Δευτέρα 13 Σεπτεμβρίου 2021

Ολυμπιακός – Ατρόμητος 0-0 και στραβό ξεκίνημα

Ο Ολυμπιακός πέταξε ένα ημίχρονο, πίεσε στο τελευταίο μισάωρο, όμως λίγο η ατυχία, λίγο η σωστή αμυντική λειτουργία και οι καθυστερήσεις του Ατρομήτου έκοψαν τους δύο βαθμούς.







Του Dr. Jekyll

Με λίγα λόγια: οι πρεμιέρες είναι συχνά δύσκολες (και ο βαθμός δυσκολίας αυξάνεται όσο αυξάνονται και οι νεοφερμένοι). Ο Ατρόμητος, ειδικά στο πρώτο ημίχρονο, που φάνηκε περισσότερο αποφασισμένος να παίξει ποδόσφαιρο, έδειξε καλά στοιχεία. Ο Ολυμπιακός, από την άλλη, συνέχισε τις προβληματικές εμφανίσεις, που ξεκίνησαν στο τέλος των περσινών πλέι-οφ, και συνεχίστηκαν στον τελικό Κυπέλλου, στα φιλικά, και στα ευρωπαϊκά προκριματικά (με εξαίρεση, ίσως, τον εκτός έδρας αγώνα με τη Νέφτσι και τον εντός με τη Σλόβαν) -- και το τελευταίο μισάωρο ασφυκτικής πίεσης και χαμένων ευκαιριών δεν μου αλλάζει την άποψη, όπως δεν θα την άλλαζε αν πετυχαίναμε ένα γκολ και παίρναμε τους τρεις βαθμούς.

Πραγματικότητα: ο Ματιέ, σε ηλικία που άλλοι έχουν κρεμάσει τα παπούτσια τους, είναι δύσκολο να είναι ο παίκτης που θα μπορεί να οργανώσει με ταχύτητα (σκέψης και σωματικής) το παιχνίδι του Ολυμπιακού για ενενήντα λεπτά. Ο Ελ Αραμπί κάθε χρόνο ξεκινά βαρύς τις εμφανίσεις του -- με δεδομένο ότι και αυτός μεγαλώνει, δεν θα είναι έκπληξη αν φέτος ή του χρόνου δεν μπορέσει να βρει ποτέ την εκρηκτικότητα που είχε την πρώτη του χρονιά. Επίσης: προσωπικά έχω ηθικό ζήτημα με τον Σεμέδο, ο οποίος, έτσι κι αλλιώς, πνευματικά απείχε από τον Ολυμπιακό, τουλάχιστον από τη στιγμή που έμαθε τον αποκλεισμό του από την Εθνική Πορτογαλίας -- αν όχι από νωρίτερα. Όσο σωστές τοποθετήσεις, όμως, και να παίρνει ο Σωκράτης (ο οποίος, πάντως, χάνει πανηγυρικά τον Κουλούρη στην μία από τις δύο σπουδαίες φάσεις του Ατρόμητου), δεν μπορεί να εμπνεύσει την ίδια εμπιστοσύνη που ενέπνεε ο -καλός- Σεμέδο.

Λίγα ακόμα για τους παίκτες: μέτρια εμφάνιση από Μπουχαλάκη και Εμβιλά, οι οποίοι, τόσο λόγω συστήματος 4-4-2, όσο και λόγω της απουσίας του Καμαρά, δεν είχαν τον παίκτη που θα τρέχει για να τους καλύπτει (και ο Παπασταθό, που σε γενικές γραμμές έκανε καλό, και σε κάποια σημεία ηρωικό, παιχνίδι, επίσης δεν είναι ταχύς). Κακή εμφάνιση από τον ανέτοιμο Ρόνι Λόπεζ, ο οποίος είχε ελάχιστη συμμετοχή επιθετικά, ενώ πρόλαβε και έκανε και κάμποσα ανασταλτικά λάθη. Με πολύ κακό ξεκίνημα στο πρώτο εικοσάλεπτο, αλλά με κατακόρυφη άνοδο της απόδοσης ο Ρέαμπτσιουκ: το πρόβλημα στην δημιουργία παραμένει (είτε μιλάμε για σέντρες, είτε για πάσες), όμως η ταχύτητα και η αντοχή του φέρνουν το πρόσημο στο θετικό, τόσο επιθετικά, όσο και αμυντικά.

Ελπιδοφόρο ντεμπούτο από Τικίνιο και Καρμπόβνικ. Ο Βραζιλιάνος έδειξε μεν ότι δεν θα έχει ως μεγάλο όπλο την ταχύτητα, αλλά έδειξε και ότι ξέρει μπάλα: από τα κοντρόλ, μέχρι τις πάσες και το πώς αντιλαμβάνεται τις κινήσεις των συμπαικτών του (παραμένει, όμως, το ερώτημα αν θα μπορέσει στη σούμα να προσφέρει όσα ο πιο μέτριος ποιοτικά, αλλά πολύ αποτελεσματικός, Χασανάκος). Καλή εμφάνιση και από τον 20χρονο Πολωνό, που στο πρώτο επίσημο παιχνίδι, δεν έδειξε να μασάει, ήταν κινητικός και προσπάθησε να βοηθήσει δημιουργικά. Αυτό που δεν φάνηκε, είναι το πόσο μπορεί να αντεπεξέλθει στο αμυντικό κομμάτι (γιατί και ο Ανδρούτσος μεσοεπιθετικά το έχει), καθώς ο Ατρόμητος αρχικά δεν επέλεξε να επιτίθεται από την πλευρά του (και από ένα σημείο και μετά, δεν έδειξε καμία διάθεση για να επιτεθεί γενικότερα).

Καλή εμφάνιση και για Βατσλίκ, ο οποίος λειτούργησε εξαιρετικά την μοναδική φορά που χρειάστηκε να κάνει σπουδαία απόκρουση (κεφαλιά του Κουλούρη) -- η δεύτερη μεγάλη φάση του Ατρόμητου ήταν ένα πολύ καλό, μακρινό, σουτ στο δοκάρι, το οποίο ο Βατσλίκ, αλλά και οι περισσότεροι τερματοφύλακες δεν θα έπιαναν αν πήγαινε στο γάμα. Κατά τα άλλα, και στο μικρό δείγμα γραφής, ο Τσέχος είναι μάλλον ο καλύτερος τερματοφύλακας που είχαμε τα τελευταία χρόνια σε απομακρύνσεις/ελεύθερα (τόσο ο Ρομπέρτο, όσο και ο Σα δεν είχαν τις καλύτερες μεταβιβάσεις). Κλασικός Σισέ ο Σισέ: έβγαλε δύναμη, έτρεξε, προσπάθησε να βοηθήσει στην ανάπτυξη, είτε με κούρσες, είτε με μακρινές μεταβιβάσεις, έκανε λίγες Σισιές (λιγότερες από συνήθως), αλλά έχασε και ευκαιρίες με κεφαλιές που δεν θα έπρεπε να χάσει (και οκ, δεν είναι επιθετικός, αλλά παραμένει ποδοσφαιριστής).

Καλύτερη εικόνα για τους παίκτες που μπήκαν αλλαγή (ας μην ξεχνάμε, όμως, ότι οι περισσότεροι αγωνίστηκαν το διάστημα που ο --πιο κουρασμένος-- Ατρόμητος είχε οπισθοχωρήσει πλήρως, προσπαθώντας να κρατήσει την ισοπαλία): ο Ονιεκουρού (ημίχρονο, Λόπεζ) έδειξε πολύ πιο έτοιμος αγωνιστικά από τον Πορτογάλο (και μια απορία για το πόση διαφορά θα έκανε αν συμμετείχε στο αρχικό σύστημα παραμένει -- όμως, αυτά τα what if σενάρια, είναι εύκολο να ακούγονται όταν τα αποτελέσματα δεν είναι καλά). Ο Νιγηριανός φάνηκε γρήγορος και έδειξε ότι διαθέτει καλή ντρίμπλα (μένει, όμως, να δούμε αν θα μπορέσει να είναι ο αντικαταστάτης του Ποντένσε στο να διασπά τις αντίπαλες άμυνες).

Σωστή και η αλλαγή του Κούντε (68΄) με τον κουρασμένο Μπουχαλάκη. Από τα πρώτα λεπτά συμμετοχής έδειξε ότι πρόκειται για δυνατό παίκτη, με εκτόπισα, αλλά --όπως όλοι οι νεοφερμένοι-- χρειάζεται χρόνο για να δείξει τις πραγματικές ικανότητες και αδυναμίες. Πιο ενεργός επιθετικά (χάνει και μια τεράστια ευκαιρία για γκολ -- και για να γίνει ο ήρωας του αγώνα) ο Ανδρούτσος (68΄, Καρμπόβνικ) από τον Πολωνό: το πρόβλημα με τον Ανδρούτσο είναι ότι αμυντικά είναι --επιεικώς-- μέτριος, ενώ και επιθετικά δεν είναι κάτι ιδιαίτερο (με τα φουλ μπακ που διαθέτουμε, ενδεχομένως και να είναι ο καλύτερος, αλλά σίγουρα δεν φτάνει στο επίπεδο του Ομάρ -- για την καλή χρονιά του Τσιμίκα, ούτε λόγος). Μια καλή φάση (και ας προκύπτει από μπέρδεμα) για τον πιτσιρικά Μπα (τον δεύτερο Μπα, τον Αλγκασίμ) στο δεκάλεπτο περίπου που αγωνίστηκε (88΄, Ματιέ), και αυτό δεν το λες και απογοητευτικό (αρκετοί στο πρώτο επίσημο δεκάλεπτο της συμμετοχής τους δεν έχουν πλησιάσει την μπάλα).

Στα γενικότερα: τα κακά αποτελέσματα φέρνουν πάντα γκρίνια (ειδικά όταν έρχονται μετά από μια σειρά -κατά κανόνα- μέτριων εμφανίσεων). Αν ο Ολυμπιακός είχε σκοράρει σε μία από τις πολλές και σπουδαίες ευκαιρίες που έχασε (ειδικά στο τελευταίο εικοσάλεπτο), οι περισσότεροι θα μέναμε (κακώς) στην καλή (λέμε τώρα) εμφάνιση του Ολυμπιακού στο μισό του δευτέρου ημιχρόνου. Σύμφωνοι: ο Ολυμπιακός ήταν ανώτερος (συντριπτικά ανώτερος όσο πλησιάζαμε τη λήξη) από τον Ατρόμητο (η ενίσχυση του οποίου δεν είναι αστεία). Η εικόνα του αγώνα, όμως, δεν ήταν καλή: η ορθολογική ανάπτυξη, χωρίς τον παίκτη που θα μπορεί να οργανώσει σωστά το παιχνίδι (είναι άδικο να υπάρχει αυτή η απαίτηση από τον Ματιέ, ο Φορτούνης λείπει, και ο Ρόνι Λόπεζ μάλλον θα χρειαστεί χρόνο για να δούμε πόσα μπορεί πραγματικά να προσφέρει) έχει πάει περίπατο.

Οι πλάγιοι (χθες τουλάχιστον, και με επιφυλάξεις για τον Ονιεκουρού) δεν ανταποκρίθηκαν στην ανάγκη να έχουμε παίκτες που θα μπορούν με ταχύτητα και ντρίμπλες να διασπούν την άμυνα. Η μεσαία γραμμή, συνολικά, εκτός από το ότι δεν μπορούσε να κάνει κάθετο παιχνίδι, δεν μπορούσε να βοηθήσει ανασταλτικά μια άμυνα, που, από μόνη της, έδειχνε να είχε ζητήματα σωστής λειτουργίας και τοποθετήσεων (και μια πιο αποτελεσματική επιθετικά ομάδα, θα έβρισκε αεροδιαδρόμους για να φτάσει απέναντι στον Βαντσλίκ).

Η ανάπτυξη, στο μεγαλύτερό της κομμάτι, βασιζόταν σε γιόμες και σέντρες (τις οποίες έκοβαν εύκολα οι αμυντικοί του Ατρομήτου -- με το τραγικά προκλητικό τραγί Κούλη να κάνει καλό παιχνίδι). Στην ενδεκάδα μας υπήρχαν τέσσερις νεοφερμένοι (αριθμός ικανός για να δημιουργήσει μια έλλειψη συνεννόησης, αλλά σίγουρα όχι τόσο σοβαρός ώστε να δικαιολογεί την ανύπαρκτη ανάπτυξη του πρώτου ημιχρόνου -- ίσως το σύστημα να έμπλεξε περισσότερο τα πράγματα, ενώ σίγουρα φάνηκε στα τρεξίματα της μεσαίας γραμμής η έλλειψη του Καμαρά, για να μην πω των Καμαράδων).

Σε κάθε περίπτωση: κανένα πρωτάθλημα δεν χάνεται την πρώτη αγωνιστική, κανείς παίκτης δεν (πρέπει να) κρίνεται αυστηρά/απόλυτα με ελάχιστα επίσημα παιχνίδια στα πόδια του.  Η ομάδα, θεωρητικά, απέκτησε παίκτες με καλό βιογραφικό (και ας ελπίσουμε ότι δεν θα έχει τη συνέχεια που είχε η ομάδα του Χάσι, γιατί και εκείνο το καλοκαίρι, και άσχετα με το πώς κατέληξε η χρονιά, οι μεταγραφές είχαν ικανοποιήσει τους περισσότερους οπαδούς -- για την ακρίβεια, είναι το μόνο καλοκαίρι που θυμάμαι να υπάρχει ικανοποίηση ακόμα και σε όσους κρίνουν πολύ αυστηρά τη διοίκηση). Προσωπικά, δεν είμαι βέβαιος (και μακάρι να διαψευστώ) ότι ο Ολυμπιακός θα παίξει εντυπωσιακό ποδόσφαιρο (αυτό δεν σημαίνει ότι θα χάσει το πρωτάθλημα: ακόμα και βήματα πίσω να γίνουν, πρέπει να γίνουν άλματα μπροστά από τους ανταγωνιστές του, και αυτό δεν το βλέπω πολύ πιθανό).

Η μεγαλύτερή μου ανησυχία είναι ότι ο Μαρτίνς μού φαίνεται μπερδεμένος: από την πρώτη του χρονιά (στην οποία ο Ολυμπιακός έπαιξε την καλύτερη μπάλα, είχε προβληματικές εμφανίσεις -ή έχασε- στα περισσότερα ντέρμπι, και δεν πήρε τίτλο), στην δεύτερη (που παίζοντας χειρότερα, φάνηκε πολύ πιο ώριμος και αποτελεσματικός) και στην τρίτη (που, με όλες τις δικαιολογίες του κόσμου υπαρκτές και βάσιμες, ο Ολυμπιακός έκανε την χειρότερη σεζόν επί Μαρτίνς), ο Πορτογάλος, νομίζω, πως εμφανίζεται όλο και περισσότερο μπερδεμένος.

Προσοχή: δεν ακυρώνω τον Μαρτίνς (έχω διαφωνήσει και διαφωνώ, όμως, κάθετα με το ότι είναι δίκαιος προπονητής: και αυτός, όπως όλοι οι προπονητές παγκοσμίως -και όλοι οι άνθρωποι- έχει συμπάθειες και αντιπάθειες). Ο Ολυμπιακός της πρώτης του χρονιάς, ήταν μια ομάδα που έπαιζε θεαματικό ποδόσφαιρο, με ορθολογική --και, ενίοτε, εντυπωσιακή-- ανάπτυξη (δεν είναι μικρό επίτευγμα να έχεις χάσει όλους τους στόχους και οι οπαδοί να επιθυμούν την παραμονή σου). Η επιτυχία, όμως, (που ήρθε απόλυτα την επόμενη χρονιά και, εν μέρει, την περσινή) χρειάζεται άλλου είδους διαχείριση.

Ακόμα δεν είμαι πεπεισμένος ότι οι πολλές αλλαγές συστήματος (αλλά και προσώπων) έχει βοηθήσει, αντί να έχει μπερδέψει την ομάδα -- όσο και αν αναγνωρίζω ότι αυτά πολλές φορές ήταν αποτέλεσμα πολλών απουσιών, στις οποίες έπαιξε ρόλο και ο απρόβλεπτος παράγοντας του covid. Το ίδιο ισχύει και για τα πειράματα, με παίκτες να αγωνίζονται σε άλλες, από τις κανονικές τους, θέσεις (που, και πάλι, ο covid ήταν ο βασικός παράγοντας -- κάποιες φορές, όμως, ήταν ζήτημα κακού σχεδιασμού και κάποιες άλλες, έστω τις λιγότερες, καθαρά ζήτημα επιλογών του προπονητή).

Θυμίζω: ο Μίτσελ την πρώτη --oλόκληρη-- χρονιά, μπόρεσε να διαχειριστεί άψογα ένα δύσκολο ανθρώπινο δυναμικό και να πάρει το 110% από κάμποσους παίκτες. Ο Μίτσελ, τη δεύτερη χρονιά, πίστεψε περισσότερο από ό,τι έπρεπε στις προπονητικές του ικανότητες: επιλέγοντας πεισματικά να παίζει χωρίς πλάγιους μέσους (και παρότι η εικόνα της ομάδας βελτιωνόταν κάθε φορά που οι ανάγκες το επέβαλαν να χρησιμοποιήσει τέτοιους παίκτες), η ομάδα έκανε μέτριες, προς κακές, εμφανίσεις και, για εμένα δικαιολογημένα, η διοίκηση αποφάσισε να τερματίσει την συνεργασία της (παρά την αντίθετη άποψη των περισσότερων οπαδών).

Επιστροφή στο τώρα: μαζί με τα δεκάδες προβλήματα που δημιούργησε (και αναφέρομαι μόνο στο αγωνιστικό κομμάτι) στις ομάδες η πανδημία, έφερε και ένα θετικό (βασικά, θετικό για τις ομάδες που διαθέτουν μεγαλύτερο βάθος πάγκου/ποιοτικότερους αναπληρωματικούς): τις πέντε αλλαγές (μέτρο που, όπως φαίνεται, θα μείνει -- όπως τα περισσότερα που ευνοούν τις ισχυρές ομάδες). Είχα γράψει και πέρσι πως, στα μάτια μου, οι πέντε αλλαγές βοήθησαν ιδιαίτερα τον Μαρτίνς, καθώς αρκετές φορές είχε κατεβάσει προβληματική ενδεκάδα.

Οι οπαδοί σήμερα γκρινιάζουμε ή, έστω, φαινόμαστε προβληματισμένοι, όμως είναι δεδομένο πως λίγες καλές εμφανίσεις (σε συνδυασμό, πάντα, με καλά αποτελέσματα) θα αλλάξουν την ψυχολογία (και οι παίκτες θα ξαναγίνουν τιτανοτεράστιες παικτούρες, και ο Μαρτίνς ο Προφέσορας που πάνω του εναποτίθενται οι ελπίδες μας για μεγάλους θριάμβους και σπουδαίες διακρίσεις).

Στη θεωρία, οι μεταγραφές είναι παίκτες με καλό βιογραφικό (αφήνω έξω τη --σημαντικότατη-- θέση των φουλ μπακ -- αφού εκεί πρέπει να δοκιμαστεί και ο Λαλά), ενώ ο Μαντί Καμαρά, ο κομβικός ποδοσφαιριστής που όλα έδειχναν ότι θα αποχωρήσει, παρέμεινε στο ρόστερ. Στη θεωρία, επίσης, ο χρόνος (πρέπει να) λειτουργεί υπέρ της ομάδας: οι Καμαράδες (και, προφανώς, αναφέρομαι κυρίως στον Μαντί) θα επιστρέψουν, όπως και ο πολύτιμος και υποτιμημένος Μασούρας, οι Εμβιλά και Ελ Αραμπί δεν θα είναι τόσο «βαριοί», ενώ οι Τικίνιο, Ονιεκουρού, Κουντέ και Ρόνι Λόπεζ θα βρουν καλύτερα τα πατήματά τους -- ο Βατσλίκ, όσο έχει παίξει, φαίνεται σαν έτοιμος από καιρό (και φτου, μην τον ματιάσουμε).  

Χωρίς καμία διάθεση απαισιοδοξίας (για το ελληνικό πρωτάθλημα μιλάμε, άλλωστε) θα ολοκληρώσω το κείμενο με κάτι που έχω ξαναγράψει: στη ζωή, και στο ποδόσφαιρο, άλλο η θεωρία και άλλο η πράξη, συνεπώς μάς περιμένει δουλειά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου