Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2019

Τριάντα χρόνια από τον ερχομό του Τοντ Μίτσελ

Ο Αμερικανός φόργουορντ Τοντ Μίτσελ, ήταν ένας από τους καλύτερους ξένους μπασκετμπολίστες, που αγωνίστηκαν στον Ολυμπιακό. Ήρθε σε μια πολύ κακή εποχή για την ομάδα, την περίοδο 1989/90, που ο Ολυμπιακός διένυε τα τελευταία από τα πέτρινα χρόνια του.

Αυτό το γεγονός το έχει άλλωστε έχει συνειδητοποιήσει και ο ίδιος, ο οποίος ακόμη και σήμερα δεν ξεχνά να τονίσει πόσο άτυχος ήταν που δεν βρέθηκε στον Ολυμπιακό λίγο αργότερα, όταν πλέον την ομάδα είχε αναλάβει ο Κόκκαλης.








Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και αν ο Ολυμπιακός έμεινε όχι μόνο άτιτλος, αλλά και τερμάτισε στη --συνηθισμένη τότε γι’ αυτόν-- ταπεινωτική 7η θέση στον βαθμολογικό πίνακα, ο Μίτσελ ήταν από αυτούς που μπόρεσαν να αφήσουν το στίγμα τους στην ομάδα, αφού η μεγάλη αγωνιστική του αξία αναγνωρίστηκε από πολλούς.

Φέτος τον Οκτώβρη συμπληρώνονται 30 χρόνια από τότε που ο Μίτσελ πρωτόπαιξε στην ομάδα σε επίσημους αγώνες και γρήγορα εξελίχτηκε στο μεγάλο όπλο της.

Εκείνο για το οποίο τον θυμούνται ή τον μνημονεύουν όλοι είναι το αξέχαστο ματς με την ΑΕΚ την 21.10.1989 στα εγκαίνια του κλειστού γηπέδου μπάσκετ της ΑΕΚ «Γεώργιος Μόσχος», δίπλα στο ποδοσφαιρικό γήπεδο της Ν. Φιλαδέλφειας. Από αυτό το ματς, που έγινε στις αρχές του πρωταθλήματος, καθιερώθηκε στη συνείδηση όχι μόνο των οπαδών του Ολυμπιακού, αλλά και όλων των μπασκετόφιλων της χώρας. 

Για το συγκεκριμένο γήπεδο είχε αναπτυχθεί μια φιλολογία-μυθολογία, παρόμοια ή και μεγαλύτερη από το νέο ποδοσφαιρικό γήπεδο της ΑΕΚ στη Ν. Φιλαδέλφεια, που κατασκευάζεται σήμερα, την «Αγιά-Σοφιά». 

Το «Γεώργιος Μόσχος» παρουσιαζόταν από τους κιτρινόμαυρους ως το γήπεδο, που θα γεννούσε τη νέα ασυναγώνιστη ΑΕΚ, την αυτοαποκαλούμενη «βασίλισσα του ελληνικού μπάσκετ». Θα ήταν το γήπεδο, μέσα στο οποίο θα έτρεμαν όλοι οι αντίπαλοι. 

Πράγματι η κατασκευή του έδειχνε ότι το μόνο που ενδιέφερε την ΑΕΚ ήταν το πώς θα γίνει μια καυτή έδρα. Το γήπεδο, χωρητικότητας 2.000-2.500 θέσεων, θύμιζε ρωμαϊκή αρένα. Η απόσταση των κερκίδων από τον αγωνιστικό χώρο ήταν εντελώς ανύπαρκτη. Το ενδεχόμενο κυρώσεων σε βάρος της ομάδας της ΑΕΚ έμοιαζε σαν να μην είχε ληφθεί καθόλου υπόψη, αν και τότε οι τιμωρίες των γηπέδων ούτε συχνές ήταν ούτε βαριές, μολονότι τα επεισόδια και οι ρίψεις αντικειμένων κάθε άλλο παρά σπάνιες ήταν. 

Επιπλέον, η ομάδα της ΑΕΚ παρουσιαζόταν ισχυρή, και σε κάθε περίπτωση ισχυρότερη από τον Ολυμπιακό. Στη σύνθεσή της φιγουράριζαν παίκτες όπως οι Γαλακτερός, Λαννές, Γιούσεβιτς, Αριδάς, Γκέκος κ.λπ.

Φαντασθείτε λοιπόν την απογοήτευση των ΑΕΚτζήδων οπαδών όταν όλη αυτή η διαρκής προπαγάνδα περί του πολυαναμενόμενου γηπέδου-κολαστηρίου, από το οποίο καμία ομάδα δεν θα γλίτωνε, διαψεύσθηκε και καταρρίφθηκε από το πρώτο κιόλας ματς των εγκαινίων του περίφημου γηπέδου-φόβητρου. 

Μετά από ένα δραματικό ματς, ο Ολυμπιακός νίκησε 87-88, με πρώτο παίκτη του αγώνα τον Τοντ Μίτσελ, που σημείωσε 41 πόντους (10/17 δίποντα, 4/6 τρίποντα, 9 στις 14 βολές). Την άλλη μέρα όλος ο αθλητικός Τύπος υποκλίθηκε στην αξία του Τοντ. 


Ο Τοντ, που είχε ύψος 2.01 μ., αγωνιζόταν κυρίως ως small forward και κάποιες φορές και ως 4άρι. Ήταν ένας εκρηκτικός και θεαματικός παίκτης, με μεγάλη έφεση στο σκοράρισμα, αλλά και στο ριμπάουντ.

Στις ΗΠΑ ήταν απόφοιτος του κολλεγίου Πέρντιου.To 1988 αναδείχθηκε μέλος της πρώτης ομάδας της All Big-Ten Conference, του αρχαιότερου αθλητικού πανεπιστημιακού θεσμού της χώρας, στον οποίο συμμετέχουν πασίγνωστα για τις επιδόσεις τους στο μπάσκετ πανεπιστήμια, όπως π.χ. αυτά των Ιντιάνα, Μίτσιγκαν, Οχάιο, Μέριλαντ κ.λπ.

Το 1988 επιλέχθηκε στο ντραφτ από τους Ντένβερ Νάγκετς, χωρίς όμως να παίξει ούτε ένα αγώνα σε αυτούς. Αυτή ήταν η πρώτη μεγάλη απογοήτευση, που βίωσε στη ζωή του, αφού μέχρι τότε όλοι οι οιωνοί γι αυτόν ήταν άριστοι και υπόσχονταν μια λαμπρή καριέρα. Στη συνέχεια, την περίοδο 1988/89, βρέθηκε στους μέτριους τότε Μαιάμι Χιτ, όπου αγωνίστηκε σε 22 αγώνες NBA και, λίγο αργότερα, αγωνίστηκε, με ένα μικρής διάρκειας συμβόλαιο, σε δύο μόνο αγώνες ΝΒΑ στους Σαν Αντόνιο Σπερς. Συνολικά, στην επαγγελματική θητεία του στο NBA, είχε μέσο όρο πόντων 5,1 και μέσο όρο ριμπάουντ 2,1.

Μετά αποφάσισε να αφήσει τον μαγικό κόσμο του NBA και να προσγειωθεί στην Ευρώπη, όπου ξεκίνησε μια μεγάλη σε διάρκεια επαγγελματική καριέρα. 

Στον Ολυμπιακό, ο οποίος, παρεμπιπτόντως, ήταν το μεγαλύτερο μπασκετικό κλαμπ που αγωνίστηκε στην εκτός ΗΠΑ αθλητική του καριέρα, έπαιξε την περίοδο 1989/90, με ένα συμβόλαιο 160.000 δολαρίων. 

Υπήρξε επιλογή του Μάκη Δενδρινού, που ήταν κόουτς της ομάδας εκείνη την περίοδο, χωρίς όμως να βγάλει μέχρι τέλους την χρονιά, αφού αντικαταστάθηκε από τον Μιχάλη Κυρίτση. Ο Ολυμπιακός ήθελε ένα παίκτη εκρηκτικό και θεαματικό, ως αντικαταστάτη του Κάρι Σκάρι, που είχε ανάλογα προσόντα.

Οι επιδόσεις του στον Ολυμπιακό ήταν αξιοθαύμαστες. Στο πρωτάθλημα είχε μέσο όρο πόντων 28,36, με ποσοστά 45% στα δίποντα, 34% στα τρίποντα, 76% στις βολές καθώς και 7,1 μέσο όρο στα ριμπάουντ. Σημείωσε συνολικά 624 πόντους και βγήκε τέταρτος σκόρερ του πρωταθλήματος, πίσω από τον απλησίαστο σκόρερ Γκάλη (893 πόντοι!), την καλαθομηχανή του Ηρακλή Ντέηβιντ Έινκραμ (αυτόν που τον γράφανε Ήνγκραμ) που πέτυχε 817 πόντους και τον μεγάλο σκόρερ του Απόλλωνα Πατρών Γουέιν Γιάργουντ (649 πόντοι). 

Η εκτελεστική του δεινότητα ήταν τόσο μεγάλη, που μόνο με αυτή του Πάσπαλι μπορούσε να συγκριθεί στον Ολυμπιακό. Ήταν ένας χαρισματικός σκόρερ πάνω στον οποίο στηριζόταν σχεδόν όλο το παιχνίδι της ομάδας στην επίθεση, αν σκεφτεί κανείς ότι οι αμέσως επόμενοι σκόρερ της ομάδας ήταν οι Παπαδάκος, με μέσο όρο 16,1 πόντων, και Μανιάτης, με μέσο όρο 11,91 πόντων. 

Ποτέ δεν διακρίθηκε στην άμυνα, αν και ο ίδιος ήταν πάντα πρόθυμος να παίξει και μάλιστα να αντιμετωπίσει δύσκολους και ψηλότερούς του αντιπάλους. 

Όταν έφυγε από τον Ολυμπιακό, έπαιξε σε ένα σωρό ομάδες: σε τρεις στη Γαλλία, σε άλλες τρεις στην Ιταλία, σε μία στην Ισπανία, ακόμη μία στο Ισραήλ, ενώ δεν έλειψαν και κάποια περάσματα σε αμερικανικές επαγγελματικές ομάδες διαφόρων κατηγοριών. Τελευταία του στάση προτού αποσυρθεί, το 1999, ήταν η Ελβετία, όπου αγωνίστηκε στην ομάδα του Λουγκάνο. 

Στο ενδιάμεσο, είχε επιστρέψει πάλι στην Ελλάδα τη σεζόν 1993/94, όταν και αγωνίστηκε στον Παπάγου, έχοντας μέσο όρο πόντων 22,7 και ριμπάουντ 7,2, χωρίς όμως να καταφέρει να καταφέρει να σώσει τον σύλλογο από τον υποβιβασμό, όπως λογάριαζε όταν τον έφερνε ο κόουτς Ιωάννου. Σημειωτέον ότι εκείνη τη χρονιά, στο All Star Game στο ΣΕΦ, έφτασε στον τελικό του διαγωνισμού καρφωμάτων, για να χάσει από τον μέγα σπεσιαλίστα του είδους Χένρι Τέρνερ του Πανιωνίου. 


Οι τρομερές επιδόσεις του στο σκοράρισμα διατηρήθηκαν επί μεγάλο χρονικό διάστημα. Είναι αξιοσημείωτο ότι το 1996, δηλαδή έξι χρόνια αφότου είχε φύγει από τη χώρα μας, όταν έπαιζε στη Μονπελιέ, αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ της Γαλλικής Λίγκας.

Η καριέρα του διακόπηκε μετά από ένα δυσάρεστο περιστατικό, που παραλίγο να του στοιχίσει τη ζωή. 

Όταν αγωνιζόταν στη Γαλλία με τη Στρασμπούργκ το 1998, κατά τη διάρκεια προθέρμανσης ενός αγώνα στο Παρίσι, ένιωσε αδιαθεσία και σχεδόν λιποθύμησε. Μεταφέρθηκε επειγόντως σε κλινική, όπου διαπιστώθηκε ότι είχε πάθει πνευμονική εμβολή. Έμεινε 15 ημέρες κάτω από συνεχή θεραπεία και παρακολούθηση. Οι γιατροί τού συνέστησαν ανελλιπή αντιπηκτική αγωγή, εφόσον ήθελε να συνεχίσει να παίζει, αλλά οι συμβουλές τους έτειναν στο ότι θα ήταν καλύτερα να εγκαταλείψει το άθλημα, πράγμα που έκανε μετά από ένα χρόνο.

Όταν αποσύρθηκε, επέστρεψε στα πάτρια εδάφη του Τολέντο στο Οχάιο (γνωστό ως ονομαστική αναφορά και από την τηλεοπτική σειρά Prison Break), όπου ασχολήθηκε εργαζόμενος σε επιχειρήσεις αυτοκινητοβιομηχανίας, αλλά και στον δήμο της πόλης, ενώ δεν παρέλειπε να κάνει τον σχολιαστή σε αγώνες μπάσκετ. 

Στο Οχάιο, γνωρίστηκε με Έλληνες φιλάθλους του Ολυμπιακού, με τους οποίους εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να κάνει παρέα και να συζητούν μαζί τις χρονιές που πέρασε στην Ελλάδα. Μέσω αυτών, μαθαίνει τις σύγχρονες ειδήσεις και εξελίξεις, που αφορούν τον Ολυμπιακό, όχι μόνο στο μπάσκετ, αλλά και σε όλα τα αθλήματα. 

Από τις χώρες που γνώρισε στη μακρόχρονη σταδιοδρομία του εκτός ΗΠΑ, ξεχωρίζει την Ελλάδα, χάρις κυρίως στις τρελές νύχτες που πέρναγε στην Μύκονο με τον άσο του ΠΑΟΚ Μάικ Τζόουνς, αυτόν που θεωρείτο το απόλυτο party animal της εποχής. Από τις πόλεις ξεχωρίζει το Τελ Αβίβ, το οποίο θεωρεί μια «μικρή Νέα Υόρκη στη Μεσόγειο», ιδανική για κάθε Αμερικανό παίκτη.

Από τους ξένους παίκτες που έπαιξαν στην Ελλάδα, θεωρεί ως μακράν καλύτερους τους Γουόλτερ Μπέρι και Ρόι Τάρπλεϊ, για τους οποίους, όπως χαρακτηριστικά λέει: «δεν κοβόντουσαν με τίποτε». Από τους Έλληνες, ξεχωρίζει φυσικά τον Γκάλη και τον Φάνη Χριστοδούλου, τον οποίο θεωρεί και τον δυσκολότερο αντίπαλο που συνάντησε στον αμυντικό τομέα στα ελληνικά γήπεδα.

Αναλογιζόμενος την κατάσταση της ομάδας σήμερα, μετά από τριάντα χρόνια, θεωρώ θλιβερό το γεγονός ότι ο σύγχρονος Ολυμπιακός, εδώ και πολλά χρόνια, δεν διαθέτει παίκτη, που να πλησιάζει, έστω και λίγο, τα αγωνιστικά προσόντα και τις επιδόσεις του Τοντ. Είναι πράγματι λυπηρό τέτοιοι παίκτες να πέρασαν από την ομάδα μας τις περιόδους των πέτρινων χρόνων και έτσι να παρέμειναν αναξιοποίητοι, ενώ, υπό άλλες συνθήκες, θα μπορούσαν να προσφέρουν πολλά προς όφελος του Ολυμπιακού. 

Και δεν είναι ο Μίτσελ το μόνο παράδειγμα. Το ίδιο ισχύει και για άλλους παίκτες, ακόμη μεγαλύτερης αξίας και από τον Τόντ, όπως ο Γέλβερτον, παίκτες δυσεύρετης αξίας ακόμη και στη σύγχρονη εποχή, οι οποίοι αν έπαιζαν σήμερα, θα έκαναν θραύση. 

Κλείνοντας, αξίζει να αναφέρω ότι όταν κάποτε ρώτησαν τον Μίτσελ γιατί δεν έκανε μεγάλη καριέρα στο NBA, παρά τα μεγάλα προσόντα του, απάντησε: «Τουλάχιστον εγώ έπαιξα κόντρα στους πραγματικούς άσους του NBA, στην καλή εποχή. Έπαιξα κόντρα σε Μάικλ Τζόρνταν, Μάτζικ Τζόνσον, Λάρι Μπέρντ και τόσους άλλους μεγάλους παίκτες της μίας, μοναδικής και αληθινής Dream Team. Αυτό μου φτάνει».

Σωστός ο Τοντ! Συμφωνώ απόλυτα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου