Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2018

Αδικημένοι και ευνοημένοι ποδοσφαιριστές

Από τον Ολυμπιακό πέρασαν εκατοντάδες παίκτες. Άλλοι μεγαλούργησαν, άλλοι διακρίθηκαν, άλλοι στάθηκαν ικανοποιητικά, άλλοι αποτέλεσαν χρυσές μετριότητες, άλλοι χάθηκαν. Ακόμη όμως και πολλοί ποδοσφαιριστές, που δεν ήταν κομήτες, αλλά έπαιξαν αρκετά και πρόσφεραν στην ομάδα δεν έκαναν στην ομάδα μας την καριέρα που θα έπρεπε, ούτε έτυχαν της αναγνώρισης που θα τους άρμοζε, βάσει των προσόντων, της αξίας, αλλά και της προσφοράς τους. Θα μπορούσε να τους θεωρήσει κανείς κάπως ή έστω σχετικά αδικημένους.

Του Θεολόγου Μιχαηλίδη

Πρόχειρα θυμάμαι τον μεσοεπιθετικό Γιώργο Στολίγκα για τον οποίο είχε γίνει μεγάλη μάχη το 1967 για να αποκτηθεί από τα Πετράλωνα, όπου ήταν πρώτος σκόρερ, με τεράστιο αριθμό τερμάτων και αποτελούσε μεγάλο μήλο μεταγραφικής έριδας της εποχής. Όταν ήρθε στον Ολυμπιακό των παικταράδων έπαιξε μεν, αλλά αναγκάστηκε να παίξει πιο πίσω και να γίνει καθαρό χαφ. Διακρίθηκε όμως και εκεί γιατί ήξερε πολύ καλή μπάλα. Αγωνίστηκε σε περισσότερους από 100 φορές σε αγώνες Πρωταθλήματος και σημείωσε 8 γκολ, ενώ σκόραρε ακόμη και σε αγώνες για τα Κύπελλα Ευρώπης (1968).

Θυμάμαι επίσης την ίδια εποχή τον Μίλτο Κουμαριά, γέννημα θρέμμα του Ολυμπιακού και αρχηγό της εφηβικής μας ομάδας. Στη πρώτη ομάδα έπαιξε περίπου 70 παιχνίδια πρωταθλήματος, ενώ σκόραρε στην Τούμπα το 1969 όταν κερδίσαμε 2-1, σπάζοντας ένα πρώτο σερί ηττών. Ήταν ένας εξαιρετικός χαφ, που είχε τόσο αμυντικό όσο και επιθετικό ρόλο.

Θυμάμαι ακόμη, λίγο αργότερα, το καμάρι του Ατρόμητου, τον Γιώργο Βασιλόπουλο, που αποκτήθηκε επί εποχής Γουλανδρή και είχε θεωρηθεί μια τοπ μεταγραφή, αφού εκτός από μεγάλος ποδοσφαιριστής ήταν πρώτος σκόρερ της ομάδας του, με ένα απίθανο αριθμό τερμάτων. Για να καταλάβετε την αξία του ακόμη και σήμερα είναι ο μόνος που μπορεί να συγκριθεί με το απόλυτο ποδοσφαιρικό είδωλο όλων των εποχών του πολυπληθούς Δήμου Περιστερίου τον Άγγελο Ράμφο (ο οποίος αν δεν ήταν αυτός που ήταν: δηλαδή κομμουνιστής, φωνακλάς και γκρινιάρης, θα είχε αφήσει εποχή στο ελληνικό ποδόσφαιρο, έστω και αν έπαιξε μόνο σε Ατρόμητο και Απόλλωνα). Στον ποδοσφαιρικό γαλαξία των αστεριών του Ολυμπιακού, ο Βασιλόπουλος, για να μπορέσει να παίξει, χρειάστηκε να γίνει επιθετικός αλλά και αμυντικός μέσος, ακόμη και δεξιός οπισθοφύλακας. Κι αυτός ήταν παίκτης με μεγάλη τεχνική κατάρτιση, με φιλότιμο και σταθερή απόδοση. Έπαιξε σχεδόν 85 αγώνες πρωταθλήματος με τον Ολυμπιακό, αλλά σκόραρε (αυτός ο προικισμένος σκόρερ) μόνο 3 γκολ, εκ των οποίων ένα σε ντέρμπι με τον ΠΑΟ (4-2) το 1975. Είχε μόνο μια συμμετοχή σε αγώνες ευρωπαϊκών διοργανώσεων.

Παρά το γεγονός ότι έπαιξαν και διακρίθηκαν στον Ολυμπιακό, είχαν άραγε οι προαναφερόμενοι (Στολίγκας, Κουμαριάς και Βασιλόπουλος) την καριέρα και αναγνώριση της προσφοράς τους, την οποία άξιζαν ; Κατά την άποψη μου, όχι.

Αλλά και πολύ πιο πρόσφατα έχουμε το παράδειγμα του Λάμπρου Χούτου, ο οποίος παρά τους τίτλους που κατέκτησε και τα αρκετά επίσημα γκολ (πάνω από 35 σε Πρωτάθλημα, Κύπελλο και Ευρώπη -- μεταξύ των οποίων τα αρκετά γκολ κατά του ΠΑΟΚ, ακόμη και κατά της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ) που πέτυχε με τον Ολυμπιακό σε σχετικά μικρό αριθμό συμμετοχών, δεν είχε στον Ολυμπιακό καριέρα ανάλογη των προσόντων και της αξίας του. Το ίδιο θα μπορούσε να πει κανείς σε κάποιον βαθμό ακόμη και για τον Νέρι Καστίγιο, του οποίου η προσφορά στον Ολυμπιακό δεν έχει αναγνωριστεί επαρκώς.

Υπάρχουν όμως και άλλες πολύ πιο άγνωστες και πολύ χειρότερες περιπτώσεις αδικημένων παικτών. Παίκτες που δεν μπόρεσαν να σταδιοδρομήσουν στον Ολυμπιακό παρά τα προσόντα και την αξία τους. Για το γεγονός αυτό ευθύνονται άλλοτε συγκυρίες, άλλοτε ατυχίες και άλλοτε οι ίδιοι. Σε αυτούς αφιερώνεται αυτό το κείμενο:

Νίκος Τζίνης: Όταν ήλθε ο Τζίνης στον Ολυμπιακό προερχόμενος από την Νίκη Βόλου ήταν ήδη πολύ γνωστός. Θεωρείτο μια πολύ σημαντική μεταγραφή στη θέση του αριστερού εξτρέμ. Όμως δεν δικαίωσε τις πολλές και μεγάλες προσδοκίες όλων. Η υψηλή τεχνική του κατάρτιση, η ικανότητά του στις ντρίμπλες και η ταχύτητα του, δεν ήταν αρετές για να καλύψουν την αστάθεια της απόδοσης του και τα διαστήματα απραξίας και μη ενεργητικής συμμετοχής του μέσα στον αγώνα. Ο Τζίνης αγωνίστηκε στον Ολυμπιακό μόνο δύο περιόδους: 1963/64 και 1964/65. Στο Πρωτάθλημα Α΄ Εθνικής είχε συνολικά 36 συμμετοχές και 4 γκολ. Στο Κύπελλο Ελλάδας είχε άλλες 3 συμμετοχές και 2 γκολ. Στις διάφορες διοργανώσεις της Ευρώπης (Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης και Ράππαν) είχε 5 συμμετοχές.

Το σημαντικότερο επίτευγμα του στον Ολυμπιακό είναι το γκολ που σημείωσε στη Βιέννη για το Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης την 23.10.1963 σε βάρος της Πολωνικής Ζαγκλέμπιε (2-0), με το οποίο άνοιξε ο δρόμος της πρόκρισης. Αγωνίστηκε επίσης και στον νικηφόρο τελικό του Βαλκανικού Κυπέλλου του 1963 εναντίον της Λέφσκι στη Κωνσταντινούπολη. Αυτός πρέπει να είναι ο μόνος ουσιαστικός τίτλος που κατέκτησε με τον Ολυμπιακό, καθώς το Κύπελλο Ελλάδας που κατέκτησε η ομάδα το 1965 αποτελεί γι αυτόν μόνο τυπικό τίτλο, αφού, αν και θεωρητικά ήταν μέλος της ομάδας εκείνη την περίοδο, δεν είχε αγωνιστεί καθόλου, σε κανένα ματς Κυπέλλου. Ο ίδιος γρήγορα θέλησε να επιστρέψει στον Βόλο, όπου είχε τις δουλειές του. Όταν επέστρεψε εκεί αγωνίστηκε αρχικά στη Νίκη και στη συνέχεια στον τοπικό Ολυμπιακό. Ο Τζίνης δεν πέρασε εντελώς απαρατήρητος στον Ολυμπιακό, αλλά δεν μπόρεσε ανταποκριθεί στις προσδοκίες που υπήρχαν για την αξία και προσόντα που είχε. Αδίκησε ο ίδιος τον εαυτό του.

Αργύρης Νεοφώτιστος: Μια αντίθετη περίπτωση από τον Τζίνη, με τον οποίο υπήρξαν συμπαίκτες. Ο Νεοφώτιστος ήλθε από ένα ταπεινό συνοικιακό σωματείο την Νίκη Πλάκας και δεν ήταν γνωστός. Έτσι κανείς δεν περίμενε κάτι ιδιαίτερο από αυτόν. Αγωνιζόταν κι αυτός ως εξτρέμ, που μπορούσε να παίξει κυρίως από τα αριστερά, αλλά και από τα δεξιά. Πάντως είχε πολύ δύσκολο έργο, αφού για να κερδίσει θέση στην ενδεκάδα έπρεπε να ανταγωνιστεί στα αριστερά ένα ιερό τέρας της εποχής, τον Βασίλη Μποτίνο, ενώ στα δεξιά υπήρχε ο αναντικατάστατος Π. Βασιλείου. Ο Νεοφώτιστος ήταν κι αυτός τεχνικά καταρτισμένος, με πολύ καλή ντρίμπλα και ταχύτητα. Επιπλέον διέθετε και πονηριά, που τον βοηθούσε να εκμεταλλεύεται λάθη των αμυντικών και να κάνει κλεψίματα. 


Έπαιξε στον Ολυμπιακό τέσσερις αγωνιστικές περιόδους από το 1963 ως το 1967. Για το Πρωτάθλημα αγωνίστηκε στον Ολυμπιακό συνολικά 18 φορές και πέτυχε 3 γκολ, ενώ στο Κύπελλο αγωνίστηκε 2 φορές, πετυχαίνοντας 1 γκολ. Αγωνίστηκε επίσης 4 φορές για τις διοργανώσεις Ευρώπης (Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης και Ράππαν).

Αν και τα γκολ του ήταν πολύ λίγα κάποια από αυτά δεν παύουν να είναι αξιοσημείωτα, όπως αυτό που πέτυχε στο ντέρμπυ με την ΑΕΚ (4-0) την 27.3.1966. Στον αγώνα εκείνο, η όλη εμφάνιση του ήταν συγκλονιστική. Επίσης αξιοσημείωτο ήταν και το γκολ που είχε προλάβει να επιτύχει στον περίφημο ημιτελικό της 17.6.1964 με τον ΠΑΟ, ο οποίος διεκόπη λόγω εισβολής των οπαδών των δύο ομάδων, που κατέστρεψαν από κοινού το γήπεδο της Λεωφόρου. Το γκολ αυτό βέβαια τελικά δεν μέτρησε ως επίσημο, αλλά πέρασε στην ιστορία.

Ο Νεοφώτιστος ήταν μέλος της ομάδας του Μπούκοβι, που κατέκτησε δύο πρωταθλήματα, ενώ συμμετείχε κι αυτός στην κατάκτηση του Βαλκανικού Κυπέλλου του 1963, αφού αγωνίστηκε στον τελικό κατά της Λέφσκι, αντικαθιστώντας τον Τζίνη. Στην κατάκτηση του Κυπέλλου το 1965 ήταν τυπικά στην ομάδα, αλλά δεν είχε καμία ενεργό συμμετοχή. Μετά τον Ολυμπιακό πήγε στο Αιγάλεω.
Ο Νεοφώτιστος είχε πολλά προσόντα, αλλά ήταν άτυχος, αφού έπεσε πάνω σε παικταράδες, και κυρίως στον Μποτίνο. Η ατυχία χαρακτήρισε εν γένει όλη του τη ζωή, αφού πέθανε νέος, ταλαιπωρημένος και σε άσχημη οικονομική κατάσταση.

Δημήτρης Ράλλης: Ήταν τελείως άγνωστος στο ευρύ φίλαθλο ποδοσφαιρικό κοινό. Τον διέκρινε ο ίδιος ο Μπούκοβι όταν αγωνιζόταν στον Ηρακλή Νικαίας. Αποκτήθηκε μετά από μια μεταγραφική μάχη με τον Εθνικό. Όντας νεαρός βρέθηκε ξαφνικά, προς γενική έκπληξη, να αγωνίζεται μόνιμα στον Ολυμπιακό την περίοδο 1966/67, ανάμεσα σε παικταράδες. Αγωνίστηκε ως μέσος που είχε δημιουργικό ή και επιτελικό ρόλο, αλλά και κάποια ικανότητα στο μαρκάρισμα, λόγω φυσικής κατάστασης. Η καθιέρωσή του έγινε στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης της ενδεκάδας, που έπρεπε να γίνει μετά την ασθένεια του Αριστείδη Παπάζογλου (έπρεπε να ανέβει πιο μπροστά-ψηλά ο Γιούτσος). Στον Μπούκοβι, άρεσαν πολύ οι πάσες-τρύπες του Ράλλη, που συχνά ισοδυναμούσαν με μισά γκολ, αλλά και το συνεχές τρέξιμο και η μεγάλη αντοχή του. Στον Ολυμπιακό είχε 19 συμμετοχές (όλες για το Πρωτάθλημα) στις οποίες, σημειωτέον, ποτέ δεν γνώρισε την ήττα.

Το ποδοσφαιρικό του μέλλον στον Ολυμπιακό διαγραφόταν λαμπρό. Όμως εκεί τον χτύπησε η ατυχία. Ενώ παιζόταν το πρωτάθλημα χρειάστηκε να κάνει σε νοσοκομείο του ναυτικού (όπου υπηρετούσε τη θητεία του) μια εγχείριση ρουτίνας και συγκεκριμένα σκωληκοειδίτιδας. Όμως η εγχείριση δεν πήγε καλά και παρουσιάστηκαν σοβαρές επιπλοκές όπως περιτονίτιδα, ειλεός κ.λπ., με αποτέλεσμα να κινδυνέψει πολύ η ζωή του. Αναγκαστικά έλειψε για μεγάλο χρονικό διάστημα και άργησε να επανέλθει στην ομάδα.

Στη συνέχεια κατάσταση χειροτέρεψε με την αποχώρηση Μπούκοβι και την απόκτηση άλλων παικτών (Στολίγκας). Οι μετέπειτα προπονητές και ιδίως ο Σούλης δεν τον βοήθησαν καθόλου, ενώ γενικά επικρατούσε αρνητικό κλίμα σε βάρος όλων όσων συμπαθούσε ο Μπούκοβι. Έτσι ο Ράλλης έφυγε από τον Ολυμπιακό και κατέληξε στον Ιωνικό, χωρίς ποτέ ξανά να γίνει αυτός που ήταν. Άλλη μια χαρακτηριστική περίπτωση ατυχίας.

Πέτρος Κανέλλος: Όποιος είχε δει τον ποδοσφαιριστή αυτόν αγωνιζόμενο με τους εφήβους του Ολυμπιακού δύσκολα θα πίστευε στα μάτια του. Επρόκειτο για το τέλειο σέντερ-μπακ. Ψηλός, σωματώδης, ταχύς για το ύψος του, κατάπινε τους αντίπαλους επιθετικούς. Η πληθωρικότητα και το ταλέντο του ήταν τέτοια που τον είχαν κάνει από το 1977 βασικό σε μικρότερα εθνικά συγκροτήματα, στα οποία αγωνίζονταν κανονικοί φτασμένοι ποδοσφαιριστές, την στιγμή που αυτός έπαιζε στους μικρούς του Ολυμπιακού. Η ικανότητα του τόσο στο χαμηλό όσο και στο ψηλό παιχνίδι ανέβαζε ακόμη περισσότερο τις ποδοσφαιρικές μετοχές του.

Το 1978, νεαρότατος, ξεκίνησε με την πρώτη ομάδα και πολλοί πίστεψαν, λόγω της ηλικίας του, ότι βρέθηκε επιτέλους ο κεντρικός οπισθοφύλακας που θα ηγούνταν και θα δέσποζε στην άμυνα της ομάδας για πολλά χρόνια. Στα φιλικά άλλωστε που είχαν γίνει πριν από την έναρξη του πρωταθλήματος έβγαζε μάτια. Κανείς δεν μπορούσε να τον περάσει.

Δυστυχώς όμως μια σειρά από διαδοχικούς σοβαρούς τραυματισμούς, υποτροπές και κακές αποκαταστάσεις δεν τον άφησαν να παίξει καθόλου μπάλα. Αποκλήθηκε μάλιστα τότε χαρακτηριστικά ως ο «γίγαντας με τα γυάλινα πόδια» (λόγω του παραστήματός του).

Στην πρώτη ομάδα έπαιξε για το πρωτάθλημα μόνο 10 φορές, εκ των οποίων τις 8 την περίοδο 1978/79 και τις υπόλοιπες 2 την περίοδο 1981/82, όταν προσπάθησε να επανέλθει, χωρίς όμως να είναι πλέον ο ίδιος. Επίσης έπαιξε σε δύο αγώνες Κυπέλλου. Στο ενδιάμεσο διάστημα, δηλαδή επί μια ολόκληρη διετία (1980-1981), πάλευε για κατάλληλη θεραπεία και αποκατάσταση που θα του επέτρεπαν την επιστροφή του στην πρώτη ομάδα.

Οι προσδοκίες που είχε ο Ολυμπιακός από αυτόν φαίνονται από το γεγονός ότι ξεκίνησε με αυτόν ως βασικό όχι μόνο το πρωτάθλημα της περιόδου 1978/79, αλλά και στους αγώνες του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ στην Ευρώπη, όπου αγωνίστηκε και στους δύο αγώνες, παρά το γεγονός ότι ήταν νέος και άπειρος.

Το μόνο καλό ήταν ότι ο τραυματισμός του κατέστησε αναγκαία την απόκτηση του Νοβοσέλατς, τον οποίο ίσως να μην παίρναμε αν ο Κανέλλος δεν τραυματιζόταν. Άλλη μια χαρακτηριστική περίπτωση ποδοσφαιρικής ατυχίας.

Δημήτρης Μύλλερ: Όταν το 1969 ο Ολυμπιακός απέκτησε μαζί τον Γιώργο Δεληκάρη και τον Δημήτρη Μύλλερ πέφτανε στοιχήματα στον Πειραιά για το ποιος από τους δύο θα παίξει πιο γρήγορα στην πρώτη ομάδα ή για το ποιος από τους δύο θα γίνει πιο βασικός. Βλέπετε ήταν γνωστοί και οι δύο στο λιμάνι, ως τα μεγαλύτερα ταλέντα του Πειραιά, αφού ο ένας έπαιζε στον Αργοναύτη και ο άλλος στον Ατρόμητο ως γνήσιο παιδί των Καμινίων. Μάλιστα τον πρώτο χρόνο τα στοιχήματα μάλλον τα κέρδισε οριακά ο Μύλλερ, αλλά από τον επόμενο χρόνο και μετά και για πάντα ο Δεληκάρης.

Ο Μύλλερ έπαιζε επιθετικός μέσος, με έφεση στο γκολ. Ήταν εξαιρετικός τεχνίτης, με όμορφες και αέρινες κινήσεις. Του άρεσαν οι κατά μέτωπο επιθέσεις στον αντίπαλο, όπως επίσης οι αυτοσχεδιασμοί μέσα στο γήπεδο, κάτι που όμως συνήθως δεν αρέσει στους προπονητές. Ήταν όμως παίκτης ψυχολογίας, με ιδιόρρυθμο χαρακτήρα.

Στον Ολυμπιακό έμεινε μόνο δύο αγωνιστικές περιόδους από το 1969 ως το 1971. Αγωνίστηκε συνολικά σε 41 αγώνες πρωταθλήματος, πετυχαίνοντας 5 γκολ. Έπαιξε επίσης 3 αγώνες κυπέλλου και 2 για τα κύπελλα Ευρώπης. Το ίδιο έτος (1970) σε δύο ματς στο Καραϊσκάκη, ένα κατά του Βύζαντα και ένα κατά του ΟΦΗ σκόραρε το μοναδικό γκολ του αγώνα, με το οποίο κερδίσαμε το παιχνίδι. Όταν έφυγε από τον Ολυμπιακό πήγε πρώτα στην Κόρινθο, μετά στον Ηρακλή και κατέληξε στην πρώτη του ομάδα τον Ατρόμητο Πειραιά.

Ήταν στην αποστολή της ομάδας που κατέκτησε το Κύπελλο Ελλάδας του 1971, χωρίς να αγωνιστεί. Δεν γνώρισε κάποιον άλλο τίτλο ή διάκριση.
Ο Μύλλερ έπεσε πάνω σε μια πολύ κακές για τον Ολυμπιακό ποδοσφαιρικές συγκυρίες, σε εποχή αποτυχιών και αναταραχών. Δεν είχε την ιδιοσυγκρασία και την ψυχοσύνθεση για να αντέξει και να ανταποκριθεί ανάλογα.

Γιώτης Παπαδημητρίου: Ομογενής από την Ουγγαρία που ήλθε την εποχή του Γουλανδρή. Δυνατός και ορμητικός επιθετικός, με καλή διείσδυση και ντρίμπλα, που του άρεσαν οι μετωπικές επελάσεις και μονομαχίες ένας εναντίον ενός. Δεν φοβόταν τίποτε και δεν δίσταζε, αφού πίστευε πολύ στον εαυτό του, με συνέπεια πολλοί να τον χαρακτηρίζουν τότε ατομιστή. Είχε κλέψει τις εντυπώσεις στην αρχή στα φιλικά ματς προετοιμασίας το 1971 όταν είχε πρωτοέρθει και έδειχνε ότι θα αποτελούσε την καλύτερη μεταγραφή ανάμεσα στις τόσες μεταγραφές που είχαν γίνει τότε. Η συνέχεια όμως δεν ήταν η αναμενόμενη.

Στον Ολυμπιακό αγωνίστηκε από το 1971 ως 1977. Έπαιξε 54 αγώνες (μπαινοβγαίνοντας αρκετές φορές ως αλλαγή) για το πρωτάθλημα και σημείωσε 12 γκολ, ενώ για το Κύπελλο έπαιξε 9 φορές σημειώνοντας 1 γκολ. Αγωνίστηκε και σε 4 ματς για τα Κύπελλα Ευρώπης την περίοδο 1972/73.

Είχε την ατυχία αρκετές φορές να σκοράρει σε αγώνες, που ο Ολυμπιακός τελικά έχασε ή δεν κέρδισε. Το γκολ που θα θυμάται περισσότερο πρέπει να ήταν αυτό που σημείωσε, με ατομική ενέργεια, την 17.12.1972 στις Σέρρες ένα λεπτό πριν από την λήξη του αγώνα, με το οποίο ο Ολυμπιακός ισοφάρισε το ματς σε 1-1, σε ένα πρωτάθλημα που κρίθηκε στο νήμα, στο οποίο κάθε βαθμός ήταν πολύτιμος.

Ήταν πρωταγωνιστής σε σημαδιακά άτυχες φάσεις για την ομάδα. Για παράδειγμα την 30.9.1971, στη Μόσχα, σε αγώνα για το Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης, σε δικό του σουτ Ρώσος αμυνόμενος απέκρουσε με το χέρι. Το φανερό πέναλτι όμως δεν δόθηκε ποτέ και έτσι χάθηκε η πρόκριση. Την 12.12.1976, σε κρίσιμο ντέρμπι με τον ΠΑΟ (1-1), μπαίνοντας ως αλλαγή σε μια από τις αγαπημένες επελάσεις του πέρασε καταπληκτικά τρεις παίκτες των πράσινων, βγήκε τετ-α-τετ πλάσαρε σωστά, αλλά η μπάλα αποκρούσθηκε τυχαία από το πόδι του Κωνσταντίνου, που είχε πέσει στην αντίθετη κατεύθυνση. Έτσι ο Ολυμπιακός δεν μπόρεσε να κερδίσει.

Φυσικά ως μέλος της ομάδας του Ολυμπιακού επί Γουλανδρή συμμετείχε στην κατάκτηση των σχετικών πρωταθλημάτων και κυπέλλων.

Ο Παπαδημητρίου είχε μεγάλη αξία και πολλά προσόντα, αλλά ο ατομισμός του στο γήπεδο, καθώς και ο δύσκολος και νευρικός χαρακτήρας τον έκαναν αντιπαθή. Αξίζει να παραθέσω ένα απίθανο περιστατικό, στο οποίο πρωταγωνίστησε και ακόμη το θυμάμαι έντονα. Σε φιλικό καλοκαιρινό αγώνα το 1971 είχε εκνευριστεί με συμπαίκτη του, επειδή δεν τον είχε τροφοδοτήσει σε κάποια αμέσως προηγούμενη φάση. Τότε έγινε ένα πλάγιο άουτ υπέρ του Ολυμπιακού, που πήγε να χτυπήσει ο ίδιος. Όταν αντιλήφθηκε ότι δίπλα του ήταν ο συμπαίκτης του, που τον είχε εκνευρίσει λίγα δευτερόλεπτα νωρίτερα, προτίμησε να βαρέσει το αράουτ με δύναμη πάνω στο σώμα αντιπάλου του, που βρισκόταν ακριβώς απέναντί του, έτσι ώστε μετά την πρόσκρουση (γκελ) στο σώμα του τελευταίου, να επιστρέψει η μπάλα στον ίδιο (τον Παπαδημητρίου). Κι όλα αυτά για να μην την δώσει δίπλα στον συμπαίκτη του!

Ερχόμαστε τώρα στους ευνοημένους από τύχη και συγκυρίες.

Βασίλης Παπαχρήστου: Ήρθε στον Ολυμπιακό από τα Γιάννινα και ποτέ κανείς δεν κατάλαβε γιατί τον πήραμε. Αγωνίστηκε ως αμυντικός μέσος τρεις περιόδους από το 1985 ως το 1987. Είχε περίπου 40 συμμετοχές στο Πρωτάθλημα. Ήταν ένας φιλότιμος και αγωνιστικός, αλλά πολύ μέτριος σε αξία, ποδοσφαιριστής. Σημείωσε συνολικά 3 γκολ στο Πρωτάθλημα, δηλαδή όσα σημείωσε, αν και αμυντικός, ο απίθανος Παπαγγέλης, με τον οποίο τους πήραμε μαζί πακέτο από τα Γιάννινα.

Παρ’ όλα αυτά το όνομα του Παπαχρήστου, με την ελάχιστη αγωνιστική αξία και προσφορά είναι έντονα χαραγμένο στην μνήμη των οπαδών και στην ιστορία του Ολυμπιακού. Γιατί; Για το γκολ που σημείωσε την 15.2.1987 εναντίον του ΠΑΟ στο ΟΑΚΑ, με το οποίο ο Ολυμπιακός ουσιαστικά πήρε τον τίτλο του πρωταθλητή της περιόδου 1986/87.



Κώστας Μεσολογγίτης: Ήρθε στον Ολυμπιακό από την Προοδευτική το 1957. Αγωνίστηκε στην ομάδα ως επιθετικός και μεσοεπιθετικός δύο χρόνια, από το 1957 ως το 1958. Είχε μόλις 4 συμμετοχές στο πρωτάθλημα με 2 γκολ στο ενεργητικό του και άλλες 4 συμμετοχές στο Κύπελλο. Είχε επίσης συνολικά άλλες 12 επίσημες συμμετοχές με 8 γκολ στο πρωτάθλημα Πειραιά.

Παρά τις ελάχιστες συμμετοχές του το όνομα του έχει μείνει κι αυτό χαραγμένο στην ιστορία του Ολυμπιακού και μάλιστα με χρυσά γράμματα. Ο λόγος; Σκόραρε στον κρίσιμο αγώνα μπαράζ της 18.7.1957 στη Ν. Φιλαδέλφεια εναντίον του ΠΑΟ (1-0) δίνοντας στην ομάδα μας τον τίτλο του πρωταθλητή Ελλάδας της περιόδου 1956/57.

Πάντως ακόμη και έτσι o Μεσολογγίτης μοιάζει να άξιζε πολύ περισσότερο από τον Παπαχρήστου, αφού την εποχή που έπαιζε είχε να συναγωνιστεί στην τρομερή ομάδα της δεκαετίας του 1950 θρυλικούς παίκτες όπως τους Μπέμπη, Υφαντή, Δαρίβα κ.λπ, ενώ ο Παπαχρήστου είχε να συναγωνιστεί πολύ μικρότερου βεληνεκούς συμπαίκτες στον Ολυμπιακό όπως π.χ. οι Τόγιας, Καπουράνης, Μπονόβας και Σεμερτζίδης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου