Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2022

Fuck the best, we are the rest: Ορέστης Παυλίδης

Τι σας λέει το όνομα Παυλίδης; Δεν μιλάμε για σοκολάτες βέβαια, ούτε για μουσική. Μιλάμε για Ολυμπιακό. Είμαι σίγουρος ότι στη μεγάλη πλειοψηφία των οπαδών μας δεν λέει τίποτε. Φυσιολογικό. Ο Παυλίδης δεν θεωρείται από τους καλύτερους ποδοσφαιριστές, που έπαιξαν στον Ολυμπιακό, ούτε από εκείνους που άφησαν κάποιο ιδιαίτερο αποτύπωμα στην ιστορία της ομάδας. Σπάνια και φειδωλά τα δημοσιεύματα που έχουν ασχοληθεί μαζί του. Ο Παυλίδης ανήκει και συγκαταλέγεται στους λεγόμενους «υπόλοιπους» παίκτες, εκείνους που συγκροτούν τη μεγάλη κατηγορία όσων έπαιξαν κάποια εποχή στην ομάδα, που πρόσφεραν ό,τι πρόσφεραν και τους οποίους πολύ λίγοι σήμερα γνωρίζουν και ακόμη πιο λίγοι θυμούνται. Ωστόσο το γεγονός αυτό, για πολλούς από αυτούς τους «υπόλοιπους», είναι κάπως άδικο και ισοπεδωτικό, γιατί η προσφορά τους στην ομάδα υπήρξε σημαντική. Μάλιστα συχνά, πέρα και πίσω από την εν λόγω προσφορά κρύβεται και μια ενδιαφέρουσα ιστορία, που αξίζει τον κόπο να γνωστοποιηθεί. Για αυτό και σήμερα θα ασχοληθούμε με τον Ορέστη Παυλίδη, τον βασικό αριστερό μπακ του Ολυμπιακού από το 1963 ως το 1970, συμπεριλαμβανομένης και της εποχής του Μπούκοβι. Στο κάτω-κάτω της γραφής, πόσο αμελητέο μέγεθος μπορεί να είναι ένας παίκτης που έχει περισσότερες συμμετοχές σε αγώνες πρωταθλήματος του Ολυμπιακού συγκριτικά με όσες έχουν ένα σωρό μεγάλοι ερυθρόλευκοι παίκτες του παρελθόντος όπως π.χ. οι Σαργκάνης, Κουσουλάκης, Γκλέζος, Ζαντέρογλου, Μποτίνος, Λοσάντα, Συνετόπουλος κ.λπ;

Του Θεολόγου Μιχαλίδη

Η ΡΟΔΟΣ

Ο Παυλίδης γεννήθηκε το 1942 στη Ρόδο. Όλη η οικογένεια ασχολείτο με τον αθλητισμό. Ο πατέρας του υπήρξε ποδοσφαιριστής σωματείων της Ρόδου, γνωστός σε τοπικό επίπεδο. Η αδελφή του ήταν αθλήτρια, ο δε αδελφός του Γιάννης, που ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερός του, ήταν ταλαντούχος εξτρέμ, που αγωνίστηκε ως συμπαίκτης του Ορέστη στον Ροδιακό, ενώ αργότερα αγωνίστηκε με επιτυχία στον Διαγόρα και στη Ρόδο. Μάλιστα, για αρκετούς, ήταν καλύτερος από τον Ορέστη. Σημειωτέον ότι ο Ροδιακός, η ομάδα του Ορέστη αποτέλεσε προϊόν συγχώνευσης. Άλλωστε, η συγχώνευση αποτέλεσε ένα καθοριστικό παράγοντα στην ιστορία του ροδιακού ποδοσφαίρου γενικότερα, καθώς επί χούντας διατάχθηκε υποχρεωτική συγχώνευση των τριών μεγάλων ομάδων του νησιού (Διαγόρα, Ροδιακού και Δωριέα), προϊόν της οποίας ήταν ο νέος σύλλογος ο ΑΣ Ρόδος. Ο λόγος; Τα σωματεία που συγχωνεύθηκαν --και ιδίως ο Διαγόρας-- ήταν πολύ δημοκρατικά για να τα ανεχθεί η δικτατορία. Με τη Ρόδο, ο Παυλίδης ήταν ανέκαθεν ιδιαίτερα δεμένος. Στο νησί του λοιπόν ξαναγύρισε σε ηλικία 30 ετών περίπου, προκειμένου να κλείσει την καριέρα του ως παίκτης και κυρίως για να μείνει μόνιμα και να αρχίσει μια καινούργια καριέρα, από άλλα πόστα, στον χώρο του ποδοσφαίρου, όπως θα δούμε στη συνέχεια. 

Ο ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ

Η πρώτη επαφή Παυλίδη και Ολυμπιακού έγινε το 1960 όταν η περίφημη ομάδα των «Μπέμπηδων» του Ολυμπιακού επισκέφτηκε το νησί για να παίξει με τον Ροδιακό. Ο Παυλίδης, που τότε αγωνιζόταν ως επιθετικός, έκανε εντύπωση στους ανθρώπους του Ολυμπιακού, που έκτοτε τον παρακολουθούσαν. Αργότερα, τον Ιούλιο του 1963, όταν ο Παυλίδης υπηρετούσε στις ένοπλες δυνάμεις, υπέγραψε στον Ολυμπιακό, αλλά δοκιμαστικά, με υποσχετική ενός έτους. Ήταν άλλωστε από μικρός Ολυμπιακός. Πολύ σημαντικό ρόλο στην όλη υπόθεση έπαιξε ο Σάββας Θεοδωρίδης (παντού ήταν αυτός ο άνθρωπος!), η οικογένεια του οποίου γνώριζε την οικογένεια του Παυλίδη, λόγω κοινής καταγωγής (εκ Χάλκης). Αλλά δεν ήταν μόνον αυτή η σχέση. Ο ίδιος ο Σάββας κάθε καλοκαίρι πήγαινε στη Ρόδο, όπου έπαιζε μπάσκετ για την ομάδα του Δωριέα. Εκεί είχαν γνωριστεί καλά με τον Ορέστη, ο οποίος εκτός από το ποδόσφαιρο έπαιζε και εκείνος μπάσκετ στον Ροδιακό, με τον οποίο αναδείχθηκε μάλιστα πρωταθλητής μπάσκετ Δωδεκανήσου. Μπορεί να μην ήταν ψηλός, αλλά εκείνη ήταν η λεγόμενη «δημοκρατική εποχή» του αθλήματος, όταν δεν χρειαζόταν να είναι κανείς υποχρεωτικά ψηλός για να παίξει μπάσκετ. Ήταν η εποχή που αρκετοί πολύ κοντοί πλέι-μέικερ, των οποίων το ύψος πολλές φορές δεν έφτανε καν το 1,80 πρωταγωνιστούσαν ή διακρινόντουσαν. Κορυφαίος από αυτούς ο Ζούπας που με ύψος 1,77 αποτελούσε έναν από τους καλύτερους πλέι-μέικερ της Ευρώπης. Υπήρχαν όμως και άλλοι, ακόμη πιο κοντοί, όπως οι διεθνείς Τσάβας, Τσοσκούνογλου, Πανταζής, Λέκκας. 

Ο Παυλίδης πρωτοφόρεσε τη φανέλα του Ολυμπιακού σε επίσημο αγώνα τον Σεπτέμβριο του 1963 στην πρεμιέρα του πρωταθλήματος της περιόδου 1963/64. Το αμέσως επόμενο παιχνίδι του, που έγινε μετά από 4 μέρες, θα του έμενε αξέχαστο. Ήταν ο τελικός του Βαλκανικού Κυπέλλου 1963, στον οποίο ο Ολυμπιακός νίκησε την Λέφσκι Σόφιας 1-0 στη Κωνσταντινούπολη και κατέκτησε το τρόπαιο. Ο Παυλίδης τα πήγε πολύ καλά κατά τη διάρκεια όλης της πρώτης δοκιμαστικής χρονιάς, με αποτέλεσμα, με τη λήξη της υποσχετικής του, τον Ιούλιο του 1964, να ακολουθήσει η οριστική μεταγραφή του στον Ολυμπιακό. Ωστόσο, μέχρις ότου οριστικοποιηθεί η μεταγραφή του, πέρασε από χίλια κύματα. Ο Ροδιακός ζητούσε υπέρογκα χρηματικά ανταλλάγματα Ξεκίνησε από 1.000.000 δραχμές, ποσό τεράστιο για την εποχή. Τελικά, μετά από πολλές διαπραγματεύσεις, οι δύο ομάδες συμφώνησαν στις 600.000 δραχμές, ποσό που, αν και σημαντικά χαμηλότερο από το αρχικό, δεν έπαυε να είναι πολύ υψηλό. Σημειωτέον ότι προτού ανανεώσει οριστικά τη θητεία του στον Ολυμπιακό, του είχε κάνει πρόταση και η ΑΕΚ. Ο Παυλίδης όμως προτίμησε χωρίς σκέψη τον Ολυμπιακό. Στην αδίστακτη αυτή επιλογή του δεν έπαιξαν ρόλο μόνο ότι ήταν Ολυμπιακός και ότι είχε ήδη παίξει ένα χρόνο στην ομάδα, με αποτέλεσμα να έχει εξοικειωθεί με το ερυθρόλευκο περιβάλλον. Όπως ο ίδιος έχει πει με την γνωστή ειλικρίνεια που τον διέκρινε, τα οικονομικά οφέλη για τον ίδιο στον Ολυμπιακό ήταν περισσότερα.

Όταν είχε πάει στον Ολυμπιακό, το 1963, σε ηλικία 21 ετών, είχε βρει προπονητή έναν Ούγγρο, τον Ντόλγκος. Δεν ήταν κανένας σπουδαίος προπονητής για την ομάδα, αλλά για τον Παυλίδη αποδείχθηκε καθοριστικός, καθώς του άλλαξε θέση και από επιθετικό τον γύρισε αριστερό μπακ. Και εδώ αξίζει να σταθούμε για λίγο για να τονίσουμε ένα αξιοσημείωτο φαινόμενο. Στην ιστορία του Ολυμπιακού, υπάρχουν πάρα πολλά παραδείγματα παικτών που μετατράπηκαν σε σπουδαία αριστερά μπακ, αλλάζοντας την αρχική τους θέση, αφού άλλοι από αυτούς αγωνιζόντουσαν ως επιθετικοί και άλλοι ως μέσοι. Τι να πρωτοθυμηθούμε; Τον Αγγελή που έπαιζε αρχικά αριστερό εξτρέμ; Τον Βαμβακούλα που έπαιζε σέντερ-φορ (με ιδιαίτερη μάλιστα έφεση στο σκοράρισμα); Τον Γεωργάτο που αγωνιζόταν ως χαφ; Αλλά αυτό το φαινόμενο δεν περιοριζόταν μόνο στον Ολυμπιακό. Εκτεινόταν και σε όλο το ελληνικό ποδόσφαιρο. Οι αριστεροί μπακ της Εθνικής Ελλάδας στη δεκαετία του 1960 (δηλαδή τη δεκαετία του Παυλίδη) είχαν όλοι ξεκινήσει από άλλες θέσεις. Ο Ανδρέου του ΠΑΟ ήταν εξτρέμ, ο Σοφιανίδης της ΑΕΚ έπαιζε στην επίθεση της τουρκικής Μπεσίκτας, λίγο αργότερα ο Σταθόπουλος (της ΑΕΚ κι αυτός), έπαιζε στο κέντρο. Με το φανάρι έψαχνες να βρεις καλό αριστερό μπακ, που να ήταν βέρος και ορίτζιναλ αριστερός μπακ. 

Ο Παυλίδης παρέμεινε αριστερός μπακ και τα επόμενα χρόνια με τους επόμενους προπονητές. Ήταν πολύ αξιόπιστος σε απόδοση και για τον λόγο αυτό, επί μια επταετία, κανείς δεν μπόρεσε να του αμφισβητήσει τη θέση. Υπήρξε μάλιστα και σεζόν που δεν είχε λείψει ούτε από έναν αγώνα. Ήταν από τα πιο αγαπημένα παιδιά του Μπούκοβι. Αλλά και μετά την αποχώρηση του τελευταίου συνέχισε να είναι βασικός. Όταν όμως ήρθε ο Μπόμπεκ, την περίοδο 1969/70, τα πράγματα δεν θα εξελισσόντουσαν το ίδιο καλά. Ο Μπόμπεκ ήταν γνωστός οπαδός της ανανέωσης του ποδοσφαιρικού υλικού και υπέρ της απομάκρυνσης όσων έπαιζαν επί πολλά χρόνια στην ομάδα. Η νοοτροπία του αυτή μετατρεπόταν σε αξίωμα όταν τα αποτελέσματα της ομάδας του δεν ήταν τα αναμενόμενα. Το είχε δείξει και στη θητεία του στον ΠΑΟ. Και δυστυχώς ούτε η απόδοση, αλλά ούτε και τα αποτελέσματα της ομάδας επί Μπόμπεκ ήταν πολύ καλά. Ο Γιουγκοσλάβος θεώρησε υπεύθυνους την παλιά φρουρά των πιστών του Μπούκοβι και ζήτησε την ανανέωση της ομάδας. Βέβαια, αν και ο Μπόμπεκ ουδέποτε τον «πήγαινε», ο Παυλίδης δεν τέθηκε εκτός ομάδας τόσο γρήγορα όσο τέθηκαν για παράδειγμα ο Σιδέρης ή ο Μποτίνος. Ωστόσο και του Παυλίδη η ώρα δεν άργησε. Μετά από κάποιες προστριβές, τον Απρίλιο του 1970 ήρθε σε μεγάλη ρήξη με τον προπονητή του και αποχώρησε από την ομάδα. Ο τσακωμός που έγινε μεταξύ τους ήταν μεγάλος, αφού, εξαρχής, ο ένας δεν συμπαθούσε τον άλλον. Έτσι ήρθε το τέλος της θητείας του στον Ολυμπιακό.

Στον Ολυμπιακό, ο Παυλίδης αγωνίστηκε ως βασικός επί 7 συνεχόμενες αγωνιστικές περιόδους (1963/64 έως 1969/70). Συνολικά, έπαιξε 215-220 επίσημους αγώνες με τους ερυθρόλευκους. Κατά τον Αρβανίτη, έπαιξε σε 174 αγώνες πρωταθλήματος, ενώ, σύμφωνα με άλλες πηγές, σε 169 αγώνες. Σημείωσε μόλις ένα γκολ, την 26.11.1969, ανοίγοντας το σκορ στο ματς με την Καβάλα (3-0) στο Φάληρο. Μοιάζει κάπως με ειρωνεία, αλλά τη χαρά αυτή τη γεύθηκε στην τελευταία και χειρότερη γι’ αυτόν περίοδό του στον Ολυμπιακό. Όμως η ειρωνεία δεν σταματά εδώ. Την ίδια χρονιά που έφυγε από τον Ολυμπιακό, γεύθηκε και τη μεγαλύτερη τιμή, όπως ο ίδιος την έχει χαρακτηρίσει. Έγινε αρχηγός του Ολυμπιακού για κάποια λίγα παιχνίδια μετά την αποχώρηση του Σιδέρη. Με τον Ολυμπιακό, κατέκτησε δύο Πρωταθλήματα (1966, 1967) και δύο Κύπελλα (1965, 1968).

Όσο για το χαρακτηριστικότερο και πιο αξέχαστο παιχνίδι του στον Ολυμπιακό, δεν το έκανε ως αριστερό μπακ, αλλά ως… τερματοφύλακας. Ήταν την 2.1.1966, εναντίον του Αιγάλεω (1-1), όταν από το 2ο κιόλας λεπτό του ματς τραυματίστηκε ο Αυγητίδης και ο Ορέστης πήρε τη θέση του τελευταίου κάτω από τα δοκάρια. Έπαιξε δηλαδή έναν ολόκληρο αγώνα ως τερματοφύλακας, αφού τότε απαγορευόντουσαν οι αλλαγές. Ο Παυλίδης διακρίθηκε ιδιαίτερα, κάνοντας πολλές εξαιρετικές επεμβάσεις. Ο ίδιος απέδωσε την καλή του απόδοση ως γκολκίπερ στο μπάσκετ, που επί χρόνια έπαιζε, και στην εξοικείωση που του πρόσφερε στο παιχνίδι με τα χέρια.

ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟ

Όταν έφυγε από τον Ολυμπιακό, δυο ήταν οι ελληνικές ομάδες που θέλησαν να τον αποκτήσουν. Ο Εθνικός και ο ΠΑΟΚ. Ο ΓΓΑ Ασλανίδης, που κανόνιζε τότε τις μεταγραφές, ζήτησε από τον Παυλίδη να διαλέξει. Ο Ορέστης απέρριψε αμέσως τον ΠΑΟΚ, τον οποίο δεν συμπαθούσε, λόγω της μεγάλης αντιπαλότητάς του με τον Ολυμπιακό. Απέρριψε όμως και τον Εθνικό. Προτίμησε να πάει στην Κύπρο, όπου έπαιξε στην πρωταθλήτρια ΕΠΑ Λάρνακας, η οποία αγωνίστηκε στο πρωτάθλημα της Α ΄Εθνικής την επόμενη σεζόν 1970/71. Στην Κύπρο, τον πήγε ο Κύπριος συμπαίκτης του και καλύτερος φίλος του στον Ολυμπιακό (μαζί με τον Μποτίνο), ο Παύλος Βασιλείου, ο οποίος προτού έρθει στον Ολυμπιακό έπαιζε στην ΕΠΑΛ. Παρεμπιπτόντως, να πούμε ότι ο Βασιλείου υπήρξε κι αυτός θύμα της ανανέωσης της ομάδας, όπως και ο Ζαντέρογλου και άλλοι. Μετά την Κύπρο, ο Ορέστης γύρισε στη Ρόδο, όπου αγωνίστηκε σε μικρότερες κατηγορίες μέχρι τα 32 χρόνια του, οπότε και αποσύρθηκε από το ποδόσφαιρο. 

ΕΘΝΙΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ

Αν και αγωνίστηκε πολλές φορές με επιτυχία σε όλες τις υπόλοιπες εθνικές ομάδες, στην Εθνική Ελλάδας ανδρών δεν αγωνίστηκε ποτέ. Ο ίδιος ερμήνευσε το γεγονός αποτέλεσμα της επιρροής, που ασκούσε το ΑΕΚτζίδικο δίδυμο Τζανετής- Μαρόπουλος στα προπονητικά της Εθνικής, αφού από την αρχή της δεκαετίας του 1960 και επί πολλά χρόνια έκαναν κουμάντο στην Εθνική, ο ένας (Μαρόπουλος) από το πόστο του εκλέκτορα και ο άλλος (Τζανετής) από το πόστο του προπονητή. Το εν λόγω δίδυμο, πέρα από την ενασχόλησή του με την Εθνική, δεν έπαυε να ασχολείται ταυτόχρονα και με τα μεταγραφικά της ΑΕΚ. Στην προσωπική αντιπάθεια λοιπόν του εν λόγω διδύμου απέδωσε ο Ορέστης τον πλήρη παραγκωνισμό του από την Εθνική. Πώς προήλθε η εν λόγω αντιπάθεια; Αρχικά ήταν το ναυάγιο της μεταγραφής του αδελφού του Γιάννη στην ΑΕΚ στις αρχές της δεκαετίας του 1960, λόγω των υπερβολικών χρηματικών απαιτήσεων που πρόβαλε ο Ροδιακός, αγνοώντας την επιθυμία του αδελφού του να πάρει μεταγραφή. Ακολούθησε στη συνέχεια, λίγο αργότερα, η μεταγραφική πρόταση της ΑΕΚ στον ίδιο τον Ορέστη. Αυτή τη φορά, η απόρριψη ήταν άμεση και ευθεία από τον ίδιο τον Ορέστη, που προτιμούσε αναφανδόν τον Ολυμπιακό. Δύο χρονικά τόσο κοντινές μεταγραφικές αποτυχίες, που αφορούσαν δύο αδέλφια, θεωρήθηκαν πολύ βαρύ γεγονός για ένα φημισμένο δίδυμο ποδοσφαιράνθρωπων, όπως το συγκεκριμένο της ΑΕΚ. Αυτή λοιπόν υπήρξε ανέκαθεν η άποψη του Παυλίδη πάνω στο επίμαχο θέμα της Εθνικής. Ενδεχομένως όμως η μη συμμετοχή του στην Εθνική να οφειλόταν στο πώς αντιλαμβανόντουσαν ή εξελάμβαναν τον χαρακτήρα του Παυλίδη οι αρμόδιοι. Ωστόσο σε ένα σημείο, για το οποίο είχε παραπονεθεί και φαίνεται να είχε δίκιο, είναι ότι οι προπονητές της Εθνικής προτιμούσαν να καλέσουν και να χρησιμοποιήσουν ως αριστερούς μπακ στην Εθνική αντί για αυτόν άλλους παίκτες, που δεν αγωνιζόντουσαν στις ομάδες τους ως αριστεροί μπακ, όπως π.χ. οι Μπαλόπουλος, Γκαϊτατζής, Καμάρας, Μπέλλης.

ΜΕΤΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΙΚΗΣ ΤΟΥ ΚΑΡΙΕΡΑΣ

Όταν σε ηλικία 32 ετών αποχώρησε από την ενεργό δράση, προσπάθησε αρχικά να γίνει προπονητής, αν και δεν τρελαινόταν με την ιδέα. Ανέλαβε ένα τοπικό σωματείο της Ρόδου, τον Φοίβο Κρεμαστής. Πολύ γρήγορα εγκατέλειψε το πόστο του διότι προσπάθησαν να του επιβάλλουν να μη χρησιμοποιεί ποδοσφαιριστές μουσουλμάνους στο θρήσκευμα, που τους θεωρούσαν Τούρκους. Αυτή τη ρατσιστική διάκριση δεν μπορούσε να την ανεχτεί, διότι, πέραν των άλλων, ήταν και πολύ άδικη, αφού οι μουσουλμάνοι ποδοσφαιριστές που υπήρχαν ήταν πολύ καλύτεροι από τους ορθόδοξους Έλληνες. Άλλωστε και ο ίδιος προερχόταν από ξεριζωμένη γενιά. Η ανυπακοή του στις εντολές δεν άρεσε στη διοίκηση, με αποτέλεσμα τερματιστεί γρήγορα η προπονητική του καριέρα όχι μόνο η συγκεκριμένη, αλλά και γενικότερα. 

Έτσι το ενδιαφέρον του στράφηκε αμέσως στο να γίνει διαιτητής, κάτι που ανέκαθεν του άρεσε. Πίστευε ότι θα έφερνε ένα νέο αέρα στη διαιτησία, αφού θα κουβαλούσε ως διαιτητής τις εμπειρίες, τις οποίες είχε αποκτήσει ως ποδοσφαιριστής, που είχε αγωνιστεί σε υψηλό επίπεδο. Θεωρούσε ότι, λόγω των εμπειριών του αυτών, θα είχε πλεονέκτημα στον τομέα της ψυχολογίας και όταν θα διαιτήτευε δεν θα υπέπιπτε ούτε αυτός στα σφάλματα που συνήθιζαν οι διαιτητές, αλλά ούτε και οι παίκτες στα παραπτώματα, που συνήθιζαν μέσα στον αγώνα. Επειδή είχε παίξει πολλή μπάλα εκείνο που ήθελε ήταν να κάνει τους παίκτες και τις ομάδες να μη νιώθουν ότι αδικούνται. Το γεγονός ότι στη Ρόδο τον αντιμετώπιζαν όλοι με σεβασμό τον ενθάρρυνε. 

Η διαιτητική άνοδός του ήταν πολύ γρήγορη. Μέσα σε 6 χρόνια είχε φτάσει να παίζει Α΄ Εθνική, όπου έπαιξε πολλούς αγώνες σε ένα διάστημα 3-4 χρόνων, που συνολικά παρέμεινε στους πίνακες της εν λόγω κατηγορίας. Δεν έμεινε περισσότερο, γιατί η εποχή Βαρδινογιάννη δεν επέτρεπε μακροημέρευση σε όσους είχαν ερυθρόλευκη προέλευση και δη τόσο πασίγνωστη όπως ο Παυλίδης. Στην Ευρώπη, έπαιζε ως επόπτης κατόπιν επιλογής Έλληνα διαιτητή FIFA. Εκείνος που τον προτιμούσε συνήθως ήταν ο γνωστός ΑΕΚτζής Γερμανάκος, αλλά και ο Δημητριάδης του Συνδέσμου Πειραιά, όπως και ο Κολοκυθάς, που θεωρείτο Ολυμπιακός. Όλα αυτά δεν τα έβλεπε με καλό μάτι ο βαρδινογιαννισμός, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το πρώτο πράγμα που είχε σπεύσει να κάνει ο Παυλίδης ως διαιτητής Α΄ Εθνικής ήταν να υποβάλει δήλωση αυτοεξαίρεσης από αγώνες της πρώην ομάδας του. Ωστόσο, η καχυποψία εναντίον του, για το ερυθρόλευκο παρελθόν του, πάντα υπήρχε, ιδίως από πλευράς ΠΑΟ. Επιπλέον, το γεγονός ότι ήταν σκληρό καρύδι ως διαιτητής έκανε πολλούς να επιδιώκουν να τον φάνε. Αντιστάθηκε όσο μπορούσε, αλλά τελικά αναγκάστηκε να φύγει, αφού κατάλαβε ότι «του την είχαν στημένη από παντού» για να τον διώξουν και δεν ήθελε να τους κάνει τη χάρη. 

Ασφαλώς, ο Παυλίδης είναι ο διαιτητής Α΄ Εθνικής, που στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου είχε την μακράν πιο επιτυχημένη καριέρα ως ποδοσφαιριστής. Γρήγορα, συνειδητοποίησε ότι ως διαιτητής δεν είχε να αντιμετωπίσει μόνο παίκτες και ομάδες, αλλά και την ίδια τη διαιτητική φάρα, τους άλλους διαιτητές και τα όργανά τους. Δεν υποχώρησε. Επειδή του άρεσε να συμμετέχει στα κοινά, ως εξωστρεφής τύπος που ήταν, αναμίχθηκε με τα συνδικαλιστικά και έφτασε γρήγορα στην ηγεσία του τοπικού Συνδέσμου Διαιτητών. Όταν συνειδητοποίησε πως δεν μπορούν να αλλάξουν πολλά πράγματα στην ελληνική διαιτησία, έβαλε στόχο να αναβαθμίσει τουλάχιστον τα του οίκου του. Οργάνωσε και ανέπτυξε την ροδιακή διαιτησία και φρόντισε να την κάνει υπολογίσιμη δύναμη, αυξάνοντας την επιρροή της. Επί των ημερών του, ο Σύνδεσμος Δωδεκανήσου είχε πάντα διαιτητή στην Α΄ Εθνική. Από τον Σύνδεσμο του βγήκαν τότε γνωστοί Ρόδιοι διαιτητές όπως οι Κουγιός, Καλαθενός κ.ά. Όταν αποσύρθηκε από τα διαιτητικά και έκανε τον απολογισμό του, μπορεί να έμεινε ικανοποιημένος από το διαιτητικό έργο του στη Ρόδο, αλλά παράλληλα δεν έκρυψε την απογοήτευσή του από τη συνολική κατάσταση της ελληνικής διαιτησίας. 

Το μεράκι του με τη διαιτησία, πάντως, φαίνεται και από το γεγονός ότι διατέλεσε για κάποιο χρονικό διάστημα και διαιτητής μπάσκετ και μάλιστα ακόμη και στην Α΄ Εθνική. Με τον Ολυμπιακό δεν ανακατεύτηκε μετά την αποχώρησή του από τα γήπεδα. Η στροφή του στη διαιτησία δεν του το επέτρεπε. Ούτε καν με τον Σύνδεσμο παλαίμαχων της ομάδας είχε σχέση. Άλλωστε και να ήθελε δύσκολα θα μπορούσε, ιδίως την τελευταία δεκαετία, αφού ο Μαρινάκης δεν θα ήθελε κάποιον που να του θυμίζει τόσο την Ένωση Δωδεκανήσου η οποία, με τον εκπρόσωπο της Διακοφώτη, πρωταγωνιστεί στην υποστήριξη της ΕΠΟ, όσο και τον Σύνδεσμο Διαιτητών Δωδεκανήσου, στον οποίο ανήκει --αν και δεν έχει καμία πραγματική σχέση-- ο «κορυφαίος» διαιτητής Τάσος Σιδηρόπουλος. 

ΤΟ ΑΤΟΜΟ ΟΡΕΣΤΗΣ ΠΑΥΛΙΔΗΣ

Ο Παυλίδης ήταν ανέκαθεν ειλικρινής και ευθύς. Απέφευγε τα κλισέ και δεν μάσαγε τα λόγια του. Δεν δίστασε να δηλώσει ότι τα χρήματα που έπαιρναν αρκετοί παίκτες τη δεκαετία του 1960 δεν ήταν καθόλου λίγα για τα δεδομένα της εποχής και ότι πολλά από τα σχετικά παράπονά τους ήταν αβάσιμα. Δεν δίστασε να δηλώσει ότι οι περισσότεροι παίκτες που υπηρετούσαν στις ένοπλες δυνάμεις απολάμβαναν μια «θητεία-ζάχαρη», ότι τακτοποιούνταν εύκολα σε διάφορες δουλειές και δεν ήταν σπάνια και άλλα «τυχερά» τους. 

Ως διαιτητής δεν υπάκουε σε δεοντολογικές εντολές, που τις θεωρούσε περίεργες. Έπραττε όπως ο ίδιος έκρινε και όχι όπως του έλεγαν οι άλλοι. Ήθελε να τα έχει καλά πρώτα από όλα με τον εαυτό του. Είχε καταλάβει άριστα ότι αν έκανε, έστω και μια μόνο φορά, μια μεμπτή συναλλαγή, μετά δεν θα υπήρχε γυρισμός, αλλά μόνο εκβιασμοί και κατρακύλα. Προπάντων δεν ανεχόταν μαγκιές και απειλές από παράγοντες. Δεν δίστασε να απαγορεύσει την είσοδο και να διώξει από τα αποδυτήρια των διαιτητών τον μαινόμενο Πρόεδρο της ΑΕΚ Γιδόπουλο, λέγοντάς του: «Εδώ κάνω κουμάντο μόνον εγώ και κανένας άλλος». Μετά την αποχώρησή του, δεν φοβήθηκε να μιλήσει για τις βρωμιές του διαιτητικού κόσμου, δηλώνοντας ότι «αν ήταν διαφορετικός χαρακτήρας, θα μπορούσε να είχε αποκτήσει ως διαιτητής τουλάχιστον δύο σπίτια». Ως παράγοντας της τοπικής διαιτησίας, δεν φοβήθηκε να χαστουκίσει κάποιον που τον προκαλούσε και τον απειλούσε, προκαλώντας τον στη συνέχεια να τον μηνύσει. 

Κατά τα άλλα, ήταν ένας ανοιχτός και γελαστός τύπος «έξω καρδιά», που του άρεσαν οι πλάκες. Τα στοιχεία αυτά τον έκαναν μεν αγαπητό, αλλά ταυτόχρονα τον υποβάθμιζαν στη κρίση των κάποιων άλλων πιο σοβαροφανών. Ως διαιτητής μπορούσε, ανάλογα με το θέμα και την περίσταση, να είναι άλλοτε αυστηρός και ασυμβίβαστος και άλλοτε διαλλακτικός και επιεικής. Το πότε θα φερόταν έτσι και πότε αλλιώς το έκρινε ο ίδιος, βάσει της εμπειρίας του. Σε ένα τοπικό αγώνα, είχε αποβάλει κατευθείαν 4 παίκτες για να επιβάλει την τάξη, ενώ σε κάποιον άλλον αγώνα είχε χαριστεί σε καλό παιδί που το ήξερε καλά, όταν για πρώτη φορά το είχε ακούσει να βρίζει. Αν και καλόκαρδος, όταν τον έθιγες, δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του. 

Ως παίκτης ήταν πολύ γυμνασμένος, σταθερός σε απόδοση, γρήγορος, μαχητικός, ψυχωμένος και ριψοκίνδυνος. Αν και σκληροτράχηλος, δεν ήταν τσεκούρι. Στο γήπεδο ήταν παλικάρι, δεν κώλωνε και δεν επηρεαζόταν. Ήξερε πολύ καλά ότι στη θέση που έπαιζε παλιότερα ο Μουράτης, ένας θρύλος του Ολυμπιακού, τον οποίο όλοι είχαν πρότυπο. Και να θυμίσουμε ότι τότε ο Μουράτης, αν και παλαίμαχος, ήταν κάθε μέρα στο γήπεδο, κοντά στην ομάδα, οπότε ο Ορέστης γνώριζε ότι έπρεπε να δίνει πάντα το 100%. Ο Ορέστης ευχόταν να μπορέσει κάποτε να αποκτήσει κάτι από την τεχνική κατάρτιση του Μουράτη. Οι οπαδοί συμπαθούσαν τον Παυλίδη, αν και ουδέποτε τον είχαν στην κορυφή της αξιολόγησής τους, όπως είχαν τους άλλους παιχταράδες. Άλλοι τον αποκαλούσαν «τρελάρα» και άλλοι --οι πιο πολλοί-- «λιονταράκι». Μολονότι το καλό του πόδι ήταν το αριστερό, παρ’ όλα αυτά το δεξί πόδι δεν το είχε μόνο για να περπατάει. Σε κάποια ματς που έτυχε να μην υπάρχει δεξιοπόδαρος, προτιμήθηκε αυτός από άλλους αριστεροπόδαρους για να καλύψει το πόστο του δεξιού μπακ. Ανέβαινε και στην επίθεση, όχι βέβαια τόσο συχνά όσο ο Γκαϊτατζής. Είχε καλές κινήσεις και σχετικά καλή σέντρα (καλύτερη από τον φιλότιμο Ρέαμπτσιουκ). Δεν υπήρξε, βέβαια, ποτέ κανένας μεγάλος τεχνίτης ή παίκτης μεγάλης κλάσης. 

Ο Παυλίδης μπορούσε να συμπεριφέρεται με χιούμορ ακόμη και όταν κάτι δεν του άρεσε. Ως επικεφαλής του Συνδέσμου Διαιτητών Ρόδου έκρινε κάποτε σε μια συγκέντρωση την απόδοση ενός τοπικού διαιτητή. Απευθυνόμενος σε αυτόν του είπε: «Μπράβο. Συγχαρητήρια. Είσαι ο πρώτος άνθρωπος, που κατάφερε να κάνεις ένα πραγματικό θαύμα και για τον λόγο αυτό θα μείνεις 3 μήνες εκτός αγώνων». Τι είχε κάνει ο διαιτητής; Είχε γράψει στο φύλλο αγώνος ότι απέβαλε ένα ποδοσφαιριστή μιας ομάδας, επειδή διαμαρτυρόμενος τον έβρισε. Μόνο που η ομάδα του ήταν ομάδα κωφαλάλων! 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου