Τρίτη 10 Μαΐου 2022

6/5/1998: Ο Ολυμπιακός σκορπά τα όνειρα μιας ομάδας, μιας πόλης & ενός παιχταρά

Υπάρχουν κάποιες ελάχιστες φορές που ο Ολυμπιακός, με τις νίκες, τις επιτυχίες και τους τίτλους του, έτυχε να χαλάσει τα όνειρα κάποιων αντιπάλων επαρχιακών ομάδων, από αυτές, που όχι μόνον ήταν άξιες και ισχυρές, αλλά και συμπαθητικές. Ταυτόχρονα κατέστρεψε τα όνειρα και άλλαξε καταλυτικά τις καριέρες και κάποιων αντιπάλων παικτών, από αυτούς που ήταν πραγματικά μεγάλοι. Βλέποντας τα πράγματα εκ των υστέρων, μετά από χρόνια, αισθάνεσαι κάτι ακαθόριστο, ιδίως όταν τα όνειρα αυτά που διαλύθηκαν ήταν προϊόν μιας συστηματικής δουλειάς, ενός διαρκούς αγώνα και μιας μεγάλης προσπάθειας. Δεν ήταν από τα όνειρα που βασίζονταν σε τύχη, σε συμπτώσεις και σε συγκυρίες και χαρακτηρίζονταν από θράσος. Δεν μπορώ να πω βέβαια ότι λυπάμαι ή στενοχωριέμαι για αυτό που έγινε, αλλά ωστόσο το σκέπτομαι. Και οπωσδήποτε δεν το σκέπτομαι με χαιρεκακία. 


Του Θεολόγου Μιχαηλίδη

Ένα παράδειγμα από τον χώρο του ποδοσφαίρου θα μπορούσε να ήταν οι τρεις χαμένοι τελικοί Κυπέλλου της δεκαετίας του 1950 της σπουδαίας τότε ομάδα της Δόξας Δράμας, που διεξήχθησαν στην Αθήνα, με αντίπαλο τον Ολυμπιακό. Ωστόσο, παρά τη φιλολογία που είχε αναπτυχθεί, περί αδικίας σε βάρος της Δόξας, στην πραγματικότητα πολύ δύσκολα θα μπορούσε η Δόξα να κερδίσει τον Ολυμπιακό σε τελικό μέσα στη Λεωφόρο. Υπήρχε διαφορά μεταξύ των δύο ομάδων. 

Αντίθετα, νομίζω ότι ένα πολύ πιο πρόσφορο παράδειγμα είναι η κατάκτηση του πρωταθλήματος βόλεϊ από τον Ολυμπιακό το 1998 μέσα στην Ορεστιάδα, σε μια ιστορική σειρά τελικών απέναντι στην πανίσχυρη εκείνη τοπική ομάδα. 

Ας θυμηθούμε καλύτερα τι είχε συμβεί τότε. 

Κατ’ αρχάς ο Ολυμπιακός είχε να πάρει πρωτάθλημα από το 1994, δηλαδή 3 χρόνια, διάστημα μεγάλο για μια ομάδα σαν τον Ολυμπιακό, ιδίως σε ένα άθλημα από τα θεωρούμενα της ειδικότητάς του, όπως το βόλεϊ. Από την προηγούμενη σεζόν, είχε έρθει στην τεχνική ηγεσία ο Μοντάλι και οι φιλοδοξίες είχαν αυξηθεί πολύ, αφού το έργο του είχε αρχίσει να αποδίδει, ενώ και η ομάδα διέθετε σπουδαίους παίκτες. 

Από την άλλη πλευρά, απέναντι του υπήρχε η Ορεστιάδα, μια πολύ ισχυρή ομάδα, με εξαιρετικούς παίκτες που πρωταγωνιστούσε ανελλιπώς στο ελληνικό πρωτάθλημα και είχε ήδη διακριθεί αρκετά και στην Ευρώπη. Μάλιστα την περασμένη χρονιά (1996/97) είχε φτάσει στον τελικό, αλλά είχε χάσει το πρωτάθλημα από τον Άρη. Προηγουμένως, όμως, την χρονιά εκείνη, στην ημιτελική φάση, είχε καταφέρει να αποκλείσει τον Ολυμπιακό με 1-3 νίκες, μολονότι είχε μειονέκτημα έδρας, αφού εμείς ήμασταν που είχαμε τερματίσει στην πρώτη θέση στην κανονική σεζόν. Πιο παλιά, το 1993, η Ορεστιάδα είχε αντιμετωπίσει και πάλι σε μια σειρά τελικών τον Ολυμπιακό, αλλά τότε ήταν σχετικά ανώριμη για πρωταθλητισμό και έχασε με σκούπα (4-0) όλα τα ματς. 

Εκείνη τη συγκεκριμένη περίοδο, όμως, την περίοδο 1997/98, η Ορεστιάδα του Μιχαήλοβιτς δεν ήταν διατεθειμένη να την ξαναπατήσει. Είχε φροντίσει να εξασφαλίσει το απόλυτο πλεονέκτημα έδρας, τερματίζοντας πρώτη στη κανονική σεζόν, ενώ ο Ολυμπιακός είχε τερματίσει δεύτερος, αν και οι δύο ομάδες είχαν συνολικά ίδιο αριθμό ηττών (από 3) στην κανονική περίοδο, κατά την διάρκεια της οποίας είχαν μοιραστεί τις νίκες, η καθεμία στην έδρα της. Η έδρα της Ορεστιάδας ήταν πολύ θερμή, άσχετα από το γεγονός ότι οι οπαδοί της τοπικής ομάδας δεν ήταν τίποτε κανίβαλοι. Χαρακτηριστικό της ιδιαίτερα θερμής ατμόσφαιρας του γηπέδου η μπάντα, που αποτελείτο ουσιαστικά από μέλη της φιλαρμονικής του δήμου της πόλης. Η μπάντα έκανε κανονικά πρόβες ενόψει των αγώνων και έπαιζε προσυμφωνημένο ρεπερτόριο, που να ικανοποιούσε όλες τις τάσεις. 

Ανάμεσα σε αυτά που έπαιζε μάλιστα ήταν ακόμη και το «Bella Ciao». Το τραγούδι αυτό καθιερώθηκε στη συνέχεια ως επίσημο τραγούδι για την άνοδο της Ορεστιάδας στα μπαράζ του 2014 για τη Volley-League. Υπό τους ήχους του Bella Ciao, άλλωστε, αποχαιρέτησε συγκινητικά η πόλη τον Σαμαρά όταν αναχώρησε από τον κόσμο αυτόν. Η μπάντα ειδικευόταν επίσης και σε διάφορα κομμάτια του Γκόραν Μπρέγκοβιτς. 

Την περίοδο 1997/98, όπως και στα προηγούμενα χρόνια, το γήπεδο γέμιζε ακόμη και όταν η Ορεστιάδα έπαιζε με μικρές σχετικά ομάδες. Ωστόσο στους τελικούς με τον Ολυμπιακό αναμενόταν να μετατραπεί σε καμίνι, αφού μια ολόκληρη πόλη ζούσε και ανέπνεε για αυτή τη σειρά των τελικών και το όραμα του πρωταθλήματος, που σήμαινε τόσο πολλά --ίσως τα πάντα-- για τη συγκεκριμένη πόλη της Θράκης. Άλλωστε η συντριπτική πλειοψηφία, για να μην πούμε σχεδόν όλοι οι παίκτες της ομάδας ήταν από την Ορεστιάδα. 

Η ομάδα βόλεϊ της πόλης ήταν αυτή που έδινε ζωή και γέμιζε περηφάνεια την πόλη. Ήταν το καμάρι της. Ο σφυγμός της πόλης της Ορεστιάδας και ίσως όλης της Θράκης κτυπούσε στο γήπεδο του βόλεϊ. Η τοπική βιομηχανία «Χαρτοποιία Θράκης» (DIANA) υποστήριζε οικονομικά φουλ την ομάδα. Ο ιδιοκτήτης της Πάνος Ζερίτης ήθελε, πάνω από όλα, να κερδίζει η Ορεστιάδα τον Ολυμπιακό, όχι γιατί τον αντιπαθούσε, αλλά επειδή είχε πολλούς φίλους στην ομάδα μας και του άρεσε να τους πειράζει. Άλλωστε γνώριζε άριστα ότι ο Ολυμπιακός ήταν μακράν η μεγαλύτερη ομάδα του ελληνικού βόλεϊ, οπότε σπουδαιότερη νίκη από αυτήν σε εθνικό επίπεδο δεν υπήρχε.   

Στη φάση των ημιτελικών εκείνης της περιόδου Ολυμπιακός και Ορεστιάδα είχαν περάσει άνετα, αφού νίκησαν αμφότεροι με 2-0 νίκες, η μεν Ορεστιάδα τον ΠΑΟ, ο δε Ολυμπιακός τον πρωταθλητή Άρη αντίστοιχα. Έτσι οι δύο ομάδες έφτασαν στη φάση των τελικών του πρωταθλήματος του 1998 με πλεονέκτημα έδρας της Ορεστιάδας, σε μια έδρα που θεωρείτο απόρθητη ή σχεδόν απόρθητη. Όλη η πόλη ζούσε και ανέπνεε για το πρωτάθλημα και αυτό το αίσθημα δεν έχει ξεχαστεί ακόμη και σήμερα, έπειτα από 25 σχεδόν χρόνια. 

Η σειρά των τελικών ήταν κάπως περίεργη. Μπορεί να κρίθηκε στα 5 ματς, όπως αναμενόταν, αλλά δεν είχε πολλά γεμάτα και αμφίρροπα σετ, όπως θα περίμενε κανείς. 

Την 27/4/98, στον πρώτο αγώνα στην Ορεστιάδα, η τοπική ομάδα έδειξε ένα εξαιρετικό πρόσωπο, το οποίο, σε συνδυασμό με τη δύναμη της έδρας, έκανε τη θρακιώτικη ομάδα να κάνει περίπατο νικώντας 3-0. Ο Ολυμπιακός όχι μόνο δεν πήρε σετ, αλλά πέτυχε συνολικά όλους και όλους 13 πόντους, δηλαδή ένα αριθμό πόντων με τον οποίο δεν μπορούσε να κερδίσει ούτε σετ. 

Το δεύτερο ματς, που έγινε μετά από δύο μέρες (29/4/98) στην έδρα μας, ήταν μια διαφορετική ιστορία. Ο Ολυμπιακός νίκησε εύκολα 3-1, παίρνοντας μάλιστα και ένα σετ με 15-0 (!). Τα σετ ήταν 15-3, 15-0, 13-15, 15-9. 

Το τρίτο ματς στην Ορεστιάδα, που έγινε 2/5/98, το πήρε η Ορεστιάδα, αλλά πολύ δύσκολα. Ήταν και ο μόνος αγώνας της σειράς που κρίθηκε στα 5 σετ (13-15, 15-8, 8-15, 15-11, 15-13). Είχε ήδη αρχίσει να φαίνεται ότι η απόδοση του Ολυμπιακού ανέβαινε, ενώ της Ορεστιάδας έπεφτε. 

Το γεγονός αυτό φάνηκε ακόμη περισσότερο στον τέταρτο κατά σειρά αγώνα της 4/5/98, όπου ο γηπεδούχος Ολυμπιακός νίκησε εύκολα χωρίς απώλεια σετ με 3-0 (15-8,15-6,15-5). 

Τα πάντα λοιπόν θα κρινόντουσαν την 6/5/98, στον πέμπτο αγώνα στην Ορεστιάδα, όπου μεταφερόταν πλέον η σειρά. Παρά τη γενική κινητοποίηση της πόλης για τον υπέρ όλων αγώνα στο πέμπτο και τελευταίο ματς, όπου κρίθηκε ο τίτλος, ο Ολυμπιακός έσπασε την έδρα της ακριτικής ομάδας νικώντας την 1-3 (9-15, 7-15, 15-6, 6-15) και κατέκτησε το πρωτάθλημα. Τα σετ του αγώνα διάρκεσαν συνολικά 124 λεπτά (λόγω της ύπαρξης των αλλαγών).

Στον αγώνα παρευρέθηκαν και 80-100 περίπου οπαδοί του Ολυμπιακού, που οι περισσότεροι είχαν ταξιδέψει, αφού οι οπαδοί του φρέσκου τότε τοπικού Συνδέσμου της Ορεστιάδας, ο οποίος είχε ιδρυθεί τον Αύγουστο του 1994, δεν θέλησαν να εκδηλωθούν κόντρα στην ίδια τους την πόλη. Ο ρόλος των οπαδών του Ολυμπιακού στον πέμπτο αγώνα ήταν καθοριστικός, αφού δεν σταμάτησαν ποτέ να φωνάζουν και έδωσαν θάρρος στους παίκτες της ομάδας. Μάλιστα η διοίκηση της Ορεστιάδας εκ των υστέρων θεώρησε πως αν δεν υπήρχαν μέσα στο γήπεδο οι οπαδοί του Ολυμπιακού, η Ορεστιάδα θα κέρδιζε οπωσδήποτε, γιατί οι ερυθρόλευκοι ήταν σαφώς επηρεασμένοι πριν από το ματς από την ατμόσφαιρα του γηπέδου. Από την άλλη, οι παράγοντες της Ορεστιάδας, που ήταν έντιμα άτομα, δεν αρνήθηκαν να δώσουν τα εισιτήρια που αναλογούσαν στον Ολυμπιακό, τα οποία διανεμήθηκαν στο ξενοδοχείο που διέμενε η ομάδα. 

Στον τελευταίο τελικό, τη διαφορά την έκαναν κυρίως οι ακραίοι του Ολυμπιακού. Ο Γκιούρδας είχε ποσοστά 88% στην υποδοχή και 84% στην επίθεση, ενώ ο Ουκρανός Ιγκόρ Ποπόφ είχε αντίστοιχα 87% στην υποδοχή και 76% στην επίθεση. Ο πρώτος συνεισέφερε 12 πόντους και 18 αλλαγές, ενώ ο δεύτερος 10 πόντους και 16 αλλαγές. Σπουδαία απόδοση στο μπλοκ είχαν ο Τσακιρόπουλος με 7 (που ήταν και εξαιρετικός επιθετικά, με ποσοστό 67%) αλλά και ο Ποπόφ με 4. Στους άσους, 4 είχε ο Ποπόφ και από 3 οι Γκιούρδας και Ντράγκοβιτς. Ο τελευταίος είχε και ποσοστό 64% στην επίθεση. Ο Κουρνέτας καθοδήγησε όμορφα την ομάδα στη πάσα, ενώ βοήθησε πολύ σε επίθεση και μπλοκ και ο Ιταλός Πάολο Μέρλο. MVP του τελικού αγώνα αναδείχθηκε ο Ποπόφ. 

Από την Ορεστιάδα ξεχώρισε ο φοβερός εκείνη τη μέρα Μπάεφ (12 πόντοι+19 αλλαγές) που είχε και 8 άσους, καθώς και ο Ζελιάσκοφ (7 πόντοι+21 αλλαγές ) οποίος είχε και 6 μπλοκ . Αντίθετα υστέρησε το μεγάλο ατού της ομάδας, ο Σαμαράς, που είχε μεν ποσοστό 69% στην επίθεση, πλην όμως πρόσφερε μόλις 1 πόντο και 13 αλλαγές. Ο Μποζίδης θα μπορούσε να αποδώσει καλύτερα, ενώ πολλά έδωσε ο Παπάζογλου, που είχε επιθετικά ποσοστό 100%. Ικανοποιητικά αγωνίστηκαν και οι Γραμματικόπουλος και Κεμενετζής. 

Όση χαρά έδωσε η νίκη και ο τίτλος στον Ολυμπιακό τόση λύπη προξένησε στην πόλη. Σε κοινή συνέντευξή τους το 2014, οι νεαροί το 1998 Κουρνέτας και Χριστοφιδέλης είχαν ξεχωρίσει το συγκεκριμένο πρωτάθλημα του 1998 ως εκείνο που θα θυμούνται περισσότερο από όλα, αφενός μεν γιατί ήταν το πρώτο, αφετέρου δε γιατί κατακτήθηκε κάτω από δύσκολες συνθήκες σε μια καυτή έδρα. Τον ίδιο χρόνο ο Ολυμπιακός έκανε και το νταμπλ. 

Στο αντίπαλο στρατόπεδο, επικράτησε αφόρητη θλίψη και μακρόβιο πένθος. Η ομάδα βόλεϊ της Ορεστιάδας, που είχε πιστέψει ότι είχε έρθει πλέον η ώρα της, υπέστη ανεπανόρθωτο σοκ. Η Ορεστιάδα δεν συνήλθε ποτέ από την εν λόγω ήττα και έμεινε για πάντα άτιτλη. 

Ο τόσο πρόωρα αδικοχαμένος Σαμαράς, ένας από τους καλύτερους παίκτες, αλλά και από τα καλύτερα παιδιά του ελληνικού βόλεϊ, τρομερά απογοητευμένος από την απώλεια του πρωταθλήματος και θεωρώντας τον εαυτό του υπεύθυνο, αποχώρησε από την ομάδα της Ορεστιάδας και πήγε να παίξει στο εξωτερικό. 

Ο συγκεκριμένος τελικός αγώνας με τον Ολυμπιακό υπήρξε τόσο για αυτόν όσο και για την τοπική ομάδα τέλος εποχής σε επίπεδο εθνικού πρωταθλήματος.

Τα επόμενα δύο χρόνια, η Ορεστιάδα, χωρίς τον Σαμαρά, προσπάθησε να κρατηθεί στους πρωταγωνιστές του πρωταθλήματος. Η πληγή όμως του χαμένου πρωταθλήματος του 1998 ποτέ δεν έκλεισε. Αρχικά κάποιοι στην ομάδα προσπάθησαν να ανασυγκροτήσουν το ηθικό της ομάδας. Μάλιστα προχώρησαν την αμέσως επόμενη χρονιά (1998/99) στην απόκτηση του εκτελεστή της το 1998, Ποπόφ, ελπίζοντας πως αυτός ήταν που θα τη βοηθούσε να αντιστρέψει την κατάσταση. Χαμένος κόπος. Στα δύο επόμενα πρωταθλήματα (1998/99 και 1999/2000), η Ορεστιάδα βγήκε τέταρτη στην κανονική περίοδο και αντιμετώπισε και τις δύο φορές στην ημιτελική φάση των play-off της κατάταξης, με μειονέκτημα έδρας, τον πρώτο στη βαθμολογία της κανονικής περιόδου Ολυμπιακό του Γκάιτς, που είχε εξελιχθεί πλέον σε κακό της δαίμονα. Και τις δύο αυτές διαδοχικές χρονιές, ο Ολυμπιακός απέκλεισε σχετικά εύκολα την ακριτική ομάδα στη φάση των ημιτελικών και τελικά κατέκτησε το πρωτάθλημα. Από εκεί και έπειτα, η Ορεστιάδα άρχισε να κατρακυλάει σε θέσεις ξένες για το επίπεδό της, φτάνοντας σε πλήρη παρακμή. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου