Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2016

Μπαμπά, ποιος είναι ο αρχηγός του Ολυμπιακού;

Θυμάμαι τον Κούλη πρώτο στα μπουνίδια με τους Ιωνικούς. (Τι ποια μπουνίδια;) Ο Κούλης είναι το σύμβολο μιας μετάβασης. Για όσους έχουν γεννηθεί μετά το 1990 αυτό μάλλον δεν σημαίνει και πολλά πράγματα. Για όσους δεν έζησαν τον Θρύλο να παραπαίει στον πάτο της βαθμολογίας, να κινδυνεύει να διαλυθεί με συνοπτικές διαδικασίες, να του κάνουν πλάκα οι υπόλοιποι (μέσα και έξω απ’ τους αγωνιστικούς χώρους), για όσους δεν γνώρισαν το τσιμεντένιο Καραϊσκάκη, τα σύρματα στην 7, τις καταπακτές και το «όσο με πληγώνεις τόσο με πωρώνεις», όλα αυτά ίσως να αποτελούν ένα παλιό, μακρινό επεισόδιο της ιστορίας. Ωστόσο, όλα αυτά κράτησαν σχεδόν δέκα χρόνια. Κι ο Κούλης ήταν εκεί για να μας τραβήξει απ’ τη μια εποχή στην άλλη. Όπως κάθε σωστός αρχηγός.


Του RoD

Για να σηκώσει το πρωτάθλημα που έσβησε τα πέτρινα, άπαξ διά παντός...


Ας επιστρέψω σ’ εκείνο το ματς. Το ματς που συμπυκνώνει και τη μετάβαση και τον Κούλη. Είναι η χρονιά μετά την επιστροφή. Την επιστροφή του κανονικού Θρύλου. Όχι του αλλοιωμένου, ταλαιπωρημένου, διαλυμένου των περασμένων χρόνων. Της έλειπαν πολλά πράγματα στα «πέτρινα» της ομάδας, κυρίως όμως της έλειπε ο ερυθρόλευκος τσαμπουκάς που φαινόταν να τον έχει περισσότερο ο λαός και λιγότερο οι παίχτες (πολλοί πηγαινοέρχονταν, πολλοί ήταν καθαροί μισθοφόροι ή ακόμα και… «πράκτορες» – λέγε με, π.χ. Σκαρτάδο, αλλά αυτή είναι μια άλλη μεγάλη κουβέντα) ή η διοίκηση (που την κλέβανε οι Γιδόπουλοι και οι Βαρδινογιάννηδες χωρίς να το καταλαβαίνει).
Απλά, από το 1988 μέχρι το 1997 που πήραμε το πρώτο πρωτάθλημα, περάσαμε πραγματικά πολύ, πολύ δύσκολα χρόνια. Από τότε όμως, ενώ υπήρχαν δυσκολίες και όλα αυτά τα προβλήματα, ήταν τέτοιο το δέσιμο και η αγάπη του κόσμου του Ολυμπιακού που δεν έπεφτε καρφίτσα στο γήπεδο. Καρφίτσα ρε. Δεν νομίζω ότι άλλοι φίλαθλοι έχουν συμπεριφερθεί ποτέ έτσι.
Όμως ο Κούλης ήταν εκεί, και ήταν φτιαγμένος απ’ τη δική μας πάστα.
Μπήκα 9 Οκτωβρίου του '88 και βγήκα Μάιο του 2001 από την ενδεκάδα του Ολυμπιακού!
Στον αθλητισμό δεν υπάρχει μνήμη, αλλάζουν οι εποχές, οι σταρ, ο Τύπος, αλλά εμείς οι οπαδοί και θυμόμαστε και ξέρουμε. Θυμόμαστε τα χαμένα ματς στην Τούμπα πριν καν περάσει το πούλμαν τα Τέμπη, θυμόμαστε τα τσιμέντα που πέφτανε στους παίχτες μας, τα δακρυγόνα και τα σβηστά φώτα στη Φιλαδέλφεια, τους Ζλατάνους, τα κουμπούρια, τους κουμπάρους κ.λπ.
Στο καφενείο τους λέω αυτό ακριβώς: “Μη μου μιλάτε εμένα, γιατί σας έχω ζήσει! Θα μου πείτε εσείς για αδικία;”. Εννέα χρόνια! Και μετά μπαίνω σε κάποιες λεπτομέρειες. Τι να πρωτοθυμηθώ. Να έρχεται ο διαιτητής και να σου μιλάει όπως μας μιλούσε μέσα στο Καραϊσκάκη; Άσε τώρα... Δηλαδή, εκείνοι έρχονταν με το σταυρό στο χέρι. Είναι αυτοί οι εξυγιαντές του ελληνικού ποδοσφαίρου; Εκεί θυμώνω και δεν θυμώνω εύκολα. Και τους λέω, ρε παιδιά, δεν είμαι Τζόρτζεβιτς –με την καλή έννοια τον αναφέρω- που πήρε στα 13 χρόνια 12 πρωταθλήματα. Εγώ σας έχω ζήσει. Ξέρω τι θα πει αδικία κατά της ομάδας

Τον Κούλη τον έχουμε αποθεώσει και τον έχουμε κράξει, όπως ανέκαθεν συνέβαινε με τους παίχτες που συμβόλιζαν τη φανέλα – απ’ αυτούς που τη ματώνουν έχουμε τις μεγαλύτερες απαιτήσεις και μέσα και έξω απ’ τον αγωνιστικό χώρο. Όμως ο Κούλης ξέρει τι πράμα είναι οι οπαδοί του Θρύλου, το ‘χει ζήσει, το έμαθε καλά. Οι οπαδοί ήταν πάντα εκεί, σ’ όποια θέση κι αν ήταν η ομάδα, όποιος κι αν ήταν ο «πρόεδρος» (που πολλές φορές δεν υπήρχε καν), όποιοι κι αν έπαιζαν κάθε φορά.
Αυτά τα έντονα συναισθήματα που νιώθεις, με τα πάνω και τα κάτω κι εγώ ίσως επειδή έζησα και τα πέτρινα χρόνια. Όταν κερδίζαμε αισθανόσουν ότι είσαι ο Θεός και όταν χάναμε, ο τελευταίος. Θυμάμαι χάναμε από τον Παναθηναϊκό και τρεις μέρες δεν μπορούσα να βγω από το σπίτι μου να πάω στο περίπτερο. Δεν μπορούσα να βγω από την ντροπή μου. Δεν μπορούσες να πεις «δεν γαμιέται και τι έγινε». Αυτό δεν υπήρχε τότε. Όλα αυτά, σε επηρέαζαν ως άνθρωπο πάρα πολύ.
Τη στιγμή που ο Κούλης σήκωνε εκείνη την κούπα του πρωταθλητή μετά τα πέτρινα, στα χέρια του σήκωνε και όλη την ιστορία του Θρύλου και όλον τον κόσμο. Αυτόν τον κόσμο που από πάντα τα ήθελε όλα από την ομάδα, που τη στήριζε απέναντι σε θεούς και δαίμονες, που δεν ανεχόταν όμως κανέναν αδιάφορο, κανέναν μισθοφόρο, και σίγουρα κανέναν να βάζει τον εαυτό του πάνω απ’ την ομάδα. Κανένας δεν είναι πιο μεγάλος απ’ τον Θρύλο και όλοι γίνονται μεγάλοι λόγω του κόσμου. Κι αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάει κανείς: ούτε στο γήπεδο ούτε στα γραφεία ούτε στις κερκίδες.
Μετά που έφυγα εγώ γίνονταν έκτροπα. Έπαιρναν εκατομμύρια και δεν μάζευαν 200.000 δραχμές για να δώσουν δώρο σ’ εκείνον που τους έπλενε. Μα είναι δυνατόν ρε ξεφτίλες; Το άλλο; Πήγαιναν τα αυτοκίνητά τους για πλύσιμο, έπαιρναν εκατομμύρια και πήγαιναν στον Λούβαρη την απόδειξη από το πλυντήριο! Αυτά τα πράγματα δεν γίνονται. Έτσι δεν τιμούν την ομάδα και τους ίδιους. Είναι δυνατόν να παίρνεις 5 εκατομμύρια το μήνα και να μη δίνεις 100.000 το χρόνο; Τι ήταν γι' αυτούς γαμώ το μπελά μου;
Και να που ο αρχηγός τραβάει την κουρτίνα της γκλαμουριάς, των εκατομμυρίων, των σταρ και των σέλφι, και μας θυμίζει από πού έρχεται η ομάδα. Αυτή η ομάδα, που είτε αρέσει είτε όχι, είτε το θυμούνται κάποιοι είτε όχι, γεννήθηκε στο λιμάνι, μεγάλωσε στο λιμάνι, τα χέρια της είναι ροζιασμένα απ’ τον μόχθο, τα πνευμόνια της πυρωμένα απ’ τον λιμανίσιο αέρα, η ψυχή της ατσαλωμένη απ’ τα βάσανα. Τον Θρύλο τον μεγάλωσαν οι λιμενεργάτες και οι μεροκαματιάρηδες, οι ναυτικοί και οι εργάτες, οι πρόσφυγες και οι φτωχοδιάβολοι, οι αλήτες και οι ρεμπέτες. (Όπως λέει και ο Πειραιώτης Γενίτσαρης: «Εγώ μάγκας φαινόμουνα να γίνω από μικράκι, μ' αρέσανε τα έξυπνα κι έμαθα μπουζουκάκι. Αντί σκολείο πάγαινα μες στου Καραϊσκάκη...»). Οι ομάδες δεν φτιάχνονται στα γραφεία και δεν μεγαλώνουν απ’ τα φράγκα. Ο Θρύλος βγήκε μέσα απ' τα καταγώγια και τους ταρσανάδες, τις σκαλωσιές και τα χαμαιτυπεία. Και τον δαφνοστεφανωμένο τον έκαναν μεγάλο το Πασαλιμάνι και τα Καμίνια, το Τουρκολίμανο και ο Κορυδαλλός, το Κερατσίνι και τα Ταμπούρια. Ο Θρύλος δεν φτιάχτηκε απ’ τα εκατομμύρια και τους λεφτάδες και θα συνεχίσει να υπάρχει και μετά από αυτούς. Ο Θρύλος δεν φτιάχτηκε στο Κολωνάκι. Ο λαός που τον έκανε αυτό που είναι δεν φορούσε καπαρντίνες και κοστούμια, δεν ήξερε από σαλόνια. Μόνο από τσιμέντα και πάθος. Δεν πα να ‘σαι λοιπόν απ’ την Εκάλη; Δεν πα να ‘χεις τα φράγκα όλου του κόσμου; Άμα θες να λέγεσαι γαύρος, πρέπει να κουβαλάς ένα κομμάτι απ’ το λιμάνι μέσα σου: Το ασυμβίβαστο του Λιμανιού και το ασίγαστο πάθος του Μουράτη. Απέναντι σε όλους, απέναντι στους δυνατούς, να παίρνεις την εκδίκησή σου με το να τα δίνεις όλα, να παίζεις πάντα και μόνο για τη νίκη (ακόμα και αν αυτή δεν έρθει), να μη σκύβεις ποτέ και μπροστά σε κανέναν, γιατί τότε ακουμπάς πάνω στις πλάτες του «πύρινου κόσμου» που «δεν λυγά ποτέ». Αυτού του λαού που ήταν, είναι και θα είναι πάντα εδώ.
Μου λένε κάποια παιδιά, παλαίμαχοι κι αυτοί αλλά της επόμενης γενιάς απ’ τη δική μου, πως μπορώ και είμαι τόσο προσιτός. Γιατί να μην είμαι; Από πού βγήκα; Απ’ τα πιο φτωχά αρχίδια που υπάρχουν. Τιμή μου και καμάρι μου. Ό,τι έκανα, το έκανα μέσα από το ποδόσφαιρο και τον Ολυμπιακό. Ούτε που το σκεφτόμουν ποτέ όταν ήμουν πιο μικρός. Τη δύναμη, λοιπόν, αυτή από πού θα την πάρεις; Από τον κόσμο. Γίνεται να του γυρίζω τώρα την πλάτη;
Σε κάθε λέξη του Κούλη, σε κάθε ιστορία που θυμάται, σε κάθε παίχτη που αναφέρει, περιγράφει το μέταλλο της ομάδας. Που έρχεται από πολύ μακριά και θα πάει ακόμα πιο μακριά. Δύο παίχτες όμως ξεχωρίζει, δύο παίχτες-σύμβολα που αποτελούν την καρδιά της ομάδας και του λαού της, που λατρεύτηκαν (και λατρεύονται) ως οι μεγαλύτεροι τα τελευταία 20 χρόνια, γιατί, ακόμα και αν δεν το ξέρουν οι ίδιοι, κουβαλάνε μέσα τους κάτι και απ’ την ομάδα και απ’ τον λαό της.

Ο ένας είναι ο Βασίλης Καραπιάλης. Παιχταράς και αλάνι: ό,τι ακριβώς γουστάρει κάθε γαύρος. Τον μάγο απ’ το λιμάνι, τον καλλιτέχνη που δεν μασάει, που μιλάει στην μπάλα, που μιλάει στην καρδιά της εξέδρας. Λιμανίσιος αρτίστας, με ένα πράγμα μόνο στο μυαλό του: επίθεση παντού, καλύτερος απ’ όλους, στο τέλος νικητής (αν όχι στο γήπεδο, πάντα στην καρδιά μας).
Ειδικά τα πέτρινα χρόνια εμείς οι ποδοσφαιριστές του Ολυμπιακού νιώθαμε όχι μόνο ότι η μπάλα έκαιγε... Ερχόταν η μπάλα στα πόδια μας και έβριζε όλο το Καραϊσκάκη, όποιος παίκτης κι αν ήταν. Μιλάμε για πραγματικά πολύ δύσκολα χρόνια. Γι αυτό και θεωρώ, ανοίγω μία παρένθεση, τον μεγαλύτερο ποδοσφαιριστή που γνώρισα στον Ολυμπιακό τον Βασίλη Καραπιάλη! Γιατί όταν η μπάλα έκαιγε ήταν ο μοναδικός που γύριζε πίσω και έλεγε “φέρτε μου τη μπάλα”. Θυμάμαι ότι είχε βάλει 18 γκολ εκείνη τη χρονιά.
Ο άλλος είναι ο πραγματικός λάτιν μάγος που είχε η ομάδα. Γι’ αυτό και δέθηκε η εξέδρα τόσο πολύ μαζί του κι αυτός μαζί της. Γι’ αυτό και είναι ο μεγαλύτερος ξένος παίχτης που έχει παίξει στη χώρα τα τελευταία είκοσι χρόνια. Ό,τι γράψαμε πάνω για τον Μπίλαρο, μπορεί να επαναληφτεί και για τον Ζιο. Λιμανίσιος αρτίστας, με ένα πράγμα μόνο στο μυαλό του: επίθεση παντού, καλύτερος απ’ όλους, στο τέλος νικητής.

Και ο ένας και ο άλλος, χόρευαν με τη μπάλα. Ο Ζιοβάνι όμως, παρότι ήταν βουνό, το έκανε με έναν τρόπο μοναδικό. Ήταν χορευτής. Αυτό, όμως, πρέπει να το δέσεις και με άλλα πράγματα. Ο Ζιοβάνι είχε όλο το πακέτο: ήταν ένα παιδί χαμογελαστό, να κάνει την προπόνηση, να προσέξει μην σε χτυπήσει, να σε σεβαστεί. Έδειχνε σεβασμό από τον πιο μεγάλο μέχρι τον πιο μικρό. Ενώ ο Ζάχοβιτς δεν ήταν έτσι. Μπορεί το μεγαλύτερο όνομα που πέρασε ποτέ από τον Ολυμπιακό, ιστορικά, να ήταν ο Ριβάλντο, αλλά, αυτά που είδαμε με τον Ζιοβάνι, δεν τα είδαμε από κανέναν άλλον. Έκανε έρωτα με την μπάλα...
Λέει πολλά ο Κούλης στη συνέντευξη. Μπορείτε να τη διαβάσετε εδώ, αν δεν το έχετε κάνει ήδη (κακώς). Ολόκληρη τη συνέντευξη θα πρέπει να τη διαβάσουν (πολλές φορές) οι ποδοσφαιριστές, οι διοικούντες, οι οπαδοί του σήμερα. Για να θυμηθούν τι σημαίνει Ολυμπιακός, αλλά και αρχηγός του Ολυμπιακού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου