Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2020

«Κανείς-κανείς όπως ο Λεμονής»

Πριν από λίγες μέρες ο Τάκης Λεμονής συμπλήρωσε τα 60 χρόνια του. Ο Λεμονής αποτελεί μια εντελώς ιδιαίτερη περίπτωση. Αν και για πολλά χρόνια υπήρξε ένας πολύ καλός παίκτης του Ολυμπιακού και μάλιστα σε μια εποχή πολλών διακρίσεων και τίτλων, παρ’ όλα αυτά στη μνήμη και συνείδηση των οπαδών του Ολυμπιακού, αλλά και όλων των φιλάθλων της χώρας, έχει μείνει περισσότερο η προπονητική του θητεία στην ομάδα μας. Σχεδόν όλοι αναφέρονται σε αυτόν κυρίως ως προπονητή του Ολυμπιακού. 






Πολλοί τον θεωρούν επιτυχημένο και ταυτόχρονα αδικημένο. Υπάρχουν όμως και πολλοί που δεν τρέφουν ιδιαίτερη εκτίμηση στο πρόσωπό του και αμφισβητούν έντονα τις προπονητικές του ικανότητες. Είναι όσοι ουδέποτε τον έχουν κρίνει άξιο για πρώτο προπονητή της ομάδας και τον έχουν θεωρήσει ευνοημένο από τις συγκυρίες και περιστάσεις, που οδήγησαν σε σχετικές προεδρικές επιλογές, χάρις στις οποίες, όπως υποστηρίζουν, βρέθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα στον πάγκο του Ολυμπιακού. Είναι αυτοί που προτιμούν να τον ειρωνεύονται, ξεχνώντας ή παραβλέποντας τις προσωπικές του επιτυχίες και μην αναγνωρίζοντας κάποια ιδιαίτερα αξιόλογη συμβολή του στις επιτυχίες του Ολυμπιακού. 

Είναι λοιπόν όντως αδικημένος ή ευνοημένος ο Λεμονής; 

Θα πιάσω τα πράγματα από την αρχή. Από τότε που ήταν ποδοσφαιριστής.

Ο ΛΕΜΟΝΗΣ ΩΣ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΙΣΤΗΣ

Ο Λεμονής ήταν φανατικός Ολυμπιακός από πολύ μικρός. Τα δύο αδέλφια, ο πατέρας και ο θείος του ίδρυσαν τον Σύνδεσμο Φιλάθλων του Ολυμπιακού στον Κολωνό. Ο ίδιος έχει εξομολογηθεί ότι τη συγκλονιστικότερη στιγμή της παιδικής του ηλικίας την βίωσε μέσα στο γήπεδο --στο Καραϊσκάκη-- όταν ήταν 6 χρονών. Ήταν το ιστορικό γκολ του Γιούτσου στο ματς με τον Πανσερραϊκό στο τελευταίο λεπτό, που ισοδυναμούσε με την κατάκτηση του πολυπόθητου πρωταθλήματος του 1966, μετά από μια εξαετία συνεχών αποτυχιών του Ολυμπιακού να πάρει τον τίτλο. Η αλλοφροσύνη των πανηγυρισμών δεκάδων χιλιάδων οπαδών σε εκείνο το γκολ τον σημάδεψε για πάντα. 


Ωστόσο το 1978, όταν ήταν 18 ετών και έπαιζε στον μικρό Αττικό παραλίγο να καταλήξει στον ΠΑΟ, αφού ο Ολυμπιακός δεν ενδιαφερόταν για να τον αποκτήσει. Χρειάστηκαν έντονες και συνεχείς προσπάθειες της οικογένειάς του και φυσικά του ιδίου για να ενεργοποιηθεί το ενδιαφέρον του Ολυμπιακού και να αποκτηθεί την ύστατη ώρα. Και πάλι ίσως να μην κατέληγε στον Ολυμπιακό αν οι πράσινοι δεν είχαν ρίξει όλο το βάρος τους στην απόκτηση του Δεληκάρη. 

Στην ενδεκάδα της ομάδας της περιόδου 1978/79 μπήκε αμέσως, αφού είχε την τύχη να έχει προπονητή τον σπουδαίο ποδοσφαιράνθρωπο Τόζα Βεσελίνοβιτς, που είχε μόνιμη αδυναμία στους ταλαντούχους νέους. Ο Τόζα υπήρξε ο προπονητής, τον οποίο ο Λεμονής αγάπησε και εκτίμησε περισσότερο από όλους, που γνώρισε. 

Οι σχέσεις του με τους υπόλοιπους προπονητές που συνάντησε στον Ολυμπιακό διακρίθηκαν από μεγάλη ποικιλία. Άλλοι, όπως π.χ. οι Παναγούλιας, Γκόρσκι και Χέερ, αναγνώριζαν την αξία του. Άλλοι, όπως ο Κέσλερ και ο Γεωργιάδης, δεν την αναγνώριζαν. Έτσι άλλοτε είχε και άλλοτε δεν είχε σταθερή θέση στην ενδεκάδα της ομάδας. 

Ωστόσο η καριέρα του στον Ολυμπιακό δεν υπήρξε καθόλου ευκαταφρόνητη. Αγωνίστηκε εννιά χρόνια (1978-1987) σε 230 συνολικά αγώνες, έχοντας 175 συμμετοχές για το πρωτάθλημα, 37 συμμετοχές για το κύπελλο και 18 συμμετοχές για τις διοργανώσεις της Ευρώπης. 

Εκεί που έπασχε ήταν στο σκοράρισμα. Στον Ολυμπιακό σημείωσε μόνο 21 συνολικά γκολ (15 για το πρωτάθλημα, 6 για το κύπελλο και κανένα για την Ευρώπη). Οι κακές επιδόσεις του Λεμονή στο σκοράρισμα γίνονται ακόμη πιο φανερές αν ληφθεί υπόψη ότι στον Λεβαδειακό, που πήγε στη συνέχεια, μολονότι έπαιξε πολύ λιγότερο (μόνο 4 χρόνια) σημείωσε περισσότερα γκολ. 

Η αλήθεια είναι ότι η προσωπική του σχέση με το γκολ δεν ήταν καλή. Αυτό αποδεικνύεται και από το ποσοστό επιτυχίας του σε κτυπήματα πέναλτι. Σε 7 πέναλτι που χτύπησε σε αγώνες πρωταθλήματος του Ολυμπιακού δεν κατάφερε να ευστοχήσει ούτε στα μισά (!). Συνολικά είχε 3 εύστοχα στα 7 συνολικά πέναλτι (ποσοστό μόλις 42,85% !). 

Εδώ όμως πρέπει να σταθούμε λίγο. Το γεγονός ότι υστερούσε στο σκοράρισμα δεν σημαίνει ότι υστερούσε σε αποτελεσματικότητα. Κι αυτό γιατί η αποτελεσματικότητα δεν ταυτίζεται πάντα με το σκοράρισμα, ούτε εξισώνεται πάντα με αυτό. Αποτελεσματικότητα μπορεί να υπάρχει σε κάποιο παίκτη, ακόμη και αν δεν σκοράρει ο ίδιος παίκτης, αλλά κάποιος άλλος ή γενικότερα όταν σκοράρει η ομάδα. Αυτή ακριβώς ήταν και η αποτελεσματικότητα του Λεμονή. Η αποτελεσματικότητα της δημιουργίας. Τα γεγονός ότι δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για να σκοράρει η ομάδα. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα του παιχνιδιού και των ενεργειών του. Αυτό οδηγούσε στο σκοράρισμα της ομάδας, ή αλλιώς στην αποτελεσματικότητα του σκοραρίσματος. 

Η σπουδαιότερη προσφορά του Λεμονή ήταν οι ατέλειωτες πλαγιοκοπήσεις και κυρίως οι αμέτρητες ασίστ, που μοίραζε στους συμπαίκτες του. Και όταν λέμε ασίστ εννοούμε πραγματικές, ουσιαστικές και καθοριστικές ασίστ, δηλαδή τελικές πάσες που τις πιο πολλές φορές ήταν έτοιμα γκολ, σχεδόν «πάρε βάλε». Δεν εννοούμε το σύγχρονο στατιστικό χάλι, που δέχεται ως ασίστ τυφλά χτυπήματα κόρνερ η φάουλ μέσα σε ένα σωρό παικτών. Μέχρι και στο γκολ του Ομάρ στο πρόσφατο ματς με τον Άρη 4-2 η μπαλιά του Βαλμπουενά πιστώθηκε ως ασίστ, αν και όλο το γκολ στην πραγματικότητα ανήκε, εξαρχής μέχρι τέλους, στην ενέργεια του ίδιου του Ομάρ. 

Τι έκανε λοιπόν ο παίκτης Λεμονής; Με τις τελείως απρόβλεπτες κινήσεις του και τις κλειστές και κοφτές δεξιοτεχνικές ντρίμπλες του από τα άκρα (κυρίως από τα δεξιά) δημιουργούσε ρήγματα περνούσε αντιπάλους και πάσαρε ή σέντραρε υποδειγματικά. 

Δεν υπάρχει στον σημερινό Ολυμπιακό, αλλά και σε ολόκληρο το σύγχρονο ελληνικό ποδόσφαιρο, παίχτης που να μπορεί να κάνει αυτά που έκανε τότε στις διεισδύσεις του στη περιοχή ο Λεμονής. Αφήστε τα άφθονα πέναλτι, που κέρδιζε από τις ανατροπές, στις οποίες υπέπιπταν οι αντίπαλοι του στην προσπάθειά τους να τον ανακόψουν. 

Από τα ματς που θα μείνουν αξέχαστα στην ποδοσφαιρική του καριέρα για την εξαιρετική του απόδοση ήταν ασφαλώς η πρόκριση σε βάρος του Άγιαξ (2-0) το 1983 στο ΟΑΚΑ για το Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης, όπου έκανε κυριολεκτικά άνω-κάτω την άμυνα των Ολλανδών, καθώς και ο τελικός του Κυπέλλου Ελλάδας το 1981 εναντίον του ΠΑΟΚ (3-1) στη Φιλαδέλφεια όταν ο Γκόρσκι προτίμησε να βάλει αυτόν στην ενδεκάδα αντί του φαβορί μεγάλου Αναστόπουλου. Τα δύο συγκεκριμένα ματς ξεχωρίζει και ο ίδιος. 



Όταν το 1987 έφυγε από τον Ολυμπιακό αναγκαστικά, αφού δεν τον υπολόγιζαν στην ομάδα, ήταν μόλις 27 ετών και είχε ακόμη πράγματα να δώσει. Η γνωστή και δεδηλωμένη οπαδικού τύπου αγάπη του προς τον Ολυμπιακό απέτρεψε τότε πολλές μεγάλες ομάδες από το να σκεφτούν να τον εντάξουν στο δυναμικό τους. Άλλωστε παραμόνευε πάντοτε και ο κίνδυνος να φάνε χυλόπιτα. 

Με τον Ολυμπιακό ως ποδοσφαιριστής κατέκτησε 5 πρωταθλήματα (1980, 1981, 1982, 1983 και 1987, αν και στο τελευταίο η αγωνιστική συμβολή του ήταν περιορισμένη) και ένα κύπελλο (1981). 

Ο ΛΕΜΟΝΗΣ ΩΣ ΠΡΟΠΟΝΗΤΗΣ

Όταν εγκατέλειψε την ενεργό ποδοσφαιρική δράση και έκανε στροφή στην προπονητική του καριέρα, την ξεκίνησε με προπονητικές σπουδές στην Αγγλία. Κατά την επικρατούσα άποψη, στο εν λόγω γεγονός οφείλεται και το προσωνύμιο του «Sir Takis». 

Στη συνέχεια, μετά από θητεία σε ερασιτεχνικά σωματεία, την άνοιξη του 2000 βρέθηκε στον πάγκο του Ολυμπιακού ως βοηθός του Μαντζουράκη. Ακολουθούν τέσσερις διαφορετικές χρονικές περίοδοι, που διετέλεσε πρώτος προπονητής του Ολυμπιακού, γεγονός που αποτελεί ρεκόρ για τον Ολυμπιακό. Οι μεγαλύτερες χρονικές περίοδοι είναι συνδεδεμένες με τον Κόκκαλη, ο οποίος φαίνεται ότι ήξερε καλύτερα το κουμπί του, αφού τον προσλάμβανε και τον απέλυε κατ’ επανάληψη, χωρίς όμως να διαταράσσονται ιδιαίτερα οι μεταξύ τους σχέσεις. Αντίθετα η συνεργασία με τον Μαρινάκη κράτησε πολύ λιγότερο και εξελίχθηκε πολύ χειρότερα. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν η διοίκηση Μαρινάκη προσπάθησε να «χρυσώσει το χάπι» στον Λεμονή, έπειτα από την τελευταία αδικαιολόγητη απόλυσή του, προσφέροντας του κάποιο άλλο πόστο, ο Τάκης αρνήθηκε. 

Κάθε φορά που ο Λεμονής ανελάμβανε στον Ολυμπιακό παρελάμβανε την ομάδα σε κατάσταση ανάγκης ή κρίσης, την οποία καλείτο να διαχειριστεί επιτυχώς, αφού όπως έχει παραδεχτεί και ο ίδιος, γι’ αυτόν ο Ολυμπιακός ανέκαθεν αποτελεί «ειδική περίπτωση». Συνεπώς θεωρούσε ότι είχε αυξημένη ευθύνη και δεν μπορούσε να αρνηθεί την πρόσκληση του Ολυμπιακού, σαν καλός στρατιώτης της ομάδας που ήταν. 

Η πρώτη περίοδος του ως πρώτος προπονητής της ομάδας ήταν από τον Νοέμβριο 2000 μέχρι τον Δεκέμβριο του 2002. Παρέλαβε μετά την απομάκρυνση Μαντζουράκη και αντικαταστάθηκε από τον Κόλλια. Η δεύτερη περίοδος διάρκεσε από τον Δεκέμβριο του 2006 ως τον Μάρτιο του 2008. Παρέλαβε από τον Σόλιντ και αντικαταστάθηκε από τον Σεγκούρα. Η τρίτη περίοδος ήταν η πιο μικρή σε χρονική διάρκεια. Παρέλαβε τον Μάρτιο του 2017 από τον Βούζα, που είχε αντικαταστήσει προσωρινά τον Μπέντο, και τελείωσε με τη λήξη του πρωταθλήματος εκείνης της περιόδου τον Μάιο του 2017. Την τέταρτη περίοδο παρέλαβε το Σεπτέμβριο του 2017 από τον Χάσι και αντικαταστάθηκε τον Ιανουάριο του 2018 από τον Γκαρθία. Αφήνω στην κρίση σας τη σύγκριση του Λεμονή με αυτούς, από τους οποίους παρέλαβε και κυρίως με αυτούς, από τους οποίους αντικαταστάθηκε. 

Πάντως το αξιοσημείωτο είναι ότι μόνο μια φορά ο Λεμονής ξεκίνησε και τέλειωσε μια πλήρη σεζόν στον Ολυμπιακό, δηλαδή ήταν στον πάγκο της ομάδας από την αρχή μέχρι το τέλος μιας ποδοσφαιρικής περιόδου, από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο αγώνα. Για τον Ολυμπιακό, όπως είπαμε, ήταν συνήθως προπονητής ειδικών αποστολών, που ερχόταν όταν είχε ξεκινήσει η αγωνιστική περίοδος, γεγονός που καθιστούσε το έργο του ακόμη πιο δύσκολο. Κι όμως ποτέ δεν απέτυχε. Ε, διάβολε, κάτι πρέπει να έκανε καλά κι αυτός. 

Ο ίδιος ο Λεμονής ξεχωρίζει δύο ομάδες του Ολυμπιακού από αυτές που ανέλαβε. Την ομάδα της περιόδου 2000-2002, που θεωρεί ως καλύτερη ομάδα από πλευράς ταλέντου και ποιότητας παικτών, την οποία όμως τη θεωρούσε ως προορισμένη και προσανατολισμένη να κυριαρχήσει σε εθνικό επίπεδο, σε αντίθεση με την ομάδα της περιόδου 2006-2008, την οποία θεωρούσε καλύτερη από πλευράς ταχυδυναμικής και ως σχεδιασμένη, προσανατολισμένη και προορισμένη να διακριθεί σε επίπεδο Ευρώπης. 

Με τον Ολυμπιακό ως προπονητής κατέκτησε επίσης 5 πρωταθλήματα (2001, 2002, 2007, 2008, 2017, αν και στο τελευταίο πρωτάθλημα έμεινε στον πάγκο για λίγο).

Κάποιοι, που αρέσκονται στα στατιστικά, τα ανεβάζουν σε 6, συνυπολογίζοντας το πρωτάθλημα του 2000, που ο Λεμονής ήταν βοηθός του Μαντζουράκη για να επικαλεστούν ένα σπάνιο ρεκόρ: ότι δηλαδή κάθε περίοδο που ο Λεμονής κάθισε στον πάγκο της ομάδας ο Ολυμπιακός πήρε πρωτάθλημα. Αυτό το ρεκόρ, πάντως, έμελλε να σπάσει με την κατάκτηση του πρωταθλήματος του 2018 από τον ΠΑΟΚ, όταν διακόπηκε στα καλά καθούμενα η προπονητική θητεία του Λεμονή. Έτσι, έστω και αν εκείνη τη χρονιά πέρασε από τον πάγκο, η συγκεκριμένη περίοδος πήγε χαμένη μαζί με το ρεκόρ. 

Στην προπονητική διαδρομή του στον Ολυμπιακό η ομάδα γνώρισε πολλές μεγάλες στιγμές σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Οι θρίαμβοι εκτός έδρας στο Champions League επί της Βέρντερ (1-3) και Λάτσιο (1-2) που έσπασαν μια μακρά παράδοση αποτυχιών σε αγώνες της ομάδας στην Ευρώπη μακριά από το γήπεδο της. 



Η συντριπτική νίκη 6-2 επί της φιναλίστ του Champions League Μπάγερ Λεβερκούζεν στη Ριζούπολη. 


Το αξέχαστο έπος της Λεωφόρου με το 1-4 του Κυπέλου. 


Οι επίσης συντριπτικές νίκες επί ΑΕΚ (6-1) και ΠΑΟ (4-0) στο Κύπελλο. Οι διάφορες νίκες στη μεγάλη πλειοψηφία των ντέρμπι του πρωταθλήματος επί ΠΑΟ, ΑΕΚ και ΠΑΟΚ. Ας μη ξεχνάμε ότι στο ντεμπούτο του Λεμονή ως πρώτου προπονητή στον ερυθρόλευκο πάγκο ο Ολυμπιακός έριξε μια περιποιημένη τεσσάρα στον ΠΑΟΚ μέσα στην Τούμπα (2-4). 




Σε ένα σύνολο περίπου είκοσι ντέρμπι, ο Ολυμπιακός με τον Λεμονή στον πάγκο του νίκησε στα περισσότερα (μισά), ενώ έχασε μόνο δύο φορές και τις δύο από τον ΠΑΟ, τη μία στο Φάληρο με το γκολ του Παπαδόπουλου στο 90΄σε ένα ματς που έπρεπε να νικήσουμε με τρία γκολ διαφορά και την άλλη στη Λεωφόρο, όταν ο Χάσι είχε φροντίσει να έχουμε το χειρότερο υλικό στην ιστορία του Ολυμπιακού, τουλάχιστον στον 21ο αιώνα. 

Βέβαια υπήρξαν και κάποιες οδυνηρές και αχώνευτες ήττες επί θητείας Λεμονή όπως η ήττα από τους ισραηλινούς στη Κύπρο 3-0, η ήττα από τον ΠΑΟΚ του Μπάγεβιτς στον τελικό του Κυπέλλου της Φιλαδέλφειας με 2-4, ο αποκλεισμός από τον ΠΑΣ Γιάννενα, που ήταν τότε ομάδα Β΄ Εθνικής. 

Σε κάθε περίπτωση πάντως είναι σαφές ότι η ζυγαριά στο ισοζύγιο επιτυχιών και αποτυχιών στον Ολυμπιακό του Λεμονή γέρνει ασυζητητί και καταφανέστατα υπέρ των επιτυχιών. 

Παρ’ όλα αυτά, η αμφισβήτηση του Λεμονή ως προπονητή υπήρξε και εξακολουθεί να είναι μεγάλη. Σε αυτό το γεγονός υπάρχουν κάποια πράγματα που παίζουν ρόλο. 

Το πρώτο από όλα ότι ο Λεμονής είχε μεγάλες επιτυχίες μόνο στον Ολυμπιακό. Εκτός από τον Ολυμπιακό η μεγαλύτερη επιτυχία του υπήρξε ένα πρωτάθλημα με την Ομόνοια στη Κύπρο. Η απόπειρα του για διεθνή καριέρα που ξεκίνησε από τη Σαουδική Αραβία (Αλ Ραέντ) δεν στέφθηκε από επιτυχία. Ο ίδιος επιζητεί με κάθε τρόπο να πάρει τη ρεβάνς, αναζητώντας νέα ευκαιρία για ομάδα στο εξωτερικό, όπως πρόσφατα δήλωσε. 

Υπάρχει και το επιχείρημα ότι οι επιτυχίες του στον Ολυμπιακό οφείλονταν σχεδόν αποκλειστικά στη μεγάλη ποιότητα των παικτών που είχε η ομάδα. Επανειλημμένα έχει διατυπωθεί η γνωστή άποψη περί μιας ομάδας που δεν είχε ανάγκη από προπονητή, αλλά πήγαινε με αυτόματο πιλότο. 

Προσωπικά πιστεύω ότι η αμφισβήτηση προς στο πρόσωπό του έχει να κάνει με τον χαρακτήρα του. Ο Λεμονής ανέκαθεν ήταν αξιοπρεπής, τίμιος και σεμνός. Ένας ήπιος, ευγενικός και πράος άνθρωπος, χαμηλών τόνων και εκτός παρασκηνίου. Αυτά τα χαρακτηριστικά, που ενδεχομένως θα έπρεπε να τον κάνουν περιζήτητο, λειτούργησαν σε βάρος του. Δυστυχώς στον χώρο του ποδοσφαίρου μεγαλύτερη γοητεία ασκούν οι δυναμικοί φωνακλάδες που εκφράζουν έντονα και επιδεικτικά την άποψή τους, αυτοί που φανατίζουν και φανατίζονται, όσοι φαίνονται μάγκες, πονηροί ή μπασμένοι στα κόλπα και είναι έμπειροι γνώστες καταστάσεων, όπου κυριαρχούν κάθε λογής ίντριγκες και μαγειρέματα. 

Ο Λεμονής ποτέ δεν ήταν καλός σε αυτά. Ποτέ στη ζωή του δεν ασχολήθηκε με τη διαιτησία, ποτέ δεν διαμαρτυρήθηκε εναντίον της, δεν προσπάθησε να την επηρεάσει. Μνημειώδης ήταν η δήλωση του στη Θεσσαλονίκη τον Ιανουάριο του 2001 στη συνέντευξη Τύπου μετά από ήττα του Ολυμπιακού από τον Ηρακλή, όταν ο Ολυμπιακός είχε αδικηθεί καταφανέστατα από τον διαβόητο διαιτητή Δούρο, γεγονός που αναγνώρισαν στη συνέντευξη Τύπου ακόμη και οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι των τοπικών μέσων. 

Ο Λεμονής όταν ρωτήθηκε για το αν έγιναν αδικίες σε βάρος του Ολυμπιακού και αν το αποτέλεσμα ήταν δίκαιο, αντί για κραυγές και κλαψουρίσματα, δήλωσε ήρεμα όπως πάντα: «Δεν μιλώ ποτέ για διαιτησία. Χάσαμε 2-1. Αυτό είναι το αποτέλεσμα του αγώνα». Φαντασθείτε τον Λεμονή στον σημερινό χαώδη κόσμο του ελληνικού ποδοσφαίρου, όπου θα του απαιτούσαν να ουρλιάξει για διαιτητικές σφαγές, πραγματικές ή φανταστικές. 

Ο Λεμονής ως προπονητής ήταν καλός στο να βρίσκει τρόπους να φτιάχνει τη διάθεση των παικτών του πριν από κρίσιμους αγώνες. Πολλές από τις ομιλίες του στους παίκτες χωρίς να έχουν καμία σχέση με το στιλ και το ύφος των ομιλιών π.χ. του Αλέφαντου αποσκοπούσαν στο ίδιο αποτέλεσμα. Στην ανύψωση του ηθικού και στην τόνωση του φιλότιμου των παικτών του Ολυμπιακού, με αναφορές και παραδείγματα βγαλμένα από την ιστορία της ομάδας. 

Για παράδειγμα: πριν από τον κρισιμότατο αγώνα με την ΑΕΚ στο ΟΑΚΑ τον Απρίλιο του 2002, που ισοδυναμούσε με τελικό, αφού ο Ολυμπιακός ήθελε μόνο νίκη για να κατακτήσει το πρωτάθλημα ο Λεμονής δεν περιορίστηκε σε ένα συνηθισμένο λόγο στους παίκτες. Είχε φέρει μαζί του και τους έδειξε ένα βιβλίο με πολλές φωτογραφίες που αναφερόταν στη θρυλική ομάδα του Ολυμπιακού της δεκαετίας του 1950, τονίζοντας τους ότι εκείνη η ομάδα είχε αφήσει εποχή, επειδή κατείχε ρεκόρ των έξι συνεχόμενων πρωταθλημάτων. 

Όπως λοιπόν είπε ο Λεμονής στους παίκτες του τους παρουσιαζόταν τώρα η μοναδική ευκαιρία να κερδίσουν την ΑΕΚ και να πάρουν το πρωτάθλημα, πραγματοποιώντας κι αυτοί το ίδιο ακριβώς επίτευγμα των έξι συνεχόμενων κατακτήσεων με αποτέλεσμα να γραφτεί και γι αυτούς ανάλογο βιβλίο και να αποκτήσουν την ίδια δόξα. Ο Κόκκαλης που ήταν παρών στην ομιλία είχε πάθει πλάκα από αυτά που ο Λεμονής έλεγε στην ομάδα στην ομιλία του. 

Μετά την ομιλία του Λεμονή, η αποστολή έφυγε για το ΟΑΚΑ διακατεχόμενη από ένα τεράστιο ενθουσιασμό και απόλυτη πίστη. Χαρακτηριστικό ήταν ότι ακόμη και οι ξένοι παίκτες όπως οι Βραζιλιάνοι Τζιοβάνι και Ζε Ελίας είχαν πάρει μέσα στο πούλμαν τύμπανα, που τα κτυπούσαν σε όλη την διάρκεια της διαδρομής. Και φυσικά ο Ολυμπιακός νίκησε, παρά τα όσα σκαρφίστηκε ο Βασσάρας.


Βέβαια όπως και κάθε προπονητής έκανε κι αυτός λάθη. Από την τελευταία του θητεία στον Ολυμπιακό, ακόμη θυμούνται στην ήττα με τον ΠΑΟ στην Λεωφόρο την αδικαιολόγητη εκ μέρους προτίμηση του Εμενίκε. Επίσης ακόμη θυμούνται τη εκ μέρους του πολύ καθυστερημένη εκδήλωση εμπιστοσύνης προς τον Καρίμ Ανσαριφάρντ, που υπήρξε μακράν ο καλύτερος επιθετικός εκείνης της μέτριας ομάδας. 

Πρέπει όμως και να θυμούνται την υπόσχεση, που είχε δώσει δημοσίως όταν ήρθε σε εκείνη την σούπερ αναιμική ομάδα: ότι στο τέλος του πρώτου γύρου ο Ολυμπιακός θα βρισκόταν στην κορυφή. Η υπόσχεση εκείνη έμοιαζε σχεδόν ανέφικτη, αφού ο Ολυμπιακός βρισκόταν πολύ πίσω (5 πόντους) στη βαθμολογία και το κυριότερο δεν έπειθε κανένα. 

Ωστόσο ο Λεμονής κράτησε την υπόσχεση του. Στο τέλος του πρώτου γύρου, μετά από ένα μεγάλο σερί νικών ο αδύναμος εκείνος Ολυμπιακός βγήκε πρωταθλητής χειμώνα. Και ποια ήταν η ανταμοιβή του Λεμονή επειδή πέτυχε τους στόχους της ομάδας; H απόλυσή του!

Δεν ήταν μόνο ένα από τα πιο εγκληματικά λάθη, αλλά και μια από τις ηθικά πιο απαράδεκτες, άδικες και αχάριστες συμπεριφορές διοικήσεων του Ολυμπιακού στην ιστορία της ομάδας και μάλιστα απέναντι σε ένα από τους πιστούς στρατιώτες της ομάδας όλων των εποχών. Η διοίκηση δεν σεβάστηκε και πέταξε σαν στυμμένη λεμονόκουπα ένα άνθρωπο, που είχε συμμετοχή, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σε 11 τίτλους της ομάδας, ένα άνθρωπο, που είχε ανταποκριθεί πρόθυμα και επιτύχει σε όλες τις ειδικές αποστολές που είχε αναλάβει. Φαντάζομαι την πίκρα του Τάκη. Και ως ήταν αναμενόμενο η ομάδα μετά την απόλυση του Λεμονή καταποντίστηκε, προς δικαίωση της ρήσης: «το άδικο ουκ ευλογείται». 

Η δικαιολογία της απόλυσης εκ μέρους της διοίκησης; Ο Λεμονής είχε χάσει τον έλεγχο των αποδυτηρίων και τα πειθαρχικά παραπτώματα διαδέχονταν το ένα το άλλο. Ακόμη όμως και αν ήταν έτσι, ποιος είχε την ευθύνη για αυτήν την κατάσταση; Γιατί η διοίκηση δεν στήριζε τον προπονητή και δεν επέβαλλε κυρώσεις ή δεν έπαιρνε τα κεφάλια των απείθαρχων; 

Μπορεί όντως να υπήρξαν πειθαρχικά παραπτώματα (Μάριν, Τζούρτζεβιτς, Σεμπά κ.ά.), αλλά ο ίδιος ο Λεμονής σε καμία περίπτωση δεν τα κάλυψε. Απλώς δεν ήταν ποτέ στον χαρακτήρα του Λεμονή να παίξει τον ρόλο του προπονητή- θηριοδαμαστή, που απειλεί ή τιμωρεί μόνος του τους παίκτες του. Αυτό ήταν γνωστό σε όλους. Από αυτή την άποψη, ίσως να είχε δίκιο ο καλύτερος φίλος του Λεμονή στον Ολυμπιακό, ο «άνετος» Ξανθόπουλος, που υποστηρίζει ότι λόγω χαρακτήρα, ο Λεμονής ίσως θα ήταν πιο ιδεώδης ως τεχνικός διευθυντής παρά ως προπονητής. 

Η διοίκηση, λοιπόν, ήταν αυτή που γνώριζε τι είχε συμβεί όπως άλλωστε τα γνώριζαν σχεδόν όλοι. Συνεπώς αυτή ήταν που έπρεπε να επέμβει και να λάβει μέτρα, πράγμα που δεν έκανε. Και όχι μόνο αυτό, αλλά ενθάρρυνε με τον τρόπο αυτό και τις αντιδράσεις των απείθαρχων και τρίτων, με αποτέλεσμα να γίνει ακόμη μεγαλύτερη η απουσία κάθε πειθαρχικού ελέγχου. Έτσι έφτασαν σε σημείο ξένοι παίκτες και μάνατζερ να ζητούν απομάκρυνση του Λεμονή, πράγμα που τελικά κατάφεραν. 

Ξεχνά κανείς ότι η διοίκηση έσπευσε να καλύψει την εξωφρενική συμπεριφορά του Τζούρτζεβιτς στα Χανιά, αμέσως μετά το ματς κυπέλλου με τον Κισσαμικό, όταν ο Σέρβος απώθησε βίαια τον προπονητή του και έφυγε μόνος του από το γήπεδο, την ώρα που ο προπονητής του πήγαινε να τον αγκαλιάσει, να τον καλμάρει και να τον κρατήσει μέσα στο γήπεδο, μετά από μια αδιανόητη έκρηξη εκνευρισμού του παίκτη; Τι είχε σπεύσει να πει τότε η επίσημη διοίκηση διά στόματος Καραπαπά; « Ο Τζούρτζεβιτς καλά έκανε που ήταν εκνευρισμένος και αντέδρασε όπως αντέδρασε γιατί ήθελε να βάλει γκολ!» Μετά από αυτή την ανακοίνωση-άφεση αμαρτιών από τη διοίκηση, τι σόι κυρώσεις μπορούσε να εισηγηθεί προς επιβολή ο Λεμονής για την στάση του Σέρβου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ήθελε να το κάνει; 

Υπάρχει βέβαια και ένα σημείο στο οποίο διαφωνούσα με τον Λεμονή και αυτό είναι ήταν η αντίληψη του πως ο Ολυμπιακός θα πήγαινε καλύτερα ιδίως στην Ευρώπη χωρίς Τζιοβάνι και Ριβάλντο. Η άποψη αυτή, που έχει διατυπωθεί και από άλλους, είναι πολύ σχηματική και θεωρητική, καθώς όσα τυχόν θα κέρδιζε η ομάδα από μια πιο γρήγορη ανάπτυξη παιχνιδιού θα τα έχανε και με το παραπάνω από την έλλειψη εμπνεύσεων, πρωτοβουλιών και ικανοτήτων που θα προκαλούσε η απουσία τέτοιων ποδοσφαιριστών τόσο μεγάλης κλάσης, που ήταν ικανοί για το δυσκολότερο, αλλά και το καλύτερο ανά πάσα στιγμή σε κάθε αγώνα. 

Ειδικότερα η εισήγηση του Τάκη για τον Ριβάλντο έδωσε δυστυχώς το πρόσχημα και τη δικαιολογία στον Κόκκαλη να αθετήσει την υπόσχεση για ανανέωση συμβολαίου, που προσωπικά ο ίδιος είχε δώσει στον Ρίμπο και για την οποία είχε αργότερα μετανιώσει. 

Αλλά για να εξηγούμαστε ο Λεμονής εκείνο που απλώς είπε στον Κόκκαλη ήταν ότι δεν θεωρούσε τον Ρίμπο απόλυτα απαραίτητο για τον Ολυμπιακό, που φανταζόταν. Δεν του είπε όμως να ακολουθήσει την τακτική, που ο Κόκκαλης ακολούθησε απέναντι στον Ρίμπο, δηλαδή να τον κοροϊδεύει, να του κρύβεται, να τον αποφεύγει και να μη βγαίνει ούτε καν στο τηλέφωνο να μιλήσει μαζί του. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου