Τρίτη 9 Ιουλίου 2019

Γ. Γιαννουζάκος: Ένας αδελφός στην κόλαση

Πάντα είναι ωραίο να αναπολούμε τους παικταράδες που έχουν φορέσει την ερυθρόλευκη, τις μεγάλες νίκες, τις αξέχαστες ανατροπές και τους σπουδαίους τίτλους. Δεν πρέπει όμως να λησμονούμε τις ξεχασμένες πίσω σελίδες του τμήματος, τους ανθρώπους που έβαλαν πλάτη στα δύσκολα και στήριξαν όσο μπορούσαν τον Θρύλο. Το παρόν κείμενο είναι αφιερωμένο σε έναν αθλητή που ξεπέρασε αρκετές φορές τον ίδιο του τον εαυτό για να προσφέρει, σε μια περίοδο που ακόμη και ο ίδιος ο κόσμος είχε γυρίσει την πλάτη του στο τμήμα. Η νοοτροπία του θα πρέπει να είναι παράδειγμα προς μίμηση για όποιον παίκτη έρχεται ως ο 11ος – 12ος στο ρόστερ της ομάδας. Ας θυμηθούμε τα πεπραγμένα του Γιώργου Γιαννουζάκου τη διετία που έγινε κάτοικος Πειραιά.




Του Mad Prophet

Σε ένα καλοκαίρι με αρκετά περιορισμένο μπάτζετ, τη μετακόμιση στο κλειστό του Κορυδαλλού, το σοκ που έπρεπε να ξεπεράσει η ομάδα από το χαμένο πρωτάθλημα κόντρα στην Αεκ, τους αρκετούς παίκτες που αποχώρησαν, με όλα αυτά να ξεκινούν από τη διοικητική αβεβαιότητα που υπήρχε τότε στο τμήμα. Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, ο Σούμποτιτς κλήθηκε να δημιουργήσει μια ομάδα από το 0. Η κωλυσιεργία μέχρι να αποκτηθούν βασικοί παίκτες ήταν μεγάλη. Ο Γιαννουζάκος ήρθε ως συμπληρωματική λύση, πίσω από τους Μάρκοβιτς και Μρσιτς, που υπολόγιζε ως βασικό δίδυμο στο 3 ο Πίξι. Στις 13 Σεπτεμβρίου του 2002, ο Έλληνας forward υπέγραψε μονοετές συμβόλαιο, με τον παίκτη να λαμβάνει 80.000 ευρώ από τον Ολυμπιακό για εκείνη τη χρονιά. Γι’ αυτό το ρόλο είχαν ακουστεί διάφορα ονόματα Ελλήνων, από τον Χατζηβρέττα (δεν τα βρήκαν στο οικονομικό Ηρακλής-Ολυμπιακός) μέχρι τον Σταυρακόπουλο (είχε συμβόλαιο με Ιωνικό ΝΦ), όμως όλες οι περιπτώσεις κολλούσαν στο οικονομικό κομμάτι και η αλήθεια είναι πως ο Γιαννουζάκος προτιμήθηκε αφού ήταν η λιγότερη δαπανηρή λύση.

Ο 27χρονος τότε παίκτης, αμέσως μετά την υπογραφή του συμβολαίου του, είχε τονίσει τα εξής: «Δεν υπάρχουν πολλά λόγια να πούμε για αυτήν την ομάδα. Είναι για μένα, αν όχι η καλύτερη, μία από τις καλύτερες ομάδες της Ευρώπης. Είναι μεγάλη τιμή για οποιονδήποτε έχει τη δυνατότητα να φορέσει τη φανέλα του Ολυμπιακού. Είναι μία μεγάλη ευκαιρία για μένα και δεν θα την αφήσω να πάει χαμένη. Θα δώσω τον καλύτερό μου εαυτό και προσδοκώ να πάνε όλα καλά τόσο για μένα όσο και για την ομάδα». Οι συγκεκριμένες δηλώσεις είναι ενδεικτικές του πάθους που χαρακτήριζε τον Γιαννουζάκο. Και πράγματι εννοούσε κάθε λέξη που είπε, αφού στα 2 χρόνια που φόρεσε τα ερυθρόλευκα τα έδωσε όλα.

Ο Μρσιτς, όμως, που ήρθε ως αντί-Ρισασέ, ήταν πραγματικά αποκαρδιωτικός. Έπαιξε όλα κι όλα 4 επίσημα παιχνίδια και αποχώρησε πριν καν κλείσει 2 μήνες στον Πειραιά. Ο Σούμποτιτς επέλεξε τον Έβανς για αντικαταστάτη του. Αυτή η κίνηση αυτόματα αναβάθμισε τον Γιαννουζάκο στο rotation της ομάδας ως back up του Μάρκοβιτς. Οι 2 τελευταίοι κούμπωσαν ιδανικά ως δίδυμο, με τον Βόσνιο να εξελίσσεται σε ένα από τα βασικά όπλα στην επίθεση των ερυθρόλευκων και τον Γιαννουζάκο να αναλαμβάνει τον ρόλο του καμικάζι στην άμυνα. Η ομάδα είχε αρκετά σκαμπανεβάσματα και προσθαφαιρέσεις στη σύνθεσή της, αλλά από τον Δεκέμβριο η χημεία βρέθηκε και τα νικηφόρα αποτελέσματα άρχισαν να έρχονται. Εκείνη τη σεζόν, η ομάδα τρύπησε το ταβάνι της, κοντράροντας στα ίσια την Μπαρτσελόνα για την πρόκριση στο F4 της Βαρκελώνης. Οι Καταλανοί τελικά κατάφεραν και έφυγαν αλώβητοι από τον Κορυδαλλό, φτάνοντας έτσι στο 1ο ευρωπαϊκό της ιστορίας τους. Σε εκείνο το δραματικό παιχνίδι, που έληξε 55-58 για τους Ισπανούς, ο Γιαννουζάκος είχε αναλάβει το μαρκάρισμα του Μποντιρόγκα. Στη συνέχεια, ο Θρύλος επικεντρώθηκε στα πλέι-οφ του πρωταθλήματος. Οι Πειραιώτες παρουσιάστηκαν αποδυναμωμένοι μετά την φυγή του Έβανς και με σημαντικά προβλήματα τραυματισμών. Ο Γιαννουζάκος όμως άρπαξε την ευκαιρία, ήταν από τους πρωταγωνιστές τόσο στα παιχνίδια με το Μαρούσι όσο και σε εκείνα με την Αεκ. Η πρόκριση στον τελικό δεν ήρθε αλλά ο Έλληνας καλαθοσφαιριστής ήταν από αυτούς που είχαν ανεβάσει τις μετοχές τους λιμάνι.

Το καλοκαίρι του 2003 ανανέωσε για ένα ακόμη χρόνο, με μια μικρή αύξηση στις αποδοχές. Μ’ αυτό τον τρόπο οι ερυθρόλευκοι τον επιβράβευσαν για την παρουσία του στην ομάδα. Όμως ο Σούμποτιτς τα έκανε αχταρμά στον σχεδιασμό. Μάζεψε ένα σωρό παρόμοιους μπασκετμπολίστες, αλλά ο Γιαννουζάκος συνέχισε το ίδιο θετικά όπως είχε κλείσει τη σεζόν. Ωστόσο, η φυγή του Πίξι και ο ερχομός του Σάκοτα περιόρισε τον χρόνο συμμετοχής του. Όσο πλησίαζε το τέλος της χρονιάς, ο παίκτης έπαιζε όλο και λιγότερο. Παρ’ όλα αυτά, ήταν μέλος της ομάδας που έφτασε στον τελικό Κυπέλλου κόντρα στον Άρη και βίωσε την κλοπή ενός τίτλου. 

Ο Γιαννουζάκος γεννήθηκε το 1975 στη Θεσσαλονίκη, έχει ύψος 1,98 και αγωνίστηκε στην καριέρα του στη θέση 3, εκτός από τον Ολυμπιακό που κυριολεκτικά ο άνθρωπος πρέπει να χρησιμοποιήθηκε παντού, καλύπτοντας τρύπες. Σίγουρα δεν μιλάμε για τον πιο ποιοτικό παίκτη που πέρασε από την ομάδα, ούτε θα απαριθμούμε τις στιγμές που μας μάγεψε στο παρκέ, αλλά τέτοιοι αθλητές --όπως ο συγκεκριμένος και ο Πάντος-- είναι οι αδυναμίες μας για άλλους λόγους. Επιθετικά δεν φημιζόταν για την τεχνική του, απειλούσε κυρίως από το τρίποντο όπου είχε ένα τίμιο ποσοστό σε όλη του την καριέρα, επίσης είχε κάποιες κινήσεις από το ποστ. Στην άλλη πλευρά του παρκέ, όμως, ήταν πραγματικό σκυλί του πολέμου. Πολλές φορές έμπαινε μέσα για να αλλάξει τον ρυθμό με την πιεστική του άμυνα. Επίσης, για το ύψος και την θέση του, είχε ιδιαίτερη έφεση στον τομέα των ριμπάουντ. Ξεκάθαρα παίκτης προπονητή, έτοιμος να μπει στη μάχη είτε θα έπαιζε για μια φάση είτε για 30 λεπτά, ανάλογα τις συνθήκες και την αποστολή που του είχε ανατεθεί. Μ’ αυτό τον τρόπο, κατάφερε να αποτελέσει την ευχάριστη έκπληξη εκείνων των μαύρων χρόνων και να είναι ο x-factor από τον πάγκο. Πάντα είναι χρήσιμοι τέτοιοι ρολίστες σε μία ομάδα όπως ο Ολυμπιακός, που πάντα θα αναζητεί τέτοια εργαλεία στη στελέχωση του ρόστερ. Η ιστορία λοιπόν θα γράψει πως ο Γιώργος Γιαννουζάκος ήταν ένας μεγάλος μάγκας με ψυχή χιλίων λεόντων και θα έχει για πάντα τον σεβασμό και την αγάπη μας.

Ξεκίνησε να παίζει μπάσκετ στις ακαδημίες του ΓΑΣ Κομοτηνής και τη σεζόν 1993/94, σε ηλικία 18 χρονών, αγωνίστηκε με την ακριτική ομάδα στην Α2. Στη συνέχεια, φόρεσε τη φανέλα του Ηρακλή για 5 χρόνια (1994-1999), με σημαντικότερη επιτυχία τη συμμετοχή στα ημιτελικά του Κυπέλλου Κυπελλούχων το 1997, έχοντας μεταξύ άλλων ως συμπαίκτες τους Μπέρι, Τάρπλεϊ, Ζντοβτς και ΜακΝτάνιελ. Στη συνέχεια, δοκίμασε την τύχη του στην Ιταλία, όπου αγωνίστηκε με τις Τριέστε και Ίμολα. Το 2001, επέστρεψε στην Ελλάδα ξανά για τον Ηρακλή, για να ακολουθήσει η διετία στη μεγαλύτερη ομάδα που έβγαλε αυτή η χώρα.

Αφότου αποχώρησε από τον Πειραιά, αγωνίστηκε κατά σειρά στις εξής ομάδες: Ιωνικός ΝΦ/Αμαλιάδας, Ηρακλής, Ιωνικός Λαμίας, Ιωνικός Ιωνίας, Ηρακλής Κοζάνης, Αργοναύτης. Τελικά αποσύρθηκε το 2018, σε ηλικία 43 ετών, έπειτα από 2 χρονιές στον ΑΟΚ Βέροιας, αποδεχόμενος την πρόταση του Ηρακλή για να αναλάβει γενικός αρχηγός στον Γηραιό. Τέλος, σε εθνικό επίπεδο, κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στο Πανευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Νέων το 1994 και συμμετείχε με την Εθνική στους Μεσογειακούς Αγώνες του 1997, όπου μέτρησε 4 συμμετοχές με 4 πόντους μ.ό.

Τέλος ήταν πολύ ωραίο που τον είδαμε πρόσφατα να παίρνει μέρος σε φιλανθρωπικό αγώνα που διεξήχθη στην Πρέβεζα με τους παλαίμαχους της ομάδας.



Statistics: Στην 1η του χρονιά σε 35 αγώνες πρωταθλήματος είχε 6,5 πόντους μ.ο. (43/79 δίποντα με 54,4%, 39/120 τρίποντα με 32,5%, 24/45 βολές με 53,3%), 3,2 ριμπάουντ, 1,5 ασίστ σε 22:14 λεπτά συμμετοχής. Στην Euroleague σε 19 συμμετοχές είχε 3,6 πόντους μ.ο. (16/29 δίποντα με 55,2%, 11/26 τρίποντα με 42,3%, 4/4 βολές), 1,2 ριμπάουντ, 0,7 ασίστ, 2,6 PIR σε 13:25 λεπτά συμμετοχής.
Τη 2η και τελευταία του χρονιά στον Ολυμπιακό έπαιξε σε 22 αγώνες πρωταθλήματος έχοντας 6,1 πόντους μ.ο. (21/40 δίποντα με 52,5%, 26/66 τρίποντα με 39,4%, 14/16 βολές με 87,5%), 2,1 ριμπάουντ, 0,8 ασίστ σε 16:29 λεπτά συμμετοχής. Ενώ στην Euroleague είχε 14 συμμετοχές με 1,9 πόντους μ.ο. (4/11 δίποντα με 36,4%, 6/19 τρίποντα με 31,6%, 0/2 βολές), 1,2 ριμπάουντ, 0,8 ασίστ, 1,1 PIR σε 10:32 λεπτά συμμετοχής.
Fun Fact: O πατέρας του Γιώργου, ο Μιχάλης Γιαννουζάκος υπήρξε σημαντικός μπασκετμπολίστας τις δεκαετίες του '70 και του '80. Αγωνίστηκε για αρκετά χρόνια στην Αεκ, με την οποία αντιμετώπισε τον Ολυμπιακό σε 3 τελικούς του Κυπέλλου Ελλάδας και έχασε και τους 3 αγώνες κόντρα στους Πειραιώτες. Συγκεκριμένα, ο Γιαννουζάκος ήταν στην πλευρά των ηττημένων στους εξής τελικούς: 1976, 1978 και 1980. Όμως αξίζει να σημειωθεί πως ήταν ο πρώτος σκόρερ για την ομάδα του στους 2 από τους 3 αγώνες.

Highlight: Αναμφισβήτητα μια από τις κορυφαίες στιγμές της καριέρας του είναι όταν στις 13 Νοεμβρίου του 2003 αντιμετώπισε στον Κορυδαλλό την Βαλένθια των Ριγκοντό, Ομπέρτο, Τομάσεβιτς, Μάρκο Πόποβιτς και Ντικούδη για την 2 αγωνιστική της Euroleague στη Regular Season. Σε εκείνο το παιχνίδι, ο Γιαννουζάκος έκανε 4 προσωπικά ρεκόρ στην διοργάνωση, αφού αγωνίστηκε για σχεδόν 39 λεπτά (38:45), σημείωσε 9 πόντους με 3/4 τρίποντα, πήρε 4 ριμπάουντ και είχε 13 PIR. Παρ' όλα αυτά, οι ερυθρόλευκοι ηττήθηκαν με 69-77, πήραν όμως ρεβάνς στον 2ο γύρο όταν επιβλήθηκαν με 78-90 μέσα στην Ισπανία.


MVP: Κι όμως υπάρχουν αρκετά παιχνίδια του Γιαννουζάκου που έχουμε να θυμόμαστε, κυρίως από το ελληνικό πρωτάθλημα. Θα επιλέξουμε όμως 2 λόγω συνθηκών και κρισιμότητας, τα οποία προέρχονται από τα πλέι-οφ της σεζόν 2002/03. Για τον 1ο γύρο των πλέι-οφ, ο Ολυμπιακός αντιμετωπίζει το Μαρούσι. Η ομάδα των Βορείων Προαστίων με προπονητή τον Γιαννάκη και τον Σπανούλη στις τάξεις της θα κάνει break στον 1ο αγώνα. Οπότε αρκούσε μια νίκη στο κλειστό του Αμαρουσίου για να πανηγυρίσει η ομώνυμη ομάδα την πρόκριση στα ημιτελικά του πρωταθλήματος. Η ομάδα του Γιαννάκη προηγήθηκε στη 2η περίοδο με 28-24, όμως ένα 16-1 σερί του Θρύλου έκανε το σκορ 29-40. Με τους Τζόνσον, Ντε Μιγκέλ και Μοράλες να έχουν χρεωθεί από νωρίς με φάουλ, ο Γιαννουζάκος έπαιξε ως 4αρι, έκανε μια καταπληκτική εμφάνιση, πετυχαίνοντας 14 πόντους, έχοντας παράλληλα και 11 ριμπάουντ. Οι ερυθρόλευκοι πήραν το διπλό με 80-88 και στο επόμενο ματς στον Κορυδαλλό πανηγύρισαν την πρόκριση στα ημιτελικά όπου θα αντιμετώπιζαν την Αεκ.

Σ’ αυτή τη σειρά έλαβαν χώρα διάφορα περίεργα περιστατικά με τον 1ο αγώνα, μετά από ένσταση του Ολυμπιακού να επαναλαμβάνεται. Όμως, θα σταθούμε στο 2ο παιχνίδι αυτής της σειράς, όπου οι Πειραιώτες κατέβηκαν στο γήπεδο τους Κορυδαλλού χωρίς τους Τζόνσον, Μάρκοβιτς και Μπουντούρη. Ο Γιαννουζάκος ήταν και πάλι πρωταγωνιστής, αφού στο πρώτο ημίχρονο είχε 4/5 τρίποντα και συνολικά 15 πόντους. Τελείωσε τον αγώνα με 19 πόντους, με τον Τόμιτς να προσθέτει άλλους 21 και τον Ολυμπιακό να επικρατεί με 77-65 ισοφαρίζοντας τη σειρά σε 1-1. Στον επόμενο αγώνα, ηττήθηκε από την Αεκ, αλλά, όπως αναφέραμε και παραπάνω, ο 1ο αγώνας επαναλήφθηκε, αλλά ο αποδεκατισμένος Ολυμπιακός δεν τα κατάφερε και αποκλείστηκε από τους τελικούς. Δυστυχώς δεν υπάρχουν στιγμιότυπα από εκείνα τα παιχνίδια, όμως μπορούμε να απολαύσουμε μια νίκη από εκείνη την ομάδα κόντρα στον Παναθηναϊκό. 


Bonus: Δηλώσεις του Γιαννουζάκου στη στήλη run n’ gun του Π. Διαμαντόπουλου για το περιοδικό Ολυμπιακός, τεύχος 61 Ιανουάριος 2004.



* Ο τίτλος είναι εμπνευσμένος από το τραγούδι που έβγαλαν τα Μωρά στη Φωτιά το 1988 κι τα χρόνια που ζήσαμε στον Κορυδαλλό μπορούν να χαρακτηριστούν ως μια «αθλητική κόλαση».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου