Του Θεολόγου Μιχαηλίδη
Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς. Το φταίξιμο ήταν κυρίως δικό μας. Εμείς είχαμε τη μεγαλύτερη ευθύνη των σχετικών κακών χειρισμών. Και θα έπρεπε πολλοί από μας να έχουμε, προ πολλού, παραδεχτεί ανοιχτά και λεβέντικα το λάθος μας.
Θυμίζουμε ότι στο νομικό ποδοσφαιρικό πλαίσιο της εποχής εκείνης δεν υπήρχαν συμβόλαια, αλλά μόνο δελτία, που έδεναν άρρηκτα τον παίκτη με την ομάδα στην οποία αγωνιζόταν. Συνεπώς αν δεν ήθελε ή δεν συναινούσε η ομάδα όπου αγωνιζόταν, ο παίκτης δεν μπορούσε να πάει σε άλλη ομάδα. Έπρεπε να συμφωνήσουν λοιπόν όλοι (οι δύο ομάδες και ο ενδιαφερόμενος παίκτης), προκειμένου να γίνει μεταγραφή, ενώ ξεχάστε το φρούτο των μάνατζερ, που τότε δεν είχε ακόμη εισαχθεί.
Ήταν το 1966 και όλοι είχαν καταλάβει ότι ο Κούδας ήταν το μεγαλύτερο νέο ποδοσφαιρικό ταλέντο Ελλάδας, σε μια εποχή μάλιστα που στο ελληνικό ποδόσφαιρο αγωνιζόντουσαν ένα σωρό σούπερ παικταράδες και μάλιστα σε κάθε ομάδα, ακόμη και σε μικρομεσαία ή σε μικρή. Ο Ολυμπιακός, φοβούμενος μήπως αποκτήσει τον παίκτη ο ΠΑΟ, πλησίασε τον παίκτη και συμφώνησε μαζί του, χωρίς προηγουμένως ή παράλληλα να συμφωνήσει με τον ΠΑΟΚ, με τον οποίο δεν ασχολήθηκε τόσο ζεστά όσο θα έπρεπε. Η διοίκησή μας πίστευε ότι, αν έπειθε τον παίκτη, τα υπόλοιπα θα ήταν εύκολα, αφού αργά ή γρήγορα η ομάδα του θα συμφωνούσε. Έτσι ο Ολυμπιακός έριξε το κύριο βάρος στο να δελεάσει τον παίκτη και όχι τόσο τον ΠΑΟΚ, τον οποίο πάντως είχε διάθεση να ικανοποιήσει οικονομικά.
Ο Κούδας, με αδιάκοπη παρότρυνση, ενθάρρυνση και καθοδήγηση από την οικογένειά του, όχι μόνο δέχθηκε την πρόταση του Ολυμπιακού, αλλά δήλωσε ότι ποτέ δεν θα γύριζε ξανά στη Θεσσαλονίκη και ότι ένα πράγμα μόνο ήθελε πλέον, να αγωνιστεί στον Ολυμπιακό. Εγκαταστάθηκε λοιπόν οικογενειακά στον Πειραιά, όπου ο Ολυμπιακός άνοιξε στον πατέρα του παίκτη μαγαζί (ουζερί, αν θυμάμαι καλά), ενώ ο ίδιος ο παίκτης εντάχθηκε στο Λιμενικό, μεταξύ άλλων και για να «παίρνει αγώνες» (στο εσωτερικό πρωτάθλημα Ενόπλων Δυνάμεων και Σωμάτων Ασφαλείας, που τότε ανθούσε) μέχρις ότου ολοκληρωθεί η μεταγραφή του.
Ο Ολυμπιακός δεν είχε διάθεση να αρπάξει τον παίκτη και να «ρίξει» τον ΠΑΟΚ στα ανταλλάγματα (χρήματα ή παίκτες). Η διοίκηση του όμως χειρίστηκε εσφαλμένα το θέμα, εκτιμώντας λάθος τις καταστάσεις. Τα βασικά σφάλματα του Ολυμπιακού ήταν τα εξής:
(α) Υποτίμησε τον ΠΑΟΚ ως ομάδα και τις δυνατότητες αντίδρασης και εναντίωσής του, υιοθετώντας μια άκομψη και αλαζονική στάση. Η συμπεριφορά της ομάδας μας απέναντι στον ΠΑΟΚ ήταν σαν να του έλεγε: «Τι θα κάνεις, ρε ΠΑΟΚ; Στο τέλος θα έρθεις με τα νερά μας, αφού είσαι ΠΑΟΚ. Τελικά θα αναγκαστείς να συμφωνήσεις γιατί εμείς είμαστε Ολυμπιακός». Και πράγματι ο Ολυμπιακός ήταν αντικειμενικά --ιδίως εκείνη την εποχή-- πολύ ισχυρότερο και μεγαλύτερο μέγεθος από τον ΠΑΟΚ. Ο Ολυμπιακός μόλις είχε ξαναπάρει τα πρωτεία στο ελληνικό ποδόσφαιρο, ενώ ο ΠΑΟΚ τότε τερμάτιζε συνήθως σε μια θέση ανάμεσα στην 6η και στην 8η. Ο Ολυμπιακός βασιζόταν στο ότι ο ΠΑΟΚ, βλέποντας τον παίκτη να μην αγωνίζεται --άρα να χάνεται γι’ αυτόν-- θα υποχωρούσε και θα συναινούσε τελικά. Αλλά ο ΠΑΟΚ, κάτω από την πίεση της δημοσιότητας, που είχαν δώσει όλες οι εφημερίδες και κυρίως οι τοπικές (οι οποίες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο), είχε μουλαρώσει.
(β) Αδιαφόρησε για το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο, που δεν ήταν με το μέρος μας. Και αυτό ήταν κάτι που έγινε συνειδητά, αφού πολύ συχνά στο παρελθόν στο ελληνικό ποδόσφαιρο γινόντουσαν διάφορες εκβιαστικές μεθοδεύσεις και πιέσεις, που εξασφάλιζαν στο τέλος και την τυπική νομιμότητα της ελλείπουσας συναίνεσης της ομάδας που παίκτη, όπως απαιτούσαν οι μεταγραφικοί κανόνες. Έτσι ήταν οι καταστάσεις και τα πράγματα τότε, με πρωταγωνιστή σε αυτά τον ΠΑΟ που ήταν μάστορας μεταγραφικών μεθοδεύσεων (με παράδειγμα την υπόθεση Λουκανίδη κ.λπ.).
(γ) Υποτίμησε τη γνωστή πάγια, σε πολλά σημεία συμπλεγματική, πλην όμως απόλυτα υπαρκτή και τότε βορειοελλαδίτικη νοοτροπία, που επικρατούσε καθολικά στην Θεσσαλονίκη, σύμφωνα με την οποία το κράτος των Αθηνών και το Κέντρο όχι μόνο αδιαφορούσαν για τη Θεσσαλονίκη και περιφρονούσαν γενικότερα τη Μακεδονία, αλλά και τις εκμεταλλευόντουσαν, αποτελώντας μόνιμες πηγές δεινών, που εμπόδιζαν την ανάπτυξή τους.
(δ) Δεν εκτίμησε σωστά το ήδη όχι ιδιαίτερα ευχάριστο επίπεδο των σχέσεων της ομάδας με τον ΠΑΟΚ. Πράγματι, σε αντίθεση με τον Άρη, με τον οποίο διατηρούσαμε ανέκαθεν παραδοσιακές φιλικές σχέσεις, ο Ολυμπιακός ποτέ δεν ήταν ιδιαίτερα κοντά με τον ΠΑΟΚ. Σε διάφορες περιπτώσεις του παρελθόντος, είχε φανεί σαν να ελλοχεύει μια κρυφή αντιπάθεια μεταξύ των δύο ομάδων. Μολονότι δεν υπήρχε σαφώς εκπεφρασμένη ή επίσημη αντιπαλότητα, παρ’ όλα αυτά τα προβλήματα δεν είχαν λείψει ακόμη και από τη δεκαετία του 1950 σε αρκετούς αγώνες μεταξύ των δύο ομάδων με συμπλοκές, βρισιές και διάφορα επεισόδια με πρωταγωνιστές παίκτες, παράγοντες και κάποιες φορές και οπαδούς.
Η κατάσταση μάλιστα είχε χειροτερέψει και γίνει πολύ πιο τεταμένη μετά την επεισοδιακή αποχώρηση και τον μηδενισμό του ΠΑΟΚ το 1963 σε αγώνα του με τον Ολυμπιακό στη Φιλαδέλφεια, για ένα μη καταλογισθέν πέναλτι. Συνεπώς οι σχέσεις Ολυμπιακού και ΠΑΟΚ ποτέ δεν ήταν ειδυλλιακές και αυτός ήταν ένας λόγος παραπάνω για να είναι ο Ολυμπιακός πιο προσεκτικός στους χειρισμούς του.
Δεν ήταν λοιπόν η υπόθεση Κούδα που δημιούργησε ξαφνικά, στα καλά καθούμενα και εκ του μηδενός, το πρόβλημα. Το καζάνι σιγόβραζε. Εκείνο όμως που έκανε η υπόθεση Κούδα ήταν να επιταχύνει τρομερά τις εξελίξεις και να τις κάνει εκρηκτικές. Η υπόθεση Κούδα στάθηκε η βασική αφορμή, η σπίθα αν θέλετε, πριν από την έκρηξη, η πυροδότηση του φυτιλιού σε μια κατάσταση κρυφής εχθρότητας εκ μέρους κυρίως του ΠΑΟΚ, που υπέβοσκε και μπορούσε να εκδηλωθεί ανά πάσα στιγμή, όπως και να καθυστερούσε και να εκδηλωνόταν τελικά πολύ αργότερα. Για να είμαστε ειλικρινείς, ούτε ο Ολυμπιακός χώνευε τον ΠΑΟΚ, αλλά δεν ασχολείτο μαζί του, αφού ήταν πολύ υποδεέστερος για να θεωρηθεί αντίπαλος.
Είναι λοιπόν γεγονός ότι χωρίς την υπόθεση Κούδα οι συνέπειες της εχθρότητας μεταξύ Ολυμπιακού και ΠΑΟΚ ποτέ δεν θα είχαν μια τόσο δυσανάλογη, γρήγορη, απότομη, εκρηκτική και πολύ βίαιη εξέλιξη και μορφή.
Εξάλλου, ως οπαδοί του Ολυμπιακού, πρέπει να αναλογιστούμε και τις δικές μας αγανακτισμένες αντιδράσεις στις περιπτώσεις μετακίνησης των Δεληκάρη, Σαργκάνη, Αποστολάκη κ.ά. στον ΠΑΟ, οι οποίες μάλιστα στο κάτω-κάτω ήταν νόμιμες, σύμφωνα με το ισχύον μεταγραφικό καθεστώς της εποχής (αν και αυτό ήταν σκόπιμα «κομμένο και ραμμένο» στα μέτρα του Βαρδινογιάννη, για να τον εξυπηρετήσει).
Συνεπώς οι αντιδράσεις των ΠΑΟΚτζήδων δεν πρέπει να μας φαίνονται καταρχήν αδικαιολόγητες στην υπόθεση Κούδα, του οποίου η μεταγραφή δεν ήταν νόμιμη σύμφωνα με το μεταγραφικό καθεστώς της εποχής. Βέβαια ο ΠΑΟΚ το παράκανε. Από το 1966 μέχρι σήμερα μας κήρυξε ιερό πόλεμο και επί δεκαετίες διαρκώς χρησιμοποιεί και συντηρεί την υπόθεση Κούδα, προκειμένου δημιουργήσει φανατικά εχθρικό κλίμα σε βάρος του Ολυμπιακού. Καλλιέργησε συστηματικά ένα κλίμα ασύμμετρα βίαιων και υπερβολικά βάρβαρων επεισοδίων μέσα, έξω και γύρω από τα γήπεδα.
Η κατάσταση σχετικά με τη μεταγραφή Κούδα έγινε για μας ακόμη χειρότερη το 1967 όταν ήρθε η χούντα, η οποία στην συγκεκριμένη υπόθεση τάχθηκε ξεκάθαρα υπέρ του ΠΑΟΚ, ενδυναμώνοντας κατάλληλα το νομικό πλαίσιο μεταγραφών, που το συνέδεσε με τον τόπο προέλευσης και την ομάδα καταγωγής των παικτών, έτσι ώστε ο Κούδας να βρεθεί στο δίλημμα ή να κόψει την μπάλα σε ηλικία 20 ετών ή να επιστρέψει στον ΠΑΟΚ, όπως και στη συνέχεια έγινε.
Συμπέρασμα
Ο Ολυμπιακός έσφαλε πολύ και δεν ωφελήθηκε καθόλου, αλλά αντίθετα ζημιώθηκε πολύ από την υπόθεση Κούδα… Συνεπεία της ιστορίας αυτής και του κλίματος που αυτή δημιούργησε, η ομάδα μας από τότε μέχρι σήμερα (δηλαδή επί δεκαετίες) έχει συναντήσει ασυνήθιστα αγωνιστικά προβλήματα, έχει υποστεί βαθμολογικές απώλειες, αλλά και διαιτητικές αδικίες.
Εξαιτίας της εν λόγω υπόθεσης, δημιουργήθηκαν και εξακολουθούν να δημιουργούνται στρατιές ορκισμένων και φανατικών εχθρών του Ολυμπιακού σε όλα τα επίπεδα του ελληνικού ποδοσφαίρου (από διοικητικά έως αγωνιστικά), ενώ διαμορφώθηκαν και συνεχίζουν να δημιουργούνται τρομοκρατικές ή και πολεμικές συνθήκες και συμπεριφορές σε αγώνες της ομάδας στη Βόρεια Ελλάδα.
Επιπλέον, με πυρήνα την εν λόγω υπόθεση, αναπτύχθηκε μια άνευ προηγουμένου εχθρική προπαγάνδα και προκατάληψη σε βάρος του Ολυμπιακού, που ανέκοψε την αύξηση των Ολυμπιακών οπαδών στη Μακεδονία και στη Βόρεια Ελλάδα, που τότε ήταν ήδη πάρα πολλοί. Τέλος δόθηκε άνευ λόγου η ευκαιρία στους αντιπάλους να χρησιμοποιήσουν την υπόθεση αυτή προκειμένου να πλήξουν το μέχρι τότε άμεμπτο προφίλ της ομάδας.
Για όποιον νομίζει ότι τα παραλέω, τον παραπέμπω στην επιστολή παραίτησης του μεγάλου Μπούκοβι το 1967 [για τη φυγή του Μπούκοβι, πλούσιο υλικό μπορείτε να βρείτε στο σχετικό άρθρο των Reds Against The Machine | ολόκληρη η επιστολή παραίτησης εδώ], ο οποίος αναφέρει καθαρά ως πρώτο λόγο παραίτησής του την απόπειρα απόκτησης του Κούδα, με την οποία δεν είχε συμφωνήσει ο ίδιος, παρά τις ικανότητες του παίκτη, επισημαίνοντας την ίδια ώρα το τίμημα και τις συνέπειες που είχε η ενέργεια αυτή για την ομάδα. Παραπέμπω επίσης στη συνέντευξη του μεγάλου Σιδέρη στο onsports.gr, όπου επί λέξει είπε: «ό,τι έγινε με τον Κούδα το πληρώσαμε πολύ ακριβά, γιατί δεν πήγαμε με τον σωστό τρόπο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου