Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2018

Κώστας Δαβουρλής: Ένας αρτίστας

Ο Κώστας Δαβουρλής, που πέθανε πρόωρα το 1992 σε ηλικία 43 ετών από καρδιακή ανακοπή, θεωρείται καθολικά, ανεπιφύλακτα και αδιαμφισβήτητα ο μεγαλύτερος ποδοσφαιριστής που έχει βγάλει η Πάτρα. Για την πόλη αυτή αποτελεί ασυναγώνιστο σύμβολο ποδοσφαιρικής αξίας, και κατά πολλούς ποδοσφαιρικής ιδιοφυΐας. Το όνομα του φέρει προς τιμή του το γήπεδο της Παναχαϊκής, μια ολόκληρη επίσημη τοπική ομάδα (ΑΟ Δαβουρλής) ενώ με αυτό έχουν βαφτιστεί μια σειρά από αθλητικές, κυρίως ποδοσφαιρικές, διοργανώσεις του Νόμου Αχαΐας, αλλά και της Πελοποννήσου γενικότερα. 













Τον αποκαλούσαν μαύρο διαμάντι λόγω του σκούρου (τσιγγάνικου κατά μια εκδοχή) δέρματος και τεχνικής του. Ο Μίλτον Βιέρα, ένας από τους μεγαλύτερους ξένους παίκτες που πέρασαν από τον Ολυμπιακό, αλλά και το ελληνικό ποδόσφαιρο γενικότερα, τον θεωρούσε ως τον καλύτερα τεχνικά καταρτισμένο συμπαίκτη του στον Ολυμπιακό και ένα από τους δύο-τρεις καλύτερους στην Ελλάδα.

Πριν μεταγραφεί στον Ολυμπιακό από την Παναχαϊκή, η ποδοσφαιρική του αξία ήταν πολύ γνωστή. Άλλωστε είχε αγωνιστεί στην Εθνική Ανδρών από πολύ νωρίς, από τότε που ο ίδιος και η Παναχαϊκή αγωνιζόντουσαν στην Β΄ Εθνική, κάτι εξαιρετικά σπάνιο, αν όχι πρωτοφανές στα ελληνικά, αλλά και διεθνή ποδοσφαιρικά χρονικά.

Το γεγονός ότι ήταν ήδη φτασμένος ποδοσφαιριστής πριν έρθει στον Ολυμπιακό αποδεικνύεται από τις συνολικά περίπου διπλάσιες συμμετοχές (7), που είχε με την Παναχαϊκή στην Εθνική ομάδα, σε σχέση με τις συμμετοχές (4) που είχε σε αυτήν ως παίκτης του Ολυμπιακού.

Δικαιολογημένα λοιπόν η μεταγραφή του στον Ολυμπιακό του Γουλανδρή ήταν πολύ δαπανηρή και θορυβώδης για τα δεδομένα της εποχής, αφού το συνολικό της κόστος πλησίασε τα 10.000.000 δραχμές, ποσό κολοσσιαίο για την εποχή. Στο μεγάλο ύψος της μεταγραφής συνέβαλλαν πολλοί παράγοντες: η απροθυμία της Παναχαϊκής να τον παραχωρήσει, λόγω της έντονης αντίδρασης των φιλάθλων της πόλης, η «cool», λόγω ιδιοσυγκρασίας, στάση του ίδιου του παίκτη, που δεν καιγόταν να φύγει από την αγαπημένη του Πάτρα και δεν πίεζε ιδιαίτερα από την πλευρά του την κατάσταση, και κυρίως η τεράστια γενναιοδωρία του Προέδρου του Ολυμπιακού Νίκου Γουλανδρή, που σιχαινόταν τα παζάρια και τις τσιγγουνιές όταν ήθελε να πάρει αξιόλογους παίκτες για τον Ολυμπιακό.

Ο Δαβουρλής αγαπούσε πολύ την πόλη του, στην οποία ήταν ο αδιαφιλονίκητος βασιλιάς. Μάλιστα αν δεν υπήρχαν οι οικογενειακές ανάγκες, αφού προερχόταν από μια πολύ φτωχή και πολυμελή οικογένεια (είχε επτά αδέλφια), ίσως και να μην ερχόταν τελικά στον Ολυμπιακό. Για τον ίδιο ποτέ δεν αποτέλεσε κίνητρο η πλούσια και πολυτελής ζωή στην πρωτεύουσα. Από την άλλη πλευρά, όμως, γνώριζε ότι εφόσον τελικά έπρεπε να μετακινηθεί, τότε ο Ολυμπιακός θα έπρεπε να ήταν η μοναδική του επιλογή.

Ο Ολυμπιακός τον ήθελε πολύ για διάφορους λόγους. Δεν ήταν μόνο η αξία του. Ήταν και οι επιδόσεις του απέναντι στον Ολυμπιακό, στοιχείο, που στον Ολυμπιακό, αποτελεί ανέκαθεν πρωταρχικό διαχρονικό κριτήριο για την απόκτηση παικτών. Ένα κριτήριο, που κάθε άλλο παρά αλάθητο έχει αποδειχθεί, αφού άλλοτε έχει δικαιωθεί και άλλοτε έχει αποτύχει πλήρως.

Ο Δαβουρλής προτού έρθει στον Πειραιά είχε ήδη σκοράρει σε βάρος του Ολυμπιακού τέσσερις φορές για το πρωτάθλημα και δύο φορές για το Κύπελλο. Μάλιστα είχα την δυσάρεστη προσωπική εμπειρία το 1971, σε ηλικία 16-17 ετών να τον δω να μας πληγώνει στη Πάτρα, σκοράροντας και τα δύο γκολ της Παναχαϊκής σε ένα αγώνα πρωταθλήματος, που χάσαμε 2-0, όταν είχαμε προπονητή τον Εγγλέζο Άλαν Άσμαν. Θυμάμαι ακόμη το ξερό γήπεδο της Πάτρας, που ήταν ένα περίεργο κράμα μεταξύ χαλικιού και άμμου. Θυμάμαι σε εκείνο τον αγώνα τον Δαβουρλή να πρωταγωνιστεί στην επίθεση και τον παλιό δικό μας παίκτη Πλέσσα να διαπρέπει στην άμυνα ως σέντερ-μπακ της Παναχαϊκής.

Αλλά πέρα από το πιο πάνω κριτήριο, υπήρχε και ένα άλλο κριτήριο, το οποίο επίσης συνήθως χαρακτήριζε τις μεταγραφικές κινήσεις του Ολυμπιακού. Το κριτήριο αυτό αποτελούσε ένα μίγμα αναγνώρισης, ευχαρίστησης και ευγνωμοσύνης. Ο Ολυμπιακός ποτέ δεν ξεχνούσε αυτούς που τον είχαν βοηθήσει με οποιονδήποτε τρόπο, έστω και αν δεν το έκαναν σκόπιμα, με πρόθεση να τον βοηθήσουν. Και η βοήθεια που είχε δώσει ο Δαβουρλής στον Ολυμπιακό ήταν πολύτιμη.

Την 28η αγωνιστική του πολύ δύσκολου πρωταθλήματος της περιόδου 1972/73, ο Ολυμπιακός, που τότε ανταγωνιζόταν για την κατάκτηση του πρωταθλήματος τον καλύτερο ΠΑΟΚ όλων των εποχών ήταν ισόβαθμος με την ομάδα της Θεσσαλονίκης. Την ημέρα εκείνη (22.4.1973) ο Ολυμπιακός, που είχε παίξει νωρίτερα, είχε έλθει ισόπαλος στην Καβάλα.

Λίγες ώρες αργότερα, όμως, μέσα στην τότε ακαταμάχητη Τούμπα γινόταν μια από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις της ιστορίας του ελληνικού ποδοσφαίρου. Η Παναχαϊκή με πρωταγωνιστή τον Δαβουρλή, που σημείωσε τρία γκολ, κέρδισε 5-3 τον ΠΑΟΚ. Έτσι ο Ολυμπιακός όχι μόνο δεν έχασε έδαφος, όπως όλοι περίμεναν, αλλά πήρε και την βαθμολογική πρωτοπορία στο πιο κρίσιμο σημείο του πρωταθλήματος, την οποία και δεν άφησε από τα χέρια του μέχρι τέλους.

Από εκείνη την ημέρα, ο Δαβουρλής είχε γίνει αγαπημένος στη συνείδηση κάθε Ολυμπιακού. Εδώ κάποτε πήραμε τον απίθανο Ζίζι Ρόμπερτς από τον Πανιώνιο, μόνο και μόνο επειδή είχε βάλει ένα γκολ κατά του ΠΑΟ στη Λεωφόρο και δεν θα τρέχαμε να πάρουμε τον Δαβουρλή, που μας πρόσφερε ένα ολόκληρο πρωτάθλημα ;

O Δαβουρλής δεν κάθισε πολύ στον Ολυμπιακό. Έπαιξε σε τρεις μόνο ποδοσφαιρικές περιόδους: 1974/75, 1975/76 και 1976/77. Αγωνίστηκε σε 74 αγώνες πρωταθλήματος και σημείωσε 22 γκολ, εκ των οποίων 5 γκολ με φάουλ (που ήταν η σπεσιαλιτέ του) και άλλα τόσα με πέναλτι. Έπαιξε και σε 13 αγώνες κυπέλλου σημειώνοντας 6 γκολ. Κατέκτησε το νταμπλ της περιόδου 1974/75, η οποία ήταν, άλλωστε, η πρώτη αλλά και καλύτερη χρονιά του στον Ολυμπιακό.

Η ζωή της Αθήνας όμως δεν τον συγκινούσε ούτε του ταίριαζε. Νοσταλγούσε την Πάτρα, την ζωή που έκανε εκεί, τις παρέες και τις συνήθειες του στην πόλη. Όταν το 1977 ζήτησε να επιστρέψει στα πατρικά μέρη της Αχαΐας ο Ολυμπιακός έδειξε διστακτικός. Για να αρθούν οι δισταγμοί του χρειάστηκε ακόμη και να καταβληθεί στον Ολυμπιακό κάποιο χρηματικό ποσό, κάτι που δεν το ξέρουν πολλοί. Άλλωστε την εποχή εκείνη, μετά την αποχώρηση του Γουλανδρή, τα οικονομικά του Ολυμπιακού κάθε άλλο παρά ανθηρά ήταν. Επιπλέον, για να δεχτεί ο Ολυμπιακός, πήρε ως αντάλλαγμα δύο από τους καλούς παίκτες της Παναχαϊκής: τον Κυριάκο Ανδρούτσο και τον Γιώργο Σπυρόπουλο, οι οποίοι, όμως, τελικά, λίγες φορές αγωνίστηκαν στην πρώτη ομάδα.

Ο Δαβουρλής είχε σπουδαία τεχνική κατάρτιση και δύο εξαιρετικά πόδια, όχι μόνο αριστερό, όπως νόμιζαν οι περισσότεροι. Είχε πολύ δυνατό και ευθύβολο σουτ (οβίδα) και ταυτόχρονα μπορούσε να δώσει στη μπάλα όλων των ειδών τα φάλτσα.

Αν και δεν έμεινε μεγάλο χρονικό διάστημα στην ομάδα, παρόλα αυτά, υπάρχουν κάποιες πολύ έντονες αναμνήσεις, που συνδέονται με τον Δαβουρλή. Στιγμές και φάσεις αξέχαστες, που σημάδεψαν μεγάλες νίκες και τίτλους. Στιγμές και φάσεις που είχα την τύχη και εγώ να βιώσω, παρακολουθώντας ζωντανά τους αγώνες αυτούς.

Θα ξεχωρίσω το μακρινό γκολ που σημείωσε στον τελικό Κυπέλλου Ελλάδας με τον ΠΑΟ (1-0) το 1975 στο Καραϊσκάκη, ένα γκολ που χρειάζεται να ξέρεις πολύ τόπι για να το βάλεις. Μάταια ο Κωνσταντίνου έτρεχε να προλάβει την μπάλα.
Επίσης αλησμόνητο θα μείνει το πρωτοφανές γεγονός, που έγινε στον αγώνα πρωταθλήματος με την ΑΕΚ στο Καραϊσκάκη το ίδιο έτος, στο ματς, που έκρινε ουσιαστικά τον τίτλο, αφού οι ομάδες ήταν ισόβαθμες λίγες αγωνιστικές πριν από την λήξη του πρωταθλήματος. Είχαμε νικήσει τότε 3-0 και εξασφαλίσαμε το πρωτάθλημα. 

Ο Ιταλός διαιτητής του αγώνα είχε σφυρίξει διαδοχικές επαναλήψεις του πέναλτι, που είχαμε κερδίσει, επειδή οι παίκτες μας έμπαιναν πρόωρα στην περιοχή. Τρεις φορές (!) χρειάστηκε να χτυπήσει το ίδιο πέναλτι ο Δαβουρλής και κάθε εκτέλεση του ήταν καλύτερη από την άλλη, όλες πραγματικά άπιαστες και απόλυτα ψύχραιμες.

Ήλθε όμως και η ώρα της εξομολόγησης. Ομολογώ ότι δεν ήμουν από τους φανατικούς θαυμαστές του Δαβουρλή. Αναγνώριζα μεν τα προσόντα του, αλλά τον θεωρούσα κάπως τεμπέλη. Ο συχνά ράθυμος, ακόμη και μπλαζέ και όχι ιδιαίτερα αγωνιστικός και κινητικός τρόπος παιχνιδιού του δεν με συγκινούσε ή σε κάθε περίπτωση δεν μου αρκούσε. Πίστευα ότι αδικούσε τον εαυτό του, μη δίνοντας τα όλα στο παιχνίδι. Ακόμη και το ότι κάπνιζε πολύ (ιδίως Dunhill) σε αυτόν ειδικά δεν το συγχωρούσα, αν και φυσικά δεν ήταν ο μόνος που το έκανε.

Βεβαιώθηκα γι' αυτό που πίστευα, αλλά με ένα παράξενο και περίεργο τρόπο. Ήταν όταν τον είδα επιτέλους να παίζει, από την αρχή μέχρι το τέλος, με μια τρελή διάθεση στον ημιτελικό Κυπέλλου Ελλάδας με την ΑΕΚ στη Νέα Φιλαδέλφεια το 1976, στον οποίο κερδίσαμε 3-2, μετά από ένα συναρπαστικό ματς, που έγινε κάτω από συνεχή βροχή. Θυμάμαι ότι έβρεχε δυνατά επί πολλές ώρες εκείνη την μέρα, τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια του συγκεκριμένου αγώνα. Και εγώ όπως και όλοι μας ήμασταν στην εξέδρα δύο-δυόμισι ώρες νωρίτερα, όπως συνηθιζόταν τότε στα ντέρμπι.

Σε εκείνο τον αγώνα, με την απόδοση του με «βούλωσε», με «κόλλησε στον τοίχο», δείχνοντας μου πόσο μεγάλος παίκτης ήταν. Ταυτόχρονα όμως, αν το καλοσκεφτείτε, με δικαίωσε, γιατί απέδειξε ότι τις περισσότερες φορές δεν είχε όντως διάθεση να κυριαρχήσει στο γήπεδο, ενώ μπορούσε άνετα. Του αρκούσαν κάποιες άλλοτε πιο πολλές ή άλλοτε πιο λίγες φάσεις του αγώνα, στις οποίες έδειχνε την κλάση του.

Σε εκείνον τον αγώνα είδα τον πραγματικό Δαβουρλή, αυτόν που δεν έπαιζε μόνο ή κυρίως στην αριστερή πλευρά, αλλά ένα παίκτη που αλώνιζε όλο το γήπεδο, βρισκόταν παντού και χόρευε μέσα στο βαρύ μουσκεμένο τερέν. Ένα παίκτη, που από αυτόν ξεκινούσαν τα πάντα. Ένα παίκτη που έκανε συνεχείς επελάσεις, στις οποίες πολλές φορές ούτε με φάουλ δεν μπορούσαν να ανακόψουν. Τότε κατάλαβα καλά το τι ήταν ικανός να κάνει και γιατί τον λάτρευαν όσοι τον λάτρευαν.

Δυστυχώς ενώ σε εκείνο το ματς μάς πήγε (μαζί με τον Γαλάκο) στον τελικό του 1976 με τον Ηρακλή, την ημέρα του τελικού ξαναγύρισε στα ρηχά. Μάλιστα οκτώ λεπτά πριν από την λήξη της παράτασης του τελικού και ενώ χάναμε 4-2 αποβλήθηκε. Η ομάδα όμως, αν και έμεινε με 10 παίκτες, κατόρθωσε μέσα στα πέντε τελευταία λεπτά της παράτασης να ισοφαρίσει 4-4.

Στο τέλος βέβαια χάσαμε το Κύπελλο στα πέναλτι και εκείνο που με είχε στενοχωρήσει πιο πολύ με τον Δαβουρλή ήταν ότι, λόγω της αποβολής του, δεν βάρεσε πέναλτι, ενώ ήταν ο καλύτερος εκτελεστής πέναλτι της ομάδας μας. Πού ξέρετε, αν ήταν μέσα μπορεί τότε να είχαμε πάρει το κύπελλο και να αφήναμε τον Χατζηπαναγή χωρίς κανένα συλλογικό έπαθλο στη καριέρα του. 


Ο Δαβουρλής ήταν πάνω από όλα Παναχαϊκή. Παρ' όλα αυτά από τις υπόλοιπες ομάδες προτίμησε τον Ολυμπιακό. Σε μας μπόρεσε να γευθεί τίτλους, αν και δεν ήταν ακριβώς αυτό που λέμε ποδοσφαιριστής με υψηλές φιλοδοξίες. Δεν είχε μανία για τίτλους και διακρίσεις. Δεν γούσταρε ιδιαίτερα προβολή και διασημότητα, ούτε είχε έφεση σε δημόσιες σχέσεις. Δεν του άρεσαν οι υψηλοί τόνοι και οι κομπορρημοσύνες Παράλληλα όμως ήταν ειλικρινής και δεν φοβόταν να πει ό, τι αισθανόταν ή πίστευε. Χρυσό τον είχαν κάνει την περίοδο της μεταγραφής του παράγοντες και δημοσιογράφοι της ομάδας μας να δηλώσει οπαδός του Ολυμπιακού από μικρό παιδί, αφού κατά την λογική της εποχής έπρεπε να υποστηρίζει και μια μεγάλη ομάδα της Ελλάδας, εκτός από την Παναχαϊκή. Όμως αυτός αρνήθηκε. Δεν του άρεσαν αυτά. Μολονότι θα του ήταν εύκολο να το κάνει, αφού ήταν γνωστός μόνο για την αγάπη του στη Παναχαϊκή. Θα μπορούσε λοιπόν να πει την περιζήτητη γνωστή κλισέ φράση: «από μικρό παιδί υποστήριζα τον Ολυμπιακό». Δεν το έκανε. 

Το αποχαιρετιστήριο ματς του Δαβουρλή ήταν ένας φιλικός αγώνας στη Πάτρα μεταξύ Παναχαϊκής και Ολυμπιακού το 1985, που έληξε με νίκη των Πατρινών 3-1. Μετά το τέλος έκανε τον γύρο του γηπέδου κρατώντας τις φανέλες και των δύο ομάδων και όχι μόνο της Παναχαϊκής. Όποιος γνώριζε τον Δαβουρλή ήξερε ότι ποτέ δεν θα το έκανε αν δεν το αισθανόταν.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου