Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018

Η Α΄ Εθνική και οι Μπέμπηδες του Ολυμπιακού

Στο τέλος της δεκαετίας του 1950, η μέχρι τότε αναμφισβήτητη πλήρης κυριαρχία του Ολυμπιακού στο ελληνικό ποδόσφαιρο κινδύνευε. Πολλοί μεγάλοι παίκτες της ομάδας είχαν μεγαλώσει ηλικιακά και δεν ήταν στα ίδια υψηλά επίπεδα απόδοσης. Έπρεπε λοιπόν να γίνουν οι κατάλληλες κινήσεις στην ομάδα, ώστε η πρωτοκαθεδρία να συνεχιστεί. Έπρεπε να αντικατασταθούν ή να πλαισιωθούν --και μάλιστα έγκαιρα-- αρκετοί παίκτες από αυτούς που είχαν διαπρέψει και κατακτήσει τα πάντα τη θρυλική δεκαετία του 1950. Όμως κάτι τέτοιο τελικά δεν έγινε, όπως θα δούμε, γεγονός που συνέβαλλε πολύ στην απώλεια πρωταθλημάτων κατά τη δεκαετία του 1960. Έτσι ο ΠΑΟ κυριάρχησε από τις αρχές μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960, κατά την οποία συνέβη να ξεκινήσει ο θεσμός της Α΄ Εθνικής Κατηγορίας.








Α΄ ΕΘΝΙΚΗ ΚΑΙ ΠΡΑΣΙΝΗ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ
Η πράσινη προπαγάνδα της εποχής ισχυρίστηκε τότε ότι η έναρξη του νέου θεσμού και η κατάργηση του προηγούμενου συστήματος διεξαγωγής του πρωταθλήματος Ελλάδας αποτέλεσαν τον βασικότερο λόγο για τις επιτυχίες του ΠΑΟ και τις αποτυχίες του Ολυμπιακού στην εν λόγω δεκαετία. Συγκεκριμένα λέγανε ότι ο Ολυμπιακός, επειδή αγωνιζόταν στο τοπικό πρωτάθλημα Πειραιά, αντιμετώπιζε λιγότερους και ευκολότερους αντιπάλους σε αντίθεση με τον ΠΑΟ, που αγωνιζόταν στο τοπικό πρωτάθλημα Αθήνας, με αποτέλεσμα έχει δύσκολο έργο για την πρόκρισή του στους τελικούς του πρωταθλήματος. Έτσι, πάντα κατά τους βάζελους, όταν άρχιζε η φάση της τελικής φάσης του πρωταθλήματος Ελλάδας, στην οποία συμμετείχαν οι ομάδες, που είχαν προκριθεί από όλη τη χώρα, ο Ολυμπιακός ήταν ξεκούραστος και ο ΠΑΟ καταπονημένος. Υποστήριζαν ότι για τον λόγο αυτό ο Ολυμπιακός δεν ήθελε το νέο σύστημα της Εθνικής Κατηγορίας, με τη συμμετοχή ομάδων από όλη την Ελλάδα, που θα αγωνιζόντουσαν όλες εναντίον όλων, όπως γίνεται σε κάθε πρωτάθλημα. 


Φυσικά αυτοί οι ισχυρισμοί ήταν στην πραγματικότητα σκέτα παραμύθια. Κατ’ αρχάς το σύστημα που αναθεμάτιζε ο ΠΑΟ υπήρχε πολύ παλαιότερα και όχι όλη την δεκαετία του 1950. Αφήνουμε στην άκρη το γεγονός ότι, σε κάθε περίπτωση, οι δύο ομάδες (Ολυμπιακός και ΠΑΟ) συναντιόντουσαν στην τελική φάση, οπότε θα μπορούσαν οι πράσινοι, αν και εφόσον είχαν όντως καλύτερη ομάδα, να κερδίσουν και κανένα πρωτάθλημα ή έστω, τουλάχιστον, να μας κερδίσουν σε κάποιον αγώνα. Αλλά όπως είπαμε, είχαν βρει τη δικαιολογία για τις αποτυχίες τους: «ήταν εξουθενωμένοι από την κόπωση».

Υπάρχουν όμως και άλλα στοιχεία που καταρρίπτουν τους ισχυρισμούς τους και αποδεικνύουν ότι όσα έλεγαν ήταν καθαρές ανοησίες. Αρκεί να αναφέρουμε ότι, μετά τα τοπικά προκριματικά πρωταθλήματα, ακολουθούσε η τελική φάση του πρωταθλήματος Ελλάδας με τη συμμετοχή πολλών ομάδων, όπου αγωνιζόντουσαν όλοι εναντίον όλων. Για παράδειγμα την περίοδο 1956/57 συμμετείχαν 10 ομάδες, την περίοδο 1957/58 συμμετείχαν 12 ομάδες και την περίοδο 1958/59 πάλι 10 ομάδες. Με άλλα λόγια, αντί για πρωτάθλημα 16 ομάδων γινόταν πρωτάθλημα 10-12 ομάδων. Όλα τα άλλα ήταν ίδια. Επρόκειτο δηλαδή ουσιαστικά για μια Α΄ Εθνική, που απλώς είχε μικρότερο αριθμό ομάδων, προερχόμενων από όλη την Ελλάδα, οι οποίες έπαιζαν όλες εναντίον όλων, με κανονική συνολική βαθμολογία. Και βέβαια τα πρωταθλήματα αυτά τα έπαιρνε ο Ολυμπιακός, για τον απλούστατο λόγο ότι είχε τη μακράν καλύτερη ομάδα.

Ο Ολυμπιακός λοιπόν δεν είχε κανένα πρόβλημα με την Α΄ Εθνική, που ξεκίνησε το 1960. Απλώς οι συγκυρίες το έφεραν, ώστε η έναρξη της Α΄ Εθνικής να τον βρει σε μια φυσιολογική αγωνιστική πτώση, που την επιδείνωσαν πολύ οι κάκιστοι χειρισμοί και επιλογές των ανθρώπων της ομάδας. Αν στην αγωνιστική μας καθίζηση προσθέστε τώρα την όντως πολύ καλή και ενισχυμένη ομάδα που είχε τότε ο ΠΑΟ, αλλά και τον στενό πράσινο έλεγχο όλων των καίριων πόστων (ομοσπονδία, διαιτησία) θα καταλάβετε γιατί όντως ο ΠΑΟ κυριάρχησε στην αρχή της δεκαετίας του 1960, κατά την οποία ξεκίνησε η Α΄ Εθνική.

Δεν ήταν, λοιπόν, το σύστημα της Α΄ Εθνικής ο λόγος που χάναμε τα πρωταθλήματα. Η Α΄ Εθνική ήταν απλώς μια χρονική σύμπτωση, μια συγκυρία κατά την οποία ο Ολυμπιακός είχε ένα παρατεταμένο «κακό φεγγάρι» και τίποτε περισσότερο. Αυτό αποδείχθηκε άλλωστε αργότερα περίτρανα με τα τόσα πρωταθλήματα Α΄ Εθνικής, που κατακτήσαμε τα επόμενα πολλά χρόνια.

Παρ’ όλα αυτά, τη δεκαετία του 1960 η πράσινη προπαγάνδα οργίαζε. Είχε καταφέρει να πείσει πάρα πολλούς ότι ο μόνος λόγος που ο Ολυμπιακός έπαιρνε τα πρωταθλήματα οφειλόταν στο προηγούμενο σύστημα, δηλαδή στην ανυπαρξία Α΄ Εθνικής. Παντού άκουγες το παραμύθι πως αν υπήρχε και παλαιότερα ο θεσμός της Α΄ Εθνικής όλα σχεδόν τα πρωταθλήματα θα τα είχε πάρει ο ΠΑΟ. Η επικοινωνιακή πολιτική των πρασίνων υπήρξε ομολογουμένως αρκετά επιτυχής. Σε αυτό το κομμάτι, άλλωστε, πρέπει να το παραδεχτούμε ότι ήταν ανέκαθεν καλύτεροι από μας. Προφανής υστερόβουλος σκοπός αυτής της προπαγανδιστικής επικοινωνιακής τακτικής ήταν να «ακυρώσουν» όλους τους τίτλους του Ολυμπιακού, ιδίως δε αυτούς της δεκαετίας του 1950. Μάλιστα πολλοί δικοί τους δημοσιογράφοι άρχισαν συστηματικά να θεωρούν ως «κανονικά» μόνο τα πρωταθλήματα Α΄ Εθνικής και να τα μετρούν από την περίοδο 1959/60 και έπειτα, καταργώντας ξεδιάντροπα την ίδια την ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου.


ΤΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥ ΜΑΣ: ENΑΣ ΣΩΡΟΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΩΝ ΛΑΘΩΝ
Στο κρίσιμο εκείνο σταυροδρόμι που ξεκινούσε η δεκαετία του 1960 και η έναρξη της Α΄ Εθνικής, το βασικό σενάριο που «έπαιζε»στον Ολυμπιακό δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από την ενίσχυση του έμψυχου δυναμικού της ομάδας μέσω μεταγραφικής απόκτησης εξαιρετικών παικτών και πρόσληψης σπουδαίων προπονητών. Όλοι καταλάβαιναν το πόσο δύσκολο έργο ήταν η διαδοχή- αντικατάσταση ή πλαισίωση των παικταράδων της δεκαετίας του 1950, σε μια ομάδα όπως ο Ολυμπιακός με τις τόσο υψηλές απαιτήσεις και τα τόσο μεγάλα επιτεύγματα.

Δυστυχώς στις αρχές της δεκαετίας του 1960 οι κινήσεις και επιλογές του Ολυμπιακού δεν ήταν καθόλου σωστές. Να μην γκρινιάζουμε λοιπόν μόνο για την σύγχρονη εποχή. Αυτά συνέβαιναν και τότε.

Τι πήραμε τότε για βασικούς; Πήραμε αμυντικούς όπως τον Λαιμό, τον Ντακουβάνο, τον Θανάση Λουκανίδη (αδελφό του Τάκη, που έπαιζε και χαφ) και τον Διαμαντόπουλο. Από όλους αυτούς, μόνο ένας (ο Λαιμός) έμεινε στην ομάδα (έστω και παγκίτης) επί τρεις αγωνιστικές περιόδους, έχοντας τις περισσότερες συμμετοχές (κι αυτές ήταν –κρατηθείτε-- μόλις 29 συνολικά !) σε αγώνες πρωταθλήματος. Ουσιαστικά λοιπόν δεν έπαιξε κανείς τους.

Πήραμε μέσους όπως τον Κυπριανίδη (ή «Καπράν» όπως τον φώναζαν) του Απόλλωνα Καλαμαριάς, για τον οποίο δαπανήθηκε το τεράστιο για εκείνη την εποχή ποσό-ρεκόρ του 1.000.000 δραχμών. Με το ίδιο ποσό ο ΠΑΟ πήρε την ίδια σεζόν 2-3 βασικούς. Ξέρετε πόσες φορές έπαιξε ο Κυπριανίδης στον Ολυμπιακό για το πρωτάθλημα; Συνολικά μόλις 21 (!). Φιάσκο από τα λίγα!

Μια παρόμοια περίπτωση ο επίσης μέσος Σφαιρόπουλος (πατέρας του προπονητή μας στο μπάσκετ) πάλι από την Καλαμαριά, που έπαιξε όλη και όλη μία φορά (!) στην πρώτη ομάδα γιατί ξαφνικά προτίμησε να γίνει οδοντίατρος και να πάψει να ασχολείται με το ποδόσφαιρο ! Την τριάδα των μέσων που αποκτήθηκαν εκείνη την εποχή συμπληρώνει ο Ηλιάδης, που έπαιξε κι αυτός μόνο δύο σεζόν, έχοντας μόλις 24 συμμετοχές συνολικά στην ομάδα μας για το πρωτάθλημα Αλλά ούτε και ο επιθετικός χαφ Σ. Παπάζογλου, που πήραμε από τον Απόλλωνα, παρά τα προσόντα του, στάθηκε ικανός να παίξει πάνω από 20 παιχνίδια πρωταθλήματος, μένοντας κι αυτός στην ομάδα μας μόνο δύο χρονιές.

Πήραμε επιθετικούς όπως τον εξτρέμ Μπέση από την Προοδευτική, τον αποκαλούμενο και «κουβαρίστρα», παραχωρώντας πολλούς παίκτες και δίνοντας ένα σωρό λεφτά. Αποτέλεσμα: ο Μπέσης έπαιξε μόνο μία σεζόν και μόλις 19 παιχνίδια. Αυτό ήταν όλο κι όλο. Ένας άλλος διαφημισμένος επιθετικός που είχαμε πάρει, ο Γαβριηλίδης, πρόλαβε να παίξει μόνο σε ένα αγώνα πρωταθλήματος.

Αλλά δεν ήταν μόνο οι μεταγραφές. Ήταν και η διαχείριση του έμψυχου δυναμικού της ομάδας τη συγκεκριμένη εποχή, που ήταν πολύ κακή. Δεν ήταν, δηλαδή, μόνο οι παίκτες που δεν έκαναν για τον Ολυμπιακό και κακώς ήλθαν. Ήταν και οι παίκτες που κακώς έφυγαν από τον Ολυμπιακό, ενώ έπρεπε να μείνουν. Αυτοί που θα μπορούσαν να προσφέρουν πολλά, αλλά αντιμετωπίστηκαν άδικα και χάθηκαν αδικαιολόγητα. Παίκτες προερχόμενοι από πειραϊκά σωματεία, που είχαν όνειρο να παίξουν στον Ολυμπιακό. Όπως ο αμυντικός Σπετσέρης (αγωνίστηκε και εναντίον της Σάντος του Πελέ) που προερχόταν από τη Σπίθα Πειραιώς και την ΑΕ Νικαίας δεν αξιοποιήθηκε, ενώ είχε τα προσόντα να παίξει πολύ περισσότερο και καλύτερα στον Ολυμπιακό. Διέπρεψε στη συνέχεια επί χρόνια στη Προοδευτική.

Πολύ χειρότερη ήταν η περίπτωση του Γιάννη Φραντζή, που προερχόταν από τη Χαλκηδόνα και έπαιξε μόνο δύο αγώνες στον Ολυμπιακό την περίοδο 1961/62 και μετά τον διώξαμε κακήν-κακώς στην Προοδευτική, στο πλαίσιο της μεταγραφής Μπέση.

Η περίπτωση Φραντζή ήταν σκανδαλώδης, ιδίως αν γίνει σύγκριση μεταξύ Φραντζή και Μπέση. Δώσαμε τον πολύ καλύτερο και εξαιρετικά ταλαντούχο Φραντζή σε ηλικία 21 ετών, για να πάρουμε τον πολύ χειρότερο του σε όλα Μπέση.

Ο Φραντζής που ήταν ψηλός, τεχνίτης, ταχύς και γκολτζής θα μπορούσε να διακριθεί άνετα στον Ολυμπιακό. Στην Προοδευτική που πήγε έγινε ο καλύτερος επιθετικός στην ιστορία της ομάδας και ο μεγαλύτερος σκόρερ της (με 100 περίπου γκολ). Στην Α΄ Εθνική, είχε σημειώσει με την Προοδευτική 58 γκολ. Όπως συμβαίνει συνήθως, μας «τιμώρησε», σημειώνοντας 5 γκολ σε βάρος του Ολυμπιακού, σε αγώνες πρωταθλήματος. Αργότερα μάλιστα, λόγω των επιδόσεων και της αξίας του, μεταγράφηκε στον ΠΑΟ, όπου κάθισε δύο χρόνια (1968-1970) κατακτώντας πρωταθλήματα και σημειώνοντας συνολικά 14 γκολ για τους πράσινους στο πρωτάθλημα.

Άλλη ατυχής περίπτωση αυτή του τερματοφύλακα Αντώνη Τζανετουλάκου, προερχόμενου από τα σπλάχνα του Ολυμπιακού, γνωστού και σήμερα από τον πρωταγωνιστικό του ρόλο στον Σύνδεσμο παλαιμάχων της ομάδας. Ο Τζανετουλάκος είχε όλα τα προσόντα για να εξελιχθεί σε ένα τερματοφύλακα, που θα πρόσφερε πολλά στον Ολυμπιακό.

Πρόλαβε να αγωνιστεί στον Ολυμπιακό μόνο 4 αγώνες την περίοδο 1964/65. Κι αυτόν τον δώσαμε άρον-άρον σε ηλικία 21 ετών στην Προοδευτική (αργότερα πήγε στην Παναχαϊκή) όπου και διέπρεψε, κληθείς στην Εθνική, στην οποία δεν αγωνίστηκε, αφενός μεν επειδή έπαιζε στην Προοδευτική, αφετέρου δε επειδή είχε να ανταγωνιστεί τα ιερά τέρατα της εποχής Οικονομόπουλο και Χρηστίδη, τους οποίους θα μπορούσε να εκτοπίσει μόνον αν έπαιζε στον Ολυμπιακό.

Ειδικά η απώλεια του Τζανετουλάκου γίνεται τραγική αν σκεφτεί κανείς ότι την εποχή εκείνη ο Ολυμπιακός έψαχνε διαρκώς και εναγωνίως για ένα τερματοφύλακα αντάξιο του Ολυμπιακού και ει δυνατόν τον αντάξιο διάδοχο του Θεοδωρίδη. Τότε πολλοί τερματοφύλακες πολύ κατώτεροι από τον Τζανετουλάκο παρέλασαν κάτω από τα δοκάρια της ομάδας, αλλά στον Αντώνη δεν δόθηκαν ευκαιρίες. Η απόκτηση του Φρονιμίδη από την Προοδευτική δεν μπορεί να καλύψει τη συνολική ζημία από την απώλεια του Τζανετουλάκου και τούτο γιατί ο Φρονιμίδης, εκτός από το ότι ήταν οκτώ χρόνια μεγαλύτερος του Αντώνη, εγκατέλειψε και το ποδόσφαιρο μετά από δύο χρόνια από τότε που ήρθε στην ομάδα, με αποτέλεσμα να επανέλθει στον Ολυμπιακό το φοβερό πρόβλημα του τερματοφύλακα εμπιστοσύνης, που συνεχίστηκε για πολλά χρόνια μέχρι την απόκτηση του Κελεσίδη.

Όσον αφορά προπονητές, την ίδια περίοδο οι επιλογές ήταν επίσης ανεπιτυχέστατες. Οι Ούγγροι Ντόλγκος και Τσιέρνα δεν έκαναν τίποτε. Μάλιστα ο πρώτος έγινε ανέκδοτο όταν παρουσίασε την εξωφρενική παγκόσμια πρωτοτυπία του συστήματος 4-0-6 (!)

ΟΙ «ΜΠΕΜΠΗΔΕΣ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΥ»
Ενώ το βασικό σενάριο ενίσχυσης μεταγραφών φαινόταν να αποτυγχάνει παταγωδώς, ένα νέο εναλλακτικό, καινοτόμο και επαναστατικό σενάριο προέκυψε εκείνη την εποχή στον Ολυμπιακό: αυτό της ανανέωσης της ομάδας με πολύ νέους ποδοσφαιριστές προερχόμενους από τα σπλάχνα της. Οι παίκτες αυτοί προορίζονταν να στελεχώσουν --άλλοι πιο γρήγορα, άλλοι πιο αργά και σταδιακά-- την πρώτη ομάδα, δημιουργώντας τον νέο Ολυμπιακό.

Εμπνευστής της ομάδας αυτής ο Γιουγκοσλάβος (Σκοπιανός) Τζίνα Σιμονόφσκι που σε όλη του τη ζωή του άρεσε να δουλεύει με νέους και να αναδεικνύει ταλέντα για τις ομάδες όπου δούλευε. Ο Σιμονόφσκι ανέλαβε ως προπονητής στον Ολυμπιακό το 1960, προερχόμενος από τον Απόλλωνα Αθηνών και διαδεχόμενος τον Ιταλό Μπρούνο Βάλε.

Όταν ήλθε στον Ολυμπιακό βρήκε μια πρώτη μαγιά έφηβων ποδοσφαιριστών που είχε δημιουργήσει ο γυμναστής, προπονητής και μασέρ εφήβων Ρουσσόπουλος. Με αυτούς άρχισε να δουλεύει. Έτσι δημιουργήθηκε η περίφημη ομάδα των «Μπέμπηδων του Ολυμπιακού» όπως βαφτίστηκε, ακολουθώντας ονομαστικά το πρότυπο της μεγάλης Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ του Ματ Μπάσμπυ.

Η ομάδα των Μπέμπηδων έμεινε στην ιστορία ως ένα φαινόμενο, αφού έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής σε όλους του Έλληνες φιλάθλους για την πολύ όμορφη μπάλα που έπαιζε. Αρχικά λατρεύτηκε από τους οπαδούς του Ολυμπιακού, που την καμάρωναν, βλέποντας τη να παίζει πριν από τους αγώνες της ομάδας των ανδρών. Αργότερα έφτασε σε σημείο να δίνει ακόμη και δικούς της αγώνες, που δεν είχαν σχέση με αυτούς της πρώτης ομάδας, παρουσία δεκάδων χιλιάδων θεατών.

Η πρόταση του Σιμονόφσκι έκανε τεράστια εντύπωση. Ενθουσίασε μερικούς, αλλά αντιμετωπίστηκε με επιφύλαξη και κριτική από τους περισσότερους, όχι τόσο ως προς τη δημιουργία της ομάδας, αλλά κυρίως ως το προς τον σκοπό της, δηλαδή το τόλμημα να οικοδομηθεί πάνω της τα επόμενα χρόνια η νέα ομάδα του Ολυμπιακού. Ήταν ένα εγχείρημα που κανένας δεν ήταν σίγουρος αν θα έπρεπε να γίνει και πολύ περισσότερο αν θα «έπιανε» και θα απέδιδε σε μια τόσο μεγάλη ομάδα όπως ο Ολυμπιακός. Το να παίζουν στην πρώτη ομάδα του Ολυμπιακού αμούστακα και άπειρα παιδιά, που δεν είχαν παίξει πουθενά αλλού, ήταν κάτι που ακόμη και ως σκέψη τρόμαζε πολλούς. Παράλληλα είχε αναπτυχθεί έντονη φημολογία ότι το πείραμα με την ομάδα των Μπέμπηδων δεν ήταν αρεστό σε πολλούς από τους παίκτες που έπαιζαν στην πρώτη ομάδα, οι οποίοι έβλεπαν τη θέση τους στον Ολυμπιακό να κινδυνεύει.

Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε περισσότερα για το ποιοι ήταν αυτοί οι Μπέμπηδες, για τους οποίους ελάχιστα πράγματα υπάρχουν:

Οι πιο βασικοί της παίκτες ήταν ο τερματοφύλακας Αντώνης Τζανετουλάκος, οι αμυντικοί: Δημήτρης Πλέσσας, Αλέκος Κτενάς, Βαγγέλης Μίλησης, Κώστας Μάνος, οι μέσοι και μεσοεπιθετικοί: Βαγγέλης Καπατσώρης, Αλέκος Βαζαίος, Κώστας Δημητρίου, Παναγιώτης Μπαρμπαλιάς και οι επιθετικοί Κυριάκος Καλκιτανίδης, Θρασύβουλος (Μπούλης) Καμπουρόπουλος, Γιώργος Γρυπαίος.

Άλλοι παίκτες που επίσης έπαιζαν, άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο συχνά: Μηνάς Βιολάκης, Κώστας Μπιτσικώκος, Νίκος Σιδέρης, Κώστας και Γιάννης Σαββαίδης, Νικηφόρος Παγώνης, Λάμπρος Φασιλής, Γιάννης Ηλιόπουλος, Νίκος Τουλγέρογλου, Γιώργος Παπαεμμανουήλ (αδελφός του παίκτη του ΠΑΟ) Θανάσης Καρανικόλας, Θεόδωρος Γιαβάσης, Σταύρος Νικολακάκος και οι Καζάκος, Λεβαντής Σακκάς (των οποίων δεν έχουμε το μικρό όνομα).

Από τους Μπέμπηδες έπαιξαν στην πρώτη ομάδα του Ολυμπιακού σε αγώνες πρωταθλήματος συνολικά 10 παίκτες και στην πρώτη ομάδα συνολικά 11, αν ληφθούν υπόψη και οι αγώνες Κυπέλλου Ελλάδας. Αυτοί ήταν οι εξής: Πλέσσας, Ν. Σιδέρης, Μίλησης, Μπαρμπαλιάς, Κτενάς, Γρυπαίος, Τζανετουλάκος, Καμπουρόπουλος, Καλκιτανίδης, Καπατσώρης, ενώ ο Μάνος αγωνίστηκε μόνο σε αγώνες Κυπέλλου.

Ο πρώτος που έπαιξε στην πρώτη ομάδα του Ολυμπιακού σε αγώνα πρωταθλήματος Α΄ Εθνικής Κατηγορίας τον Δεκέμβριο του 1960 ήταν ο Παναγιώτης (Πότης) Μπαρμπαλιάς, ένα φτωχόπαιδο από την Αμφιάλη. Ο Μπαρμπαλιάς θεωρήθηκε μεγάλο ταλέντο, αλλά δεν μπόρεσε να πιάσει. Έπαιξε στον Ολυμπιακό από το 1960 ως το 1964, έφυγε από την ομάδα, για να επανέλθει για λίγο πολύ αργότερα, την περίοδο 1967/68, χωρίς επιτυχία. Συνολικά είχε μόνο 27 συμμετοχές στο πρωτάθλημα και μερικές σε αγώνες Κυπέλλου. Το αξιοσημείωτο είναι ότι είχε 4 συμμετοχές σε αγώνες Ευρώπης και 6 συμμετοχές σε αγώνες Βαλκανικού Κυπέλλου, συμβάλλοντας στην κατάκτηση του τίτλου το 1963.

Ο πιο επιτυχημένος παίκτης της ομάδας των μπέμπηδων είναι αναμφίβολα ο διεθνής Μίμης Πλέσσας, που έπαιξε (με κάποια διαλείμματα) στον Ολυμπιακό από την περίοδο 1961/62 μέχρι την περίοδο 1969/70. Αγωνίστηκε με τον Ολυμπιακό 140 φορές για το Πρωτάθλημα και είχε πολλές εμφανίσεις σε Κύπελλο και διεθνείς διοργανώσεις. Εξαιρετικός αμυντικός τόσο ως δεξιός μπακ, όσο και ως και σέντερ-μπακ.

Ακολουθεί σε επιτυχία ο ψυχωμένος μέσος Νίκος Σιδέρης, ανεψιός του μεγάλου Γιώργου, που έπαιξε όμως με την αξία του στη πρώτη ομάδα και όχι με τις «πλάτες» του θείου του, σημειώνοντας μεγάλη πρόοδο, αφού είναι χαρακτηριστικό ότι στην ομάδα των Μπέμπηδων δεν ήταν το βασικό και αναντικατάστατο μέλος. Ο Νίκος Σιδέρης αγωνίστηκε στον Ολυμπιακό για πρώτη φορά την περίοδο 1962/63 και για τελευταία την περίοδο 1969/70, έχοντας συνολικά 83 συμμετοχές σε αγώνες πρωταθλήματος και επιτυγχάνοντας μάλιστα 7 γκολ. Είχε πολλές συμμετοχές σε αγώνες Κυπέλλου, καθώς και αρκετές σε αγώνες για διοργανώσεις της Ευρώπης.

Στη συνέχεια ακολουθεί ο φιλότιμος αριστερός μπακ Βαγγέλης Μίλησης, που είχε 63 συμμετοχές με τον Ολυμπιακό για το πρωτάθλημα, ξεκινώντας από την περίοδο 1961/62 και τερματίζοντας την περίοδο 1968/69. Είχε κι αυτός συμμετοχές σε αγώνες Κυπέλλου και διεθνείς

Οι υπόλοιποι παίκτες είχαν λιγότερες συμμετοχές στο πρωτάθλημα, που έγιναν κυρίως μέσα στο χρονικό διάστημα 1962-1963: Κτενάς (11), Γρυπαίος (8), Καλκιτανίδης (5), Καμπουρόπουλος (3), Καπατσώρης (1). Πάντως ορισμένοι από αυτούς είχαν συμμετοχές σε διεθνείς επίσημους αγώνες για την Ευρώπη όπως οι Καλκιτανίδης, Κτενάς ή για το Βαλκανικό όπως ο Γρυπαίος.

Από τους Μπέμπηδες οι Πλέσσας, Μίλησης και Ν. Σιδέρης αγωνίστηκαν στην ομάδα επί Μπούκοβι. Κατέκτησαν τίτλους και είδαν τις προσπάθειες τους να δικαιώνονται.

Η αποχώρηση του Σιμονόφσκι μετά από την εντός έδρας ήττα του Ολυμπιακού 1-2 από τον Απόλλωνα Αθηνών τον Δεκέμβριο του 1961 σήμανε το τέλος του πειράματος. Άλλωστε ο κόσμος του Ολυμπιακού, απαιτητικός και ασυνήθιστος από ανανεώσεις δεν είχε υπομονή για να περιμένει τους καρπούς της παραγωγικής διαδικασίας. Κάποιοι από τους Μπέμπηδες διασώθηκαν, ενώ οι περισσότεροι κατέληξαν σε άλλες ομάδες (κυρίως στην Προοδευτική) όπου είχαν αξιόλογη καριέρα. Η διαδικασία μαζικής εσωτερικής ανανέωσης του Ολυμπιακού σταμάτησε και αξιοποιήθηκε το βασικό σενάριο της εξωτερικής μεταγραφικής ενίσχυσης, που στο μεταξύ είχε βελτιωθεί και δικαιωθεί, αφού είχαν αλλάξει πλέον εκείνοι, που ήταν υπεύθυνοι του τομέα μεταγραφών και έτσι είχαν αποκτηθεί αρκετοί σημαντικοί παίκτες.

Πριν τελειώσω, δεν πρέπει να παραλείψω να κάνω αναφορά στην περίπτωση του «Μπέμπη» Σταύρου Νικολακάκου, ο οποίος, σημειωτέον, δεν υπήρξε ποτέ βασικός στους Μπέμπηδες του Ολυμπιακού. Παρόλα αυτά όταν πήγε στην Προοδευτική σταδιοδρόμησε με μεγάλη επιτυχία για πολλά χρόνια, αποτελώντας τον βασικότερο μοχλό στον άξονα του κέντρου για την ομάδα του Κορυδαλλού. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Προοδευτική αγωνίστηκε επί 13 χρόνια, έχοντας 280 συμμετοχές.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου