Του Dr. Jekyll
Ας ξεκινήσουμε με τα βασικά
Ο λόγος που πηγαίνει ο οπαδός στο γήπεδο είναι να για να ενισχύσει την ομάδα του. Πριν από πολλά πολλά χρόνια, ο οπαδός έδινε, και ΕΠΡΕΠΕ να κερδίσει, τη μάχη της εξέδρας: όπως οι παίχτες όφειλαν να τα δώσουν όλα για να νικήσουν τους αντίπαλους, έτσι και οι οπαδοί είχαν χρέος να φωνάξουν πιο δυνατά από τους απέναντι, να πωρώσουν τους ποδοσφαιριστές της ομάδας τους και να κόψουν τον αέρα και τα πόδια των αντιπάλων. Στο σύγχρονο ποδόσφαιρο, η μετακίνηση οπαδών γίνεται με το σταγονόμετρο, οι απέναντι οπαδοί συνήθως δεν υπάρχουν, και όταν υπάρχουν είναι τόσο λίγοι που η μάχη της εξέδρας δεν έχει νόημα.
Ο οπαδός χοροπηδά στα σκαλοπάτια, ανάβει καπνογόνα, φτιάχνει μπλούζες, πανό και αυτοκόλλητα. Ο οπαδός θυμάται ακόμα την πρώτη φορά που μπήκε στο Ναό και δεν έβγαζε κουβέντα από την καύλα του. Ο οπαδός γράφει στ' αρχίδια του την αριθμημένη θέση, την κάμερα ασφαλείας και τα μεγάφωνα που καλούν να μη φωνάζει υβριστικά συνθήματα. Ο οπαδός, με λίγα λόγια, κάνει το γήπεδο, το ποδόσφαιρο (μπάσκετ, βόλεϊ κτλ.) και τον Ολυμπιακό, αυτά που είναι το γήπεδο, το ποδόσφαιρο (μπάσκετ, βόλεϊκτλ.) και ο Ολυμπιακός. Δεν μιλάμε αναγκαστικά μόνο για ζόρικες καταστάσεις: όσοι έζησαν το 6-1 με την ΑΕΚ (το πιο παλιό, όχι το πιο πρόσφατο επί Βαλβέρδε -- και μέχρι το επόμενο) θα θυμούνται πάντοτε το γέλιο που έπεφτε με τα δεκάδες ευφάνταστα συνθήματα για τον γραφικό πόντιο τερματοφύλακα, τον αδικημένο από τη ζωή και τον Τζόρτζεβιτς, Ηλία Ατματζίδη.
Ο οπαδός κρατά σε κουτάκι τα εισιτήρια από παλιούς αγώνες (και όταν τα κοιτάζει χαμογελάει). Ο οπαδός αντί για αδιάβροχο και βαρύ μπουφάν έχει το κασκόλ του. Πηγαίνει στο γήπεδο είτε η ομάδα είναι πρώτη, είτε τελευταία στον βαθμολογικό πίνακα. Δεν διαχωρίζει ποδόσφαιρο, μπάσκετ, βόλλεϋ, πόλο, στίβο, κολύμβηση ή πινγκ πονγκ, όλα ανήκουν στην οικογένεια του Ολυμπιακού. Δεν είναι με τον Μαρινάκη, τους Αγγελόπουλος και τον Κόκαλη (όπως παλιά δεν ήταν με τον Νταϊφά, τον Κοσκωτά και τον Σαλιαρέλη), αλλά είναι με τον Ολυμπιακό. Λατρεύει τους παίκτες που μιλάνε στη μπάλα, όπως τον Καραπιάλη και τον Ζιοβάνι, αλλά λατρεύει και τους παίκτες που σκίζονται για την ομάδα, όπως τον Πάντο και τον Φουστέρ. Όμως, πάνω από τον Καραπιάλη, τον Ζιοβάνι, τον Πάντο και τον Φουστέρ, έχει τον Ολυμπιακό. Ο οπαδός περιμένει σαν εξαρτημένος τους φιλικούς αγώνες του καλοκαιριού, αδημονεί για τους εντός έδρας αγώνες και προσμένει με ανυπομονησία τις εκδρομές και τα εκτός έδρας παιχνίδια.
Οι οπαδοί ενίοτε, και πάντα λόγω της μεγάλης τους αγάπης για την ομάδα, αντιδρούν άσχημα όταν τα πράγματα πηγαίνουν κατά διαόλου. Κάπως έτσι, θέλει ο μύθος και τον Γιώργαρο Αμανατίδη να πηγαίνει στο Ρέντη μέσα στο πορτ μπαγκαζ αυτοκινήτου. Κάπως έτσι στα πέτρινα χρόνια, δονούσε το γήπεδο το σύνθημα “Παίκτες πουλημένοι, ο Θρύλος δεν πεθαίνει”. Διαπράττοντας μια ιεροσυλία, θα τολμήσω να παραφράσω τον λογοτέχνη ιστορικό Howard Zinn: “Η κραυγή των οπαδών δεν είναι πάντα δίκαιη, αλλά όποια διοίκηση δεν την ακούσει δεν έχει ιδέα για δικαιοσύνη”. Ο οπαδός ανησυχεί, στρεσάρεται, δυσφορεί όταν βλέπει ότι η ομάδα του δεν είναι σε καλό δρόμο. Η πίεση και το άγχος κάνουν κακό στη κρίση και την υγεία. Ο οπαδός, όμως, οφείλει να κρίνει με ψυχραιμία την ομάδα του. Όχι για το δικό του καλό, αλλά για το δικό της.
Ας πάμε, λοιπόν, στον αγώνα με την Χάποελ Μπερ Σεβά στο Καραϊσκάκη. Δεδομένο πρώτο: η ομάδα μέχρι και πέρυσι τέτοια εποχή έδινε φιλικούς αγώνες. Δεύτερο: η ομάδα έχει έναν νέο προπονητή. Τρίτο: με τη φυσική κατάσταση να βρίσκεται στο ναδίρ, δεν γίνεται να παίξεις μπάλα, αφού το σώμα δεν υπακούει στο, έτσι κι αλλιώς, θολωμένο μυαλό. Τέταρτο: η ομάδα αυτή (ναι, πάνω κάτω οι ίδιοι παίκτες) μας έκαναν πέρυσι, αλλά και γενικότερα, περήφανους και δικαιούται τις κακές της στιγμές (κάθε περίπτωση κρίνεται ξεχωριστά).
Είναι επίσης δεδομένο πως αυτό που έπαιξε ο Ολυμπιακός δεν ήταν ποδόσφαιρο. 'Όμως, ο αγώνας έληξε 0-0 και υπήρχε επαναληπτικός. Το διακύβευμα ήταν σοβαρό: η πρόκριση στο Champions League δίνει αίγλη στην ομάδα και δίνει στον οπαδό την ευκαιρία να δει τον Ολυμπιακό να αγωνίζεται εκεί που ανήκει, στη ποδοσφαιρική αφρόκρεμα της Ευρώπης. Επαναλαμβάνω: κανένα τρένο δεν χάθηκε στο 0-0, ιδίως απέναντι σε ομάδες που δεν περιλαμβάνονται στα ευρωπαϊκά μεγαθήρια. Η εικόνα ενός γηπέδου, το οποίο αντί να στηρίζει, να γιουχάρει την ομάδα, ενός παίκτη να ανταλλάζει γαλλικά με την εξέδρα, και όλα αυτά στο πρώτο επίσημο παιχνίδι της χρονιάς, θέτει γερά θεμέλια για να ακολουθήσουν μεγαλύτερες αποτυχίες.
Οι ευθύνες των παικτών...
Να δεχτώ, και να συμφωνήσω, ότι ο Μαζουακού έναν χρόνο (σχεδόν) ήταν προκλητικά αδιάφορος. Να δεχτώ, χωρίς να συμφωνώ, ότι ο Ντα Κόστα είναι άθλιος αμυντικός που δεν αξίζει να φορά τη φανέλα μας. Όμως: όσο καταλαβαίνω το αυθόρμητο σιχτίρισμα (στο σίγουρο γκολ που κάπως κατορθώνει να χάσει ο Ιντέγιε -ας ελπίσουμε ότι αυτή είναι εικόνα του παρελθόντος- ή στην εξηκοστή μαλακία του Ντα Κόστα) δεν μπορώ να δεχθώ, δεν συνάδει με αυτό που εγώ θεωρώ ότι είναι ο οπαδός, το συστηματικό γιούχα όταν φτάνει η μπάλα στα πόδια παίκτη της ομάδας μας. Δεν γίνεται να πιστεύει κανείς ότι το γιουχάρισμα στον Ντα Κόστα, τον Φορτούνη ή τον Μαζουακού θα έχουν θετικά αποτελέσματα.
Από τη μία ο Ντα Κόστα (και ο Μποτία): και οι δύο υπ' ατμόν, με τον πρώτο όλοι να αναφέρουν ότι είχε εντολή να βρει ομάδα. Αυτός δεν βρήκε ομάδα, εμείς δεν βρήκαμε άλλον αμυντικό και ο Ντα Κόστα (από κοντά αντίστοιχες φήμες και για τον Μποτία) συνεχίζουν να φορούν, ξενερωμένοι πιθανότατα, τη φανέλα με το δαφνοστεφανωμένο. Και οι δύο, δε, φοβούνται ακόμα περισσότερο να πάνε πάνω στις φάσεις. Από την άλλη ο Φορτούνης: ο mvp της περυσινής χρονιάς, 23 ετών και ο μοναδικός Έλληνας παίκτης με τόσο ταλέντο. Αυτός ο παίκτης θέλεις να είναι γαύρος, θέλεις να θέλει να μείνει και να γίνει ηγέτης, τον έχεις ανάγκη αγωνιστικά, όπως το ίδιο ανάγκη έχει κι αυτός τον Ολυπιακό, βεβαίως βεβαίως. Δεν ξέρω αν είναι κωλόπαιδο, ευαίσθητος, καλαμοκαβαλημένος ή με τάσεις αυτοκαταστροφής. Το γιουχάρισμα μετά από κάποιες κακές εμφανίσεις (με τις περισσότερες σε φιλικά) όταν πέρυσι είχε κάνει παπάδες, είναι εκτός τόπου και χρόνου και το μόνο που θα προκαλέσει είναι ρήξη στη σχέση του με την ομάδα.
Σε σχέση με την αντίδραση προς τους παίκτες, πρέπει να βλέπει κανείς και τη γενικότερη εικόνα. Δεν με ενδιαφέρει αν οι βάζελοι έκριναν μετά τη Καμπάλα, στην 68η φάπα (για να το θέσω ευγενικά) τα τελευταία χρόνια, πως έπρεπε να την πουν στους παίκτες τους. Και δεν λέω να γίνουμε σαν αυτούς που χάνουν από τη Ξάνθη και τον Λεβαδειακό στο γήπεδό τους και λένε στα χάπατα που έχουν για ποδοσφαιριστές “δεν πειράζει, αφού σας αδικούν τα κοράκια”. Οι παίκτες του Ολυμπιακού, όμως, δεν έχουν βεβαρυμένο αγωνιστικό μητρώο. Τα πρωταθλήματα κατηφορίζουν το ένα μετά το άλλο στο Λιμάνι, στην Ευρώπη οι αξιοπρεπείς εμφανίσεις είναι κανόνας, και όχι εξαίρεση, και στα περισσότερα εγχώρια ντέρμπυ αποδεικνύουν ποιος είναι το αφεντικό.
Φυσικά και ο οπαδός θα γκρινιάξει μετά από αποτυχίες. Πιθανόν και να κατευθυνθεί προς το Ρέντη ή το αεροδρόμιο όταν αισθάνεται ότι οι ποδοσφαιριστές τον έχουν ντροπιάσει, και, το σημαντικότερο, έχουν ντροπιάσει τη φανέλα του Ολυμπιακού. Επειδή, όμως, η κάθε περίπτωση κρίνεται ξεχωριστά, οι έντονες αποδοκιμασίες που, όχι απλώς ακολούθησαν, αλλά εκφράστηκαν και κατά τη διάρκεια του αγώνα, το 0-0 με τον Μπερ Σεβά, θεωρώ πως ήταν άδικες. Ήταν το πρώτο επίσημο παιχνίδι, σε μια περίοδο που η ομάδα, λόγω άθλιου προγραμματισμού και τεχνικής καθοδήγησης, ήταν εμφανώς ανέτοιμη. Αυτοί οι ποδοσφαιριστές, με την ως τώρα παρουσία τους στην ομάδα, δεν αξίζουν αυτές τις αποδοκιμασίες, πόσο μάλλον χωρίς να του δοθεί η στήριξη για να δοκιμάσουν να αλλάξουν την κατάσταση στον επαναληπτικό.
Για παράδειγμα, ο Ντα Κόστα. Δεν είναι σπουδαίος αμυντικός και, πιθανότατα, δεν θα γίνει ποτέ. Δεν είναι, όμως, αδιάφορος. Και όποιος αμφιβάλει γι' αυτό, μπορεί να δει τους πανηγυρισμούς του όταν με καρφωτή κεφαλιά έδινε κεφάλι στον Ολυμπιακό, στο περυσινό εντός έδρας παιχνίδι με τον Παναθηναϊκό. Μπορείς να του προσάψεις ότι έχει περιορισμένες ικανότητες, αλλά όχι ότι έχει μειωμένη απόδοση. Ένας ποδοσφαιριστής δεν έχει ευθύνη που αποδίδει ανάλογα με τις ικανότητες του. Όπως και ο κάθε ποδοσφαιριστής δικαιούται να είναι για μια περίοδο ντεφορμέ, και να κάνει μέτριες ή κακές εμφανίσεις.
Ο ποδοσφαιριστής, όμως, είναι υπεύθυνος όταν το ντεφορμάρισμά του συνδυάζεται με χρόνια αδιαφορία, όπως ο περυσινός Μαζουακού. Είναι υπεύθυνος όταν με τη συμπεριφορά του προσβάλει τους συμπαίκτες του, όπως ο Μήτρογλου στο τσακωμό του με τον Τσόρυ, στον αγώνα με τον Παναθηναϊκό, ή όπως ο Σάμαρης όταν δήλωνε, μετά από όσα είχαν γίνει στη Τούμπα, ότι έχει πρότυπο τον Κατσουράνη -σοβαρά τώρα; Tον Κατσουράνη;. Όταν δεν σέβεται την ομάδα που αγωνίζεται, όπως ο σπουδαίος, κατά τ' άλλα, ποδοσφαιριστής Ζλάτκο Ζάχοβιτς. Όταν δεν σέβεται τους οπαδούς, όπως ο Ελευθερόπουλος με την ανόητη αντίδραση του προς τον κόσμο στον αγώνα με τη Λίβερπουλ.
Κάθε ποδοσφαιριστής, ανάλογα με την προηγούμενη και την μετέπειτα συμπεριφορά του, κρίνεται στη συνείδηση των φιλάθλων και βρίσκει, τελικά, τη θέση του στην ιστορία του Ολυμπιακού (αλλιώς θα θυμούνται όλοι τον Ελευθερόπουλο και τον Μήτρογλου, κι αλλιώς τον Ζάχοβιτς και τον Μαζουακού). Για να δεχτεί, όμως, ένας παίκτης ή μια ομάδα τη συστηματική αποδοκιμασία, ειδικά κατά την διάρκεια του αγώνα, πρέπει τα άλλοθι, οι δικαιολογίες και η ανοχή να έχουν στερέψει. Στον πρώτο επίσημο αγώνα της ομάδας, μετά από μια, σε γενικές γραμμές, καλή χρονιά, οι συγκεκριμένες αντιδράσεις μόνο μεγαλύτερο κακό μπορούσαν να προκαλέσουν. Εκτός αν θεωρήσουμε πως ήταν ένας μοχλός πίεσης προς τη διοίκηση για να τελειώσει με τον Σάντσεθ και να προχωρήσει στις επιβεβλημένες μεταγραφικές κινήσεις -αλλά τότε, γιατί να τα ακούσει ο Ντα Κόστα;
Και με αφορμή τις τελευταίες προτάσεις, μένουμε στη γκρίνια, αλλά φεύγουμε από τους παίκτες και την ομάδα, και πάμε στη διοίκηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου