Τρίτη 22 Ιουνίου 2021

«Θα τα κάνουμε Περού»: Η καταστροφή της Λεωφόρου και τα άγνωστα «πριν» και «μετά»

Mέρος Β΄: Οι «αποδείξεις» 

Τελικά τι είχε συμβεί; Ήταν το ματς σικέ ή όχι; Είχε συμφωνηθεί (είτε πριν τον αγώνα είτε την ημέρα του αγώνα εξαρχής ή από κάποιο μεταγενέστερο σημείο) ρητά ή σιωπηρά να λήξει ισόπαλο, ώστε να επαναληφθεί ή όλα ήταν αποκυήματα της φιλύποπτης φαντασίας των οπαδών; Κανένας δεν μπορεί να είναι 100% σίγουρος. Στοιχεία και αποδείξεις δεν υπήρξαν και μόνο εκτιμήσεις μπορεί να γίνουν. Κατ' αρχάς δεν υπάρχει ομοφωνία για τον ορισμό ενός αγώνα ως σικέ ή καλύτερα στημένου. Εξαρτάται από το εύρος του περιεχομένου του ορισμού, αν, δηλαδή, είναι ευρύς ή στενός. Για πολλούς όταν ένα ματς είναι σκηνοθετημένο από κάποιους, με σκοπό, για κάποιο λόγο, να καταλήξει σε ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα τότε υπάρχει στήσιμο. Θα πρέπει λοιπόν κανείς να πιθανολογήσει, αφού προηγουμένως λάβει υπόψη του και αξιολογήσει κάποια αντικειμενικά στοιχεία γύρω από τον περίγυρο και όχι τον πυρήνα του συγκεκριμένου αγώνα, τα οποία όμως είναι υπαρκτά και αναμφισβήτητα. Ας τα δούμε, ένα προς ένα:


Του Θεολόγου Μιχαηλίδη

1. ΚΑΛΥΨΗ


Ήξεραν άραγε οι δύο ομάδες ότι θα καλύπτονταν και δεν θα τιμωρούνταν από τα αρμόδια θεσμικά ποδοσφαιρικά όργανα (δηλαδή την ΕΠΟ) σε περίπτωση που προσπαθούσαν να κάνουν ένα ματς σικέ; Η απάντηση είναι ΝΑΙ. Ως γνωστόν, μετά από μια μεγάλη αρχική κόντρα με την ΕΠΟ και ιδίως μετά την ίδρυση του πανίσχυρου, πλην όμως άτυπου και μη επίσημα θεσμικού ΠΟΚ, οι δύο μεγάλοι του ελληνικού ποδοσφαίρου κατάλαβαν ότι έπρεπε να αποκτήσουν και την τυπική και επίσημη εθνική νομιμοποίηση για τον έλεγχο του ελληνικού ποδοσφαίρου, η οποία, άλλωστε, ήταν απαραίτητη και για την διεθνή εκπροσώπηση του. Έτσι κατάφεραν να αποκτήσουν τον έλεγχο του μεγαλύτερου θεσμικού οργάνου, που ήταν η ΕΠΟ. Σταδιακά λοιπόν το Δ.Σ. της ΕΠΟ έφτασε να αποτελείται από μέλη, που κατ’ ουσία ήταν άνθρωποι, που προέρχονταν κυρίως από τις δύο μεγάλες ομάδες ή ήταν φιλικά προσκείμενοι σε αυτές ή- σε κάθε περίπτωση- επηρεάζονταν από τις ομάδες του ΠΟΚ. Ο ερυθρόλευκων φρονημάτων συμβολαιογράφος Αθ. Μέρμηγκας ήταν πρόεδρος της ΕΠΟ την εποχή, για την οποία μιλάμε. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Μέρμηγκας διετέλεσε Πρόεδρος όσο καιρό ήταν Πρόεδρος στον Ολυμπιακό ο Γ. Ανδριανόπουλος δηλ. από το 1954 ως το 1967. Ο Μέρμηγκας κατέχει, επίσης, το ρεκόρ συνολικής θητείας στο ως άνω αξίωμα (περίπου 25 χρόνια) αφού είχε και άλλες θητείες. Αλλά και άνθρωποι του ΠΑΟ είχαν διατελέσει πολλές φορές πρόεδροι της ΕΠΟ. Ουσιαστικά λοιπόν κουμάντο στην ΕΠΟ έκαναν οι δύο μεγάλοι (με την συμπληρωματική συνδρομή της ΑΕΚ) που είχαν μοιράσει μεταξύ τους τις κρίσιμες θέσεις επιρροής. Σημειωτέον ότι, κατά κανόνα, το κρίσιμο πόστο της ΕΠΟ, που ήταν αρμόδιο για την διαιτησία ανήκε προνομιακά στον ΠΑΟ. Ολυμπιακός και ΠΑΟ, λοιπόν, γνώριζαν εκ των προτέρων ότι η ελεγχόμενη ΕΠΟ ήταν απίθανο να θεωρήσει τελικά τον συγκεκριμένο αγώνα μεταξύ των δύο ομάδων προσυμφωνημένο και να αποδώσει ευθύνη ή πολύ περισσότερο να τιμωρήσει τις δύο ομάδες για επιδίωξη σικέ ισοπαλίας. Αυτό επιβεβαιώθηκε και στη πράξη, αφού η ολομέλεια της ΕΠΟ, με μεγάλη πλειοψηφία, αποφάσισε στη συνέχεια να άρει τον αρχικό μηδενισμό των δύο ομάδων και να μην τους καταλογίσει καμία υπαιτιότητα για όσα έγιναν στον επίμαχο αγώνα. Οι δύο ομάδες, ενάντια στο κοινό περί δικαίου αίσθημα, δεν υπέστησαν κάποιες σοβαρές και ουσιαστικές κυρώσεις, παρά τις βαριές κατηγορίες και τα φοβερά επεισόδια. Η ΕΠΟ δεν ενέδωσε στις πιέσεις της κυβέρνησης για επιβολή περαιτέρω αυστηρών κυρώσεων. Ο Μέρμηγκας δεν επηρεάστηκε ούτε από την καταστροφή του αυτοκινήτου του. Φυσικά και οι δύο ομάδες, από την πλευρά τους, απέφυγαν να κατηγορήσουν και να θεωρήσουν κάπου υπεύθυνη την ΕΠΟ. 

2. ΚΙΝΗΤΡΟ

Υπήρχε άραγε επαρκές κίνητρο για την επανάληψη του αγώνα; Η απάντηση είναι και εδώ ΝΑΙ και μάλιστα οικονομικό. Εκείνη την εποχή οι εισπράξεις από ποδοσφαιρικά ντέρμπι αποτελούσε την πιο βασική πηγή εσόδων για τις ομάδες. Τα γήπεδα ήταν κατάμεστα από χιλιάδες κόσμο στα ντέρμπι, ιδίως σε ντέρμπι Ολυμπιακού-ΠΑΟ. Ο κόσμος έκανε προεργασία μήνες νωρίτερα για το πώς θα καταφέρει να βρεθεί στο γήπεδο, σε ποιον να απευθυνθεί, ποιο μέσο ή γνωριμία θα χρησιμοποιήσει για να βρει εισιτήριο. Η μάχη για το μαγικό χαρτάκι κορυφωνόταν κυρίως την εβδομάδα πριν από το ντέρμπι και ιδίως από την ημέρα εκτύπωσης και κυκλοφορίας των εισιτηρίων και έπειτα. 

Δεν ήταν όμως μόνο οι ομάδες που περίμεναν πως και πως τις εισπράξεις από τα ντέρμπι. Ήταν και η ίδια η ΕΠΟ, που εισέπραττε το 30% επί των καθαρών εισπράξεων, δηλαδή αυτών που απέμεναν μετά την αφαίρεση-παρακράτηση του φόρου δημοσίων θεαμάτων και της υπάρχουσας τότε «πρόνοιας βορείων επαρχιών». Το γεγονός αυτό θα αρκούσε, από μόνο του, για να δικαιολογήσει την πλήρη κάλυψη, που παρέσχε η ΕΠΟ στις ομάδες, θεωρώντας ότι ουδέν μεμπτό είχε συμβεί. Η επανάληψη του αγώνα λοιπόν ήταν «βούτυρο στο ψωμί» της ΕΠΟ. Αλλά και οι παίκτες είχαν όφελος από τα εισιτήρια, ιδίως των ντέρμπι, αφού ένας σημαντικός αριθμός εισιτηρίων τους δινόταν στο χέρι και μπορούσαν να τα κάνουν ό, τι ήθελαν. Αυτό σήμαινε ότι μπορούσαν να τα πουλήσουν και να εισπράξουν αρκετά χρήματα. Μάλιστα ένας σημαντικός αριθμός εισιτηρίων, που διοχετευόταν στους μαυραγορίτες, προερχόταν από τα εισιτήρια που έπαιρναν οι παίκτες. Και εκείνη την εποχή η μαύρη αγορά ήταν πολύ ανθηρή επιχείρηση, αφού οι τιμές των εισιτηρίων σε μεγάλα ματς πολλές φορές μπορούσαν να φτάσουν ακόμη και στο δεκαπλάσιο ή εικοσαπλάσιο της ονομαστικής αξίας τους, μιας και ο κόσμος τότε κυριολεκτικά διψούσε για να παρακολουθήσει ένα ντέρμπι. 

Το πόσο σημαντικές θεωρούνταν οι εισπράξεις την εποχή εκείνη πιστοποιείται από την ίδια την ίδρυση και τη λειτουργία του ΠΟΚ, στο οποίο πρωτοστατούσαν οι Ολυμπιακός και ΠΑΟ, με την ΑΕΚ σε πιο συμπληρωματικό ρόλο. Ένας από τους βασικότερους σκοπούς του ΠΟΚ ήταν ο προσπορισμός εσόδων από εισπράξεις φιλικών αγώνων μεταξύ των τριών ομάδων, που περιβάλλονταν από αυξημένη αίγλη και σημασία, αφού συνοδεύονταν από έπαθλα κ.λπ. Με αυτό το σκεπτικό είχαν δημιουργηθεί και εξελιχθεί σε δημοφιλέστατες διοργανώσεις (περίπου άτυπους θεσμούς) τα Κύπελλα Χριστουγέννων και Πάσχα. Σε αυτά συχνά συμμετείχαν και πολύ καλές ξένες ομάδες, με αποτέλεσμα να μεγαλώνουν ακόμη περισσότερο το ενδιαφέρον και η προσέλευση των φιλάθλων. Τα Κύπελλα Χριστουγέννων και Πάσχα αποτέλεσαν επί δεκαετίες πόλο έλξης και επίκεντρο φανατισμού των οπαδών των τριών μεγάλων ομάδων και πάνω από όλα σημαντική πηγή εσόδων. Αδιάψευστη, επίσης, απόδειξη της σημασίας, που έδινε ιδίως η διοίκηση του Ολυμπιακού στα εισπρακτικά οφέλη των αγώνων ήταν και η απόσυρση της ομάδας του Ολυμπιακού από το Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης της περιόδου 1962/63, επειδή η κλήρωση στον πρώτο γύρο με την Μαλτέζικη Χιμπέρνιαν θεωρήθηκε εισπρακτικά ασύμφορη, λόγω του μικρού ονόματος της άσημης αντίπαλης ομάδας. Αντί λοιπόν να χαρεί η διοίκηση, που ο Ολυμπιακός έπεσε με πανεύκολη αντίπαλο και θα πέρναγε σίγουρα στενοχωρήθηκε και προτίμησε τον αυτοαποκλεισμό της ομάδας, για να αποφύγει την οικονομική ζημία των διπλών αγώνων! Για να τηρήσει βέβαια κάποια προσχήματα προς τα έξω ισχυρίστηκε πως δήθεν δεν επιτεύχθηκε συμφωνία στις ημερομηνίες διεξαγωγής των αγώνων και έτσι προτίμησε την αποχώρηση… Η εισπρακτική μανία της διοίκησης του Ολυμπιακού ήταν παροιμιώδης. Ακόμη και σε εσωτερικά διπλά και προπονήσεις κατά την έναρξη της θερινής προετοιμασίας έβαζε εισιτήριο για τους φιλάθλους που ήθελαν να παρακολουθήσουν! Μη ξεχνάμε ακόμη πως για καθαρά εισπρακτικούς λόγους, ο Ολυμπιακός δήλωσε συμμετοχή στο Κύπελλο Ράππαν το κατακαλόκαιρο του 1964 και στο τουρνουά του Καναδά το καλοκαίρι του 1967, δύο αποφάσεις που τελικά εξελίχθηκαν σε πηγές μεγάλων δεινών για την ομάδα. 

Ο ΠΑΟ ήταν ακόμη χειρότερος στο θέμα των εισπράξεων. Χαρακτηριστικό είναι το εξής απαράδεκτο παράδειγμα: Κατά τη διάρκεια της Κατοχής --το 1942-- ζητήθηκε από την Ένωση Ελλήνων Αθλητών ένα σημαντικό μέρος των εισπράξεων ενός φιλικού αγώνα ΠΑΟ-ΑΕΚ, που επρόκειτο να γίνει στη Λεωφόρο, να διατεθεί υπέρ όσων νοσηλεύονταν στο νοσοκομείο «Σωτηρία» με φυματίωση, ανάμεσα στους οποίους πολλοί ήταν αθλητές. Ο διοικητικός ηγέτης του ΠΑΟ Απ. Νικολαΐδης όμως ισχυρίσθηκε ότι αυτό δεν ήταν δυνατό, γιατί δήθεν δεν συμφωνούσαν οι Γερμανοί, που οι ίδιοι θα κανόνιζαν τα περί των εισπράξεων, αφού είχαν επιτάξει το γήπεδο. Ωστόσο οι ισχυρισμοί αυτοί του Νικολαΐδη καταρρίφθηκαν από μεταγενέστερα στοιχεία, που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας. Συμπέρασμα: Δεν άφηναν τίποτε να πάει χαμένο, για κανένα λόγο, όταν επρόκειτο για εισπράξεις. 

3. ΣΧΕΣΕΙΣ 

Οι σχέσεις μεταξύ Ολυμπιακού και ΠΑΟ ήταν άραγε τέτοιες, που να μπορούσαν να διευκολύνουν μια φτιαχτή επανάληψη του μεταξύ τους αγώνα; Η απάντηση είναι και πάλι ΝΑΙ. Σε διοικητικό επίπεδο εκείνες τις εποχές επί πολλά χρόνια (δεκαετίες ολόκληρες), Ολυμπιακός και ΠΑΟ δεν ήταν απλώς πολύ καλοί συνεταίροι και συνεργάτες στο πλαίσιο του ΠΟΚ. Ήταν κάτι περισσότερο. Ήταν φίλοι ή περίπου φίλοι. Αυτό οφείλεται κυρίως στην εκτίμηση και εμπιστοσύνη, που είχε πάντα για τον ΠΑΟ ο Πρόεδρος του Ολυμπιακού Γ. Ανδριανόπουλος. Ο Ανδριανόπουλος υπήρξε ο μακράν πιο φιλοπαναθηναϊκός πρόεδρος, που είχε ποτέ στην ιστορία του ο Ολυμπιακός. Ήταν πολύ φίλος τόσο του Λ. Πανουργιά όσο και του Απ. Νικολαΐδη και άλλων προσώπων, που είχαν για πολλά χρόνια το διοικητικό κουμάντο στον ΠΑΟ. Ακόμη και όταν το ΠΟΚ έπαψε να υπάρχει, η «αγάπη» του Ανδριανόπουλου για τον ΠΑΟ παρέμεινε αμετάβλητη. Ήταν μια αγάπη ανάμικτη με θαυμασμό και σεβασμό για την δεδομένη αριστοκρατικότητα, που διέκρινε τον ΠΑΟ. Για τον Ανδριανόπουλο, ο ΠΑΟ υπήρξε ανέκαθεν αξιοζήλευτο υπόδειγμα συλλόγου. Την συμπάθεια του για τον ΠΑΟ την απέδειξε επανειλημμένα και έμπρακτα. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Τη δημόσια προσωπική τοποθέτηση του, ως Προέδρου του Ολυμπιακού, από το βήμα της ΓΣ του ΠΑΟ του 1963, όταν αναγνώρισε ρητά και ανεπιφύλακτα την ανωτερότητα του ΠΑΟ έναντι του Ολυμπιακού σε ό, τι είχε σχέση με τον αθλητισμό και ευχήθηκε να μπορέσει ο Ολυμπιακός κάποια στιγμή να μπορέσει να φτάσει το τριφύλλι; Την κατάθεση του Ανδριανόπουλου υπέρ του Απ. Νικολαΐδη όταν ο τελευταίος διωκόταν, οπότε και είχε δηλώσει ότι ο Νικολαΐδης είχε τέτοια αξία, ώστε «όποιος στέκεται δίπλα στον Νικολαΐδη κανονικά θα έπρεπε να κρατά την ανάσα του»! Ακόμη και στα εγκαίνια του «Τάφου του Ινδού», ο Ανδριανόπουλος είχε σπεύσει να πάει, αν και αφορούσε άλλο άθλημα (μπάσκετ) για το οποίο όχι μόνο δεν είχε ιδέα, αλλά και δεν το συμπαθούσε διόλου. Η παροιμιώδης «αγάπη» του για τον κατά τα άλλα αντίπαλο ΠΑΟ φάνηκε και πολύ αργότερα, στα μέσα της δεκαετίας του 1970, όταν, σε αντίθεση με τους εν ενεργεία δικαστικούς της αρμόδιας επιτροπής, ψήφισε υπέρ των πράσινων και τους έσωσε από υποβιβασμό στην Β΄ Εθνική στην περίφημη υπόθεση «δωροδοκίας των λουλουδιών». Όπως είχε δηλώσει τότε ο ίδιος, δεν πήγαινε η καρδιά του να ρίξει τον ΠΑΟ κατηγορία. Του φαινόταν αδιανόητη μια Α΄ Εθνική χωρίς ΠΑΟ. Όπως ο ίδιος είχε πει τότε: «Αν δεν παίζουμε με τον ΠΑΟ, τότε με ποιον θα παίζουμε, ώστε να γεμίζουν τα γήπεδα;»

Βέβαια τη δεδομένη στιγμή του συγκεκριμένου αγώνα, το 1964, οι διοικητικές σχέσεις των δύο ομάδων δεν ήταν ειδυλλιακές, όπως παλιότερα, ή όπως ήταν πριν από λίγα χρόνια, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960. Από το 1963, οι σχέσεις είχαν διαταραχθεί, καθώς ο πανίσχυρος τότε ΠΑΟ έκρινε ότι δεν είχε ανάγκη πλέον την συνεργασία με τον Ολυμπιακό. Μάλιστα είχε εξαγγείλει και την επιθυμία του για διάλυση του ΠΟΚ, κάτι που τελικά υλοποιήθηκε παρά τις προσπάθειες να αποσοβηθεί. Ωστόσο οι παλιές και μακροχρόνιες σχέσεις μεταξύ των συλλόγων δεν μπορούσαν να κοπούν με το μαχαίρι. Ανάμεσα στις δύο ομάδες υπήρχε μια συνεργασία σχεδόν σαράντα χρόνων, αφού το ΠΟΚ ιδρύθηκε στη δεκαετία του 1920. Τα πρόσωπα που αποτελούσαν τη διοίκηση των δύο συλλόγων παρέμεναν τα ίδια και δεν ήταν απλώς γνωστοί, αλλά πολλοί από αυτούς ήταν και προσωπικοί φίλοι μεταξύ τους. Επιπλέον, τη συγκεκριμένη στιγμή, οι διαφορές που είχαν δημιουργηθεί μεταξύ των δύο ομάδων μπορούσαν άνετα να παραμερισθούν προ ενός κοινού κινδύνου και ενός κοινού συμφέροντος όπως στη συγκεκριμένη επίμαχη περίπτωση. Για τον λόγο αυτό, και η μεταξύ τους συνεργασία στην υπόθεση για την οποία μιλάμε σήμερα υπήρξε άψογη, αφού υπήρχε ήδη ένα μακρόχρονο υπόβαθρο. Φυσικά στις τοποθετήσεις τους μετά τα γεγονότα της Λεωφόρου, οι δύο ομάδες απέφυγαν να κατηγορήσουν η μια την άλλη για τα γεγονότα. Μάλιστα η διοίκηση Ανδριανόπουλου πλειοδότησε και πάλι, αφού στην ανακοίνωση, που εξέδωσε μετά τα επεισόδια φρόντισε να εκφράσει ρητά «την συμπάθεια» του Ολυμπιακού προς στον ΠΑΟ. Θα το πούμε πάλι για να το εμπεδώσουμε πως όταν καταστράφηκε η Λεωφόρος (1964), είχε περάσει λιγότερος από ένας χρόνος από την έναρξη των διεργασιών για τη διάλυση του ΠΟΚ, διάστημα που ήταν πολύ μικρό για να διαρραγούν πλήρως οι καλές σχέσεις Ολυμπιακού και ΠΑΟ που κρατούσαν από τη δεκαετία του 1920. Οι σχέσεις αυτές είχαν διατηρηθεί σε ένα ευπρεπές και πολιτισμένο επίπεδο, κατάλοιπο της πολυετούς συνεργασίας τους στο πλαίσιο του ΠΟΚ. Βέβαια, στο μέλλον, οι σχέσεις θα χειροτέρευαν συνεχώς, ιδίως από το 1965 και μετά, με τη σαφώς μεγαλύτερη υπαιτιότητα γι' αυτό να ανήκει στους πράσινους. Η ισχυροποίηση του Ολυμπιακού, με τον ερχομό του Μπούκοβι, που έθεσε τέρμα στην εξαετή ηγεμονία του τριφυλλιού, συνέβαλε στο να μεγαλώσει πολύ η αντιπάθεια και ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο συλλόγων. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε καμπανάκι για τον καλομαθημένο ΠΑΟ, που δεν μπορούσε να χωνέψει ότι είχε χάσει πλέον τα πρωτεία. Ωστόσο η αντιπαλότητα μεταξύ των δύο ομάδων μεταβλήθηκε σε ατελείωτη έχθρα από την αρχές της δεκαετίας του 1970 και την ανάληψη της ηγεσίας του Ολυμπιακού από τον Γουλανδρή, γεγονός που για τους πράσινους δεν ήταν απλό καμπανάκι, αλλά κάτι σαν το «Μπιγκ Μπεν». Η απόλυτη υλοποίηση της διαφαινόμενης ερυθρόλευκης ποδοσφαιρικής κυριαρχίας προκάλεσε απελπισία, αλλά και μένος, στον ΠΑΟ, που έβλεπε πως η παντοδυναμία του 1960 αποδείχθηκε τελικά φενάκη, πως όχι μόνο τίτλο δεν μπορούσε πια να πάρει, αλλά ούτε καν να κερδίσει την παραμικρή μεταγραφική μάχη, παρά την μεγάλη διάθεση του Παύλου Γιαννακόπουλου, ο οποίος είχε δραστηριοποιηθεί τότε πολύ ενεργητικά, μη λογαριάζοντας οικονομικές θυσίες.

Τα όσα προαναφέραμε, βέβαια, ίσχυαν κυρίως σε διοικητικό επίπεδο. Οι παίκτες των δύο ομάδων μπορεί να ήταν ακόμη και φίλοι μεταξύ τους, αλλά μέσα στο γήπεδο τα ξεχνούσαν όλα και έπαιζαν μαχητικά και μόνο για την ομάδα τους. Πολύ δύσκολα λοιπόν θα αγωνιζόντουσαν αδιάφορα, από μόνοι τους. Αν όμως γνώριζαν ότι είχαν κάλυψη, ανοχή, προστασία η πολύ περισσότερο ώθηση από τις διοικήσεις των ομάδων τους ή ενδεχομένως και από την ομοσπονδία τα πράγματα θα μπορούσαν να ήταν διαφορετικά. Όσον αφορά τέλος τους οπαδούς των δύο ομάδων αυτοί σε καμία περίπτωση δεν διακατέχονταν από πνεύμα παρόμοιο με αυτό του Ανδριανόπουλου. Μπορεί να μην υπήρχε το ίδιο με το μεταγενέστερο μίσος, αλλά η φίλαθλη αντιπαλότητα μεταξύ Ολυμπιακού και ΠΑΟ ήταν ανέκαθεν τεράστια. 

Σημειωτέον ότι οι πολύ καλές σχέσεις μεταξύ Ολυμπιακού και ΠΑΟ εκείνη την εποχή και ιδίως λίγα χρόνια πριν από τον συγκεκριμένο αγώνα είχαν δώσει λαβή για να αναπτυχθούν κάποιες θεωρίες και υπόνοιες για σικέ έκβαση και διανομή των τίτλων την περίοδο 1959/60. Την σεζόν εκείνη ο Ολυμπιακός, στην τελευταία αγωνιστική του πρωταθλήματος, υπέστη μια πρωτοφανή βαριά ήττα με 1-4 από τον ΠΑΟ στο Καραϊσκάκη. Η νίκη αυτή του ΠΑΟ, σε συνδυασμό με την ήττα της πρωτοπόρου ΑΕΚ από τον Πανιώνιο την ίδια μέρα επέτρεψαν την ισοβαθμία των ομάδων ΠΑΟ και ΑΕΚ, με αποτέλεσμα στον αγώνα μπαράζ για τον τίτλο που ακολούθησε ο ΠΑΟ να νικήσει την ΑΕΚ 2-1 και να πάρει ανέλπιστα το πρωτάθλημα το 1960. Ο Ολυμπιακός μπορεί να ήταν βαθμολογικά αδιάφορος, αλλά είχε πολλές δεκαετίες να χάσει μέσα στο γήπεδο του και μάλιστα τόσο εύκολα από τον ΠΑΟ. Η εμφάνιση του Ολυμπιακού ήταν απογοητευτική. Ακούστηκαν και γράφτηκαν τότε πολλά για ένα γελοίο αυτογκόλ και ένα ανόητο πέναλτι των παικτών του Ολυμπιακού, χάρις στα οποία ο ΠΑΟ εξασφάλισε τη μεγάλη νίκη του σε εκείνο το ματς. Σαν να μην έφταναν αυτά οι υποψίες αυξήθηκαν από την έκβαση του Κυπέλλου Ελλάδας της ίδιας περιόδου, το οποίο κατέκτησε ο Ολυμπιακός με περίπατο, κατανικώντας 3-0 τον επίσης απογοητευτικό εκείνη τη μέρα ΠΑΟ. Πολλοί μίλησαν για ανταπόδοση από τον ΠΑΟ προς τον Ολυμπιακό στο Κύπελλο μιας αγωνιστικής χάρης -αβροφροσύνης, που είχε κάνει ο Ολυμπιακός στον ΠΑΟ στο πρωτάθλημα. Λίγα χρόνια αργότερα (1965) πάλι την τελευταία αγωνιστική ο αδιάφορος και τότε Ολυμπιακός ισοφάρισε 3-3 (από 3-1 που έχανε) με δύο γκολ που σημείωσε στο τελευταίο δεκάλεπτο, την ΑΕΚ στη Ν. Φιλαδέλφεια, στερώντας της έτσι την δυνατότητα να ισοβαθμήσει με τον ΠΑΟ, ο οποίος την ίδια ώρα είχε φτάσει μια ανάσα από τον μηδενισμό στον Βόλο, όπου το ματς είχε διακοπεί σε βάρος του. Οι ΑΕΚτζήδες είχαν παραπονεθεί τότε και για τις δύο αυτές «εξυπηρετήσεις» του Ολυμπιακού προς τον ΠΑΟ.

4. ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ 

Υπήρχαν στο παρελθόν και ιδίως εκείνα τα χρόνια παρόμοιες περιπτώσεις ύποπτης επανάληψης ενός αγώνα στις αναμετρήσεις μεταξύ των δύο ομάδων; Θα μπορούσε κάποιος να μιλήσει για έννοιες όπως «συρροή» και «υποτροπή»; Η απάντηση για μια ακόμη φορά είναι NAI και μάλιστα επανειλημμένα και μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη χρονολογική τους σειρά:

α) 1957: Τον Ιούλιο του 1957 ΠΑΟ και Ολυμπιακός είχαν ισοβαθμήσει στην πρώτη θέση του πρωταθλήματος μετά από τη νίκη του ΠΑΟ επί του Ολυμπιακού με 1-0 στην τελευταία αγωνιστική. Ο τίτλος του πρωταθλητή Ελλάδας θα κρινόταν σε αγώνα μπαράζ ανάμεσα στις δύο ομάδες στην ουδέτερη Ν. Φιλαδέλφεια. Ο αγώνας διεξήχθη την 15/7/1957, μέσα σε αφόρητη ζέστη, και έληξε τελικά μετά από παράταση ισόπαλος 0-0, αν και ο ΠΑΟ αγωνιζόταν με δέκα παίκτες από τα πρώτα λεπτά, λόγω αποβολής του Αγγελόπουλου. Συνεπώς θα έπρεπε να ακολουθήσει άμεσα νέος αγώνας, επαναληπτικός του μπαράζ, πάλι στη Ν. Φιλαδέλφεια. Την επομένη του πρώτου αγώνα μπαράζ η εφημερίδα ‘’Έθνος’’ στις αθλητικές της σελίδες, σχολιάζοντας το ματς, αφού το χαρακτήρισε «ιλαροτραγωδία» και «αηδές θέαμα ποδοσφαιρικής ασχήμιας» δεν δίστασε να υπογραμμίσει ότι στο φίλαθλο κοινό επικρατούσε εξαρχής η εντύπωση πως ήταν πιθανό να υπάρξει «φιάσκο επαναλήψεων», με σκοπό οι δύο ομάδες να αποκομίζουν χρηματικά οφέλη από επαναλαμβανόμενους αγώνες. Ωστόσο η εφημερίδα έσπευσε ταυτόχρονα να διευκρινίσει ότι δεν θεωρούσε το μπαράζ «σικέ». Η υποψία αυτή είχε διατυπωθεί και από άλλους. Η κριτική αυτή πιθανότατα συνέβαλλε στο να μην υπάρξει τίποτε μεμπτό στον επαναληπτικό του μπαράζ, που έγινε την 18/7/1957 και έληξε με νίκη του Ολυμπιακού, που κατέκτησε το πρωτάθλημα. Ωστόσο σε πολλούς καχύποπτους δεν άρεσε το γεγονός ότι μέσα σε μια μόλις εβδομάδα είχαν μεσολαβήσει τρεις αλλεπάλληλοι αγώνες πρωταθλήματος Ολυμπιακού-ΠΑΟ (ένας κανονικός και δύο μπαράζ) προκειμένου να κριθεί ο τίτλος. Η ιστορία αυτή και όσα γράφτηκαν τότε συντέλεσαν στο να αλλάξει ο τρόπος ανάδειξης του πρωταθλητή σε περίπτωση ισοβαθμίας, ώστε να αποκλειστεί κάθε δυνατότητα διεξαγωγής συνεχών επαναληπτικών αγώνων μπαράζ. Έτσι σε περίπτωση ισοβαθμίας δύο ομάδων θα γινόταν πλέον μόνο ένας αγώνας μπαράζ και σε περίπτωση που κι αυτός τελείωνε ισόπαλος το πρωτάθλημα θα έπαιρνε η ομάδα, η οποία κατά την κανονική διάρκεια του πρωταθλήματος είχε τον καλύτερο συντελεστή τερμάτων (ενεργητικού-παθητικού). Με αυτόν ακριβώς τον τρόπο πήρε η ΑΕΚ το πρωτάθλημα το 1963 από τον ΠΑΟ. Αυτή η αλλαγή όμως αφορούσε μόνο το πρωτάθλημα και όχι το κύπελλο. 

β) 1960: Τον Αύγουστο του 1960 ΠΑΟ και Ολυμπιακός βρέθηκαν αντίπαλοι στην Λεωφόρο στον τελικό του Κυπέλλου Ελλάδας. Το ματς έγινε εκ νέου σε συνθήκες καύσωνα και μετά από παράταση έληξε ισόπαλο 1-1. Ως εκ τούτου ο τελικός έπρεπε να επαναληφθεί ξανά, γεγονός που σήμαινε νέες εισπράξεις και νέα οικονομικά οφέλη για τις δύο ομάδες. Ωστόσο αυτή τη φορά ο ισόπαλος αγώνας προκάλεσε πολύ μεγαλύτερο σάλο στο φίλαθλο κοινό και πολύ χειρότερη κριτική από τον τύπο. Οι οπαδοί των δύο ομάδων, παρά την παρουσία στο γήπεδο του πρωθυπουργού Καραμανλή, δεν δίστασαν να αποδοκιμάσουν άγρια παίκτες και διοικήσεις, αποκαλώντας τους «απατεώνες», εξαιτίας του χλιαρού και αδιάφορου παιχνιδιού τους στο δεύτερο ημίχρονο, όταν και έδειχναν σαν να μην ενδιαφέρονταν να αλλάξει το ισόπαλο αποτέλεσμα. Η «Ελευθερία» την 9/8/1960 έγραψε ότι ο αγώνας αποτέλεσε «ντροπή για το νόημα του αθλητισμού». Το «Έθνος» την επομένη (8/8/1960) έγραψε ότι «ο αγώνας ελάχιστα απείχε από φιλικό ματς». Πριν από τον αγώνα είχαν κυκλοφορήσει έντονες φήμες ότι ο αγώνας ήταν συμφωνημένος να έρθει ισόπαλος, με συνέπεια να εκδοθεί μια πρωτοφανής ανακοίνωση από τις ομάδες, που διαβεβαίωνε ότι ο αγώνας θα ήταν απόλυτα καθαρός. Αυτό ίσως συνέβη επειδή η ζήτηση των εισιτηρίων δεν ήταν τόσο τεράστια, όπως συνήθως. Ωστόσο ΕΠΟ και κυβέρνηση έμειναν ασυγκίνητες από τις υποψίες, μολονότι στον Καραμανλή κάθε άλλο παρά άρεσαν οι φωνές και οι βρισιές του κόσμου παρουσία του. Τελικά, λόγω υποχρεώσεων του ΠΑΟ σε τουρνουά του εξωτερικού, αλλά και του προχωρημένου καλοκαιριού, ο νέος τελικός επαναλήφθηκε μετά ένα μήνα την 11/9/1960 στο Καραισκάκη και έληξε με άνετη νίκη του ανώτερου Ολυμπιακού με 3-0. 

γ) 1962: Δύο χρόνια αργότερα και δύο χρόνια πριν από τον επίμαχο τελικό της Λεωφόρου και συγκεκριμένα την 27/6/1962 διεξήχθη, πάλι μέσα σε καύσωνα, ο τελικός του Κυπέλλου Ελλάδας μεταξύ Ολυμπιακού και ΠΑΟ στη Ν. Φιλαδέλφεια. Το ματς αυτό θεωρήθηκε προπομπός για τις βιαιότητες και τα επεισόδια του επίμαχου αγώνα του 1964, στον οποίο καταστράφηκε η Λεωφόρος. Ο αγώνας διακόπηκε στο πέμπτο λεπτό της παράτασης με το ματς να είναι ισόπαλο χωρίς γκολ, επειδή ήταν αντικειμενικά αδύνατο να συνεχιστεί. Ο λόγος ; Είχε πέσει σκοτάδι (είχε παρέλθει η 8η βραδινή) και το γήπεδο δεν διέθετε τότε προβολείς. Από την ώρα έναρξης του ματς είχαν περάσει τρεις ώρες και δέκα λεπτά και ο αγώνας ήταν ακόμη στην αρχή της ημίωρης παράτασης. Οι λόγοι της τεράστιας καθυστέρησης ήταν πολλοί. Στο πρώτο ημίχρονο χρειάστηκαν περίπου 20 λεπτά για να τελειώσουν οι διαμαρτυρίες και να αποχωρήσουν από γήπεδο τρεις αποβληθέντες παίκτες, δύο του Ολυμπιακού (Σ. και Α. Παπάζογλου) και ένας του ΠΑΟ (Παπαεμμανουήλ) . Στο ημίχρονο η διακοπή, αντί για ένα τέταρτο, διήρκεσε πάνω από μια ώρα, αφενός μεν διότι κατά την διάρκεια του ημιχρόνου οι δύο ομάδες συνέταξαν και κατέθεσαν μακροσκελείς ενστάσεις, αφετέρου δε διότι, λόγω της μεγάλης καθυστέρησης, η κατάσταση στο γήπεδο είχε γίνει πολύ έκρυθμη και επεισοδιακή. Ως ήταν φυσικό οι θεατές είχαν εξαγριωθεί από την τεράστια καθυστέρηση της έναρξης του δευτέρου ημιχρόνου και δεν ήξεραν τι να υποθέσουν. Ουδείς μπήκε στον κόπο να τους ενημερώσει για τους ακριβείς λόγους της καθυστέρησης, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει ένα όργιο φημολογιών. Η αδημονία μετατράπηκε σε αγανάκτηση. Οι θεατές άρχισαν να βρίζουν και να πετούν στον αγωνιστικό χώρο εκατοντάδες πλαστικές φιάλες, καφάσια, διαφημιστικά πανό, πινακίδες ακόμη και 2-3 καπνογόνα. Ο αγωνιστικός χώρος έπρεπε να καθαριστεί προκειμένου να ξεκινήσει το δεύτερο ημίχρονο. 

Πολλοί περίμεναν ότι ο Ελβετός διαιτητής δεν θα ξανάρχιζε το ματς μετά από τόσο μεγάλη διακοπή και μέσα σε τέτοια ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα. Παρόλα αυτά ο διαιτητής ανέλαβε την ευθύνη και συνέχισε, αλλά το ματς δεν τελείωσε, όπως προαναφέρθηκε. Οι περισσότεροι φίλαθλοι θεώρησαν την μεγάλη καθυστέρηση και κυρίως την τεράστια επιμήκυνση της ως σκόπιμες ενέργειες, προερχόμενες από συμπαιγνία των δύο ομάδων, με σκοπό την ισοπαλία, την διακοπή και την διεξαγωγή επαναληπτικού τελικού και νέων εισπράξεων. Άλλωστε οι ομάδες γνώριζαν ότι σε περίπτωση παράτασης ο αγώνας θα ήταν αδύνατο να τερματιστεί κανονικά, αφού μοιραία θα είχε πέσει σκοτάδι. Όλος ο τύπος την άλλη μέρα μιλούσε για «αξιοθρήνητη πρωτοφανή παρωδία» και για την πεποίθηση των περισσοτέρων φιλάθλων περί σικέ αγώνα, με στόχο την επανάληψη του τελικού. Ο αντίλογος περί των επεισοδίων του πρώτου ημιχρόνου δεν στάθηκε ικανός να διασκεδάσει αυτή την εντύπωση. Τα όσα μονίμως και διαρκώς υποστηρίζονταν περί καύσωνα και σχετικής καταπόνησης των παικτών κατάντησαν τελικά να φαντάζουν σε πολλούς περισσότερο ως ένα a priori απαραίτητο μέρος του όλου σεναρίου/σκηνικού, παρά ως ένα εύλογο επιχείρημα ή μια βάσιμη δικαιολογία. Οι υποψίες των οπαδών για σκηνοθετημένο ματς αυξήθηκαν πολύ από την άσχημη απόδοση των ποδοσφαιριστών των δύο ομάδων στο δεύτερο ημίχρονο. Έπαιζαν νωχελικά και ανόρεχτα, λες και δεν ήθελαν να αλλάξει τίποτε στην ισόπαλη έκβαση του αγώνα.

Τόσες πολλές και συχνές περιπτώσεις αγώνων Ολυμπιακού-ΠΑΟ, με τόσες ομοιότητες, μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα (μόλις μια επταετία) που όλες τους να αφορούν επανάληψη ισόπαλων ντέρμπυ δύσκολα μπορούν να εξηγηθούν ή να αποδοθούν σε συμπτώσεις. Απόλυτη βεβαιότητα, όπως είπαμε, δεν μπορεί να υπάρξει. Ακόμη και σήμερα οι δημοσιογράφοι, όταν ασχολούνται (επιδερμικά πάντοτε, αφού ποτέ δεν ερευνούν) με τον επίμαχο αγώνα, αμφιβάλλουν ή αποφεύγουν να καταθέσουν τη γνώμη τους. 

Εκτίμηση-Συμπέρασμα: Η αξιολόγηση των προαναφερόμενων μάλλον δείχνει ότι ο επίμαχος τελικός του 1964, με συναίνεση των δύο ομάδων και ερήμην των φιλάθλων, πήγαινε ηθελημένα και σκόπιμα φουλ για ισοπαλία, με σκοπό την επανάληψή του. Απλώς οι εμπνευστές και πρωταγωνιστές του σεναρίου είχαν υποτιμήσει αυτό που λέγεται: «φωνή λαού, οργή θεού». 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου