Παρασκευή 26 Ιουλίου 2019

Γιώργος Βασιλακόπουλος: Do you know your enemy? (Part II)

Για να ολοκληρώσω με τον Γ.Β. 

Ο Γ.Β. κόπτεται για την συνέπεια που έχει επιδείξει καθ’ όλη τη διαδρομή του. Υποστηρίζει ότι ποτέ δεν έχει κάνει διακρίσεις και έχει αντιμετωπίσει πάντοτε όλες τις καταστάσεις και υποθέσεις με πνεύμα ισοτιμίας, αμεροληψίας και δικαιοσύνης και σύμφωνα με τις πάγιες αρχές και πεποιθήσεις του, χωρίς συλλογικές εύνοιες, χάρες και προτιμήσεις. Για όσα περί του αντιθέτου του καταλογίζουν επικαλείται αβάσιμες συλλογικές ή προσωπικές συμπάθειες, αντιπάθειες ή εμπάθειες.

Όμως οι δεσμοί του με τον ΠΑΟ είναι τόσο στενοί και πολύχρονοι, ώστε κανέναν, που ξέρει τι έχει συμβεί, δεν μπορεί να πείσει. Τα όσα ισχυρίζεται ο Γ.Β. δεν είναι αληθινά. 

Διαβάστε εδώ το πρώτο μέρος.





Του Θεολόγου Μιχαηλίδη

ΔΥΟ ΜΕΤΡΑ ΚΑΙ ΔΥΟ ΣΤΑΘΜΑ

Κλασικότερη περίπτωση που αποδεικνύει την ασυνέπειά του είναι η περίπτωση Δαβίδ Νέλσον ή Στεργάκου (επώνυμο που επινοήθηκε εκ των υστέρων στην Ελλάδα) το 1978. 

Ο Γ.Β. ήταν γενικός αρχηγός του τμήματος μπάσκετ του ΠΑΟ όταν οι πράσινοι έκαναν τη σκανδαλώδη μεταγραφή του παίκτη ως δήθεν Ελληνοαμερικανού και ήταν αυτός, που πρωταγωνίστησε στο στήσιμο αυτής της ιστορίας συνειδητής εξαπάτησης. 

Η ΕΟΚ, που ανέκαθεν ήταν δικό του ντοβλέτι, στάθηκε ολόθερμα στο πλευρό του. Άλλωστε επικεφαλής της ομοσπονδίας τότε ήταν ο Ζαχαρίας Αλεξάνδρου, ο αυτοκόλλητος προσωπικός φίλος και συνεργάτης και συνοδοιπόρος του Γ.Β. στη διοίκηση της ΕΟΚ επί δεκαετίες, ενώ Γενικός Γραμματέας της ομοσπονδίας ήταν ο γνωστός αδίστακτος αρχιβάζελος παράγοντας Μαλακατές, ο οποίος ήταν ταυτόχρονα και σε επίσημο οικονομικό πόστο στον ΠΑΟ εκείνη την εποχή. 

Άλλωστε αυτό το ταυτόχρονο ή καλυμμένο «διπλοπόρτι» και «πήγαινε έλα» μεταξύ ΕΟΚ και ΠΑΟ ήταν κάτι το απόλυτα συνηθισμένο στο ελληνικό μπάσκετ, με άφθονα παραδείγματα δεδηλωμένων καταπράσινων παραγόντων όπως οι Μαλακατές, Σούσης, Βασιλακόπουλος κ.λπ., αλλά και συμπαθούντων ή φιλικά προσκείμενων στο τριφύλλι. 

Στην υπόθεση Νέλσον-Στεργάκου ΠΑΟ και ΕΟΚ, υποστήριζαν ότι ήταν επαρκής και ισχυρή μια βεβαίωση προξενικής αρχής της Ν. Υόρκης, που υπήρχε, περί της ελληνικής καταγωγής του παίκτη. Μόνο που η βεβαίωση αυτή δεν αποτελούσε βεβαίωση πιστοποίησης ελληνικής ιθαγένειας ή καταγωγής. Απλώς πιστοποιούσε την ύπαρξη βεβαίωσης μιας άλλης εκκλησιαστικής αρχής. 

Επρόκειτο για την ενορία Αγίου Δημητρίου-Αγίας Αικατερίνης Ν. Υόρκης. Η βεβαίωση της ενορίας ήταν υπογεγραμμένη από έναν Έλληνα ιερέα, ονόματι Ιωάννη Πούλο. Αυτή η βεβαίωση του ιερέα ήταν που ανέφερε την --ανύπαρκτη στην πραγματικότητα-- ελληνική ρίζα του Νέλσον. Αυτό λοιπόν το χαρτί θεωρήθηκε όχι μόνο επίσημο, αλλά και καταλυτικής (!) σημασίας. 

Τελικά το ΑΣΕΑΔ έκρινε ότι ΠΑΟ και ΕΟΚ είχαν δίκιο, με αποτέλεσμα ο σπουδαίος αυτός παίκτης (που είχε γίνει καλό σχετικά draft στους σπουδαίους Boston Celtics, για τα δεδομένα εκείνης της πραγματικά αξιοκρατικής εποχής του NBA) να αγωνιστεί για πολλά χρόνια στον ΠΑΟ, αλλοιώνοντας σωρεία πρωταθλημάτων. 

Παρεμπιπτόντως, μια που το έφερε η κουβέντα, είναι όντως εντυπωσιακή η ιστορία της αριθμητικής και αναλογικής αναντιστοιχίας περιπτώσεων δικαιώσεων μεταξύ ΠΑΟ και Ολυμπιακού στο ΑΣΑΕΔ, σε υποθέσεις που αφορούσαν τους δύο συλλόγους και μάλιστα σε διαχρονική βάση. Αξίζει κάποτε να μελετηθεί και να αξιολογηθεί το εν λόγω φαινόμενο. 

Ο ΓΓΑ Παπαναστασίου, που είχε αντιταχθεί έντονα στην ελληνοποίηση του Νέλσον, θεωρώντας την αβάσιμη και μαγειρεμένη, εκνευρίστηκε πολύ από την έκβαση της υπόθεσης. Προηγουμένως, είχε εξαντλήσει μάταια κάθε προσπάθεια να αποτρέψει την έκβασή της, ακόμη και επαναφέροντας και αναπέμποντας την υπόθεση. Άλλωστε ο ίδιος ποτέ δεν είχε καλές προσωπικές σχέσεις με τον Γ.Β. 

Σημειωτέον δε ότι Παπαναστασίου δεν ήταν απλός φίλαθλος, αλλά και μέλος του ΠΑΟ, που είχε υπηρετήσει μάλιστα κατά το παρελθόν στον σύλλογο αυτόν σε πολύ σημαντικές διοικητικές θέσεις. Για τον λόγο αυτό, μάλιστα, ο Γ.Β., εξοργισμένος από την αντίδραση του ΓΓΑ, είχε ζητήσει από αυτόν δημοσίως να παραιτηθεί από μέλος του ΠΑΟ και να διαγραφεί από τα μητρώα μελών για την αντιπαναθηναϊκή του στάση στην υπόθεση. 

Μετά από πολλά χρόνια, αφότου σταμάτησε το μπάσκετ ο ίδιος ο Νέλσον, ομολόγησε αυτό που είχαν καταλάβει οι περισσότεροι, ότι δηλαδή δεν είχε καμία ελληνική καταγωγή και συνεπώς ότι όλη η υπόθεση ήταν κατασκευασμένη. 

Ο Γ.Β., όπως προαναφέραμε, όχι μόνο συμμετείχε στην υπόθεση αυτή, αλλά ήταν ο άνθρωπος που γνώριζε σε βάθος όλη την αλήθεια και τη χειρίστηκε εξαρχής μέχρι τέλους, με αποκλειστικό σκοπό να ενισχυθεί αγωνιστικά, πρωταρχικά ο ΠΑΟ και ενδεχομένως και η Εθνική. 

Ο Γ.Β., όμως, όταν συνειδητοποίησε και από πιο κοντά τις δυνατότητες του Νέλσον, δεν περιορίστηκε μόνο στον ΠΑΟ. O αγώνας του επεκτάθηκε και στη συμμετοχή του Νέλσον ως ομογενούς στην Εθνική Ελλάδας, για δύο κυρίως λόγους: αφενός μεν διότι με την παρουσία του Νέλσον η Εθνική θα ενισχυόταν πολύ, αφετέρου δε διότι η συμμετοχή του Νέλσον στην Εθνική θα παγίωνε και θα «έκλεινε» αμετάκλητα την όλη υπόθεση περί παρανομίας. 

Παραβαίνοντας κάθε προηγούμενη αρχή και πρακτική του, ο Γ.Β. πίεσε την ΕΟΚ να κάνει, με όσο το δυνατό ταχύτερες διαδικασίες, τον Νέλσον διεθνή και βασικό στέλεχος στην Εθνική Ελλάδας ανδρών. Η υπόθεση δεν ήταν απλή και έτσι ο Νέλσον άργησε να χριστεί διεθνής, πράγμα που έγινε τελικά το 1981. Ο Νέλσον έπαιξε στην Εθνική Ελλάδας συνολικά εννιά χρόνια.  

Κι όλα αυτά ενώ ο Γ.Β. παραδοσιακά, για να μην πω πάντα, ήταν φοβερά καχύποπτος, δύσπιστος και δύσκολος κατά τη θητεία του ως αξιωματούχος στην ΕΟΚ, όταν υπήρχαν περιπτώσεις μπασκετμπολιστών ελληνικής καταγωγής, που ήθελαν να παίξουν στο πρωτάθλημα ή να αγωνιστούν στην Εθνική. Τις ψείριζε όλες μέχρι τελευταία λεπτομέρεια, ακόμη και όταν ήταν σχετικά οφθαλμοφανείς. 

Ακόμη και για τον Γκάλη, ο Γ.Β. είχε ενδοιασμούς, με αποτέλεσμα ο Παπαναστασίου, σε συνεννόηση με τον Θεσσαλονικέα παράγοντα και μέλος της ΕΟΚ Άγη Κυνηγόπουλο, να χρησιμοποιήσουν όλα τα μέσα (ακόμη και όχι απόλυτα νόμιμα) για να μπορέσει ο Γκάλης να πάρει διαβατήριο και να αναγνωριστεί καθολικά ως Έλληνας. 

Καταλαβαίνετε λοιπόν γιατί, σε αντίθεση με την περίπτωση Νέλσον, ο δικός μας Μελίνι, του οποίου τα χαρτιά δεν ήταν απολύτως εντάξει (αλλά πάντως όχι χειρότερα από αυτά του Νέλσον) δεν έπαιξε ποτέ στην Εθνική Ελλάδας, μολονότι αγωνίστηκε κανονικά ως Έλληνας στο πρωτάθλημα. 

Το ίδιο ακριβώς συνέβη με τον φοβερό Καλιγκάρη του Σπόρτινγκ, για τον οποίο ο ίδιος ο Βασιλακόπουλος, σε ανύποπτη στιγμή, είχε παραδεχτεί ότι τα χαρτιά του δεν υστερούσαν σε τίποτε έναντι των αντίστοιχων του Νέλσον. 

Κλείνοντας το κεφάλαιο Νέλσον, υπάρχει κάτι αξιοσημείωτο, που δεν είναι και πολύ γνωστό. Σε ένα ταξίδι στο Ισραήλ, οι αρχές της χώρας, που είχαν φακελωμένους τους πάντες, κατά τον έλεγχο στην είσοδο στη χώρα βρήκαν ότι ο Νέλσον ήταν καταχωρημένος στα αρχεία τους ως Ιρλανδοεβραίος, με αποτέλεσμα να προκληθεί μεγάλο θέμα και να τεθεί θέμα απαγόρευσης συμμετοχής του σε παιχνίδι με την Μακάμπι Τελ Αβίβ. Λυτούς και δεμένους έβαλαν για να καθαρίσει αυτή η υπόθεση.

ΠΟΥ ΣΥΜΦΩΝΩ ΜΕ ΤΟΝ Γ.Β. 

Ξέρω ότι τώρα θα δυσαρεστήσω τους περισσότερους, που πιστεύουν ότι ο Γ.Β. έχει πάντοτε και σε όλα άδικο και διαφωνούν σε ό,τι και αν πει ή κάνει, μόνο και μόνο επειδή γίνονται από αυτόν. Δεν είναι όμως πάντα έτσι. 

Υπάρχουν και πράγματα στα οποία συμφωνώ μαζί του, με την άποψή του, ως τελική θέση, στο λεγόμενο «διά ταύτα», έστω και αν δεν συμμερίζομαι την επιχειρηματολογία και τη λογική της άποψής του. 

Δεν θα αναφερθώ εδώ στην χρόνια σφοδρή αντιπαράθεσή του με την Ευρωλίγκα. Συμμερίζομαι τα γνωστά επιχειρήματά του περί πλήρους εμπορευματοποίησης, αλλά οι εποχές έχουν αλλάξει τόσο πολύ, που δεν μπορεί κάποιος να πει ότι έχει απόλυτο δίκιο ο Γ.Β., ιδίως, αφού δεν έχει κάτι ουσιαστικό και βάσιμο να αντιπροτείνει εναλλακτικά και υπεύθυνα. Επιπλέον,  σε πολλά είναι τουλάχιστον υπερβολικός.

Υπάρχουν όμως κάποια άλλα πράγματα, στα οποία θα συμφωνήσω μαζί του
Όλα έχουν να κάνουν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, με τον Γκάλη, τον οποίο ο Γ.Β. ουδέποτε συμπάθησε, η δε μεταξύ τους αντιπάθεια ανέκαθεν ήταν παλαιά, μόνιμη και αμοιβαία, άλλοτε κρυφή και υποβόσκουσα και άλλοτε απόλυτα καθαρή και δεδηλωμένη. 

Το ξεκίνημα της αντιπάθειας μπορεί να έχει να κάνει και με τον ΠΑΟ, αφού δεν του άρεσε που ο Γκάλης προτίμησε τον Άρη και απέρριψε τον ΠΑΟ, ο οποίος τότε είχε πλησιάσει πολύ στην απόκτησή του.

Κατηγορήθηκε μάλιστα ότι, κατά τη διαδικασία πλήρους αναγνώρισης της ελληνικότητας του Γκάλη ο Γ.Β., ως Γ. Γ. της ΕΟΚ, άλλοτε κωλυσιεργούσε ή άλλοτε τορπίλιζε, με διάφορες κινήσεις, την οριστική επίλυση του θέματος του παίκτη, αντί να προσπαθήσει να επιταχύνει τις διαδικασίες, προκειμένου να παίξει ο Γκάλης στην Εθνική. Μάλιστα οι ίδιες πηγές λένε ότι ο Γ.Β. είχε επηρεάσει αρνητικά ακόμη και τον καταπράσινο τότε ΓΓΑ Κίμωνα Κουλούρη στην υπόθεση Γκάλη. Επιπλέον, θεωρήθηκε από κάποιους ακόμη και υπεύθυνος διαρροών στον Τύπο, με τις οποίες διατυπωνόντουσαν κάποιες αμφιβολίες για την ελληνικότητα του μεγάλου άσσου. 

Θα αναπτύξω εδώ τα δικά μου επιχειρήματα, που μπορεί να μη συμπίπτουν με αυτά του Γ.Β., αλλά παρ’ όλα αυτά καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα. Με άλλα λόγια, μπορεί το σκεπτικό να διαφέρει, αλλά στο συμπέρασμα συμφωνώ μαζί του.

Κατ’ αρχάς, ο Γ.Β. διαφώνησε με την προταθείσα από τον Κοντονή ονομασία του κλειστού του ΟΑΚΑ σε «Νίκος Γκάλης». Συμφωνώ με τον Γ.Β. Ο Γκάλης δεν είχε κάποια μεγάλη ή ιδιαίτερη σχέση με την Αθήνα και το ΟΑΚΑ. Αν υπήρχε ένας γήπεδο στο λεκανοπέδιο, με τον οποίο συνδέθηκε ήταν το ΣΕΦ το 1987. Ο Γκάλης συνδέθηκε με τον Άρη και τη Θεσσαλονίκη. Συνεπώς το Παλαί ντε Σπορ (ή Αλεξάνδρειο Μέλαθρο) πρέπει να είναι το γήπεδο, που δικαιωματικά πρέπει να φέρει το όνομά του. Θεωρώ ότι πρέπει πάντα να υπάρχει κάποιος ουσιώδης δεσμός μεταξύ ονόματος και αθλητικής εγκατάστασης, και όχι να δίνουμε όποιο όνομα (όσο μεγάλο και να είναι αυτό) θέλουμε σε όποιο γήπεδο θέλουμε.

Ο Γ.Β., στην άρνησή του για την ονοματοδοσία του γηπέδου, έχει επικαλεστεί ένα άλλο λόγο, με τον οποίο δεν συμφωνώ απόλυτα, κυρίως επειδή μου φαίνεται ότι ίσως αφήνει να πλανάται μια σκιά και ένα υπονοούμενο για τον Γκάλη. Ο Γ.Β. έχει ισχυριστεί πως ποτέ δεν πρέπει να τιμάται, με τέτοιο τρόπο, κάποιος αθλητής που βρίσκεται στη ζωή (ιδίως όταν δεν βρίσκεται σε προχωρημένη ηλικία) επειδή δεν γνωρίζουμε τι ενδεχομένως θα έχει κάνει στη ζωή του μέχρι την ημέρα του θανάτου του. 

Με άλλα λόγια, είναι πιθανό ο τιμώμενος αθλητής, εν προκειμένω ο Γκάλης, να διαπράξει αργότερα κάποιο έγκλημα ή να δείξει μια απαράδεκτη συμπεριφορά, που να απαξιώσει τη φήμη του. Βέβαια σαν θεωρία, ένας τέτοιος συλλογισμός δεν είναι εντελώς παράλογος, αν κρίνουμε από την περίπτωση του δικού μας Στιβ Γιαντζόγλου, που υπήρξε σούπερ παίκτης μέσα στα γήπεδα, αλλά αργότερα, έξω από αυτά, κατέληξε θλιβερός προπαγανδιστής του φασισμού. 

Όμως στην πράξη, όταν είναι γνωστή η χρόνια κόντρα Γκάλη-Γ.Β., αυτό το επιχείρημα του Γ.Β. προκαλεί άσχημες εντυπώσεις. Μεταξύ άλλων, αφήνει να αιωρείται στο μυαλό των φιλάθλων όχι μόνο η πιθανότητα να κάνει στο μέλλον ο Γκάλης κάτι ανάξιο, αλλά και η πιθανότητα να έχει ήδη κάνει κάτι τέτοιο, κάτι που το γνωρίζει μόνο ο Γ.Β. και μπορεί να το αφήσει να διαρρεύσει κάποια στιγμή στο μέλλον. 

Επίσης, έχει διαφωνήσει με την άποψη ότι το ελληνικό μπάσκετ γεννήθηκε επί Γκάλη ή από τον Γκάλη και δημιουργήθηκε περίπου από το μηδέν, αφού προηγουμένως (δήθεν) δεν υπήρξε τίποτε το αξιόλογο, πάνω στο οποίο θα μπορούσε να στηριχτεί η εξέλιξη του αθλήματος. 

Και εγώ θα διαφωνήσω με αυτό το παραμύθι, συμφωνώντας με τον Γ.Β. Τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως τα παρουσιάζει η συντριπτική πλειοψηφία των δημοσιογράφων. 

Υπήρχε ελληνικό μπάσκετ και πριν από το 1987, με μεγάλες δυνατότητες, σπουδαίους και τεχνικά πολύ καταρτισμένους παίκτες. Εκείνα που έλλειπαν ήταν υποδομές, εγκαταστάσεις, πλάνο, οργάνωση και πρόγραμμα κ.λπ. Πολλοί νομίζουν ότι το μπάσκετ στην Ελλάδα πριν από τον Γκάλη έπαιζαν κάποιοι περίπου πρωτόγονοι και ότι ουσιαστικά το άθλημα στην Ελλάδα το δίδαξε ο Γκάλης, στον οποίο οφείλονται κυριολεκτικά τα πάντα.

Δεν είναι έτσι. Μπορεί οι μεγάλες ελληνικές επιτυχίες να ξεκίνησαν από το 1987 και μετά, αλλά κάτι --και μάλιστα αξιόλογο-- υπήρχε και προηγουμένως ακόμη και αν δεν συγκρίνεται με την έκρηξη από το 1987 και έπειτα. Δεν υπήρχε μέχρι την δεκαετία του 1980 ένα νεκρό τοπίο γύμνιας στο ελληνικό μπάσκετ, όπως εμφανίζεται. 

Ενδεικτικά αναφέρω ότι οι ελληνικές ομάδες, απαρτιζόμενες κυρίως ή και αποκλειστικά από Έλληνες και χωρίς ιδιαίτερη αμερικανική βοήθεια, έστω και με αμφιλεγόμενο και όχι απόλυτα ορθόδοξο κάποιες φορές τρόπο, είχαν καταφέρει να κατακτήσουν ένα Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης (1968), να βρεθούν δύο φορές σε Final Four (1966, 1972) και άλλες δύο φορές στο Final Six (1979,1982) του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης, ενώ άλλη μια φορά (1969) στους 4 του Κυπέλλου Κυπελλούχων Ευρώπης. 

Η χρυσή ομάδα του Πανελληνίου τη δεκαετία του 1950 ασφαλώς θα είχε φέρει ευρωπαϊκές διακρίσεις ή και τίτλους αν υπήρχαν τότε διοργανώσεις στην Ευρώπη, αφού εκείνη την εποχή είχαν κατατροπώσει σε όλα τα διεθνή τουρνουά τις καλύτερες ομάδες της Ευρώπης, και ιδίως τις πανίσχυρες ουσιαστικά επαγγελματικές ιταλικές. 

Η Εθνική Ελλάδας είχε πάρει χάλκινο στους Πανευρωπαϊκούς του 1949 ενώ είχε κατακτήσει το χρυσό στους Μεσογειακούς του 1979, κερδίζοντας τους πολύ ισχυρούς Γιουγκοσλάβους, μέσα στην έδρα τους.

Επίσης υπήρχαν επιτυχίες των εθνικών συγκροτημάτων σε πιο μικρές ηλικίες. 

Αλλά και σε ατομικό επίπεδο πολλοί Έλληνες μπασκετμπολίστες, όπως οι Στεφανίδης, Ματθαίου, Μουρούζης, Σπανουδάκης, αποτέλεσαν τους μεγάλους άσους και σκόρερ διάσημων ομάδων της Ευρώπης, κυρίως ιταλικών. Επίσης πολλοί Έλληνες παίκτες όπως οι Τρόντζος, Ζούπας, Κολοκυθάς, Γκούμας κ.ά. κλήθηκαν και αγωνίστηκαν στη Μικτή Ευρώπης, ένα θεσμό μεγάλου κύρους για την εποχή. 

Να υπενθυμίσουμε επίσης ότι στο Στάδιο συνέρρεαν πολλές χιλιάδες θεατές για να παρακολουθήσουν επίσημους διεθνείς αγώνες ή ντέρμπι πρωταθλήματος των ελληνικών ομάδων. Αλλά ακόμη και σε φιλικούς αγώνες της Εθνικής το Στάδιο γέμιζε, όπως είχε συμβεί στους νικηφόρους αγώνες εναντίον της μόλις πριν από λίγες μέρες δευτεραθλήτριας Κόσμου Βραζιλίας (του μεγάλου Ουμπιρατάν) το 1970 και μιας αντιπροσωπευτικής ομάδας των ΗΠΑ το 1977, ματς τα οποία παρακολούθησαν δεκάδες χιλιάδες φίλαθλοι. Επιπλέον, οι διαιτητές μας με κύρια παραδείγματα αρχικά τον Δήμου και αργότερα τον Ρήγα θεωρούνταν από τους καλύτερους της Ευρώπης.

Παρ’ όλα αυτά, ο Γ.Β., πάνω στο συγκεκριμένο θέμα, θα έπρεπε να τα βάζει περισσότερο με τους άσχετους και πρόχειρους δημοσιογράφους, που έχουν καλλιεργήσει αυτή την άποψη, την οποία διαρκώς φανατικά, τυφλά και άκριτα συνεχίζουν να αναπαράγουν και προβάλλουν. Αντί να κάνει όμως αυτό, ο Γ.Β. συχνά τα βάζει και με τον ίδιο τον Γκάλη, πιστεύοντας ότι ο ίδιος ο Γκάλης κρύβεται πίσω από την εν λόγω απέραντα αποθεωτική και μυθική για τον ίδιο άποψη-πεποίθηση.  

Τέλος, ο Γ.Β. έχει διαφωνήσει και εξακολουθεί να διαφωνεί έντονα σε αυτό που συνήθως λέγεται από τους περισσότερους, αν όχι όλους, ότι δηλαδή χάρις στον Γκάλη αποκλειστικά και μόνο πήραμε το Πανευρωπαϊκό του 1987. Το γνωστό και χιλιοειπωμένο: «μόνος του ο Γκάλης το πήρε τότε». Οι πιο πολλοί μάλιστα το πάνε ακόμη παραπέρα: «χωρίς τον Γκάλη η Εθνική του 1987 δεν άξιζε τίποτε». 

Και εδώ συμφωνώ με τον Γ.Β. Δεν οφείλεται η επιτυχία της εθνικής το 1987 μόνο στον Γκάλη, ούτε μόνο ο Γκάλης ήταν αυτός που μπορούσε να φέρει την επιτυχία αυτή.

Εδώ μιλούν τα γεγονότα για όποιον έχει μελετήσει προσεκτικά την ιστορία του ελληνικού μπάσκετ.  

Ο Γκάλης άρχισε να αγωνίζεται στην Εθνική Ελλάδας το 1980. Συνεπώς αυτό σημαίνει πως πέρασαν πάνω από επτά ολόκληρα χρόνια προτού μας οδηγήσει στον θρίαμβο του 1987. Τι έκανε λοιπόν η Εθνική αυτά τα επτά χρόνια, έχοντας τον Γκάλη ως το βαρύ πυροβολικό της; Ας δούμε αναλυτικά:

Το 1980 στο Προολυμπιακό του Βεβέ της Ελβετίας αποκλειστήκαμε άδοξα με 2 ήττες σε 3 ματς, χάνοντας ακόμη και από την ασήμαντη Σουηδία.

Το 1981 στο Πανευρωπαϊκό της Τσεχοσλοβακίας τερματίσαμε στη 10η θέση επί 12 ομάδων, γνωρίζοντας 6 ήττες σε 8 αγώνες και μάλιστα από ομάδες, που κάθε άλλο παρά μεγαθήρια θεωρούνταν. Ακόμη και από την Αγγλία χάσαμε, η οποία τερμάτισε σε υψηλότερη θέση από μας στην τελική κατάταξη.

Το 1982 στο Βαλκανικό της Τουρκίας χάσαμε όλα (και τα 4) ματς της διοργάνωσης.

Το 1983 στο Πανευρωπαϊκό της Γαλλίας τερματίσαμε στην 11η θέση επί 12 ομάδων, ενώ χάσαμε πάλι 6 στα 8 παιχνίδια.

Το 1984 στο Προ-ολυμπιακό στο Παρίσι αποκλειστήκαμε εύκολα, χάνοντας πάλι από την… «υπερδύναμη» Βρετανία και γνωρίζοντας συντριβή από την ανυπόληπτη τότε Γερμανία.

Το 1984 στο Τσάλεντζ Ράουντ στο Ελσίνκι ήρθε νέα αποτυχία, με 3 ήττες σε 5 ματς και πάλι από «κολοσσούς»… του μπάσκετ όπως η Φινλανδία, η Πολωνία και η Βουλγαρία.

Το 1984 πάλι στο Βαλκανικό, μέσα στην Αθήνα, νέα παταγώδης αποτυχία, αφού χάσαμε ακόμη και από τη Βουλγαρία.

Το 1986, στο Παγκόσμιο της Ισπανίας, πήγαμε κάπως καλύτερα, αλλά μείναμε μακριά στη κατάταξη, στη 10η θέση, χάνοντας από ομάδες, που κάθε άλλο παρά φόβητρα ήταν, όπως η Κούβα και το Ισραήλ.

Ο Γκάλης έπαιξε σε όλες τις προαναφερόμενες διοργανώσεις, σε όλα τα παιχνίδια επί πολύ χρόνο, σκοράροντας μαζικά ως πολυβόλο, όπως συνήθιζε να κάνει.

Παρ’ όλα αυτά, στις πιο πάνω συνολικά 9 διοργανώσεις, που έγιναν από το 1980 μέχρι το 1987, η Εθνική, αν και είχε τον Γκάλη, δεν έκανε απολύτως τίποτε. Ο Γκάλης δεν στάθηκε ικανός από μόνος του να μας πάρει από το χέρι και να μας οδηγήσει έστω σε μια αξιοπρεπή θέση ή πρόκριση, πόσο μάλλον κάπου κοντά σε μια πρόκριση-διάκριση ή σε μια θέση στο βάθρο. Αντίθετα συμμετείχε κι αυτός σε αμέτρητες συνεχείς ντροπιαστικές ήττες και αποκλεισμούς, που δεν μπόρεσε να αποτρέψει με απόδοσή του, αν και θεωρείτο περίπου υπεράνθρωπος.

Κι όλα αυτά συνέβησαν απόλυτα εύλογα και φυσιολογικά, γιατί το άθλημα είναι ομαδικό και ο Γκάλης δεν ήταν παντοδύναμος θεός, όσο καλός και αν ήταν.

Το 1987 εκτός από τον Γκάλη υπήρχε καλή και έτοιμη ομάδα, καλό συνολικό προπονητικό τιμ, καλή οργάνωση, καλή προετοιμασία, πολύ άξιοι συμπαίκτες, εξαιρετική χημεία, σωστή σταδιακή εξέλιξη και μεγάλη ωριμότητα της ομάδας. 

Αυτά τα στοιχεία έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο και επέτρεψαν στον Γκάλη επιτέλους να αναδείξει και να αξιοποιήσει την τεράστια αγωνιστική του προσωπικότητα.

Για να μην παρεξηγηθώ, πρέπει να διευκρινίσω ότι όλα όσα προαναφέρω δεν σημαίνουν ότι αμφισβητώ την ανεπανάληπτη αξία του Γκάλη. Ο Γκάλης αναμφίβολα είναι πραγματικά μοναδικός και ο κορυφαίος Έλληνας μπασκετμπολίστας όλων των εποχών και μάλιστα σε απόσταση από τον δεύτερο. 

Αλλά μέχρις εκεί. Ο Γκάλης δεν πήρε μόνος του τον τίτλο του 1987, όπως γράφουν και ξαναγράφουν οι δημοσιογράφοι. Ούτε ισχύει ότι χωρίς τον Γκάλη δεν ήμασταν και δεν θα ήμασταν ποτέ ικανοί να κάνουμε τίποτε. Αυτό άλλωστε αποδείχθηκε στη συνέχεια, όταν αποχώρησε ο Γκάλης, και παρόλα αυτά πήραμε τίτλους, πετύχαμε θριάμβους και φτάσαμε στις ίδιες ή και μεγαλύτερες διακρίσεις. 

Δεν έχω δει ποτέ κανένα δημοσιογράφο να θυμάται τα χάλια που είχε η Εθνική επί επτά χρόνια έχοντας τον «εξωγήινο», όπως τον αποκαλούσαν, Γκάλη στη σύνθεσή της. 

Επίσης δεν έχω δει κανένα από την Εθνική ή την ομοσπονδία, ούτε φυσικά τον Γ.Β. να επικαλείται τα ίδια με εμένα επιχειρήματα. Και αυτό έχει τη λογική εξήγησή του. Η όποια αποτυχία του Γκάλη όλα αυτά τα χρόνια συνδέεται και με αποτυχία της ίδιας της εθνικής και συνεπώς της ομοσπονδίας. Με άλλα λόγια, δεν είναι μόνο ο Γκάλης που απέτυχε, αλλά και η εθνική ομάδα. Καλό λοιπόν να μη θυμόμαστε τις αποτυχίες της Εθνικής, που είναι και αποτυχίες της ομοσπονδίας.  

Η εξήγηση που δίνω στο θαύμα του 1987 συμπίπτει σχεδόν απόλυτα με την επιχειρηματολογία του μακαρίτη κόουτς της Εθνικής του 1987 Κώστα Πολίτη. 

Ο Γ.Β. έχει κατά καιρούς μιλήσει με παρόμοιο τρόπο για το κομμάτι αυτό, αλλά και πάλι έχει κάνει και κάτι άλλο, το οποίο δεν μου άρεσε. Έχει επιτρέψει μέσω φίλων του δημοσιογράφων (Φ. Συρίγου) διαρροές στα μέσα για την άμεση και συγκεκριμένη συμβολή που είχε και η ίδια διοίκηση της ομοσπονδίας στην επιτυχία του 1987.  

Πάντως δεν είναι μόνο οι δημοσιογράφοι υπεύθυνοι για όσα λίαν υπερβολικά --ακόμη και για ένα κολοσσό-- όπως ο Γκάλης λέγονται και γράφονται. Είναι και οι παίκτες, κυρίως αυτοί που τα «οικονόμησαν», λόγω του επαγγελματικού ανέμου, που έφερε στο μπάσκετ ο Γκάλης. Όλοι αυτοί που δηλώνουν: «χωρίς τον Γκάλη, δεν θα υπήρχε ελληνικό μπάσκετ» ή «κανένας δεν θα έπαιζε μπάσκετ στην Ελλάδα, αν δεν υπήρχε ο Γκάλης». 

Είναι σαν να λένε ότι όλοι τους αγάπησαν το μπάσκετ και έπαιξαν μπάσκετ μόνο και μόνο ή κυρίως επειδή είδαν τον Γκάλη και όχι τόσο γιατί αγάπησαν το άθλημα ή τη «σπυριάρα». Όμως πιο παλιά, όταν δεν υπήρχε Γκάλης, κάποια παιδάκια και έφηβοι, όταν κατάφερναν να βρουν μπάλα, έψαχναν να βρουν κάποιο σπάνιο πρωτόγονο τσιμεντένιο γηπεδάκι για να παίξουν, ακόμη και όταν έβρεχε.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου