Ξεκίνησα από το τραγούδι του συγκροτήματος Green Day, που είναι ίσως το μοναδικό «πράσινο», που γουστάρω. Αλήθεια τι ξέρουμε για τον Βασιλακόπουλο; Λέμε πολλά, αλλά δεν ξέρουμε πολλά. Και σ’ αυτό έχει φροντίσει πολύ και ο ίδιος. Ας πούμε λοιπόν κάποια πράγματα, από αυτά που δεν γράφονται συνήθως σε διάφορα sites και blogs.
Διαβάστε εδώ το δεύτερο μέρος.
1.Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟ
Ο Γ.Β. είναι βέρος Πειραιώτης. Έχει δουλέψει μάλιστα και ως λιμενοφύλακας στον Πειραιά. Από μικρή/νεαρή ηλικία ήταν ένθερμος Ολυμπιακός, όπως έχει ομολογήσει ο ίδιος, σε μια στιγμή ειλικρίνειας, στον δημοσιογράφο Δ. Τζάθα στα ΝΕΑ τον Αύγουστο του 1997.
Όταν έπαιζε στον Πειραϊκό, το όνειρο του ήταν να αγωνιστεί στην ομάδα μπάσκετ του Ολυμπιακού. Προς τον σκοπό αυτό μάλιστα πραγματοποιήθηκαν, λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1950, επαφές και συζητήσεις, μεταξύ των δύο πλευρών, αλλά δεν ευοδώθηκαν. Για τον Βασιλακόπουλο η αιτία για το ναυάγιο της μεταγραφής του ήταν η στάση του Ολυμπιακού, γεγονός, που, ψυχολογικά, αντιμετώπισε ως απόρριψη και από τότε μέχρι σήμερα πολύ πιθανό να την κουβαλά μέσα του, συνειδητά ή υποσυνείδητα, όσο και αν ποτέ δεν θα το παραδεχτεί.
Από αντίδραση, ο Γ.Β. στράφηκε αμέσως στον αιώνιο εχθρό του Ολυμπιακού, τον ΠΑΟ, που ήταν ανταγωνιστής του Ολυμπιακού και στο μπάσκετ. Μέσω του ΠΑΟ επεδίωξε να πάρει τη ρεβάνς, να αποδείξει την αθλητική του αξία και να κάνει τον Ολυμπιακό να μετανιώσει. Στην πορεία, βέβαια, συνδέθηκε άρρηκτα με τον ΠΑΟ και έγινε σούπερ-φανατικός οπαδός του. Για όλη αυτή την ιστορία συναισθηματικής μεταστροφής είχε γραφτεί λεπτομερές ρεπορτάζ στην Αθλητική Ηχώ το 1961.
Αθροίστε λοιπόν την παραδοσιακή αντιπαλότητα μεταξύ των δύο ομάδων, το σύμπλεγμα της απόρριψης από την πρώτη αγάπη, καθώς και τον ζήλο ενός οιονεί γενιτσαρισμού και θα σχηματιστεί η πλήρης εικόνα μιας σφοδρής αντιπάθειας του Γ.Β. προς τον Ολυμπιακό.
Στον ΠΑΟ, ο Γ. Β. αγωνίστηκε περίπου δέκα χρόνια ως παίκτης, ενώ έγινε και αρχηγός της ομάδας. Στη συνέχεια, διατέλεσε επί πολλά χρόνια παράγοντας και μάλιστα αρχηγός του τμήματος μπάσκετ του ΠΑΟ (όταν και πρωταγωνίστησε στην σκανδαλώδη απόκτηση του Νέλσον-Στεργάκου), αλλά και προπονητής στην ομάδα μπάσκετ των πρασίνων.
2.Η ΘΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Στην απονομή του Ευρωμπάσκετ '87: Σαρτζετάκης, Ανδρέας, Μαργαρίτα, Πολίτης |
Ο φανατικός ΠΑΣΟΚτζής και Ανδρεϊκός Γ.Β. δεν έκανε κάποια σπουδαία καριέρα στη πολιτική. Με την έγκριση της Μελίνας Μερκούρη τοποθετήθηκε ΓΓΑ, πόστο στο οποίο παρέμεινε επί 3 χρόνια (1993-96), μέχρις ότου απομακρυνθεί επί Σημίτη, λόγω τσακωμού του με τον Τσουκάτο, ο οποίος τότε έλυνε και έδενε. Άλλωστε ως στενός φίλος και υποστηρικτής του Τσοχατζόπουλου, ήταν αντιπαθής στο στρατόπεδο Σημίτη. Τη φιλία του με τον Άκη, ο ίδιος αποδίδει στις μεταξύ τους σχέσεις, που χρονολογούνται από το τέλος της δεκαετίας του 1950, από τον χώρο του αθλητισμού, αφού ο Άκης υπήρξε μπασκετμπολίστας του ΠΑΟΚ την ίδια περίοδο.
Ο Γ.Β. δεν μπόρεσε ποτέ, παρά τις απόπειρές του, να εκλεγεί ούτε βουλευτής ούτε καν Δήμαρχος (στην Ηλιούπολη), παρά το γεγονός ότι είχε μια διαδρομή στο κόμμα, μέλος της κεντρικής επιτροπής του οποίου υπήρξε για καιρό. Το γεγονός αυτό τον είχε στενοχωρήσει κυρίως γιατί εκείνη την εποχή με το ΠΑΣΟΚ έβγαινε βουλευτής ακόμη και η «κουτσή Μαρία». Η αποτυχία του όμως έχει την εξήγησή της.
Από τη μια, ο Γ.Β. στερείτο του αναγκαίου δημαγωγικού λόγου και συμπεριφοράς, αφού δεν ήταν ποτέ καλός στον τομέα δημοσίων σχέσεων και δεν κατείχε καλά το παιχνίδι της προβολής. Προτιμούσε να κινείται μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, έστω και αν εκεί συνήθως ευδοκιμούν παρασκήνια και ίντριγκες. Από την άλλη, δεν ήταν καθόλου συμπαθής, λόγω του δύσκολου και δύστροπου χαρακτήρα του. Πώς λοιπόν να τον ψηφίσει ο κόσμος;
Έχω διαβάσει ή ακούσει επανειλημμένα πολλούς μη κολακευτικούς χαρακτηρισμούς για τον Γ.Β.: εγωιστής, εσωστρεφής, στρυφνός, δύσπιστος, συγκρουσιακός. Δεν συνήθιζε να κολακεύει, ούτε να λέει καλά λόγια και δεν είχε πολλούς φίλους. Ήταν ανέκαθεν ισχυρογνώμων και πεισματάρης, μέχρις εμμονής. Συνήθως αδιάλλακτος, συχνά εριστικός, καθόλου ευέλικτος, ούτε επικοινωνιακός. Αρκετοί τον έχουν κατηγορήσει για μνησικακία, εμπάθεια και εκδικητικότητα. Δεν τον θυμάμαι ποτέ να έχει κάνει αυτοκριτική. Κατά κανόνα θεωρεί ότι έχει το αλάθητο, ή τέλος πάντων ό,τι κάνει είναι θεμιτό και επιτρεπτό.
Με τα προαναφερόμενα χαρακτηριστικά, λοιπόν, πολύ δύσκολα θα μπορούσε να σταδιοδρομήσει κανείς στην πολιτική.
3.Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΣΤΟΝ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟ
Για αρκετά από προαναφερόμενα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του έχει κατηγορηθεί και στην πορεία του στον αθλητισμό.
Όπως πάντα, υπόδειγμα ήθους και ευπρέπειας |
Κατ’ αρχάς ως παίκτης κάθε άλλο παρά διακρίθηκε για τη συμπεριφορά του. Δεν επέδειξε το αθλητικό ήθος, το οποίο, ως επικεφαλής της ομοσπονδίας, ανέκαθεν ζητά να επιδεικνύουν οι αθλητές. Ήταν κατά κανόνα από νευρικός έως εριστικός στους αγώνες, διαμαρτυρόταν συνεχώς και συχνά καθόλου ευπρεπώς προς τους διαιτητές και κατ’ επανάληψη υπήρξε πρωταγωνιστής διαφόρων επεισοδίων. Μάλιστα, μια φορά σε ένα αγώνα πρωταθλήματος με τον Πανελλήνιο, κτύπησε τον σημειωτή της αναμέτρησης, γεγονός που θα οδηγούσε σε βαριά τιμωρία του με 1-2 έτη αποκλεισμό από κάθε αγώνα, σύμφωνα με τους κανονισμούς. Αυτό, βέβαια, θα συνέβαινε υπό ένα απαραίτητο διαδικαστικό όρο: ότι ο παθών θα υπέβαλε εμπρόθεσμη έκθεση-καταγγελία, κάτι όμως που στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν έγινε και έτσι ο Γ.Β. τη γλίτωσε…
Ως παίκτης, αν και χρίστηκε διεθνής, έπαιξε πολλά χρόνια και πήρε τίτλους, δεν είχε κάποια ιδιαίτερη ή σημαντική αξία. Ούτε και ως προπονητής είχε μεγάλη επιτυχία, παρά το γεγονός ότι θήτευσε στον πάγκο πολλών ομάδων, μεταξύ των οποίων και του αγαπημένου του ΠΑΟ, αλλά και στην Εθνική Ελλάδας, ως βασικός βοηθός του κόουτς Μουρούζη, με τον οποίο είχε ανέκαθεν πολύ καλές σχέσεις. Παράλληλα υπήρξε και διαιτητής, χωρίς, ευτυχώς, να επιδιώξει να κάνει καριέρα.
Αντίθετα, ως παράγοντας, υπήρξε πολύ καλύτερος, αφού είχε και πολλές και πολύπλευρες γνώσεις για το άθλημα, ενώ δεν στερείτο διοικητικών ικανοτήτων. Σε εθνικό επίπεδο ταυτίστηκε απόλυτα με την ΕΟΚ και έγινε συνώνυμό της.
Δεν γίνεται κάποιος Πρόεδρος της FIBA Europe επί οκτώ χρόνια (2002-2010) αν δεν έχει ικανότητες. Στο μπάσκετ της Ευρώπης, ο Γ.Β. δεν υπήρξε αλεξιπτωτιστής. Η αναγνώρισή του στο ευρωπαϊκό μπάσκετ ήταν μεγάλη και προτού φτάσει στο προεδρικό αξίωμα, αφού επί πολλά χρόνια δραστηριοποιούταν και ασκούσε επιρροή.
Ο αθλητισμός, με τις εκλογικές νίκες του όχι μόνο σε εθνικό (ΕΟΚ) αλλά και σε διεθνές (FIBA) επίπεδο, τον αποζημίωσε για τις εκλογικές του αποτυχίες στην ελληνική πολιτική. Όμως του έδωσε και τη μεγαλύτερη απογοήτευση, όταν το 2010 έχασε από τον Γάλλο Μαινινί. Έκτοτε, έπαψε να έχει ηγετικό ρόλο στη FIBA Europe, που περιορίστηκε να τον ανακηρύξει επίτιμο πρόεδρό της.
Ο Γ.Β. ανέκαθεν είναι bad looser. Όταν έχασε τις εκλογές στη FIBA το 2010, έβλεπε παντού συνωμοσίες και δολιοφθορές, στις οποίες και απέδωσε το αποτέλεσμα. Βέβαια είναι αλήθεια πως στήθηκε σχέδιο για την απομάκρυνσή του από τον προεδρικό θώκο, αλλά έτσι γίνεται σχεδόν πάντα, όπως και ο ίδιος ξέρει.
Στο σχέδιο αυτό, εναντίον του συμμετείχαν πολλά και διάφορα κέντρα, πρόσωπα, ομάδες και οργανισμοί (με πρώτη την Euroleague) που δεν άντεχαν πλέον να βλέπουν και να ακούνε στη σύγχρονη νεοφιλελεύθερη εποχή έναν δεινόσαυρο να επιμένει στα δικά του (τα ίδια και τα ίδια) και να μην προσαρμόζεται στη νέα πραγματικότητα.
Από τότε που απομακρύνθηκε ο Γ.Β., η FIBA άλλαξε πρόσωπο και «εκσυγχρονίστηκε», με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Το γεγονός αυτό έγινε τόσο σαφές που ο Γ.Β. έστειλε το 2016 επιστολή στον Γ.Γ. της FIBA Μπάουμαν, διαμαρτυρόμενος έντονα και καταγγέλλοντας τη FIBA για απαράδεκτη στροφή στην πολιτική της, που ισοδυναμούσε με προδοσία των αρχών και αξιών της.
Σε εθνικό επίπεδο, διατέλεσε με μεγάλη επιτυχία γενικός αρχηγός του τμήματος μπάσκετ του ΠΑΟ, αποδεικνύοντας πόσο προσηλωμένος και φανατικός οπαδός του τριφυλλιού κατά βάθος είναι.
Εκεί όμως που απέδειξε ότι αποτελεί ένα σπάνιο φαινόμενο αθλητικού παράγοντα ήταν στην εντυπωσιακά μακροχρόνια και άρρηκτη σύνδεσή του με την ομοσπονδία μπάσκετ. Όπως έγραψε η Αυγή την 10/12/2018, ο Γ.Β. είναι στην ομοσπονδία του αθλήματος, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, από την προετοιμασία της το 1966, δηλαδή πάνω από πέντε+ δεκαετίες. Κι αυτό είναι ρεκόρ, ακόμη και για τα παγκόσμια χρονικά των σπορ.
Ακόμη και όταν δεν φαινόταν ή δεν έπρεπε να φαίνεται, δεν έλειψε ποτέ, και ο ρόλος του υπήρξε πάντα ενεργός και κατά κανόνα ηγετικός και η επιρροή του τεράστια, είτε, κυρίως, μέσα από τη φανερή παρουσία του σε θεσμικά πόστα: ως πρόεδρος, ως γενικός γραμματέας, η ως απλό μέλος, είτε μέσα από «αόρατη» παρουσία. Δεν υπάρχει άνθρωπος στην Ελλάδα που να γνωρίζει περισσότερα για το ελληνικό μπάσκετ από τον Γ.Β. Όχι μόνο αγαπά το άθλημα, αλλά και το κατέχει πλήρως. Γνωρίζει τους πάντες και τα πάντα, πρόσωπα και πράγματα.
Ο Γ.Β. γνωρίζει ή καταλαβαίνει ασφαλώς και τι συμβαίνει με τα πρωταθλήματα του ΕΣΑΚΕ, αλλά δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα να ανακατευτεί εκεί. Θα μπορούσε, αν ήθελε, να ασκήσει, με έμμεσο τρόπο, μια διορθωτική επιρροή στο κομμάτι της διαιτησίας, που βρίσκεται στην καθ’ ύλη αρμοδιότητά του. Δεν το έκανε όμως, ούτε πρόκειται να κάνει, όπως άλλωστε και ο ίδιος έχει δηλώσει. Θεωρεί τον εαυτό του πολύ «θεσμικό» για να κάνει τέτοιες παρεμβάσεις, που εύκολα θα κατηγορούνταν ως αθέμιτες και ανεπίτρεπτες, ακόμη και αν ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση, Επιπλέον οι τυχόν παρεμβάσεις του θα αφορούσαν ένα επαγγελματικό πρωτάθλημα, που ποτέ του δεν χώνεψε. Γιατί λοιπόν να ασχοληθεί; Επιπλέον εκείνος που συνήθως διαμαρτύρεται και φωνάζει σε αυτόν τον ανυπόληπτο χώρο, που δεν αξίζει τίποτε και δεν δικαιούται να φωνάζει για τίποτε, είναι συνήθως ο Ολυμπιακός ! Ένας λόγος παραπάνω, λοιπόν, για τον Γ.Β. να μην κάνει κι αυτός τίποτε…
Στην ομοσπονδία, δεν είχε καλή συνεργασία παρά μόνο με λίγους (τους ίδιους και τους ίδιους) ανθρώπους, αυτούς που γνώριζε καλά και εμπιστευόταν επί σειρά ετών. Γενικά, ουδέποτε ήταν πολύ συνεργάσιμος άνθρωπος, γεγονός που αποδείχθηκε και σε επίπεδο FIBA, και στην Ολυμπιακή Επιτροπή, αλλά και στις σχέσεις του με την Ευρωλίγκα. Ήρθε σε ρήξη με ένα σωρό πρόσωπα διαφόρων κατηγοριών -- Έλληνες και ξένους: παίκτες, προπονητές, παράγοντες, διαιτητές, κυβερνητικά στελέχη, δημοσιογράφους κ.λπ. Υπάρχουν άπειρα γνωστά παραδείγματα. Έφτασε σε σημείο να διαρρήξει τις σχέσεις του ακόμη και με τον Γιαννάκη, που τον είχε σαν πνευματικό του παιδί.
Παρ’ όλα αυτά, οι σχέσεις του Γ.Β. με τα σωματεία είναι διαφορετικές, αφού στις εκλογές ανέκαθεν συγκεντρώνει δικτατορικά ποσοστά (90% +) μην έχοντας ουσιαστικά αντίπαλο, εδώ και αρκετές δεκαετίες. Άλλωστε η περιφερειακή οργάνωση και η απήχησή του στον ερασιτεχνικό σωματειακό αθλητισμό αποτελούσαν ανέκαθεν τα δυνατά του όπλα, αφού κατέχει απόλυτα το know how του χειρισμού του συγκεκριμένου συστήματος. Η αλήθεια είναι ότι στο παρελθόν το μοντέλο του για την οργάνωση του μπάσκετ σε όλη την περιφέρεια και επικράτεια, με προσεγμένη κατανομή ρόλων είχε προσφέρει και αποδώσει, έστω και αν θεωρείται πλέον ξεπερασμένο.
Όπως προαναφέρθηκε, δεν του αρέσει να παρεμβαίνει στην ΚΕΔ, στην οποία έχει αποδώσει εκτεταμένη αυτοτέλεια. Κι αυτό ισχύει έστω και αν το εν λόγω όργανο τα έχει κάνει μαντάρα. Είναι πάντως βέβαιο ότι, λόγω φιλοσοφίας του, με τίποτε και ποτέ δεν θα δεχτεί ξένους διαιτητές στο ελληνικό πρωτάθλημα. Γι’ αυτόν, μια τέτοια κίνηση θα ήταν casus belli.
4. Η ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΤΟΥ ΕΝΑΣΧΟΛΗΣΗ
Ο Γ.Β. δραστηριοποιείται, εδώ και κάποιες δεκαετίες, στη βιομηχανία χαρτιού και στην ανακύκλωση, με δικιά του κερδοφόρο (μέχρι τουλάχιστον το 2017 που είχα βρει στοιχεία) εταιρεία, που έχει τις εγκαταστάσεις της στον Ασπρόπυργο. Μάλιστα ένα «ντου» που είχε γίνει στην εταιρεία του από τον ΣΔΟΕ το 2014 είχε συνδεθεί, από τον ίδιο, με την ιδιότητα του ως προέδρου της ομοσπονδίας μπάσκετ.
Ο Γ.Β. ισχυρίζεται ότι με τη συγκεκριμένη επαγγελματική του δραστηριότητα μπορεί να έχει την απαραίτητη οικονομική ανεξαρτησία, προκειμένου να διαφυλάσσει τα συμφέροντα της ομοσπονδίας.
Ο ίδιος, πάντως, αποφεύγει να μιλάει για τις επαγγελματικές του δραστηριότητες. Άλλωστε δεν είναι όμορφο, ούτε πειστικό, να καταγγέλλει συστηματικά την κερδοσκοπία ένας άνθρωπος που θεωρητικά και τυπικά είναι επιχειρηματίας, βιομήχανος και εργοστασιάρχης, έστω και όχι πολύ μεγάλου βεληνεκούς.
5.ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΚΑΙ ΧΟΥΝΤΑ
Ο Γ.Β. συμμετείχε στην κίνηση για την επίσημη ίδρυση της ομοσπονδίας αθλοπαιδιών (ΕΟΑΠ) που περιελάμβανε μπάσκετ και βόλεϊ, η οποία πραγματοποιήθηκε το 1966. Ήταν μάλιστα και μέλος της πρώτης διοικούσας επιτροπής. Για όσους δεν γνωρίζουν, μέχρι το 1966, το μπάσκετ υπαγόταν στον ΣΕΓΑΣ, στην ομοσπονδία του κλασικού αθλητισμού από την οποία αποχώρησε το 1966 μέσω της ίδρυσης της ΕΟΑΠ, με συναινετικό τρόπο, αφού τον προηγούμενο χρόνο (1965) ο ΣΕΓΑΣ είχε δώσει την έγκρισή του για δυνατότητα ίδρυσης ξεχωριστής ομοσπονδίας αθλοπαιδιών.
Ακολούθησε η επιβολή της δικτατορίας το 1967. Κατά τη διάρκειά της, και συγκεκριμένα το 1970, συντελέσθηκε η διάσπαση της ΕΟΑΠ, με διαχωρισμό των δύο αθλημάτων σε δύο αυτοτελείς ομοσπονδίες, μια για το μπάσκετ και μια για το βόλεϊ. Η ομοσπονδία του μπάσκετ ονομάσθηκε όπως λέγεται σήμερα (ΕΟΚ) και εγκαταστάθηκε στην περιοχή του εθνικού Μουσείου. Σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες ο Γ.Β. εντάχθηκε τότε (1970) στην ΕΟΚ.
Για να ακριβολογήσουμε, παραθέτουμε επί λέξει την έκφραση που αναγράφεται συνήθως για τον Γ.Β στα βιογραφικά του.: «προσχώρησε στη νεοσύστατη ΕΟΚ». Κατά σύμπτωση, την ίδια ακριβώς (copy paste) λιτή φρασεολογία μπορεί να βρει κανείς και στο βιογραφικό κι άλλων μεγάλων παραγόντων του μπάσκετ της ίδιας εποχής όπως του Βάλλα.
Εκεί ακριβώς, δηλαδή στο σημείο αυτό, σταματούν τα βιογραφικά σημειώματα του Γ.Β., τα οποία, σημειωτέον έχουν τύχει της απόλυτης έγκρισης και αποδοχής του, αφού παρουσιάσθηκαν και δημοσιοποιήθηκαν σε διάφορες εκδηλώσεις, που έγιναν προς τιμήν του, κατά τις οποίες βραβεύθηκε ή τιμήθηκε.
Από εκεί και πέρα, επικρατεί σκοτάδι γύρω από την ακριβή σχέση Γ.Β. και ΕΟΚ κατά τα χρόνια της χούντας, η οποία παραμένει εν πολλοίς άγνωστη.
Είναι γεγονός ότι ο Γ.Β. είχε δημοκρατικά φρονήματα και δεν ήταν χουντικός. Για τον λόγο αυτό, κατά τη διάρκεια της επταετίας, δεν προβλήθηκε καθόλου η σχέση του με την ομοσπονδία μπάσκετ. Κάτι τέτοιο άλλωστε δεν θα βόλευε ούτε τον ίδιο, αλλά ούτε και το δικτατορικό καθεστώς. Αλλά και γενικότερα ελάχιστα στοιχεία έχουν καταγραφεί για το τι συνέβαινε κατά τη διάρκεια της επταετίας, από διοικητικής πλευράς, στο οικοδόμημα του ελληνικού μπάσκετ και ιδίως στην ΕΟΚ μέχρις ότου αναλάβει, μετά την πτώση της χούντα,ς το πρώτο εκλεγμένο ΔΣ της ομοσπονδίας, με πρόεδρο τον Βάλλα το 1975.
Ο γνωστός μπασκετικός δημοσιογράφος Παπαδογιάννης κάπου έχει γράψει ότι το μπάσκετ, κατ’ εξαίρεση του κανόνα, αποτέλεσε ένα δημοκρατικό προπύργιο, που ουδέποτε καταλήφθηκε από τη χούντα ! Τα παραλέει όμως, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Είναι αλήθεια ότι τα περισσότερα μέλη της ΕΟΑΠ, που είχε ιδρυθεί άλλωστε πριν από τη χούντα, δεν ήταν χουντικοί. Όμως από το σημείο αυτό μέχρι να επιχειρείται να υπονοηθεί ότι η ΕΟΚ υπήρξε περίπου μια αυτόνομη εστία αντίστασης, όπως υπαινίσσεται ο αφελής (;) ή αδαής (;) Παπαδογιάννης υπάρχει τεράστια απόσταση.
Είναι γεγονός ότι στο μπάσκετ δεν υπήρχε η ασφυκτική επιτήρηση και έλεγχος της χούντας όπως καθημερινά συνέβαινε με τους στρατιωτικούς κυβερνητικούς εκπροσώπους στο ποδόσφαιρο. Τούτο οφειλόταν στο γεγονός ότι οι στρατιωτικοί, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, δεν είχαν ιδέα για το άθλημα, τα πρόσωπα που δρούσαν στον χώρο, που τον στελέχωναν ή τον πλαισίωναν. Το μπάσκετ τότε ήταν ένας εντελώς άγνωστος μικρόκοσμος, που δεν τραβούσε την προσοχή, ούτε το ενδιαφέρον κανενός καραβανά και για τον λόγο αυτό οι στρατιωτικοί δεν ήθελαν να αναμιχθούν, αφού ούτε ήξεραν καλά-καλά πώς παίζεται το άθλημα, ούτε είχαν παρακολουθήσει αγώνες του. Έτσι η κατάσταση εκ των πραγμάτων ήταν πιο χαλαρή.
Για τον λόγο αυτό, οι χουντικοί προτίμησαν να υπάρχουν τοποτηρητές για το μπάσκετ σε σωματεία κάποιοι άνθρωποι, που ήξεραν από μπάσκετ, είχαν ασχοληθεί και ήθελαν να ανακατευτούν, εφόσον βέβαια, κατά την κρίση τους, άξιζαν της εμπιστοσύνης τους. Πολύ συχνά αυτοί δεν ήταν στρατιωτικοί, αλλά κανονικοί άνθρωποι, που είχαν κι αυτοί τις δουλειές τους. Πάντως δεν ήταν πάντα εύκολο να βρεθούν τότε πολλοί τέτοιοι.
Για παράδειγμα, στην ΑΕΚ, που τότε ήταν μεγάλη δύναμη στο μπάσκετ, κουμάντο έκανε ο καραδεξιός επιχειρηματίας Χρυσαφίδης, ο οποίος μαζί με τον άμεσο συνεργάτη του Πασχαλίδη και σε πλήρη συνεργασία με τη χούντα, κατάφεραν να διαπραγματευτούν και να φέρουν στο Στάδιο τον τελικό του Κ.Κ. Ευρώπης 1968 (ΑΕΚ-Σλάβια Πράγας), έναντι δελεαστικών οικονομικών ανταλλαγμάτων.
Λόγω των προαναφερομένων συνθηκών στην ΕΟΚ και στη διοίκηση της, κατά την περίοδο της δικτατορίας, επικράτησε ένα παράξενο μίγμα «οιονεί χουντοδημοκρατίας». Από όλα είχε ο μπαχτσές της ομοσπονδίας επί χούντας: ακραιφνείς χουντικούς, δημοκρατικούς που έγιναν χουντικοί, δημοκρατικούς που αν και δεν έγιναν χουντικοί, τα βρήκαν με την χούντα και διατηρήθηκαν στην ομοσπονδία.
Όπου μπόρεσαν να βρεθούν κάποιοι σχετικοί με το άθλημα που ήταν όντως χουντικοί, φυσικά προτιμήθηκαν. Όμως όπου αυτό δεν ήταν δυνατό ή όπου δεν έφταναν, πλαισιώθηκαν από υπάρχοντες υπάκουους «δημοκρατικούς», σχετικούς του αθλήματος, πολλοί από τους οποίους προέρχονταν από την ΕΟΑΠ, οι οποίοι ποτέ δεν εγκατέλειψαν το άθλημα.
Ο ΠΑΟ με τον χουντικό (μυστακοφόρο) Καραδήμο |
Για παράδειγμα, διορισμένος χουντικός ήταν οι Ευθύμης Καραδήμος, που είχα μαζί του τον Στέλιο Αρβανίτη κ.λπ., που αμφότεροι, κατά σύμπτωση (;) ήταν καταπράσινοι, πρώην βασικοί μπασκετμπολίστες του ΠΑΟ και μετέπειτα στελέχη του ΠΑΟ. Ήταν αυτοί, που βρήκε ή διαδέχθηκε, ερχόμενος στον ΠΑΟ ο Γ.Β. Αυτοί που υπήρξαν συμπαίκτες του θεωρούμενου ως ιδρυτή του τμήματος μπάσκετ του ΠΑΟ Τζακ Νικολαΐδη, ο οποίος, σημειωτέον, το 1966 ήταν κι αυτός στο ΔΣ της ΕΟΑΠ μαζί με τον Γ.Β. Ο Καραδήμος διορίστηκε Πρόεδρος της ΕΟΚ επί επταετίας
Διορισμένος χουντικός Πρόεδρος της ΕΟΚ υπήρξε, βέβαια, και ο μη παραδοσιακός μπασκετικός Κοσμάς (Μάκης) Χατζηχαραλάμπους της ΑΕΚ, προσωπικός φίλος της Δέσποινας Παπαδοπούλου, συζύγου του δικτάτορα, ο οποίος, από την αφάνεια, βρέθηκε, ιδίως το χρονικό διάστημα 1970-1973, να πρωταγωνιστεί στον δημόσιο αθλητικό βίο της χώρας.
Μοιραία, λοιπόν, λόγω της ιδιότυπης προαναφερόμενης κατάστασης κατά την επταετία στο μπάσκετ, παρατηρήθηκαν κάποια περίεργα φαινόμενα. Η δημοκρατική ΕΟΑΠ, στη διοίκηση της οποίας, μεταξύ άλλων, συμμετείχε ο Γ.Β., ανέλαβε να οργανώσει στη Θεσσαλονίκη επετειακές διοργανώσεις προς τιμήν της χούντας όπως π.χ. το 1968 το Κύπελλο 21ης Απριλίου, με βασικό μέλος της επιτροπής διοργάνωσης τον δημοκρατικό Παντελή Δέδε, για πολλά χρόνια συνεργάτη του Γ.Β. αργότερα στη δημοκρατική ΕΟΚ.
Επιπλέον, παρά την εγκαθίδρυση της δικτατορίας, το μέλος της δημοκρατικής διοίκησης της ΕΟΑΠ Βλαδίμηρος Βάλλας (αυτός που αποτέλεσε αργότερα τον πρώτο δημοκρατικά εκλεγμένο πρόεδρο της ΕΟΚ) κατόρθωσε να παραμείνει πρόεδρος και της χουντικής ΕΟΑΠ, δηλαδή αυτής που διατηρήθηκε και μετά τη χούντα.
Επίσης ο Δημήτρης Αριστοβούλου, Γ.Γ. της δημοκρατικής ΕΟΑΠ, έγινε ο πρώτος διορισμένος πρόεδρος της ΕΟΚ, επί χούντας. Η δικαιολογία που προβάλλεται για όσους απόρησαν και απορούν ήταν η «ανάγκη συνεχείας προς όφελος του αθλήματος», σύμφωνα με τις συνθήκες που προαναφέραμε.
Αργότερα μετά το 1970, όταν είχε συσταθεί πλέον η ΕΟΚ, είχαμε το φαινόμενο Πρόεδρος της ομοσπονδίας να είναι ο γνωστός χουντικός Ευθύμης Καραδήμος, με Γενικό Γραμματέα της ΕΟΚ τον δημοκρατικό Ζαχαρία Αλεξάνδρου (!) επίσης μέλος της διοίκησης της δημοκρατικής ΕΟΑΠ και μια ζωή συνοδοιπόρο του Γ.Β. στη συνέχεια στη δημοκρατική ΕΟΚ.
Όλοι οι προαναφερόμενοι δημοκρατικοί, Βάλλας, Δέδες και Αλεξάνδρου, Αριστοβούλου, υπήρξαν στενοί συνεργάτες του Γ.Β. τόσο στη χουντική όσο και στη δημοκρατική ΕΟΚ. Υπενθυμίζουμε ότι αργότερα, επί δημοκρατικής ΕΟΚ, ο Γ.Β. είχε εκλεγεί στην αρχή με την παράταξη Βάλλα, στη συνέχεια ενάλλασσε επανειλημμένα τα αξιώματα Προέδρου και Γενικού Γραμματέα με τον αυτοκόλλητό του Αλεξάνδρου, ενώ για πολλά χρόνια συνεργαζόταν διαρκώς (μέχρι να τσακωθεί κάποια στιγμή) με τον Δέδε, με τον οποίο, σημειωτέον, τον συνέδεε επιπροσθέτως και το πράσινο χρώμα (πάλι) αφού κι ο Δέδες υπήρξε συμπαίκτης του Γ.Β., μπασκετμπολίστας του ΠΑΟ, με τον οποίο πήραν μάλιστα μαζί και πρωτάθλημα, στις αρχές της δεκαετίας του 1960.
Το φαινόμενο της «οιονεί χουντοδημοκρατίας» στη διοικητική σύνθεση ΕΟΚ διαιωνίστηκε για πολλά χρόνια στην ομοσπονδία και μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, αφού πολλά από τα ίδια άτομα που ήταν στην ομοσπονδία επί χούντας συνέχισαν να συμμετέχουν επί πολύ καιρό στη διοίκηση της και μετά τη μεταπολίτευση.
Σύμφωνα με καταγγελίες του ΓΓΑ Παπαναστασίου, τον Νοέμβριο του 1978 στη δημοκρατική διοίκηση της ΕΟΚ υπήρχαν πέντε μέλη, τα οποία ήταν διορισμένα στην ομοσπονδία και επί χούντας, περίοδο κατά την οποία, όπως επί λέξει δήλωσε ο Παπαναστασίου: «εδέχοντο εκουσίως και αγογγύστως τους προπηλακισμούς του δικτάτορα».
Όπως προαναφέραμε, λόγω της κοινής ενασχόλησής τους με το άθλημα, οι διορισμένοι της ΕΟΚ, χουντικοί και δημοκρατικοί, είχαν μια κάποια ελευθερία κινήσεων και μια αλληλοκατανόηση μεταξύ τους. Όλα όμως είχαν ένα όριο, αφού για τα σημαντικά θέματα έπρεπε να απευθυνθούν στους προϊστάμενους στρατιωτικούς ή στους στρατιωτικούς συνδέσμους με τη χούντα. Συνεπώς, στην πραγματικότητα, κάθε άλλο παρά υπήρχε μια κατάσταση αυτονομίας ή δημοκρατίας στο μπάσκετ κατά τη χουντική περίοδο. Μπορεί στα καθημερινά ζητήματα ρουτίνας, που αφορούσαν την εσωτερική διεξαγωγή πρωταθλήματος, η χούντα να άφηνε περιθώρια, αλλά όταν επρόκειτο για τις εθνικές ομάδες ή διεθνείς αγώνες είχε τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο σε όλα.
Επειδή λοιπόν ακριβώς η χούντα και όχι η ομοσπονδία έκανε κουμάντο, δεν έλειψαν κατά την περίοδο της δικτατορίας τεράστια σκάνδαλα στο ελληνικό μπάσκετ. Τα σκάνδαλα αυτά έγιναν από τη χούντα σε απόλυτη συνεργασία με την ομοσπονδία, αφού δεν μπορούσαν να γίνουν αλλιώς, παρά μόνο μέσω της ομοσπονδίας. Οι χουντικοί διέτασσαν ή απαιτούσαν. Στην ομοσπονδία, υπάκουγαν, υλοποιούσαν τις ιδέες τους και εκτελούσαν τα σχέδιά τους.
Βέβαια όλοι όσοι ήταν τότε στην ομοσπονδία δεν μπορεί να κατηγορηθούν εξίσου για τη στάση τους την περίοδο της δικτατορίας. Ο βαθμός συνεργασίας, συμμετοχής, υπακοής και συνεπώς και ευθύνης τους ασφαλώς μπορεί να διέφερε, ακόμη και σημαντικά. Όλοι όμως γνώριζαν το τι συνέβαινε και συνέπρατταν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ακόμη και διά της ανοχής ή μη αντίδρασής τους, ακόμη και αυτοί που είχαν δημοκρατικά φρονήματα.
Έτσι λοιπόν φτάσαμε το 1969 στο σκάνδαλο της φουλ και αμιγώς υπερήλικης (είχε παίκτες ακόμη και 25 ετών) εθνικής εφήβων Ελλάδας (η οποία κανονικά θα έπρεπε να αποτελείται από παίκτες 18 και κάτω), που πήρε αήττητη το βαλκανικό εφήβων στο γήπεδο του Σπόρτινγκ. Κι αυτό έγινε επειδή για τους συνταγματάρχες η πρωτιά στο βαλκανικό και οι νίκες επί των γειτονικών κομμουνιστικών χωρών αποτελούσαν ύψιστους σκοπούς και απόλυτες προτεραιότητες, ιδεολογικού και προπαγανδιστικού χαρακτήρα.
Έτσι επαναλήφθηκε το ίδιο ακριβώς σκηνικό και την επόμενη χρονιά στο Πανευρωπαϊκό Εφήβων του 1970 στο Καλλιμάρμαρο, όπου η Εθνική Ελλάδας πήρε το ασημένιο μετάλλιο, με μια ομάδα που δεν είχε σχεδόν ούτε ένα νόμιμο παίκτη κάτω των 18, αφού αγωνίστηκαν ακόμη και παίκτες ηλικίας 24 ετών. Έχω γράψει αναλυτικά και λεπτομερώς γι αυτή τη διοργάνωση.
Σύμφωνα με τα ελάχιστα, ελλιπή, νεφελώδη στοιχεία που υπάρχουν ο βαθμός έκθεσης του Γ.Β. κατά την περίοδο της χούντας δεν φάνηκε ιδιαίτερα αξιόλογος. Όσοι όμως γνωρίζουν τον Γ.Β. ξέρουν ότι δεν ήταν ποτέ δυνατό να εγκαταλείψει το προσφιλές του άθλημα και να αποξενωθεί από αυτό, έστω και αν κυβερνούσε η χούντα. Ανά πάσα στιγμή γνώριζε τι συνέβαινε, χωρίς να έχει εμφανή ανάμιξη ή ευθύνη. Άλλωστε ανέκαθεν υπήρχε αυτό το φαινόμενο, που αργότερα εξελίχθηκε ακόμη περισσότερο και συνηθίζεται να αποκαλείται ως η «μασονία του μπάσκετ».
Ας επιστρέψουμε πάλι στα χουντικά σκάνδαλα των εθνικών ομάδων στον χώρο του μπάσκετ. Η ομοσπονδία, έστω και αν η ίδια δεν είχε την ιδέα και τη σύλληψη του σχεδίου της ως άνω ηλικιακής εξαπάτησης, έστω και αν δεν ήθελε, έστω και αν δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, παρ’ όλα αυτά, όχι μόνο γνώριζε, αλλά υπάκουσε και εκτέλεσε. Συμμετέχοντας έμπρακτα. Η ομοσπονδία ήταν αυτή που έπρεπε να προσκομίσει και να παρουσιάσει τα ψεύτικα και πλαστά χαρτιά για την ηλικία και την παράνομη συμμετοχή των παικτών.
Στον Γ.Β. όπως και σε όλους τους δεδηλωμένους «μασόνους» του αθλήματος δεν θα τους άρεσε να γνωρίζει ή να θυμάται ο κόσμος τις συγκεκριμένες σκανδαλώδεις υποθέσεις του μπάσκετ, που ξεφτίλισαν το άθλημα, ανεξάρτητα από τα πάμπολλα εύλογα ελαφρυντικά και τις πολλές βάσιμες δικαιολογίες, που υπήρχαν λόγω του χουντικού καθεστώτος. Όπως και δεν θα τους άρεσε γενικά να πληροφορηθεί ο κόσμος τι ακριβώς είχε συμβεί στην ΕΟΚ και στον χώρο του αθλήματος κατά τη διάρκεια της επταετίας. Εκείνο που ποτέ δεν ήθελαν και εξακολουθούν να μη θέλουν είναι να δημιουργηθεί μια κακή εικόνα για το μπάσκετ, την ιστορία του και για τον δικό τους τον χώρο, εκεί όπου οι ίδιοι είχαν ή έχουν δραστηριοποιηθεί.
Αυτός άλλωστε ήταν και ο βασικός λόγος της κόντρας μεταξύ του ΓΓΑ Παπαναστασίου και της ΕΟΚ όταν ο πρώτος θέλησε να πραγματοποιηθεί σε βάθος έρευνα για πρόσωπα και καταστάσεις αναφορικά με το μπάσκετ κατά τη διάρκεια της επταετίας. Άλλωστε Παπαναστασίου και Γ.Β. ποτέ δεν τα πήγαιναν καλά, ιδίως αφότου ο πρώτος είχε αλλαξοπιστήσει και από αριστερός είχε γίνει δεξιός.
Ίσως σε όλα όσα προαναφέρθηκαν να βρίσκεται και η εξήγηση γιατί ποτέ κανείς δημοσιογράφος δεν έχει ασχοληθεί, όπως θα έπρεπε, με τις εν λόγω σημαντικές ιστορίες του 1969 και του 1970, πλην δύο μόνο εξαιρέσεων: μιας σύντομης χιουμοριστικής διαδικτυακής αναφοράς του Σκουντή και μιας επίσης σύντομης έντυπης αναφοράς του Δ. Μανίκα στο βιβλίο του: Οι μεγάλες στιγμές του ελληνικού μπάσκετ (1995), όπου προσπαθεί να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα με το «καφενειακό επιχείρημα: «μα τα ίδια έκαναν κι οι άλλοι τότε»!
Φυσικά οι δημοσιογράφοι, που δεν έγραψαν τίποτε δεν ήταν χουντικοί, που ήθελαν να καλύψουν τις πομπές της χούντας. Απλώς δεν ήθελαν (γιατί δεν έπρεπε) να γνωστοποιήσουν ή να δώσουν έκταση σε γεγονότα όπως αυτά, που αφορούσαν την ομοσπονδία και τις επίσημες διεθνείς διοργανώσεις του αθλήματος, οι οποίες βέβαια δεν μπορούσαν να διαγραφούν ή να σβηστούν.
Στο σημείο αυτό θα παραθέσω σήμερα και άλλο ένα άγνωστο, απίστευτο, αλλά απόλυτα αληθινό γεγονός, που έγινε μπροστά στα μάτια μου ως θεατή, σε ένα φιλικό διεθνή αγώνα, τον οποίο, όμως όσο και αν ψάξετε, δεν θα τον βρείτε ποτέ καταχωρημένο στα αρχεία της ΕΟΚ. Έχει εξαφανιστεί, σαν να μην έγινε ποτέ. Τι κι αν το ματς έγινε κανονικά, τι κι αν κόπηκαν εισιτήρια και εισπράχθηκαν χρήματα, τι κι αν υπήρχε φύλλο αγώνα και κανονικοί διαιτητές, τι κι αν έπαιξαν παίκτες και το παρακολούθησαν φίλαθλοι!
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, βέβαια, τα πράγματα ήταν πολύ πιο εύκολα γιατί επρόκειτο για ένα απλό διεθνή φιλικό αγώνα και όχι για μια σημαντική επίσημη διεθνή διοργάνωση.
Την 4/9/1968 στο γήπεδο Σπόρτινγκ, λοιπόν που λέτε, διεξήχθη φιλικός διεθνής αγώνας μπάσκετ μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας.
Πριν από τον συγκεκριμένο αγώνα, είχε προηγηθεί κι άλλος ένας φιλικός με την ίδια ομάδα. Οι αγώνες γινόντουσαν μετά από πρωτοβουλία της χούντας, που μάλλον έφερε βαρέως ότι η Βουλγαρία, η οποία τότε είχε πολύ καλή ομάδα, μας είχε νικήσει στο προολυμπιακό, που είχε διεξαχθεί στην έδρα της και είχε προκριθεί στους Ολυμπιακούς. Μάλιστα ένα χρόνο νωρίτερα, στο Πανευρωπαϊκό Ανδρών του 1967, η Βουλγαρία είχε φτάσει στην τελική τετράδα.
Ο αγώνας αρχίζει και η Εθνική μας παρατάσσεται, από τον κόουτς Μίσα Πανταζόπουλο, χωρίς δύο από τα καλύτερα όπλα της, τους Κολοκυθά και Αμερικάνο. Οι δυο τους βρίσκονται στο γήπεδο με πολιτικά, χασκογελώντας και σαχλαμαρίζοντας. Προφανώς βαριόντουσαν να παίξουν και έκαναν τους τραυματίες, αν και ήταν δηλωμένοι στη δωδεκάδα του φύλου αγώνα.
Για κακή τους τύχη, όμως, ξαφνικά και απροσδόκητα, σκάει μύτη στο γήπεδο ο φοβερός και τρομερός ΓΓΑ Ασλανίδης. Στο μεταξύ, η Εθνική χάνει στο ημίχρονο 31-37, και φαίνεται σαφώς κατώτερη από τη Βουλγαρία του φημισμένου τότε πλεϊμέικερ Ντίμωφ.
Ο Ασλανίδης δεν ανέχεται να χάνει από τους Βούλγαρους κομμουνιστές, τους προαιώνιους εχθρούς του έθνους. Έχει ήδη αρχίσει τις ανακρίσεις γιατί δεν παίζουν οι δύο κορυφαίοι παίκτες. Στο ημίχρονο εμφανώς οργισμένος κατεβαίνει στα αποδυτήρια.
Το δεύτερο ημίχρονο καθυστέρησε να αρχίσει, προφανώς λόγω κατσάδας Ασλανίδη. Τελικά αρχίζει και, ω του θαύματος, δύο περίπου λεπτά μετά την έναρξή του, εμφανίζονται με την αθλητική περιβολή της Εθνικής Ελλάδας μουδιασμένοι, ντροπιασμένοι, θορυβημένοι και αμήχανοι ο «μύτος» (Κολοκυθάς) και ο «παγκόσμιος» (Αμερικάνος). Μπαίνουν και παίζουν κανονικά στο υπόλοιπο ημίχρονο. Τελικό αποτέλεσμα: Ελλάδα-Βουλγαρία 75-68.
Για την ιστορία ιδού και η σύνθεση της Εθνικής: Ζούπας 20, Τρόντζος 24, Αμερικάνος 6, Κολοκυθάς 6, Πέππας 6, Μπαρλάς 8, Παρίσης 3, Βασιλειάδης 2.
Πώς μπόρεσαν να γίνουν όλα αυτά; Πού ήταν η ομοσπονδία και οι άνθρωποι της; Πώς και γιατί εξαφανίστηκε από τα αρχεία της ομοσπονδίας ο αγώνας; Μήπως αυτό έγινε για να μη μάθει ή να μη θυμάται κανένας αυτό το ντροπιαστικό γεγονός; Μήπως γιατί θα ήταν εξευτελιστικό για την ομοσπονδία να αναλαμβάνει περιστασιακά ο Ασλανίδης, με το έτσι θέλω, όποιον ρόλο γούσταρε, π.χ. του αρχηγού, του διοικητικού ηγέτη, αλλά και του κόουτς στην εθνική μπάσκετ, επιβάλλοντας με το ζόρι ποιοι θα παίξουν ή όχι; Περιττό να πω ότι δεν υπάρχει ούτε ένας δημοσιογράφος που να έχει γράψει ποτέ γι’ αυτό που σας περιέγραψα.
Ο Γ.Β., όπως προαναφέραμε, ξέρει, καλύτερα από τον καθένα, τα πάντα γύρω από την ομοσπονδία και το ελληνικό μπάσκετ και μάλιστα από μέσα, αφού ουσιαστικά δεν έλλειψε ποτέ από τον χώρο. Εκτιμώ όμως ότι δεν πρόκειται ποτέ να μιλήσει ούτε γι’ αυτά, ούτε για πολλά άλλα και άγνωστα. Ο ίδιος πιστεύει ότι η δημοσιότητα βλάπτει την αλήθεια. Ως εκ τούτου, στην ιστορία της ομοσπονδίας και του αθλήματος θα υπάρχει πάντα ένα αδιαφανές πέπλο.
Κατά τα άλλα, και για να είμαστε δίκαιοι, η προσπάθεια να φανεί ως δήθεν χουντικός ο Γ.Β., που βασίζεται σε ένα έγγραφο, που υπάρχει στο διαδίκτυο, το οποίο αναφέρει το ονοματεπώνυμό του μεταξύ των διορισμένων μελών ΔΣ του χουντικού ΣΕΓΑΣ είναι είτε μια πεπλανημένη είτε μια δόλια και συκοφαντική απόπειρα, καθώς στη πραγματικότητα πρόκειται περί μιας απλής συνωνυμίας (τόσο στο μικρό όνομα όσο και στο επίθετο) δύο διαφορετικών προσώπων. Επιπλέον δεν υπάρχει η απαιτούμενη ακριβής χρονική αντιστοιχία στην υπόθεση αυτή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου