του στον Ολυμπιακό έπαιξε συνολικά 331 επίσημα ματς και πέτυχε 128 επίσημα γκολ.
Ας πούμε τώρα κάποια πράγματα, από αυτά που λέμε εμείς εδώ:
1.Η συνύπαρξη του Γιούτσου με τον Σιδέρη: Η σχέση Γιούτσου και Γιώργου Σιδέρη ήταν άριστη. Εκτός από συμπαίκτες ήταν και φίλοι. Ο ένας θαύμαζε την αξία του άλλου και συνεργαζόντουσαν ιδανικά στο γήπεδο. Μοιραζόντουσαν συνήθως και το ίδιο δωμάτιο στις αποστολές πριν από τους αγώνες.
Παρ’ όλα αυτά, λόγω διαφόρων συγκυριών, δεν μπόρεσαν να παίξουν μαζί επί ένα μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ενώ θα μπορούσαν. Αλλά ακόμη και όσο χρόνο έπαιξαν μαζί, και πάλι λόγω κάποιων συγκυριών, δεν μπόρεσαν να βρεθούν στο ίδιο υψηλό επίπεδο απόδοσης για ένα ακόμη μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ενώ, επίσης, θα μπορούσαν. Αν συνέβαινε αυτό, ασφαλώς ο Ολυμπιακός θα ωφελείτο ακόμη περισσότερο από τη συνύπαρξή τους.
Κατά τα χρόνια που συνυπήρξαν στον Ολυμπιακό βρέθηκαν και οι δύο σε πολύ υψηλό επίπεδο απόδοσης από την περίοδο 1964/65 ως την περίοδο 1967/68 και κυρίως επί Μπούκοβι. Τότε που η ομάδα πέταγε με τον Σιδέρη μπροστά και τον Γιούτσο λίγο πιο πίσω στο κέντρο.
Από εκεί και έπειτα τα υψηλά επίπεδα απόδοσής τους δεν συνέπεσαν.
Η περίοδος 1968/69 ήταν ίσως η καλύτερη της καριέρας του για τον Γιώργο Σιδέρη (που παρά λίγο να αναδειχθεί πρώτος σκόρερ της Ευρώπης), αλλά ήταν η χειρότερη της καριέρας του Νίκου Γιούτσου.
Στην περίοδο 1969/70 έγινε το αντίστροφο. Η χρονιά εκείνη υπήρξε η χειρότερη περίοδος της καριέρας του για τον Σιδέρη, που έφυγε νωρίς από τον Ολυμπιακό, ενώ αντίθετα ήταν η καλύτερη και πιο αποδοτική για τον Γιούτσο, ο οποίος άλλωστε κλήθηκε να καλύψει το κενό του Σιδέρη.
Έκτοτε δεν ξανάπαιξαν μαζί οι δύο τους, παρά μόνο δύο ματς όλα κι όλα την περίοδο 1971/72, όταν επανήλθε για πολύ λίγο ο Σιδέρης.
2. Η χειρότερη περίοδος του Γιούτσου και η μαγιάτικη αντεπίθεσή του: Ο Γιούτσος ήταν, σε γενικές γραμμές, σταθερός παίκτης. Δεν είχε παρατεταμένες περιόδους πτώσης. Οι διακυμάνσεις στην απόδοσή του κατά περιόδους ή από παιχνίδι σε παιχνίδι ή ακόμη και μέσα στον ίδιο αγώνα ήταν φυσιολογικές. Στο τέλος κάθε σεζόν, ακόμη και τις σπάνιες φορές που δεν ξεχώριζε πολύ, ο απολογισμός των συνολικών του επιδόσεων ποτέ δεν τον κατέτασσε ανάμεσα σε εκείνους που υστέρησαν
Υπήρξε όμως μια περίοδος που τα χρειάστηκε. Ήταν η σεζόν 1968/69, η μόνη σεζόν που δεν διακρίθηκε ούτε ο ίδιος, αλλά κυρίως δεν βοήθησε σημαντικά τον Ολυμπιακό.
Την περίοδο εκείνη έπαιξε μόνο 23 από τους συνολικά 34 αγώνες πρωταθλήματος και από αυτούς μόνο τους 13 έπαιξε σε ολόκληρο τον αγώνα. Στους υπόλοιπους, είτε μπήκε είτε βγήκε ως αλλαγή. Όσο για τα γκολ που σημείωσε ήταν συνολικά μόλις 5. Οι επιδόσεις αυτές ήταν πολύ χαμηλές για ένα σούπερ βασικό παίκτη της αξίας του Γιούτσου.
Μόνο την περίοδο 1964/65, όταν είχε πρωτοέρθει, είχε λίγο μικρότερους απόλυτους αριθμούς όσον αφορά συμμετοχές και γκολ, αλλά τότε το γεγονός αυτό ήταν πλήρως δικαιολογημένο και ουσιαστικά εντελώς πλασματικό. Στην πραγματικότητα οι συγκρίσεις είναι εμφατικά χειρότερες για την περίοδο 1968/69, αφού την περίοδο 1964/65 ο Νικόλας μόλις είχε έρθει πολύ καθυστερημένα, σχεδόν στη μέση της σεζόν, χάνοντας πολλούς αγώνες, ενώ επιπλέον εκείνο ήταν πρωτάθλημα 30 μόνο αγωνιστικών.
Αλλά και στο κύπελλο Ελλάδας την περίοδο 1968/69 η κατάσταση για τον Γιούτσο ήταν η ίδια και χειρότερη. Αγωνίστηκε μόνο σε ένα (και μάλιστα και σε αυτό ως αλλαγή στο ημίχρονο) από τα πέντε ματς, που έδωσε η ομάδα του στον θεσμό εκείνη τη χρονιά.
Τη χρονιά εκείνη, πολλοί φίλαθλοι του Ολυμπιακού δυσφόρησαν και έχασαν την εμπιστοσύνη τους στο πρόσωπο του Γιούτσου. Μερικοί μάλιστα έσπευσαν να τον ξεγράψουν και να πουν ότι ξόφλησε.
Η αλήθεια είναι ότι για πρώτη φορά ο Γιούτσος είχε χάσει την αυτοπεποίθησή του. Το να μην συμπεριλαμβάνεται στην αρχική ενδεκάδα, το να μην παίζει καθόλου, το να γίνεται αλλαγή ή να μπαίνει ως αλλαγή ήταν πράγματα πρωτόγνωρα για τον Γιούτσο.
Ο κόσμος θεωρούσε ότι ήταν θέμα κακής ζωής του ιδίου, αφού τον έβλεπε χωρίς δυνάμεις. Πολλοί ήξεραν ότι κάπνιζε κιόλας, ενώ μπορεί να μην ήταν «μπεκρής» ή «ούζος», όπως τον αποκαλούσαν σκωπτικά οι αντιολυμπιακοί, αλλά δεν έλεγε και όχι στα αλκοολούχα ποτά. Στην πραγματικότητα όμως αυτό που του συνέβαινε δεν είχε να κάνει με θέμα κακής ζωής. Άλλωστε η άριστη φυσική κατάσταση ουδέποτε υπήρξε βασικό προσόν του Γιούτσου. Ήταν θέμα ψυχολογικό. Προσπαθούσε, αλλά η προσπάθεια δεν του έβγαινε, με αποτέλεσμα ο ίδιος να επηρεάζεται και η μουρμούρα να μεγαλώνει.
Όλα είχαν ξεκινήσει από τον Οκτώβρη του 1968 στον άτυχο αγώνα με την ΑΕΚ στο Καραϊσκάκη (2-3) όταν αποβλήθηκε κατά τις διαμαρτυρίες για τον καταλογισμό πέναλτι σε βάρος του Ολυμπιακού στο 45΄.
Άργησε να επανέλθει μετά την τιμωρία του. Κατά το διάστημα της απουσίας του, η ομάδα πήγε καλά και δεν έχασε παιχνίδι. Αντίθετα αφότου επανήλθε, από τον Δεκέμβριο και έπειτα, η ομάδα δεν είχε εξίσου καλά αποτελέσματα.
Μοιραία τα γεγονότα αυτά συνδέθηκαν μεταξύ τους, αν και η εν λόγω σύνδεση δεν είχε στη πραγματικότητα επαρκή βάση. Άρχισε να αυξάνεται η γκρίνια και η αμφισβήτηση στο πρόσωπό του που κράτησε μέχρι τον Μάιο. Ο Γιούτσος, όλο αυτό το διάστημα, έψαχνε να βρει τον εαυτό του, μην έχοντας σταθερή θέση στην ομάδα και μπαινοβγαίνοντας στην ενδεκάδα.
Από τα μέσα Μαίου 1969, ο Γιούτσος ξεκίνησε μια αντεπίθεση προκειμένου να διαψεύσει τους επικριτές του και να μονιμοποιηθεί στην ομάδα σε ηγετικό ρόλο όπως παλιά.
Από την 14/5/1969 μέχρι την 1/6/69, δηλαδή σε διάστημα μικρότερο του εικοσαημέρου (18 μέρες για την ακρίβεια), αγωνίστηκε σε 4 ματς, τρία πρωταθλήματος και ένα κυπέλλου, σημειώνοντας συνολικά 5 γκολ. Η απόδοσή του ανέβηκε κατακόρυφα και όλοι πλέον άρχισαν να μιλούν για την πλήρη ανάκαμψη του Γιούτσου. Δυστυχώς στο επόμενο, προτελευταίο ματς του πρωταθλήματος, τραυματίστηκε και η εντυπωσιακή πορεία αγωνιστικής του ανόδου ανακόπηκε. Δεν αγωνίστηκε ξανά μέχρι το τέλος της σεζόν. Παρ’ όλα αυτά, η μαγιάτικη αντεπίθεση του Νικόλα πέτυχε στο να πείσει ότι ξαναγίνεται αυτός που ήταν, αυτός που όλοι γνώριζαν.
Στη επόμενη περίοδο 1969/70 που ακολούθησε, λόγω αποχώρησης του Σιδέρη, ο Γιούτσος θα αγωνιστεί πλέον ως καθαρός επιθετικός σημειώνοντας 17 γκολ, ενώ στον ίδιο ρόλο, την περίοδο 1970/71 θα σημειώσει 15 γκολ.
Ο Γιούτσος έχει γίνει πλέον ο αναμφισβήτητος ηγέτης του Ολυμπιακού, ο μακράν καλύτερος και βασικότερος παίκτης του. Από την εποχή Γουλανδρή και έπειτα θα αναλάβει νέο ρόλο, έχοντας πάντοτε υψηλά στάνταρντ απόδοσης και σκοραρίσματος.
3.Το φαινόμενο των αποβολών και τιμωριών του Γιούτσου: Όσο και αν δεν του φαινόταν ο Γιούτσος έχει ρεκόρ αποβολών-τιμωριών στον Ολυμπιακό. Συναγωνίζεται και μάλιστα υπερέχει ελαφρώς ακόμη και του Τάσου Μητρόπουλου.
Έχει αποβληθεί συνολικά 5 φορές, ενώ έχει τιμωρηθεί με ποινές αποκλεισμού συνολικά 15 αγωνιστικών ημερών, καθώς και πρόσθετες-επαυξημένες ποινές βάσει φύλλου αγώνα 35 ημερολογιακών ημερών, κατά τις προσφιλείς στη χούντα συνήθειες.
Το γεγονός προξενεί εντύπωση αν ληφθεί υπόψη ο καλός και καθόλου εριστικός ούτε προκλητικός χαρακτήρας του. Βέβαια συχνά διαμαρτυρόταν και αρκετές φορές εκνευριζόταν, αλλά δεν ήταν ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος. Αμέτρητοι ήταν οι ποδοσφαιριστές που θα έπρεπε να είχαν τιμωρηθεί πολύ περισσότερες φορές και πολύ βαρύτερα από τον Γιούτσο.
Αφήνω στην άκρη τον Σιδέρη, που ήταν πολύ χειρότερος από τον Γιούτσο, από άποψη συμπεριφοράς και παρ’ όλα αυτά δεν αποβλήθηκε ποτέ. Πρόκειται για ειδική περίπτωση.
Αν θελήσει κανείς να ανιχνεύσει τις αιτίες των τόσο πολλών αποβολών και τιμωριών, μοιραία θα καταλήξει στην προκατάληψη και αντιπάθεια που υπήρχαν προς το πρόσωπο του Γιούτσου, επειδή προερχόταν από χώρα του κομμουνιστικού μπλοκ (Ουγγαρία). Τα κατάλοιπα του εμφυλίου, που υπάρχουν ακόμη και σήμερα, ήταν ασύγκριτα πιο έντονα εκείνη την εποχή.
Είναι γνωστό ότι συχνότατα τον χτυπούσαν πάνω στη φάση ή/και τον προκαλούσαν οι αντίπαλοι παίκτες (και όχι μόνο) βρίζοντας τον και αποκαλώντας τον «παλιοκομμουνιστή ή βρωμομπολσεβίκο» και απειλώντας τον ότι θα πεθάνει κ.λπ. Ο ίδιος είχε δηλώσει ότι ήταν κάτι που το περίμενε, το είχε συνηθίσει και το αντιμετώπιζε ψύχραιμα. Ήταν όμως κάτι τέτοιο δυνατό πάντα, όλες τις φορές και ανεξαιρέτως; Αμφιβάλλω.
Το κλίμα που καλλιεργήθηκε σε βάρος του Γιούτσου όταν ήρθε στην Ελλάδα ήταν τρομερό. Το γεγονός ότι, παρά τις επανειλημμένες έντονες συστάσεις που του είχαν γίνει, δεν απαρνήθηκε ούτε αποκήρυξε ρητά το κομμουνιστικό καθεστώς και σύστημα και κυρίως το γεγονός ότι αρνήθηκε να καταδικάσει ρητά ως απεχθές το (κατά τη δεξιά προπαγάνδα) «συμμοριτικό παιδομάζωμα» που τον έφερε στο «σιδηρούν παραπέτασμα» τον είχαν κάνει κόκκινο πανί στα μάτια πολλών παραγόντων του αθλητισμού, στελεχών της πολιτικής ζωής, αλλά και απλών φιλάθλων.
Για τον λόγο αυτό, για πολλά χρόνια στην Ελλάδα, λόγω χούντας, τελούσε υπό παρακολούθηση. Όπως ο ίδιος δήλωσε αργότερα, σε περίπτωση που η κατάσταση θα γινόταν πολύ ζόρικη τότε, το πρώτο πράγμα που είχε σκεφτεί να κάνει ήταν να ζητήσει άσυλο στην ουγγρική πρεσβεία στην Αθήνα!
Η κινδυνολογία για τον Γιούτσο έπεφτε σύννεφο για πολύ καιρό.
Το 1965, προτού καν έρθει στην εξουσία η χούντα, βουλευτές της ΕΡΕ αποκαλούσαν ευθέως τον Γιούτσο «κομμουνιστή ινστρούχτορα» και τον θεωρούσαν (κατονομάζοντας μάλιστα αυτόν, αλλά και τον Μπούκοβι) βασικό εργαλείο ενός μεθοδευμένου απειλητικού κομμουνιστικού σχεδίου, με σκοπό τη μεταβολή του λαοφιλούς Ολυμπιακού σε κομμουνιστική γιάφκα (!) και την εξεύρεση ενός ύπουλου τρόπου επαναπατρισμού των συμμοριτών κομμουνιστών στη χώρα (!) με στόχο την υπονόμευση του πολιτεύματος.
Τότε, την ακραία μαύρη προπαγάνδα της δεξιάς στην υπόθεση Γιούτσου είχε καταγγείλει λεπτομερώς στο φύλλο της 16/3/1965 η μεγάλη δημοκρατική εφημερίδα της εποχής Ελευθερία, η οποία, με αφορμή το συγκεκριμένο θέμα, είχε κάνει --από τις αθλητικές της σελίδες-- μια εκτεταμένη κατ’ ουσία πολιτική τοποθέτηση πάνω στο θέμα του Γιούτσου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου