Στα δικά τους μάτια είδα τον Ολυμπιακό. Σε αυτούς που κάθονταν στη γαλαρία του πούλμαν και ξαφνικά σταματούσαν να τραγουδάνε, έκλειναν τα μάτια και χάνονταν. Έπεφταν στα σκοτάδια τους, και τα συνθήματα γινόντουσαν σιωπή, και μετά πάλι συνθήματα. Σε αυτούς που έλιωσαν στα τσιμέντα κάτω απ’ το ρολόι. Στα δικά τους μάτια είδα τον δικό μου Ολυμπιακό που με πήρε παιδάκι απ’ το χέρι και τώρα, τρεις δεκαετίες μετά, δεν λέει να με αφήσει για να μη χαθώ.
Σ’ αυτούς που στους τσαμπουκάδες τσιμένταραν τα πόδια και φώναζαν «ούτε βήμα πίσω»• σ’ αυτούς που τα χέρια τους γέμισαν με χαρακιές, όπως ακριβώς και οι ψυχές τους, αλλά ακόμη και αν μολύνθηκε κάθε κύτταρό τους, κράτησαν τις ψυχές τους καθαρές για να έχουν λίγο χώρο για τον δικό τους Ολυμπιακό. Από αυτούς το μάθαμε κι εμείς. Κι ήταν εκείνο το διαπεραστικό «μη σταματάτε ρε, πάμεεεε» και εκείνο το «όλοι χέρια» μόλις ακουγόταν το σάλπισμα της τρομπέτας. Είναι για αυτούς που έπαιζαν μπάλα έξω από την παλιά «Στρατιά», πίσω απ’ τη πλατεία Θυμάτων της Θύρας 7 και για λίγο ξαναγίνονταν παιδιά: δεν ήταν πια σκληροί μεταλάδες και πάνκηδες και λαϊκοί που μανούριαζαν ακόμη και με τα σωθικά τους. Γιατί δεν τους χωρούσε ο τόπος.
Σ’ αυτούς που στους τσαμπουκάδες τσιμένταραν τα πόδια και φώναζαν «ούτε βήμα πίσω»• σ’ αυτούς που τα χέρια τους γέμισαν με χαρακιές, όπως ακριβώς και οι ψυχές τους, αλλά ακόμη και αν μολύνθηκε κάθε κύτταρό τους, κράτησαν τις ψυχές τους καθαρές για να έχουν λίγο χώρο για τον δικό τους Ολυμπιακό. Από αυτούς το μάθαμε κι εμείς. Κι ήταν εκείνο το διαπεραστικό «μη σταματάτε ρε, πάμεεεε» και εκείνο το «όλοι χέρια» μόλις ακουγόταν το σάλπισμα της τρομπέτας. Είναι για αυτούς που έπαιζαν μπάλα έξω από την παλιά «Στρατιά», πίσω απ’ τη πλατεία Θυμάτων της Θύρας 7 και για λίγο ξαναγίνονταν παιδιά: δεν ήταν πια σκληροί μεταλάδες και πάνκηδες και λαϊκοί που μανούριαζαν ακόμη και με τα σωθικά τους. Γιατί δεν τους χωρούσε ο τόπος.
Του red1925white
Από εκείνους τον μάθαμε κι εμείς. Που έλεγαν, όταν κάποιος έπεφτε κάτω, «τέλος, τέλος, ρε μαλάκες», και τον σήκωναν μήπως μπορέσει να σταθεί και πάλι στα πόδια του για να φύγει. Είναι για εκείνους που έλιωναν ώρες ατελείωτες στον σύνδεσμο, στον κάθε σύνδεσμο, γιατί έρχονταν από το πουθενά και επέστρεφαν στο πουθενά. Και εκείνες τις λίγες ώρες είχαν βρει ένα νόημα στη ζωή τους και κάτι να αγαπήσουν για να μην αισθάνονται άλλο καταραμένοι. Γιατί ήταν ο δικός τους Ολυμπιακός. Που γεννήθηκε το 1925. Και δεν άλλαξε το K με C για να γίνει πιο «Ευρωπαίος». Είναι ο δικός τους Ολυμπιακός που κράτησε το ίδιο σήμα και εκείνο το «συνίσταται εν Πειραιεί». Τον δικό τους Ολυμπιακό που ζέσταινε τις ψυχές τους όταν τα τζάμια από το πούλμαν είχαν σπάσει κι εκείνοι έπρεπε να διασχίσουν στους μηδέν βαθμούς άλλα τετρακόσια χιλιόμετρα. Κι έβγαζαν τις μπλούζες και ανέμιζαν τα κασκόλ για να φωνάξουν συνθήματα και να τον υμνήσουν για να ζεσταθούν.
Είναι ο δικός τους Ολυμπιακός που τους κράτησε από το χέρι όταν έμπλεξαν και πέρασαν στον κόσμο της σκιάς, απομεινάρια μιας δεκαετίας που η πρέζα θέριζε και εκείνοι δεν ήξεραν από τι να πρωτοπεθάνουν. Είναι ο δικός τους Ολυμπιακός που έβγαλε στο Πασαλιμάνι τρεις γενιές Ολυμπιακών με μια μόνο νίκη. Με 0,7 δευτερόλεπτα να απομένουν. Και στους πανηγυρισμούς ήταν ο παππούς, ο πατέρας, ο γιος, εγώ, εσύ, εμείς...
Ήταν ο δικός τους Ολυμπιακός που έγινε η αφορμή για το τρελόχαρτο σε κάποιο μεγάλο παιχνίδι που δεν άντεξαν και πήδηξαν τη μάντρα. Είναι ο δικός τους Ολυμπιακός που τους ανάγκασε να περάσουν αυτή τη μάντρα και να βρεθούν σε κάποιο δωμάτιο με λευκή αισθητική, καθώς οι εποχές άλλαζαν κι εκείνοι δεν μπορούσαν πια να προσαρμοστούν. Είναι ο δικός τους Ολυμπιακός που τους κρατούσε συντροφιά στις κουκέτες των πλοίων στις θάλασσες όλου του κόσμου. Με τη λαχτάρα της επιστροφής να μεγαλώνει για να ξαναδούν το κόκκινο και το άσπρο να ιδρώνει. Από εκείνους το πήραμε κι εμείς. Από αυτούς που πέρασαν νύχτες στα κρατητήρια και στα μπουντρούμια επειδή μάλωσαν, επειδή πανηγύρισαν, επειδή ξέφυγαν. Είναι εκείνοι που δεν έγιναν πελάτες και δεν συμμορφώθηκαν. Και συνέχισαν να πιστεύουν πως ο Ολυμπιακός δεν είναι εταιρεία, όταν όλα γύρω τους ήταν μια καλοστημένη παγίδα.
Γραφικοί, ρομαντικοί, ζωντανοί, νεκροί, όλοι παρέα. Όλοι στην ίδια κερκίδα που φώναζε μόνο για τον Ολυμπιακό. Για τον δικό τους Ολυμπιακό που δεν χάνει ποτέ. Γιατί είναι πολλά περισσότερα από μια νίκη ή μια ήττα, γιατί είναι πολλά περισσότερα από ένα πρωτάθλημα ή από έναν τίτλο. Είναι η ζωή που εξελίσσεται παράλληλα με τη ζωή. Είναι αυτός που τους πήρε από το χέρι όταν πήγαν να πέσουν και τους έδωσε ζωή όταν γύρω χόρευε ο θάνατος. Είναι γι’ αυτούς που πέθαναν από ασφυξία και τα πνευμόνια τους ξαναγεμίζουν οξυγόνο κάθε φορά που τους τραγουδάει μια ολόκληρη κερκίδα δείχνοντας πως οι άνθρωποι πεθαίνουν μόνο όταν λησμονιούνται.
Από αυτούς το πήραμε κι εμείς και στα 90 χρόνια που κάηκε ο Πειραιάς εμείς γιορτάσαμε την αποτύπωση του ότι δεν είμαστε «φυσιολογικοί». Από αυτούς τους υπέροχους ανθρώπους δίχως όνομα που τους έβλεπα δίπλα μου στις κερκίδες, στα πούλμαν, στα τσιμέντα στο Παπαστράτειο, στις πορείες που φώτιζαν τις νύχτες και δεν μιλούσαν, μόνο κοιτιόμασταν συνωμοτικά, κλείναμε το μάτι και χαμογελούσαμε στραβά. Αλήτες ωραίοι και γνήσιοι, τόσο γνήσιοι που δεν έμπαιναν σε κανένα καλούπι. Από τους πατεράδες που μαράζωναν επειδή τα παιδιά τους «έμπλεξαν» με τις αλητείες και δεν θα έχουν το μέλλον που ονειρεύτηκαν γι’ αυτά κι όμως μετά από χρόνια υποκλίθηκαν μπροστά τους γιατί κατάφεραν να γίνουν το πιο σημαντικό πράγμα στο κόσμο αυτό. Άνθρωποι. Και έμαθαν να ’ναι άνθρωποι μέσα από δυσκολίες και σκοτάδια. Έμαθαν να προστατεύουν τον πιο «αδύναμο» μέσα στο πούλμαν, να δίνουν λεφτά σε αυτόν που δεν είχε να φάει ούτε μια τυρόπιτα για να δει τον δικό του Ολυμπιακό. Η αλληλεγγύη γυμνή, χωρίς φτιασιδώματα. Έμαθαν να κόβουν ένα τσαμπουκά και να ξέρουν πως ο άλλος είναι αντίπαλος και έχει ανθρώπους να τον περιμένουν. Στα δικά τους μάτια γιγαντώθηκε ο Θρύλος. Ξεκίνησε από εκείνο το καφενείο της Καραολή & Δημητρίου και έφτασε στα πέρατα του κόσμου.
Και όταν τα χρόνια άλλαξαν και όλοι αυτοί δεν έβρισκαν τη θέση τους στα μοντέρνα γήπεδα και στο ποδόσφαιρο που πια είχε γίνει εμπόρευμα, δεν κράτησαν καμία κακία. Πώς θα μπορούσαν άλλωστε; Πώς γίνεται να κακιώσεις σε κάτι που τόσο λατρεύεις; Έκαναν στο πλάι, ανέβηκαν στα ψηλά διαζώματα, πήγαν στις πλαϊνές θύρες, έκαναν παιδιά, ξανάγιναν παιδιά, μιλώντας τους για τον δικό τους Ολυμπιακό. Για τον δικό μας Ολυμπιακό που δεν χάνει ποτέ. Για τον Ολυμπιακό στα σκαλοπάτια και στα τσιμέντα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου