Τι να γράψω για τον Τσόρι, τώρα που σταμάτησε το ποδόσφαιρο; Είναι ένας παίκτης, που όλοι ξέρετε και θυμάστε. Μπροστά σε αυτούς, για τους οποίους γράφω δεν είναι απλώς χθεσινός. Είναι νεογέννητος. Όλοι θυμάστε πόσα γκολ πέτυχε στην Ευρώπη και σε ντέρμπι, σε όλες τις διοργανώσεις. Όλοι θυμάστε την μπάλα που έπαιξε.
Παρ' όλα αυτά, αισθάνομαι υποχρεωμένος να γράψω κάτι γι' αυτόν, που απέδειξε ότι ακόμη και στηνσημερινή εποχή του απόλυτα εμπορευματοποιημένου και επικοινωνιακού ποδοσφαίρου, όπου οι πάντες «δουλεύουν» τους πάντες, υπάρχουν και εξαιρέσεις. Υπάρχουν ακόμη κάποιοι που δεν είναι εντελώς μισθοφόροι, που δεν υποκρίνονται ότι λατρεύουν τις ομάδες τις οποίες υπηρετούν, που μπορεί να μην είναι τα προβαλλόμενα επιθυμητά πρότυπα επαγγελματιών ποδοσφαιριστών, αλλά είναι ικανοί να διακατέχονται από γνήσια αισθήματα σε ένα κόσμο, όπου βασιλεύουν χαρτονομίσματα, διαφημίσεις και πολυσχιδή συμφέροντα.
Ξεκίνησε από την Κίλμες, ομάδα Β΄ κατηγορίας Αργεντινής, όπου και απέκτησε το παρατσούκλι «Τσόρι», που σημαίνει περίπου «κλέφτης» και αυτό επειδή είχε καταφέρει να μονιμοποιηθεί στην ενδεκάδα, «κλέβοντας» θέση από πολύ πιο έμπειρους συμπαίκτες του.
Στη συνέχεια πήγε στην Ρίβερ Πλέιτ, στην ομάδα που αγαπούσε βαθιά από παιδί. Έκανε το όνειρο του πραγματικότητα και έγινε παίκτης της, γνωρίζοντας με αυτήν --στα τρία χρόνια της εκεί παραμονής του (2001-2004)-- συνεχόμενες επιτυχίες, τίτλους και διακρίσεις. Τη Ρίβερ δεν την έβγαλε ποτέ από την καρδιά του, μολονότι η ομάδα του, γενικά, δεν τον αντιμετώπισε όπως του άξιζε.
Έπρεπε όμως και να ζήσει, να βιοποριστεί επαγγελματικά και αυτό δεν μπορούσε να γίνει μόνο με το συναίσθημα. Έτσι πήγε στη Ρωσία (Ζενίτ Αγίας Πετρούπολης και Ρουμπίν Καζάν) όπου οι αμοιβές ήταν υψηλές. Εκεί κάθισε έξι χρόνια (2004-2010) και γνώρισε μεγάλες επιτυχίες.
Πήρε όχι μόνο εθνικούς, αλλά και ευρωπαϊκούς τίτλους. Δεν ήταν όμως μόνο οι συλλογικές επιτυχίες, αλλά και οι ατομικές διακρίσεις, καθώς αναδείχθηκε σε καλύτερο ποδοσφαιριστή της αχανούς αυτής χώρας. Παρ' όλα αυτά, ποτέ του δεν αγάπησε την Ρωσία, ούτε δέθηκε συναισθηματικά με τις ομάδες που έπαιξε. Έπαιξε για να τιμήσει το συμβόλαιό του και τα χρήματα που έπαιρνε.
Η κατάσταση όμως αυτή και γενικά η ζωή στη Ρωσία του προκάλεσε μεγάλα προβλήματα, λόγω του ψυχισμού του. Έτσι σύντομα μπήκε σε πρόγραμμα διαρκούς ψυχολογικής υποστήριξης, προκειμένου να αντιμετωπίσει επαναλαμβανόμενες κρίσεις άγχους, που αποτελούσαν προεόρτια κατάθλιψης.
Επειδή δεν μπορούσε να παραμείνει άλλο στη Ρωσία πήρε μεταγραφή για την ισπανική Βαλένθια, όχι επειδή το ήθελε παρά πολύ, αλλά κυρίως για να ξεφύγει από την χρυσοφόρα ρωσική φυλακή του.
Στη Βαλένθια, η αντιμετώπισή του δεν ήταν ιδιαίτερα καλή. Έτσι ζήτησε να πάει δανεικός στην αγαπημένη του Ρίβερ, η οποία στο μεταξύ είχε υποβιβαστεί, για να τη βοηθήσει να επανέλθει στην Α΄ Εθνική Αργεντινής. Για να κλείσει ο δανεισμός, δέχτηκε ευχαρίστως τεράστια (50%) μείωση αποδοχών σε σχέση με το συμβόλαιό του στη Βαλένθια. Μαζί του, η Ρίβερ επανήλθε στη μεγάλη κατηγορία.
Όταν έληξε ο ετήσιος δανεισμός του βρέθηκε μπροστά σε μια περίεργη κατάσταση. Από τη μια, η Βαλένθια δεν τον ήθελε πίσω, γιατί δεν είχε δεθεί ποτέ με την ομάδα. Από την άλλη, και η Ρίβερ επίσης δεν τον ήθελε πίσω, επειδή ο πρόεδρος της ομάδας Ντανιέλ Πασαρέλα δεν τον χώνευε με τίποτε, λόγω του μη υπάκουου χαρακτήρα του Τσόρι. Για τον Πασαρέλα, θα πω, παρεμπιπτόντως, ότι μπορεί να υπήρξε πράγματι ένας τεράστιος παίκτης, πλην όμως ήταν ένας απαίσιος χαρακτήρας, με ολοκληρωτική νοοτροπία. Υπενθυμίζω ότι είχε ζητήσει από τον Μπατιστούτα να κόψει οπωσδήποτε τα μαλλιά του εφόσον ήθελε να παίξει στην Εθνική Αργεντινής.
Ο Τσόρι θα μπορούσε, αν ήθελε, να καθίσει πάνω στο πολύ καλό συμβόλαιο του και να μείνει στη Βαλένθια. Όμως τέτοια πράγματα δεν ταίριαζαν στον χαρακτήρα του. Έτσι τελικά κατέληξε στη φτωχή ισπανική Ράγιο Βαγιεκάνο.
Εδώ πρέπει να πούμε κάποια πράγματα για όσους δεν γνωρίζουν καλά αυτήν την περήφανη ομάδα. Είναι η ομάδα της συνοικίας Βαγιέκας της Μαδρίτης, που αποτελεί πραγματικά κάτι το ξεχωριστό, ένα μέρος μιας άλλης Ισπανίας. Ένα λαϊκό χωριό 250.000 περίπου ψυχών, κυρίως εργατόκοσμου, χωμένο μέσα σε μια αστική μεγαλούπολη-μητρόπολη.
Πρόκειται για μια ομάδα άρρηκτα συνδεδεμένη με κοινωνικές αξίες και αγώνες, που συγκροτούν την ταυτότητά της. Είναι η μοναδική ομάδα της χώρας, που έχει αντιδράσει ουσιαστικά στη βάρβαρη νεοφιλελεύθερη πραγματικότητα, έχοντας συμμετάσχει σε απεργίες, έχοντας ενεργητικά αντιταχθεί σε εξώσεις, έχοντας καταγγείλει πλήθος αυτοκτονιών ως δολοφονίες, δείχνοντας έμπρακτα αλληλεγγύη σε ταλαιπωρημένους συνανθρώπους. Είναι η ομάδα που οπαδοί της οργάνωσαν πορεία, με πανό και συνθήματα, όταν δολοφονήθηκε ο Παύλος Φύσσας. Οι οπαδοί της, οι αποκαλούμενοι bukaneros (πειρατές), είναι οι πιο ευαισθητοποιημένοι κοινωνικά οπαδοί της Ισπανίας. Το περίεργο όμως για κάποιους είναι ότι δεν είναι ιδιαίτερα βίαιοι, όπως θα περίμενε κανείς, πράγμα που είχε κάνει μεγάλη εντύπωση στον Τσόρι, όταν πήγε εκεί, μαθημένος από την Αργεντινή. Όπως επίσης του έκανε εντύπωση ότι δεν άκουγε να μιλούν καθημερινά για λεφτά και κέρδη, όπως παντού αλλού. Οι ενέργειες, προσπάθειες και κινήσεις των bukaneros ανέκαθεν ήταν ενεργητικές, αλλά συνήθως μελετημένες και στοχευμένες.
Οι bukaneros δεν πετούν στα σύννεφα, δεν ζητούν τίτλους. Δεν πιστεύουν στο μοντέρνο ποδόσφαιρο. Άλλωστε στο παρελθόν είχαν σκηνοθετήσει ειδική εκδήλωση-τελετή κηδείας του ποδοσφαίρου της σύγχρονης εποχής. Το μόνο που ζητούν από όποιον έρχεται στην ομάδα είναι αφοσίωση και σεβασμό στη Ράγιο. Για τον λόγο αυτό, ξεναγούν όλους τους νεοφερμένους παίκτες σε όλη την περιοχή, για να καταλάβουν πού βρίσκονται και τι αντιμετωπίζουν οι κάτοικοι της. Γιατί, όπως οι ίδιοι λένε, αυτό που συμβαίνει και αυτό που βιώνουν διαχρονικά με την ομάδα και την γειτονιά τους «δεν είναι απλώς μια περίπτωση καταπίεσης, αλλά μια περίπτωση απόλυτου ταξικού μίσους»» ( Robbie Dunne: «Working class heroes: The story of Rayo Vallecano, Madrid’s forgotten team», 2017).
Αυτή η νοοτροπία δεν μπορούσε παρά να ευαισθητοποιήσει ένα αισθηματία, όπως ο Τσόρι, που είχε μια παλιά, πιο ιδεαλιστική και ρομαντική αντίληψη για το ποδόσφαιρο. Έτσι, όπως είπαμε, βρέθηκε στη Ράγιο την περίοδο 2012/13, ενώ γνώριζε ότι μπορούσε να μην πληρωθεί τελικά όσα είχαν συμφωνηθεί, αφού οι οικονομικές δυνατότητες της Ράγιο ήταν πολύ περιορισμένες και οι πόροι της λίαν πενιχροί. Η φιλοτιμία και η υπευθυνότητα του Τσόρι τον έκανε να διαπρέψει αγωνιστικά και εκεί, παρά τις οικονομικές δυσκολίες, που αντιμετώπισε στην ομάδα.
Δεν ήταν όμως μόνο ο χαρακτήρας της Ράγιο που γοήτεψε τον Τσόρι και τον έκανε να υπογράψει, αλλά και κάτι άλλο, που ο ίδιος δεν δίστασε να αποκαλύψει, δείχνοντας την ψυχοσύνθεσή του. Ήταν η κόκκινη διαγώνια λωρίδα στην άσπρη φανέλα της Ράγιο, που θύμιζε απόλυτα την Ρίβερ Πλέιτ.
Στην Ράγιο οι οπαδοί τον αποκαλούσαν «El Mago» λόγω της τεχνικής του κατάρτισης. Μάλιστα όπως λέγεται οι οπαδοί τον λάτρεψαν από την πρώτη εμφάνισή του, όταν μπήκε ως αλλαγή σε ένα αγώνα με την Αθλέτικο Μαδρίτης τη στιγμή που η Ράγιο έχανε 4-0. Με το που μπήκε, έδωσε τέτοια ώθηση στην ομάδα και άλλαξε τόσο πολύ τη ροή του παιχνιδιού, που το ματς έληξε 4-3. Παρά την ήττα αυτή, η αγωνιστική ανάκαμψη της ομάδας στον συγκεκριμένο αγώνα ικανοποίησε πολύ τους οπαδούς της Ράγιο, που είδαν την ομάδα τους να μάχεται και να μην παραδίνεται και αυτό το απέδωσαν σε μεγάλο βαθμό στον Τσόρι. Γι' αυτούς, η ήττα αυτή ήταν σαν νίκη.
Όταν έληξε το συμβόλαιό του, η οικονομική αβεβαιότητα, που επικρατούσε στη Ράγιο δεν του επέτρεπε να συνεχίσει εκεί και για δεύτερη χρονιά, μολονότι αγάπησε την ομάδα. Τότε εμφανίσθηκε ο Ολυμπιακός του Μίτσελ, ο οποίος τον ήξερε καλά και εισηγήθηκε με θέρμη την απόκτηση του Τσόρι. Κατά τον Τσόρι, ο Μίτσελ ήταν ένας από τους λίγους ανθρώπους που σημάδεψαν τόσο χαρακτηριστικά την καριέρα του.
Έτσι ο Τσόρι αφίχθηκε στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 2013, φορώντας ένα t-shirt με τυπωμένη την φωτογραφία της κάπως εκκεντρικής και ασφαλώς ξεχωριστής Debbie Harry των Blondie, λες και ήθελε να υποδηλώσει ότι έρχεται στην Ελλάδα ένας διαφορετικός παίκτης.
Στον Ολυμπιακό κάθισε τέσσερα χρόνια (2013-2017) και γνωρίζετε τι έκανε. Είχε πολύ καλές προτάσεις από ισπανικές ομάδες Α΄ ΄Εθνικής, όπως η Μάλαγα, αλλά προτίμησε τον Ολυμπιακό, γιατί αφενός μεν ήθελε να συμμετάσχει στο Τσάμπιονς Λιγκ, αφετέρου δε γιατί ήθελε να διεκδικήσει ξανά μετά από καιρό διακρίσεις και τίτλους. Είχε και πρόταση από τον ΠΑΟΚ και μάλιστα αρκετά υψηλή, αλλά δεν ασχολήθηκε καν.
Και εδώ τα ερυθρόλευκα χρώματα έπαιξαν τον περίπου μεταφυσικό ρόλο τους, έστω και αν οι ρίγες δεν είχαν ακριβώς την ίδια διάταξη. Όπως δήλωσε ο Τσόρι, για τον ίδιο «για κάποιο ανεξήγητο λόγο τα ερυθρόλευκα χρώματα σημαίνουν πάθος, υποχρέωση και κίνητρο για έξτρα προσπάθεια, για να δώσει κάτι παραπάνω».
Τον Ολυμπιακό τον αγάπησε πολύ. Δέθηκε πολύ με την ομάδα και τον κόσμο της. Όπως ο ίδιος δήλωσε κατά την αποχώρηση του το 2017 «από την πρώτη στιγμή που πάτησα στο γρασίδι του Καραϊσκάκη ένιωσα την ανάσα και την υποστήριξη του κόσμου, αλλά και κάτι θαυμάσιο, που δεν αγοράζεται με τίποτε, τον σεβασμό του».
Η περίοδος στον Ολυμπιακό ήταν μια δύσκολη περίοδος διλήμματος για τον Τσόρι καθώς τόσο το 2014 όσο και το 2015 η Ρίβερ τον προσέγγισε για να επιστρέψει σε αυτήν, όπως απαιτούσαν οι οπαδοί της, που δεν σταμάτησαν να τον θεωρούν κορυφαίο οργανωτή και εγκέφαλο της ομάδας τους. Άλλωστε οι εμφανίσεις του στον Ολυμπιακό ήταν σπουδαίες.
Η αλήθεια είναι ότι ο Τσόρι το σκέφτηκε πάρα πολύ. Ευτυχώς στις πρώτες και πιο έντονες προσεγγίσεις της Ρίβερ (που έγιναν όταν ανέλαβε ξανά προπονητής ο Γκαγιάρδο) υπήρχε συμβόλαιο και ο Ολυμπιακός δεν δεχόταν να τον παραχωρήσει. Οι επόμενες προσεγγίσεις δεν ήταν εξίσου έντονες και πειστικές. Επιπλέον, ο Τσόρι είχε αναπτύξει πολύ ισχυρούς δεσμούς με τον Ολυμπιακό, όπου πέρναγε πολύ καλά. Έτσι το όνειρό του να επιστρέψει κάποια στιγμή ως παίκτης και να κλείσει την καριέρα του στη Ρίβερ δεν πραγματοποιήθηκε τότε (αλλά ούτε και ποτέ).
Μετά την αποχώρησή του από τον Ολυμπιακό συνέχισε πάλι για μια χρονιά (2017/18), πάλι στη Ράγιο Βαγιεκάνο, σε απόδειξη της εκτίμησής του στις αξίες του συλλόγου αυτού. Κάποιες απόπειρες για να επιστρέψει στη Ρίβερ δεν καρποφόρησαν ούτε αυτή τη φορά.
Έχοντας περάσει από την Ράγιο, τα κοινωνικά αντανακλαστικά του Τσόρι ήταν σε συνεχή εγρήγορση. Έτσι ήταν απόλυτα φυσιολογικό αργότερα το 2016 όταν είχε έλθει στην Ελλάδα και στον Ολυμπιακό να υποστηρίξει ενεργητικά τους αλλοδαπούς πρόσφυγες, να συμμετάσχει σε σχετικές εκδηλώσεις, αλλά και να προτείνει τους Έλληνες νησιώτες του Αιγαίου για το Νόμπελ για τις προσπάθειές τους για διάσωση και φιλοξενία των προσφύγων.
Ο Τσόρι έμεινε στον Ολυμπιακό συνολικά τέσσερα χρόνια και πρόλαβε να αφήσει το αποτύπωμά του. Ο Μαρινάκης κρατώντας τον τότε, και μάλιστα σε σχετικά προχωρημένη ηλικία, απέδειξε ότι μπορεί να αναγνωρίσει τις αξίες και τις ειδικές περιπτώσεις, που μιλάνε στην καρδιά του Ολυμπιακού. Έτσι πρέπει να σκέπτεται πάντα.
Ο Τσόρι αποτελεί μια αποστομωτική απάντηση σε όλους όσους υιοθετούν και παπαγαλίζουν τις διαδεδομένες θεωρίες ότι στο σύγχρονο ποδόσφαιρο δεν έχουν θέση όποιοι δεν είναι αθλητές στίβου δρομείς ή μαραθωνοδρόμοι, σε όλους αυτούς που μιλούν για ένα δήθεν εξελιγμένο επιστημονικό και τεχνοκρατικό ποδόσφαιρο διαρκούς πίεσης, που είναι απαγορευτικό για αυτούς που βασίζονται μόνο στην προσωπικότητά τους, στην ποδοσφαιρική ποιότητα και στην τεχνική κατάρτιση.
Ο Τσόρι δεν είχε άλλα προσόντα, παρά μόνο ποιότητα και μια έντονη και αρκετά παθιασμένη προσωπικότητα. Όμως με αυτά, τα ανάξια για την σύγχρονη εποχή, προσόντα διέπρεψε στο Τσάμπιονς Λιγκ της μεγάλης ταχύτητας, της αντοχής και του συνεχούς ασφυκτικού μαρκαρίσματος.
Αυτό το γνωρίζουν καλά οι οπαδοί του Ολυμπιακού από τις πολλές εξαιρετικές εμφανίσεις του και τα τόσα γκολ που πέτυχε στην μεγαλύτερες ευρωπαϊκές διοργανώσεις, εκεί όπου υποτίθεται ότι δεν μπορείς να πάρεις ανάσα. Μην ακούτε λοιπόν αυτά τα παραμύθια. Όποιος γνωρίζει μπάλα, όπως ο Τσόρι, όχι μόνο μπορεί να παίξει και να αντεπεξέλθει επιτυχώς στο σύγχρονο ρομποτικό και βιομηχανοποιημένο ποδόσφαιρο, αλλά θα ξεχωρίσει σαν τη μύγα μέσα στο γάλα από τη σωρεία των τόσο «λίγων» τεχνικά και ποιοτικά σύγχρονων ποδοσφαιριστών, που στελεχώνουν μάλιστα μεγάλες ομάδες της Ευρώπης.
Ακόμη και μεγάλους ποδοσφαιριστές όπως τον Γουέην Ρούνι της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ επισκίασε στην Ευρώπη με την απόδοση του ο Τσόρι όπως έγραψε, με κάποια έκπληξη, τον Φεβρουάριο του 2014 ο Άγγλος δημοσιογράφος Andy Mitten.
Ο Τσόρι δεν ήταν ποτέ το αποστειρωμένο πρότυπο του ιδανικού επαγγελματία. Το 2012 είχε αποβληθεί στην Αργεντινή σε αγώνα κατά της αιώνιας αντιπάλου της Ρίβερ Μπόκα Τζούνιορς επειδή απείλησε τον διαιτητή Ντιέγκο Αμπάλ ότι θα τον σκοτώσει και προσπάθησε να τον κλωτσήσει. Φεύγοντας από το γήπεδο, μετά την κόκκινη κάρτα που αντίκρισε, έκανε διάφορες χειρονομίες στους οπαδούς της Μπόκα.
Όταν ήταν στη Βαλένθια το 2010 κορόιδευε από τον πάγκο, όπου βρισκόταν, μαζί με συμπαίκτη του, τον προπονητή της ομάδας για τις κινήσεις του και τιμωρήθηκε.
Τον Δεκέμβριο του 2012, όταν πήγε να παίξει με τη Ράγιο εναντίον της παλιάς ομάδας του, της Βαλένθια, τον υποδέχτηκαν στο Μεστάγια με βρισιές («παλιομεθύστακα») και αποδοκιμασίες. Στο τέλος του αγώνα, όταν η Ράγιο κέρδισε πέναλτι, ζήτησε να το κτυπήσει ο ίδιος, αν και δεν ήταν ο βασικός εκτελεστής, προκειμένου να τους εκδικηθεί. Έτσι και έγινε, σκόραρε και η Ράγιο νίκησε 1-0 τη Βαλένθια, η οποία, μάλιστα, είχε τότε προπονητή τον Βαλβέρδε. Με το που πέτυχε το γκολ, ο Τσόρι πήγε προκλητικά στους αντίπαλους οπαδούς, πανηγύρισε το γκολ και στη συνέχεια τους κάλεσε να σωπάσουν φέρνοντας το δάκτυλο του στα χείλη.
Αλλά και στην χώρα μας είχε επεισόδιο το 2014 με τον προκλητικό Αθανασιάδη του ΠΑΟΚ στο Καραϊσκάκη, τον οποίο έσπρωξε, ενώ πολύ χειρότερο επεισόδιο είχε το 2015 με ανταλλαγή χειροδικιών και στην Τούμπα με τον προκλητικότατο Μακ της ίδιας ομάδας, σε ένα αγώνα που ο Τσόρι είχε τραυματιστεί από ρίψεις αντικειμένων. Όμως ο πραγματικός Τσόρι είναι αυτός, που παρά την πίκρα και την απογοήτευση του, έκανε το ανεπανάληπτο χειροφίλημα στη μικρή κορούλα του Μπουονανότε με την κιτρινόμαυρη εμφάνιση στον τελικό του Κυπέλλου το 2016.
Επίσης κατηγορήθηκε για τις ανοιχτές σφοδρές επικρίσεις του κατά του προπονητή του Μπέντο το 2017, που θεωρήθηκαν από πολλούς ανεπίτρεπτες σε κάθε περίπτωση. Για τους επικριτές του, όφειλε ως αρχηγός της ομάδας, να υπομένει αγόγγυστα τις προπονητικές αδικίες σε βάρος του, όσο φοβερές, ακραίες, εξόφθαλμες και αν ήταν. Μιλάμε βέβαια για απίθανα πράγματα που έκανε ένας από τους πιο εμπαθείς, άδικους και γενικά «περίεργους» προπονητές που πέρασαν ποτέ από τον Ολυμπιακό, αφού ο αρχηγός της ομάδας Τσόρι είχε αποκλειστεί ολωσδιόλου από την λίστα των ποδοσφαιριστών της Ευρώπης, λες και ήταν κανένας άσχετος. Αλλά και σε πολλά ματς του πρωταθλήματος ήταν εκτός αποστολής.
Μετά από αποτυχίες σε τέτοια ματς, που είχε τεθεί εκτός ομάδας, ο Τσόρι, αντί να παραπονεθεί και να αποστασιοποιηθεί, πήγαινε στα αποδυτήρια και μιλούσε και ενθάρρυνε τους συμπαίκτες του ως αρχηγός της ομάδας.
Μέχρι να ξεσπάσει, εξάντλησε κάθε όριο γαϊδουρινής υπομονής, διαρκώς έλεγε ότι πάνω από όλους είναι η ομάδα και προσπαθούσε συνεχώς στις προπονήσεις, για να μπορέσει να γίνει εκ νέου βασικός. Όμως όσο περισσότερο προσπαθούσε τόσο περισσότερο και συστηματικότερα παραγκωνιζόταν. Ε, πόσο να αντέξει αυτόν που είχε μονιμοποιήσει Λεάλι, Βιάνα, Καρντόζο και Σεμπά!
Για επίλογο κράτησα την δήλωση του Γκαλέτι στον Γαύρο που αναδημοσιεύθηκε στο διαδίκτυο την 1/1/2015 και είναι ενδεικτική δύο πραγμάτων: αφενός μεν της μεγάλης αξίας του παίκτη, αφετέρου δε της πτώσης της ποιότητας του σύγχρονου ποδοσφαίρου: «Ο Ολυμπιακός είναι πολύ τυχερός που έχει τον Τσόρι Ντομίνγκεζ. Δεν υπάρχει σε καμία ομάδα, σε ολόκληρη την Αργεντινή ποδοσφαιριστής σαν κι αυτόν, με τη δική του αξία και ποιότητα»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου