Παρασκευή 7 Μαΐου 2021

Εκτός οκτάδας Ευρωλίγκας: Ποιοι; Εμείς που πέρσι --επιτέλους-- ισοφαρίσαμε τον Αμύντα

Τώρα που στη πλειοψηφία των οπαδών μας επικρατεί και πάλι αγανάκτηση, εκνευρισμός, απογοήτευση και εν πολλοίς καταστροφολογία για τη φετινή, αλλά και την μελλοντική πορεία της ομάδας μπάσκετ, παραμένω ψύχραιμος. Σε αυτό βοηθάει το ότι μπορώ να κάνω αναδρομή σε ολόκληρη την ιστορία ενός τμήματος, την οποία την ξέρω και την έχω ζήσει, και όχι αποκλειστικά ή επιλεκτικά σε κάποιες επί μέρους πρόσφατες θριαμβευτικές εποχές. 






Του Θεολόγου Μιχαηλίδη

Κατ' αρχάς, δεν θεωρώ πως είμαστε ο «ομφαλός της γης», η ομάδα που πάντα έχει ένα προνομιακό συμβόλαιο με την επιτυχία και πρέπει να προκρίνεται οπωσδήποτε στο Final Four και ασυζητητί, εξ ορισμού, στην οκτάδα, ιδίως μάλιστα υπό τις σημερινές συνθήκες. Εξάλλου δεν είμαστε φέτος οι μόνοι που μείναμε εκτός οκτάδας. Μαζί μας είναι ομάδες με μεγαλύτερη παράδοση και επιτυχίες από μας όπως π.χ. η Μακάμπι, αλλά και ο βάζελος, του οποίου μάλιστα η φετινή αποτυχία είναι πολύ χειρότερη από τη δική μας και προστίθεται σε ένα δικό του μακροχρόνιο αποτυχημένο σερί. Κάνοντας λοιπόν μια τέτοια αναδρομή, εκείνο που βλέπω, πάνω από όλα, είναι πόσο περήφανους μας έχει κάνει το άθλημα του μπάσκετ, μολονότι, σε γενικές γραμμές και σε διαχρονική βάση, οι διοικήσεις της ομάδας λίγες φορές, τόσο σε αριθμό όσο και χρονική διάρκεια, έχουν προσέξει το τμήμα όπως θα έπρεπε και όπως του αξίζει. Ιστορικά και παραδοσιακά και σε αντίθεση με τον αιώνιο αντίπαλο, το μπάσκετ στον Ολυμπιακό, σε γενικές τουλάχιστον γραμμές, δεν είχε τύχει του ενδιαφέροντος και της φροντίδας που του αναλογούσαν. Έχει περάσει και υποφέρει πολλά. Συνεπώς, και πάλι καλά να λέμε, που έχουμε καταφέρει τόσα πράγματα στο μπάσκετ. Καταλαβαίνω όσους φωνάζουν και διαμαρτύρονται, ζητώντας π.χ. αύξηση του budget. Ωστόσο πρέπει να θυμηθούν ότι τη διετία 2008-2010, όταν είχαμε το υψηλότερο budget στην Ευρώπη (τετραπλάσιο ή πενταπλάσιο από το σημερινό), με τους πιο ακριβοπληρωμένους μπασκετμπολίστες, και πάλι υπήρχε μεγάλη γκρίνια, γιατί οι επιτυχίες δεν ήταν ανάλογες με τις επιθυμητές και τις αναμενόμενες, τόσο σε Ελλάδα όσο και σε Ευρώπη. Αντίθετα το back to back στην Ευρωλίγκα έγινε με ομάδα, που είχε πολύ μειωμένο budget. 

ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΣΕ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ:
ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΑΜΥΝΤΑ 

Αρκετά με τα εισαγωγικά, στα οποία, ωστόσο, θα επανέλθουμε αργότερα. Σήμερα έχουμε μια ιστορία από το απώτερο παρελθόν, που φαινομενικά μοιάζει άσχετη με τα προαναφερόμενα, αλλά δεν είναι, τουλάχιστον όχι εντελώς. Θα την ξεκινήσω με ένα προβοκατόρικο ερώτημα; Ξέρετε τι χρωστάει η ιστορία του μπασκετικού Ολυμπιακού στην αναπτυξιακή ομάδα μας, στον λεγόμενο και Ολυμπιακό Β΄, που συμμετείχε πέρυσι στην Α2; Αποκλείεται να το βρείτε. Την αποκατάσταση μιας αρνητικής παράδοσης της ομάδας σε επίσημους αγώνες πρωταθλήματος. Ξέρετε εναντίον ποιου αντιπάλου; Κρατήστε την αναπνοή σας! Εναντίον του Αμύντα! Χάρις σε αυτή την αναπτυξιακή ομάδα, κατορθώσαμε επιτέλους να ισοφαρίσουμε μετά από 60 ολόκληρα χρόνια (!) σε νίκες την ομάδα του Υμηττού, σε αγώνες πρωταθλήματος. Πράγματι, με τις δύο περυσινές νίκες μας, φτάσαμε τις 8 νίκες σε επισήμους αγώνες πρωταθλήματος, όσες δηλαδή είχε και Αμύντας στους μεταξύ των δύο ομάδων αγώνες. Έτσι σε ένα σύνολο 16 αγώνων οι δύο ομάδες έχουν από 8 νίκες και από 8 ήττες. Από αυτούς τους αγώνες, οι 6 έγιναν για τη μεγάλη κατηγορία, δηλαδή το πρωτάθλημα Α΄ Εθνικής κατηγορίας, με απολογισμό 5 νίκες του Ολυμπιακού και μία του Αμύντα. Άλλοι 8 αγώνες έγιναν για το πρωτάθλημα Α΄ Αθηνών-Πειραιώς, με απολογισμό 7 νίκες του Αμύντα και μια μόνο του Ολυμπιακού. Τέλος, άλλοι 2 αγώνες, οι περυσινοί για το πρωτάθλημα Α2, έληξαν αμφότεροι με νίκες του Ολυμπιακού. 

Η υπεροχή του Αμύντα σε νίκες σε βάρος του Ολυμπιακού στο Πρωτάθλημα Α΄ Αθηνών είναι ένα πραγματικά αξιοσημείωτο κατόρθωμα και δεν πρέπει να υποτιμηθεί για τον λόγο ότι οι νίκες αυτές δεν έγιναν για το πρώτο τη τάξει πρωτάθλημα. Και τούτο για πολλούς λόγους: (α) το αθλητικό μέγεθος του Ολυμπιακού δεν συγκρίνεται με το αντίστοιχο του Αμύντα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται από κάθε πλευρά, (β) Ο Ολυμπιακός το 1960, δηλαδή περίπου δύο χρόνια προτού ξεκινήσει το φοβερό σερί του Αμύντα, είχε κατακτήσει το Πρωτάθλημα Ελλάδας και ήταν η πρώτη ελληνική ομάδα που είχε παίξει στο Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης, ενώ την ίδια ώρα ο Αμύντας πάλευε να εδραιωθεί στον χάρτη των μικρών/κατώτερων τοπικών κατηγοριών, (γ) Η προσπάθεια και η επιθυμία του Ολυμπιακού να επιστρέψει στη μεγάλη κατηγορία, όπου φυσιολογικά ανήκε, εύλογα (για να μην πω «υποχρεωτικά») οπωσδήποτε θα έπρεπε να ήταν μεγαλύτερες και εντονότερες από αυτές του μικρού Αμύντα, στον οποίο τέτοιες φιλοδοξίες ήταν μέχρι τότε σχεδόν άγνωστες και μάλλον άπιαστες. Ωστόσο το εκπληκτικό ήταν ότι τελικά ο Αμύντας ανέβηκε στη μεγάλη κατηγορία την περίοδο 1966/67, δηλαδή γρηγορότερα από τον Ολυμπιακό, ο οποίος τον ακολούθησε ένα χρόνο αργότερα (!) 

Στο σημείο αυτό πρέπει να διευκρινίσω ότι το πρωτάθλημα Α΄ Αθηνών-Πειραιώς ήταν παλαιότερα το βασικό κομμάτι του αντίστοιχου πρωταθλήματος Α2. Από το πρωτάθλημα αυτό έβγαιναν οι 2 πρώτες ομάδες, που συμπληρώνονταν από άλλες 2 από το Πρωτάθλημα Θεσσαλονίκης, καθώς και από άλλες 2 από όλα τα επαρχιακά πρωταθλήματα. Οι 6 αυτές ομάδες σχημάτιζαν ένα όμιλο και έπαιζαν μεταξύ τους σε σύστημα πουλ (όλοι εναντίον όλων). Στη μεγάλη κατηγορία (την Α΄ Εθνική) ανέβαιναν οι 2 πρώτες ομάδες της βαθμολογίας του ομίλου αυτού. Στη πράξη, οι ισχυρές ομάδες προέρχονταν από τα πρωταθλήματα των δύο μεγάλων πόλεων, ενώ οι επαρχιακές ομάδες ήταν κατά κανόνα ανίσχυρες και έπαιζαν διακοσμητικό ρόλο, προσδίδοντας μια επίφαση δημοκρατικότητας και αντιπροσωπευτικότητας στη διοργάνωση. 

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΜΥΝΤΑ

Η ομάδα του Υμηττού έχει αγωνιστεί συνολικά 4 χρονιές στην μεγάλη εθνική κατηγορία, με καλύτερη εμφάνιση την παρθενική της περιόδου 1966/67, όταν και κατέλαβε την 4η θέση στον βαθμολογικό πίνακα, με κόουτς τον παλιό παίκτη του ΠΑΟ Νίκο Μήλα. Μάλιστα η πολύ επιτυχημένη πορεία του Αμύντα καθιέρωσε ως κόουτς τον Μήλα, με αποτέλεσμα να τον προσλάβει την επόμενη περίοδο η ΑΕΚ και με αυτόν στον πάγκο να πάρει το πολυδιαφημισμένο (μέχρι και ταινία έγινε) Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης του 1968. Ο πασίγνωστος πλέον Μήλας θα προσληφθεί στον Ολυμπιακό τη περίοδο 1970/71 και θα είναι αυτός που ανακαλύψει τον Γιαντζόγλου. Όμως δεν θα μακροημερεύσει στον Πειραιά. Σε λίγους μήνες θα απολυθεί. Ο Αμύντας έχει βγάλει μερικές μεγάλες προσωπικότητες του αθλήματος κυρίως κατά την δεκαετία του 1960. Συγκεκριμένα, έχει αναδείξει τον σπουδαίο πλεϊμέικερ Χρήστο Ζούπα, που αργότερα πρωταγωνίστησε στη μεγάλη ομάδα της ΑΕΚ, της δεκαετίας του 1960. Ο Ζούπας αγωνίστηκε στην δεκαετία του 1960 στη «Μικτή Ευρώπης» («FIBA European Selection»), που αποτελούσε επίσημο θεσμό της ΦΙΜΠΑ για πολλά χρόνια. Ο Ζούπας ήταν και ο θεμελιωτής της άσχημης παράδοσης του Ολυμπιακού απέναντι στον Αμύντα για το πρωτάθλημα της Α΄ Αθηνών, αφού στα 4 ματς που πρόλαβε να αγωνιστεί με τον Αμύντα εναντίον του Ολυμπιακού --προτού μεταγραφεί στην ΑΕΚ-- σημείωσε συνολικά γύρω στους 100 πόντους, δηλαδή κατά μέσο όρο 25 πόντους ανά αγώνα. Παίκτης του Αμύντα και μάλιστα από τους καλύτερους ήταν και ο μετέπειτα διακεκριμένος διεθνής διαιτητής Κώστας Ρήγας, που έχει μπει στο Hall of Fame. Ήταν σκόρερ, με καλό μακρινό σουτ. Ένας ακόμη πολύ καλός παίκτης του Αμύντα, στα νιάτα του ήταν ο γνωστός δημοσιογράφος και πρώην βουλευτής Γιάννης Δημαράς, ο οποίος, λόγω της καλής απόδοσής του, αποκτήθηκε από τον ΠΑΟ, όπου γνώρισε τίτλους και διεθνείς επιτυχίες. Ο Δημαράς ήταν ο καλύτερος παίκτης της ομάδας μπάσκετ του Πανεπιστημίου Αθηνών στα χρόνια της χούντας όταν κάθε αγώνας μπάσκετ μεταξύ ομάδων των ανωτάτων ιδρυμάτων της χώρας αποτελούσε εν δυνάμει αντιχουντική εκδήλωση. Αρκετά χρόνια αργότερα από τη θητεία του στον Αμύντα, με τον οποίο ανέβηκε δύο κατηγορίες, ένας άλλος παίκτης έγινε γνωστός και μάλιστα ως μεγάλο ταλέντο. Ήταν ο Νάσος Γαλακτερός, τον οποίο απέκτησαν με περιπετειώδη τρόπο αρχικά η ΑΕΚ του Ψωμιάδη και έπειτα ο ΠΑΟΚ του Βεζυρτζή (σε μια μεταγραφή, που έκανε διάσημο τον αρχιμνημονιακό Βαγγέλη Βενιζέλο, προτού ασχοληθεί με την πολιτική). Εκτός από τους προαναφερθέντες, άλλοι γνωστοί παίκτες του Αμύντα της χρυσής εποχής του την δεκαετία του 1960 ήταν οι Κωνστάντιος, Τσίκας, Ιωάννου, Τσοσκούνογλου, που διακρίθηκαν και στα εθνικά συγκροτήματα. Ο πλεϊμέικερ Τσοσκούνογλου αναδείχθηκε, μετά τη μεταγραφή του Ζούπα, και κατέληξε τελικά κι αυτός στην ΑΕΚ, όπου και διακρίθηκε. Καιρός τώρα να δούμε αναλυτικά όλα τα αποτελέσματα των αγώνων πρωταθλήματος Ολυμπιακού-Αμύντα: 

ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΩΤΑΘΛΗΜΑ Α΄ ΑΘΗΝΩΝ-ΠΕΙΡΑΙΩΣ 

11/2/1962, Υμηττός: Αμύντας-Ολυμπιακός 74-68, με κόουτς Ι. Σπανουδάκη και σκόρερ τους Αλ. Σπανουδάκη (17), Βαμβακούση (17) και Νικολαίδη (8).

08/4/1962, Πασαλιμάνι: Ολυμπιακός-Αμύντας 59-61, με κόουτς τον Ι. Σπανουδάκη και σκόρερ τους Αλ. Σπανουδάκη (16), Νικολαίδη(16) και Ι. Σπανουδάκη (8).

6/1/1963, Πασαλιμάνι: Ολυμπιακός-Αμύντας 67-54, με κόουτς τον Ι. Σπανουδάκη και σκόρερ τους Βαμβακούση (17), Καλούδη (12) και Αλ. Σπανουδάκη (10).

30/3/1963, Υμηττός: Αμύντας-Ολυμπιακός 64-59, με κόουτς τον Ι. Σπανουδάκη και σκόρερ τους Βαμβακούση (18), Ι. Σπανουδάκη (12), Αλ. Σπανουδάκη (8).

9/4/1965, Υμηττός: Αμύντας-Ολυμπιακός 70-57, με κόουτς τον Θ. Χολέβα και σκόρερ τους Μ. Κατσαφάδο (20), Ψύλλα (10), Γκιόκα (9).

1/6/1965, Πασαλιμάνι: Ολυμπιακός-Αμύντας 54-78, με κόουτς τον Θ. Χολέβα και σκόρερ τους Μ. Κατσαφάδο (18), Στ. Κατσαφάδο (15), Ψύλλα (6), Βαμβακούση (6). 

4/7/1966, Σπόρτινγκ: Ολυμπιακός-Αμύντας 60-68, με κόουτς τον Θ. Χολέβα και σκόρερ τους Ράμμο (28), Καλούδη (15)και Ψύλλα (14). 

21/7/1966, Σπόρτινγκ: Αμύντας-Ολυμπιακός 76-59, με κόουτς τον Αλ. Σπανουδάκη και σκόρερ τους Πολυκανδριώτη (16), Ράμμο (13), Γκαβά (10).

ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΩΤΑΘΛΗΜΑ Α΄ ΕΘΝΙΚΗΣ

30/12/1967, Καλλιμάρμαρο: Ολυμπιακός-Αμύντας 69-60, με κόουτς τον Φ. Ματθαίου και σκόρερ τους Σπανό (22), Ράμμο (16) και Μ. Κατσαφάδο (11).

14/2/1968, γήπεδο ΠΑΟ: Αμύντας-Ολυμπιακός 66-72, με κόουτς τον Φ. Ματθαίου και σκόρερ τους Ράμμο (26), Σπανό (16) και Ευστρατίου (13).

9/11/1968, γήπεδο ΠΑΟ: Ολυμπιακός-Αμύντας 74-47, με κόουτς τον Φ. Ματθαίου και σκόρερ τους Μ. Κατσαφάδο (15), Στ. Κατσαφάδο (10) και Στ. Αμερικάνο (10).

29/1/1969, γήπεδο ΠΑΟ: Αμύντας-Ολυμπιακός 75-73, με κόουτς τον Φ. Ματθαίου και σκόρερ τους Σπανό (23), Ευστρατίου (20), Στ. Αμερικάνο (14). 

28/11/1970, γήπεδο ΠΑΟ: Ολυμπιακός-Αμύντας 111-72, με κόουτς τον Ν. Μήλα και σκόρερ τους Ράμμο (26), Ευστρατίου (14), Σπανό (10) και Στ. Κατσαφάδο (10).

20/2/1971, γήπεδο ΠΑΟ: Αμύντας-Ολυμπιακός 66-87, με κόουτς τον Ν. Μήλα και σκόρερ τους Μ. Κατσαφάδο (20), Ράμμο (20), Στ. Αμερικάνο (12). 

ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΩΤΑΘΛΗΜΑ ΤΗΣ Α2

2/11/2019, ΣΕΦ: Ολυμπιακός-Αμύντας 77-58, με κόουτς τον Δ. Τσαλδάρη και σκόρερ τους Ποκουσέβσκι (14), Νοέα (12), Τζόλο (10) και Μελισσαράτο (10).

29/2/2020, Υμηττός: Αμύντας-Ολυμπιακός 69-81, με κόουτς τον Δ. Τσαλδάρη και σκόρερ τους Νίκου (14), Νοέα (13), Πετρόπουλο (12).


ΓΕΝΙΚΟΤΕΡΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ/ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ
ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ 

Πέρα και πίσω από αυτά τα ιστορικά αριθμητικά στοιχεία υπάρχει και μια άλλη οπτική, κάτω από την οποία θεωρώ ότι πρέπει να δούμε το σημερινό θέμα και να αντλήσουμε διδάγματα και συμπεράσματα. Για μένα η --με χίλια ζόρια-- ισοπαλία Ολυμπιακού- Αμύντα αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, ένα πολύ μικρό, αλλά χαρακτηριστικό, δείγμα της διοικητικής αδιαφορίας και κακομεταχείρισης που συνάντησε το τμήμα μπάσκετ στον Ολυμπιακό στην ιστορική του διαδρομή. Τι δείχνει η ιστορία με τον Αμύντα; Ότι ακόμη και στη σύγχρονη εποχή, δηλαδή ακόμη και μετά 60 χρόνια, η ομάδα μπάσκετ μπορεί να κουβαλά στην ιστορία της κάποιες, έστω ασήμαντες, ανάξιες της ομάδας συνέπειες λόγω των συνειδητών διοικητικών αμαρτημάτων του απώτερου παρελθόντος. Ωστόσο τα λάθη, που έχουν γίνει στην ιστορία του μπάσκετ της ομάδας, στη πραγματικότητα, δεν είναι μικρά σε μέγεθος και διάρκεια. Είναι αδιανόητο π.χ. αυτό που συνέβη τη δεκαετία του 1960 για ένα σύλλογο του αθλητικού μεγέθους και του λαϊκού βεληνεκούς του Ολυμπιακού. Από πρωταθλητής Ελλάδας, που έπαιξε στην Ευρώπη, έφτασε, μετά από 3-4 χρόνια, στο σημείο να υποβιβαστεί και για άλλα 3-4 χρόνια να μην μπορεί να ανέβει στην μεγάλη κατηγορία και την ίδια ώρα, έβλεπε τον μικρούλη Αμύντα, που με δυσκολία επιβίωνε, να πετυχαίνει --πριν από τον ερυθρόλευκο «γίγαντα»-- την άνοδο, δηλαδή ένα στόχο, που για την ομάδα, αν και πολύ χαμηλός και καθόλου τιμητικός, είχε γίνει, παρ' όλα αυτά, ανέφικτος. Και επιπλέον ο Ολυμπιακός έβλεπε τον Αμύντα να τον κερδίζει, όπου και όποτε τον έβρισκε ως αντίπαλο στην πορεία τους για τον κοινό στόχο, την άνοδο στη μεγάλη κατηγορία.

Οι περισσότεροι, όταν ψάχνουν να βρουν τους λόγους της μεγάλης διαφοράς τίτλων μεταξύ Ολυμπιακού και ΠΑΟ στο μπάσκετ, προτιμούν την εύκολη λύση. Τα φορτώνουν όλα στον Βασιλακόπουλο και στη διαιτησία. Δεν είναι όμως μόνον αυτό. Πρέπει να λέμε όλες τις αλήθειες. Πολλά οφείλονται και στο ενδιαφέρον και στη φροντίδα, που παραδοσιακά δείχνει κάθε σύλλογος για το άθλημα. Και στον τομέα αυτόν, ο ΠΑΟ είναι καλύτερος από μας. Κακά τα ψέματα. Είναι πολύ πιο μπασκετική ομάδα από μας. Υπάρχουν πολλά ιστορικά στοιχεία, που το αποδεικνύουν. Κατ' αρχάς ο ΠΑΟ ανακάλυψε το μπάσκετ και ασχολήθηκε συστηματικά μαζί του πολλά χρόνια νωρίτερα από τον Ολυμπιακό. Η ομάδα μπάσκετ του ΠΑΟ ιδρύθηκε λίγο πριν από τη δεκαετία του 1920. Ο ιδρυτής του ΠΑΟ Καλαφάτης, παράλληλα με το ποδόσφαιρο, ασχολήθηκε και με το μπάσκετ, έγινε παίκτης της ομάδας και να προσπάθησε αμέσως να το οργανώσει. Ιστορικοί πρόεδροι και κορυφαίοι παράγοντες του ποδοσφαιρικού ΠΑΟ, όπως ο Απόστολος Νικολαίδης, ο ανιψιός του Τζακ Νικολαίδης και ο Λουκάς Πανουργιάς, διετέλεσαν μπασκετμπολίστες της ομάδας. Όλοι στη Λεωφόρο αγαπούσαν το άθλημα. Στον ΠΑΟ ισχυρίζονται μάλιστα πως έχουν κατακτήσει το πρώτο πρωτάθλημα μπάσκετ, που έγινε στην Ελλάδα, το 1921, κάτι που βέβαια δεν ισχύει, καθώς δεν επρόκειτο περί κανονικού πρωταθλήματος Ελλάδας. Το γεγονός όμως αυτό δείχνει, πέρα από την συνηθισμένη πράσινη πρόθεση πλαστογράφησης της ιστορίας, και μια νοοτροπία. Όταν δεν αρκείσαι στους πολύ περισσότερους τίτλους που έχεις και προσθέτεις, αυθαίρετα και άνευ λόγου, άλλον ένα, αυτό σημαίνει ότι θεωρείς το μπάσκετ κάτι σαν ιδιοκτησία σου. Να σημειώσουμε επίσης ότι ακόμη και στη διάρκεια της κατοχής το τμήμα μπάσκετ του ΠΑΟ δεν διαλύθηκε, αλλά συνέχισε να λειτουργεί όσο γινόταν. Τα πρώτα πρωταθλήματα ήρθαν για τον ΠΑΟ συνεχόμενα και μαζεμένα αμέσως μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο ΠΑΟ στο μπάσκετ ανέκαθεν κοίταζε ψηλά, αφού από παλιά το άθλημα ήταν για αυτόν προτεραιότητα. Κατά κανόνα, συνολικά και σε γενικές γραμμές, διέθετε καλύτερους παίκτες τον Ολυμπιακό. Επίσης, κατά κανόνα, έκανε καλύτερες και ακριβότερες μεταγραφές από τον Ολυμπιακό. Για παράδειγμα, τη δεκαετία του 1950, με τη σκέψη μήπως κοντράρει τον ΠΓΣ, απέκτησε τον άσο της εποχής Φ. Ματθαίου, ο οποίος αργότερα έκανε σπουδαία επαγγελματική καριέρα στην Ιταλία. Όταν εμείς βολοδέρναμε στην Α΄ Αθηνών, ο ΠΑΟ αποκτούσε --έστω και με πλάγιους τρόπους-- έναν από τους μεγαλύτερους παίκτες του ευρωπαικού μπάσκετ, τον Κολοκυθά, και τον δεύτερο ψηλό της Εθνικής, τον Πέππα, με ένα και μοναδικό στόχο: να ρίξει από την κορυφή του ελληνικού μπάσκετ την ΑΕΚ, η οποία είχε τότε την καλύτερη ομάδα της ιστορίας της, στόχο που τελικά πέτυχε και μάλιστα σχετικά γρήγορα. Για να πάρει τον Ιορδανίδη, δεν δίστασε να θυσιάσει ένα ολόκληρο άθλημα, το πόλο. Όταν όμως πολύ αργότερα καταφέραμε εμείς να πάρουμε τον ίδιο παίκτη, με ένα αμφιλεγόμενο τρόπο, οι βάζελοι χάλασαν τον κόσμο, αν και δεν χρησιμοποιούσαν, ούτε επρόκειτο ποτέ να χρησιμοποιήσουν τον παίκτη, τον οποίο είχαν αποφασίσει να τον εξοντώσουν, για τους δικούς τους λόγους, αφήνοντας να διαδίδεται πως ήταν ξοφλημένος. Ακόμη και την εποχή της δυναστείας της Θεσσαλονίκης, και ιδίως του Άρη, οι πράσινοι προσπαθούσαν να αντιδράσουν και να αμφισβητήσουν τα πρωτεία τους. Αντί να παραδοθούν έφερναν ξένους σούπερ-παίχτες, που διέπρεψαν στο NBA, όπως τον Έντγκαρ Τζόουνς και τον Αντόνιο Ντέιβις. Όλα αυτά δείχνουν τη μανία του ΠΑΟ με το μπάσκετ. Άλλωστε από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο ΠΑΟ ήταν η μόνη ομάδα που διέθετε κλειστό (σκεπαστό για την ακρίβεια) γήπεδο μπάσκετ, το οποίο ήταν και το μοναδικό σε ολόκληρη την Αττική και το μοναδικό συλλογικό σε όλη την Ελλάδα, αυξάνοντας πολύ την επιρροή του στον χώρο του αθλήματος. Ο ΠΑΟ όχι μόνο έπαιρνε περισσότερους τίτλους, αλλά και τερμάτιζε σχεδόν πάντα σε υψηλές θέσεις στο πρωτάθλημα, κατά κανόνα σε υψηλότερες θέσεις από τον Ολυμπιακό. Έπαιζε και διακρινόταν στην Ευρώπη, όταν εμείς δεν γνωρίζαμε τι σημαίνει Ευρώπη. Ο ΠΑΟ όχι μόνο δεν υποβιβάστηκε όπως εμείς, αλλά και δεν γνώρισε παρατεταμένες περιόδους μεγάλης αγωνιστικής κρίσης. Όταν δύο χρονιές 1991 και 1992 η ομάδα τερμάτισε σε πρωτοφανείς για τους πράσινους θέσεις (7η και 8η ) σήμαναν γενικό συναγερμό και προσκλητήριο δυνάμεων και έτσι η ομάδα τους επανήλθε άμεσα στις ομάδες της κορυφής. Πάνω από όλα όμως διέθετε πάντα πολλούς και ικανούς διοικητικούς παράγοντες, που αγαπούσαν όχι μόνο την ομάδα τους, αλλά και το άθλημα. Ένας από αυτούς μάλιστα (ο Διακάκης) έκανε το εξής αμίμητο: Ενίσχυσε τόσο πολύ (ουσιαστικά έφτιαξε) μια άλλη ομάδα μπάσκετ, τον Τρίτωνα, με αποτέλεσμα αυτή να γίνει ανταγωνιστική με τη μεγάλη του αγάπη τον ΠΑΟ. Οι παράγοντες αυτοί βοηθούσαν οικονομικά τον ΠΑΟ, όχι μόνο με δικά τους μέσα, αλλά και με πόρους, που εύρισκαν από αλλού, λόγω των γνωριμιών και διασυνδέσεων τους με τον πλούσιο κόσμο της πρωτεύουσας. Για παράδειγμα, ο Βασιλακόπουλος όταν ήταν αρχηγός στο τμήμα μπάσκετ του ΠΑΟ, είχε πείσει τον μη μπασκετικό Βαρδινογιάννη να κάνει τη μεταγραφή του Νέλσον (αυτού, που ονομάστηκε Στεργάκος). Δρούσαν ενεργητικά, τόσο προσκηνιακά όσο και παρασκηνιακά, οικοδομώντας συμμαχίες και συνεργασίες σε καίρια πόστα, όργανα και κέντρα αποφάσεων γύρω από το άθλημα. Όταν λοιπόν έχουν προηγηθεί τόσα και τέτοια βήματα, δημιουργούνται και οι ανάλογες απαιτήσεις. Επόμενο λοιπόν ήταν να κινηθούν ανάλογα αργότερα τα αδέλφια Γιαννακόπουλοι, που αφιερώθηκαν ψυχή τε και σώματι στον ΠΑΟ, και έφεραν στην ομάδα τους από τον περίφημο σούπερ ΝΒΑer Ντομινίκ Γουίλκινς μέχρι σχεδόν ολόκληρη την πεντάδα της μεγάλης Εθνικής Ελλάδος (Γκάλη, Γιαννάκη, Χριστοδούλου). Ο ΠΑΟ ποτέ δεν παρέδωσε τα όπλα, ούτε κατέρρευσε. Ακόμη και σε εποχές που ο Ολυμπιακός είχε πολύ ισχυρή ομάδα και πρωταγωνιστούσε στο μπάσκετ, ο ΠΑΟ διατηρούσε ένα σημαντικό μερίδιο σε τίτλους και διακρίσεις, ενώ το αντίθετο δεν συνέβη. Όταν λοιπόν προσέχεις πολύ το τμήμα μπάσκετ πως να μην έχεις περισσότερες επιτυχίες, αλλά και περισσότερο μπασκετικό κόσμο;  

Από την άλλη πλευρά, ο Ολυμπιακός, από την ίδρυσή του αλλά και στη συνέχεια κάτω από την ηγεσία των Ανδριανόπουλων έμεινε καθαρά ποδοσφαιρικό κλαμπ και δεν αγκάλιασε όπως θα έπρεπε το μπάσκετ. Δεν έθεσε υψηλούς στόχους. Καθυστερημένα, λίγο προτού ξεσπάσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, δημιούργησε το τμήμα, που το εμπιστεύτηκε σε γυμνασιόπαιδα της Ιωνιδείου Σχολής του Πειραιά. Ο Ολυμπιακός έπασχε πολύ από την έλλειψη παραγόντων που να κατέχουν το μπάσκετ και να ασχολούνται με αυτό. Κάποιοι άνθρωποι προσπάθησαν από μόνοι τους εκ των ενόντων, αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν και πολλά. Έγιναν κάποιες σποραδικές επιτυχίες, που στη πραγματικότητα μάλλον υπερβάσεις ήταν, αφού οφείλονταν καθαρά σε μεράκι, χωρίς να βασίζονται σε σύστημα και οργάνωση. Όποιος διαβάσει τα παράπονα που είχαν όλοι οι παίκτες της πρωταθλήτριας ομάδας του 1960 από τη συμπεριφορά της διοίκησης απέναντι τους θα φρίξει. Και ο λόγος για αυτήν τη συμπεριφορά ήταν ότι η διοίκηση δεν έδινε δεκάρα για το μπάσκετ ως άθλημα, αυτό καθαυτό, πόσο μάλλον για το τμήμα μπάσκετ του συλλόγου. Μέχρι τη δεκαετία του 1970, η μεγάλη πλειοψηφία των οπαδών του Ολυμπιακού δεν είχε μπορέσει να συνειδητοποιήσει το νόημα και την αξία ύπαρξης του τμήματος μπάσκετ του Ολυμπιακού. Δεν υπήρχε ιστορία, δεν υπήρχε παράδοση και οι επιτυχίες ήταν ελάχιστες. Την ώρα που από τον μικρό Σπόρτινγκ καλούνταν κάθε φορά στάνταρντ 3 παίκτες (Μπαρλάς, Διαμαντόπουλος, Σταμέλος) στην Εθνική, από τον Ολυμπιακό δεν καλούνταν κανένας ή σχεδόν κανένας. Στον Ολυμπιακό του μπάσκετ οι περίοδοι κρίσης --και μάλιστα μεγάλης-- αφθονούν. Πριν από την δεκαετία του 1970, ήταν μια μικρομεσαία ομάδα. Σε όλη τη δεκαετία του 1980, τερματίζαμε στο πρωτάθλημα στην 7η θέση και το 1991 στην 8η. Αλλά και την διετία 2004/05, πάλι δύο φορές συνεχόμενα ο Ολυμπιακός ήρθε πάλι 8ος. Στην Ευρώπη από το 1961 μέχρι το 1973 δεν παίξαμε ούτε ένα αγώνα στην Ευρώπη. Τη δεκαετία του 1980, όποτε συμμετείχαμε στο Κόρατς, αποκλειόμασταν συνήθως από τη φάση των 32. Μάλιστα τη σεζόν 1983/84 αυτοαποκλειστήκαμε, γιατί δεν πήγαμε να παίξουμε στη Σαραγόσα, ελλείψει χρημάτων. Για τέτοιο ρεζιλίκι μιλάμε. Πριν από τον ερχομό Ιωαννίδη, φθάσαμε να παίζουμε σε γηπεδάκια, παρουσία συγγενών και φίλων των παικτών. 

Στην σχεδόν εκατονταετή ιστορία του Ολυμπιακού ως συλλόγου και εν γένει οργανισμού, υπάρχουν μόνο 3 χρονικές περίοδοι, που η ομάδα στάθηκε πραγματικά πετυχημένα στο μπάσκετ: 

α) στη δεκαετία του 1970, την οποία εγώ προσωπικά θεωρώ πολύ σημαντική, γιατί ενώ οι αρχικές προδιαγραφές ήταν λαμπρές, η συνέχεια, λόγω της αποχώρησης του Γουλανδρή, φάνταζε πολύ απαισιόδοξη. Ωστόσο, αν και ο ΠΑΟ ήταν πολύ ισχυρός, η ομάδα μας έπαιξε όμορφο και καινοτόμο μπάσκετ, κατέκτησε τίτλους στην Ελλάδα και είχε διακρίσεις στην Ευρώπη. Κι όλα αυτά, χωρίς τον Γουλανδρή, εν μέσω τεράστιων οικονομικών και διοικητικών προβλημάτων και μεγάλης ανασφάλειας και αβεβαιότητας, χάρις στη φιλοτιμία των παικτών, αλλά και στο αδιάκοπο καθημερινό τρέξιμο ορισμένων ηρωικών ανθρώπων προς αναζήτηση πόρων και εξεύρεση λύσεων, αφού τίποτε το σταθερό δεν υπήρχε. Επρόκειτο για μια πραγματική υπέρβαση. Το τμήμα δούλευε κάτω από πρωτόγονες συνθήκες. Ένα παράδειγμα που θυμίζει ταινία καταστροφής, αλλά είναι πραγματικότητα: Μια φορά, το 1977, που έβρεχε κατακλυσμιαία και η ομάδα είχε προπόνηση στο Παπαστράτειο (μπροστά στο οποίο το κλειστό της Γλυφάδας, που ήταν η αρχική μας έδρα επί Γουλανδρή, φάνταζε σούπερ-λουξ ), οι περισσότεροι παίκτες παραλίγο να πνιγούν μέσα στις λαμαρίνες και στους τσίγκους του γηπέδου. Χρειάστηκε να ανέβουν όλοι μαζί στο ψηλότερο μέρος των κερκίδων, περιμένοντας τα νερά να υποχωρήσουν και τη βοήθεια να μπορέσει να έρθει, κάτι που έγινε γύρω στις πέντε-έξι το πρωί. Κάποιοι λίγοι που αποπειράθηκαν να φύγουν αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα αυτοκίνητα τους (τα οποία παρασύρθηκαν σε ακτίνα πολλών χιλιομέτρων και καταστράφηκαν) και να «κολυμπήσουν» για να σωθούν, γλιτώνοντας με πολλή δυσκολία. Αξιοσημείωτο πάντως ότι την ίδια ώρα που, μετά τον Γουλανδρή, το μπάσκετ, έστω και με χίλια βάσανα άντεχε και διακρινόταν, στο χαιδεμένο πρωτοκαθεδρικό ποδόσφαιρο επικρατούσε τρικυμία. Τίτλοι και διακρίσεις είχαν γίνει ανάμνηση, 

β) στη δεκαετία του 1990, όταν από το ναδίρ των προηγούμενων χρόνων φτάσαμε στο ζενίθ σε Ελλάδα και Ευρώπη. Αυτό οφείλεται στην τρομερή και άγρυπνη οργάνωση της ομάδας, σε όλους τους τομείς, που επιτεύχθηκε κυρίως χάρις στον αναμορφωτή Ιωαννίδη και στο επιτελείο του. Καθοριστική βέβαια (αν και δεν έφτασε το ύψος της χρηματοδότησης των Γιαννακόπουλων) ήταν η οικονομική υποστήριξη του Κόκκαλη, ο οποίος, όμως, ως άσχετος από το άθλημα, άφηνε τον Σαλονίκη να ανακατεύεται όσο ήθελε ο ξανθός, που έκανε κουμάντο σχεδόν σε όλα. Η διοίκηση, πάντως, και μετά την εποχή Ιωαννίδη συνέχισε να ενδιαφέρεται για το τμήμα και δικαιώθηκε με την επιλογή Ίβκοβιτς και το triple crown. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως την εποχή εκείνη όλος ο Ολυμπιακός στηρίχτηκε πάνω στο μπάσκετ και στους τίτλους του, για να αντέξει την απίστευτη μαυρίλα και το ανελέητο κυνηγητό, που επικρατούσαν στο ποδόσφαιρο των πέτρινων χρόνων.

γ) στην τελευταία γνωστή σε όλους δεκαπενταετία (κυρίως τη δωδεκαετία 2006-2017) των ΑΦΩΝ με τους τίτλους σε Ελλάδα και Ευρώπη, αλλά και με διακρίσεις, που μας έχουν κατατάξει ανάμεσα στις κορυφαίες δυνάμεις της Ευρώπης (ακόμη και σήμερα). Είναι η μακροβιότερη περίοδος διοικητικής σταθερότητας, αφού έχουμε μια αποκλειστικά μπασκετική διοίκηση, από ανθρώπους που αγαπούν το άθλημα, έχουν κάνει πολλά, αλλά ασφαλώς θα μπορούσαν να είχαν κάνει πολύ περισσότερα και καλύτερα, έστω και αν είχαν να αντιμετωπίσουν όχι μόνο τις συγκυρίες του κραχ, αλλά κυρίως το χειρότερο αντιολυμπιακό κατεστημένο, που έγινε ποτέ, αυτό που γιγαντώθηκε από τότε (προς το τέλος της δεκαετίας του 1990, επί ΠΑΣΟΚ και Φούρα) που η ανεξάρτητη διαιτησία μεταφέρθηκε στην ΕΟΚ. Μπορεί να γκρινιάζουμε τώρα για λιτότητα ή τσιγγουνιά, αλλά ξεχνάμε ότι: (α) το κεφάλαιο της ΚΑΕ είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό της ΠΑΕ, όπου τα χρήματα μπαίνουν από άλλες πηγές και όχι από τις προεδρικές τσέπες, (β) και κυριότερο: τα χρήματα της Ευρώπης στο ποδόσφαιρο είναι απείρως περισσότερα σε σύγκριση με το μπάσκετ, (γ) στο επικοινωνιακό παιχνίδι και στην προπαγάνδα η διοίκηση του μπάσκετ βρίσκεται στο μηδέν, συγκριτικά με το ποδόσφαιρο.

Ωστόσο, όπως είπαμε, παρά τα μειονεκτήματά μας, έχουμε τόσους τίτλους σε Ελλάδα και Ευρώπη, που δεν έχει καμία άλλη ελληνική ομάδα (πλην του ΠΑΟ), αλλά ούτε πολλές ξένες. Η ομάδα μας στο μπάσκετ, σε αντίθεση με το ποδόσφαιρο, απολαμβάνει ενός ευρύτερου σεβασμού τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ελλάδα (που είναι πιο δύσκολο). Το κυριότερο όμως είναι ότι έχουμε καταφέρει είτε να πρωταγωνιστούμε, είτε να μετράμε, είτε τουλάχιστον να στεκόμαστε αξιοπρεπώς, όταν άλλες ομάδες-δυνάμεις του ελληνικού μπάσκετ (Πανελλήνιος, ΑΕΚ, Άρης, ΠΑΟΚ) που κατά καιρούς είχαν στήσει «αυτοκρατορίες», για τα δεδομένα της εποχής τους, γνώρισαν σχετικά σύντομα την πλήρη παρακμή και ουδέποτε επανήλθαν σε παρόμοια επίπεδα. Όταν λοιπόν διαβάζω ή ακούω φέτος από φιλάθλους μας ότι ο Ολυμπιακός στο μπάσκετ ξεφτιλίζεται, μπορεί σε άλλους να φαίνεται φυσιολογικό, αλλά σε μένα φαίνεται υπερβολικό και αχάριστο. 

Αύριο, 8.5.2021, και ενώ ο Ολυμπιακός του μπάσκετ θα σχεδιάζει τα πλάνα του για τη νέα περίοδο στην Ευρωλίγκα θα πρέπει, ανάμεσα σε όλα τα άλλα, να κοιτάξει να πάρει κεφάλι στις νίκες με τον Αμύντα, τον οποίο αντιμετωπίζει στον Υμηττό. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου