Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2019

Μίμης Στεφανάκος: One of a kind

Την 1.12.1965 αγωνίστηκε για τελευταία φορά στον Ολυμπιακό ο Μίμης Στεφανάκος, ο παίκτης που από πολλούς ειδικούς του παρελθόντος θεωρήθηκε ως ο μεγαλύτερος σέντερ-μπακ που έπαιξε ποτέ στον Ολυμπιακό, όπου έκανε μια μεγάλη καριέρα. Η καριέρα όμως αυτή θα μπορούσε να ήταν ακόμη μεγαλύτερη, αν δεν ξενιτευόταν, αναζητώντας επωφελέστερο βιοπορισμό, υψηλότερες αποδοχές και περισσότερα χρήματα ή, για να το πούμε πιο συνοπτικά, αν δεν ήταν αυτός που ήταν.

Αξιοσημείωτο είναι ότι εγκατέλειψε όχι μόνο την ομάδα, αλλά και την ίδια τη χώρα, πάνω στη ποδοσφαιρική του ακμή, σε ηλικία μόνο 28 ετών, την καλύτερη και πιο αισιόδοξη εποχή, τότε που μόλις είχε έρθει ο Μπούκοβι. Αλλά και από την ενεργό δράση αποσύρθηκε νέος, σε ηλικία μόλις 32 ετών.  

Εκείνο για το οποίο θα μείνει στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου ο Στεφανάκος ήταν ο απόλυτα μποέμ χαρακτήρας του, που δεν χώραγε σε κανένα καλούπι όχι μόνο της απόλυτα συντηρητικής εποχής του, αλλά ούτε και άλλων μεταγενέστερων εποχών.


Του Θεολόγου Μιχαηλίδη

Αποτέλεσε κυριολεκτικά ένα μοναδικό είδος-τύπο στο ελληνικό ποδόσφαιρο. 

Κανένας άλλος δεν πέρασε, μέχρι σήμερα, που να ήταν σαν τον Στεφανάκο. Του άρεσε να κάνει ό, τι ήθελε και όταν έβλεπε ότι αυτό ήταν δύσκολο, μηχανευόταν κάθε τρόπο και μέσο για να το πετύχει. Ελάχιστα πράγματα έπαιρνε στα σοβαρά και δεν χάλαγε εύκολα τη ζαχαρένια του. Η συνεχής διασκέδαση ήταν γι’ αυτόν ένα διαρκές ζητούμενο στη ζωή. 

Ακόμη και όταν τον συνέλαβαν και τον κράτησαν στη φυλακή, μαζί με τον Σιδέρη και άλλους δύο παίκτες της ομάδας, το 1963, κατόπιν καταγγελίας μιας νεαρής κοπέλας για μια ερωτοδουλειά, ο Στεφανάκος ήταν εκείνος που νοιάστηκε λιγότερο. Μετά από λίγο καιρό, οι κατηγορίες έπεσαν και ο μόνος ζημιωμένος τελικά από όλη αυτήν την υπόθεση ήταν ο Ολυμπιακός, που έχασε τον αγώνα με τη Λυών, επειδή έπαιξε χωρίς τους καλύτερους παίκτες του, που δεν μπόρεσαν τελικά να ταξιδέψουν στη Γαλλία, επειδή ο εισαγγελέας το είχε απαγορεύσει, λόγω της κράτησής τους. 

Άλλωστε το πώς αντιμετώπιζε την μπάλα ο Στεφανάκος το είχε ομολογήσει και ο ίδιος: «Εγώ δεν είμαι σαν κι εσένα. Εγώ παίζω για την πλάκα μου», είχε πει στον Σούλη, όταν τον αντικατέστησε στη βασική ομάδα του Ολυμπιακού. 

Παράλληλα με το ποδόσφαιρο, από το 1960 μέχρι το 1964 έγινε ηθοποιός και έπαιξε σε επτά κινηματογραφικές ταινίες, στις περισσότερες ως πρωταγωνιστής. Ήταν κανονικός ηθοποιός, ένας πολλά υποσχόμενος ζεν-πρεμιέ του σινεμά. Θα έπαιζε μάλιστα και στο περίφημο φιλμ Ποτέ την Κυριακή, αν δεν είχε εκείνο τον καιρό υποχρεώσεις ως στρατευμένος, σε επίσημους διεθνείς αγώνες της Εθνικής Ενόπλων στο εξωτερικό. Όχι πως πέθαινε για τα εθνικά χρώματα, αλλά ήταν υποχρεωμένος λόγω της στρατιωτικής του θητείας. Άλλωστε αν τον ενδιέφεραν ιδιαίτερα τα εθνικά συγκροτήματα θα φρόντιζε να έχει ακόμη περισσότερες συμμετοχές στην Εθνική Ελλάδας από αυτές που είχε, αγωνιζόμενος σε αυτήν επί μια εξαετία περίπου.  

Είναι γνωστό ότι υπήρξε πολύ όμορφος, μέγας γόης και γυναικοκατακτητής. Δεν ήταν μόνο ο γάμος του με τη Μάρθα Καραγιάννη. Ο ίδιος έχει αποκαλύψει ότι είχε σχέσεις με πασίγνωστα αστέρια της εποχής όπως τη Μελίνα Μερκούρη, τις ηθοποιούς Μάρθα Βούρτση, Έφη Οικονόμου, τις τραγουδίστριες Λάουρα και Τζένη Βάνου κ.λπ. Στη ζωή του έκανε 4 γάμους, τους 3 στην Ελλάδα και 1 στη Ν. Αφρική. 

Ο Στεφανάκος υπήρξε ο απόλυτος και ασύγκριτος celebrity του ελληνικού ποδοσφαίρου. 

Ποτέ και για κανένα έλληνα παίκτη δεν έχουν γραφτεί για τόσο πολύ καιρό τόσο πολλά, σε τόσα πολλά περιοδικά ποικίλης ύλης, στα οποία δέσποζαν συνέχεια οι φωτογραφίες του. Μόνο με την απίθανη υστερία του ανεπανάληπτου φαινόμενου Υβ Τριαντάφυλλου μπορεί να συγκριθεί η περίπτωσή του, με μια διαφορά: ο Μίμης καλλιέργησε και κυνήγησε την τεράστια δημοσιότητα και τον χαμό, που έγινε γύρω από το πρόσωπό του, ενώ αντίθετα ο Υβ τίποτε δεν επιδίωξε ο ίδιος. Ο χαμός καλλιεργήθηκε από τους άλλους.  

Ο Μίμης όχι μόνο δεν έκανε αθλητική ζωή, αλλά το εντελώς αντίθετο. Συστηματικά λάτρης της καλοπέρασης και της διασκέδασης και εκ φύσεως εχθρός της πειθαρχίας, ξενυχτούσε κάθε βράδυ. Το έσκαγε ακόμη και από τα ξενοδοχεία, στα οποία διέμενε η ομάδα σε ορισμένα παιχνίδια, βάζοντας συμπαίκτες τους ως τσιλιαδόρους να τον ειδοποιούν. Εκείνη τη δύσκολη εποχή, κυκλοφορούσε απαραίτητα με αυτοκίνητο, που, μάλιστα, έπρεπε να είναι εντυπωσιακό, ανάλογο της φήμης του, και γι’ αυτό τα είχε σκάσει χοντρά στον «αγιογδύτη» πατέρα Καμένο, που του το προμήθευσε.  

Ο ίδιος όχι μόνο δεν μετάνιωσε για τη ζωή που έκανε όντας αθλητής, αλλά αντίθετα ακόμη και τώρα υποστηρίζει ότι η ζωή αυτή ήταν απαραίτητη για να κρατιέται σε καλή κατάσταση και να διατηρεί τη φόρμα του ως παίκτης. Πίστευε πως αν τυχόν άλλαζε ζωή και νοοτροπία, δεν θα μπορούσε να παίξει καλή μπάλα. 

Μάλιστα επέμενε (μεταξύ αστείου και σοβαρού) ότι ήταν ο πιο καλά προπονημένος παίκτης στην Ελλάδα, αφού εκτός από την κανονική προπόνηση με τον Ολυμπιακό έκανε καθημερινά εξαντλητική πρόσθετη νυχτερινή προπόνηση, χορεύοντας ατέλειωτες ώρες στα διάφορα κλαμπ, κέντρα και στις οιονεί ντίσκο της εποχής. 

Οι μεγάλες χορευτικές του ικανότητες ήταν καθολικά αναγνωρισμένες. Κάποιοι λέγανε ότι ξεπερνούσαν και τις ποδοσφαιρικές. Χόρευε μόνο ξένους μοντέρνους χορούς όλων των ειδών τσα-τσα, ροκ εντ ρολ, λίμπο, χούλα-χούπ, σέικ, τουίστ, χάλυ-γκάλυ κ.λπ., αφού δεν του πολυάρεσαν τα μπουζούκια, με εξαίρεση τα κέντρα όπου τραγουδούσε ο φίλος του Πάνος Γαβαλάς, που ήταν και φανατικός Ολυμπιακός. Η φημισμένη Φωκίωνος Νέγρη και ιδίως το θρυλικό κλαμπ «Κουίντα» του πολίστα του Ολυμπιακού Μουτσάτσου ήταν το κλασικό του στέκι. Αργότερα άνοιξε και μαγαζί στη Φωκίωνος, με σφαιριστήρια και μπιλιάρδα. 

Ο Στεφανάκος κατάφερε να επιβάλλει την νοοτροπία του ευρύτερα. Παράγοντες της ομάδας, όταν είδαν πως δεν αλλάζει τρόπο ζωής, κατάλαβαν ότι είναι μάταιες οι φωνές, οι νουθεσίες και οι συστάσεις. Έτσι προσαρμόστηκαν στα χούγια του Μίμη. Μερικοί μάλιστα πέρασαν στο άλλο άκρο, αφού έλεγαν μεταξύ αστείου και σοβαρού: «αφήστε το παιδί να ξενυχτήσει, πώς αλλιώς θα αποδώσει;» Οι οπαδοί του Ολυμπιακού ήξεραν ότι --ιδίως σε κάθε βραδινό παιχνίδι-- ο Μίμης θα ήταν φοβερός, αφού η νύχτα ήταν η ζωή του. 

Αλλά και μέσα στην ομάδα ήταν μια διαρκής πηγή διασκέδασης. Στα αποδυτήρια, στις προπονήσεις, αλλά και σε όλες τις αποστολές του Ολυμπιακού σε ξενοδοχεία, πρωταγωνιστούσε σε πειράγματα, πλάκες, φάρσες και καλαμπούρια. Ιδίως ανάμεσα σε Στεφανάκο και Σιδέρη οι πλάκες ήταν διαρκείς, αλλά πολύ χοντρές και ζόρικες και είχαν αφήσει εποχή. Τα μπουγέλα ήταν το λιγότερο. Εδώ μιλάμε ακόμη και για κάψιμο κοστουμιών πολυτελείας…

Ο Στεφανάκος ήταν αυτό που λέμε «ξηγημένο άτομο». Στον Ολυμπιακό ήταν ένας από τους πολύ λίγους παίκτες που υποστήριξε ένθερμα την προώθηση στην πρώτη ομάδα των πιτσιρίκων της περίφημης ομάδας των μπέμπηδων του Ολυμπιακού, μιας ομάδας που είχε δώσει συνολικά 102 παιχνίδια σε όλη την Ελλάδα, με αντιπάλους κυρίως κανονικές αντρικές ομάδες, που είχαν παίκτες πολύ μεγαλύτερης ηλικίας. Από αυτά τα ματς, είχε νικήσει στα 100, χάνοντας μόνο σε ένα. Αντίθετα από τον Στεφανάκο, η πλειοψηφία των υπόλοιπων παικτών της ομάδας έβλεπαν τους μπέμπηδες με «μισό μάτι», επειδή φοβόντουσαν ότι αποτελούσαν κίνδυνο για τη θέση τους στην ομάδα. 

Από όλους τους μπέμπηδες, ο Στεφανάκος είχε καλύτερη σχέση με τον μακράν σπουδαιότερο εκπρόσωπό τους, τον μπακ Μίμη Πλέσσα, με τον οποίο ήταν συμπαίκτες στον Ολυμπιακό από το 1961. Ο Πλέσσας, αν και 7 χρόνια μικρότερος από τον Στεφανάκο, έκανε μαζί του παρέα και εκτός γηπέδων. Έμενε άλλωστε κι αυτός στην Αθήνα, στα Πατήσια, και σύχναζε στο μαγαζί του Στεφανάκου στη Φωκίωνος. Ο Στεφανάκος ήταν ένα είδος «μέντορα» για τον Πλέσσα. 

Στην επιρροή του Στεφανάκου πάνω στον Πλέσσα οφείλεται σε ένα βαθμό και η σύντομη ποδοσφαιρική καριέρα του τελευταίου στην Ελλάδα. Ο Πλέσσας, ο οποίος για πολλούς θεωρείται το μεγαλύτερο ποδοσφαιρικό ταλέντο, που βγήκε ποτέ από τα σπλάχνα του Ολυμπιακού έκανε βέβαια σημαντική καριέρα στον Θρύλο, αλλά θα μπορούσε να είχε κάνει πολύ μεγαλύτερη. 

Μιλάμε για ένα παίκτη, που προτού καν κλείσει τα 16 χρόνια του (!) έπαιξε στην πρώτη ομάδα του Ολυμπιακού και έγινε βασικός. Συνολικά αγωνίστηκε σε 178 επίσημα παιχνίδια με τον Ολυμπιακό, αλλά μετά το δεύτερο πρωτάθλημα του Μπούκοβι (1967) και ενώ ήταν μόλις 22 ετών (!) καθιερωμένος διεθνής άσος, με ένα λαμπρό μέλλον μπροστά του, αποφάσισε ξαφνικά κι αυτός να φύγει από την Ελλάδα και από τον Ολυμπιακό. Αναζήτησε καλύτερη τύχη και επικερδέστερο βιοπορισμό στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στο Σικάγο των ΗΠΑ. 

Ο Πλέσσας είχε επηρεαστεί από το παράδειγμα του Στεφανάκου και την αποχώρηση του τελευταίου, που είχε γίνει δύο χρόνια νωρίτερα, για τους ίδιους λόγους. Άλλωστε ο Στεφανάκος πάντα του έλεγε: «Άκουσε με μικρέ, έξω είναι τα λεφτά». Μπορεί όντως οι επιχειρήσεις εστίασης του Πλέσσα στις ΗΠΑ να επεκτάθηκαν από το Σικάγο στη Φιλαδέλφεια και μετά στη Νέα Υόρκη, αλλά η ποδοσφαιρική του σταδιοδρομία ολοκληρώθηκε σε ηλικία μόλις 27 ετών, ύστερα από μια σύντομη περίοδο επιστροφής του στον Ολυμπιακό και στην Ελλάδα το 1969.    

Λένε ότι οι γιοί στρατιωτικών και παπάδων συχνά γίνονται τα μεγαλύτερα αλάνια. Ο Στεφανάκος ήταν γιός στρατιωτικού. Από πολύ νεαρή ηλικία προτού καν γίνει έφηβος ήξερε και έκανε πολλά (ακόμη και μαυραγορίτικα) κόλπα. Καλαματιανός στην καταγωγή, αλλά μεγαλωμένος και αναθρεμμένος στα Εξάρχεια, παινευόταν ότι αυτός δεν ήταν, όπως πολλοί άλλοι, εκ Πειραιώς, αλλά εξ Αθηνών, γεγονός που, όπως έλεγε, του έδινε ένα διαφορετικό λούστρο.  

Ο ίδιος αρεσκόταν να αποκαλεί τον εαυτό του «τυχοδιώκτη», που δεν γούσταρε τις μόνιμες καταστάσεις, αλλά ήθελε συνεχείς αλλαγές στη ζωή του. Άλλωστε λάτρευε τα ταξίδια και γι’ αυτό ήθελε μικρός να γίνει ναυτικός, για να γνωρίσει όλο τον κόσμο.

Πάντως ο στρατιωτικός πατέρας του κατάφερε να τον κάνει δεξιό. Όπως εξομολογείται ο ίδιος σήμερα: «Ψηφίζω πάντα Νέα Δημοκρατία, χωρίς ποτέ να καταλάβω τον λόγο, αφού δεν έχω δει κάποιο προσωπικό όφελος». 

Υπήρξε ανέκαθεν φευγάτος και ευχάριστος τύπος, ομιλητικός και με τάση σε υπερβολές. Μπορεί να λάτρευε την καλοπέραση, αλλά δεν ήταν καθόλου φλώρος. Σε περιπτώσεις που χρειάστηκε, όπως κάποια επεισόδια σε ντέρμπι με τον ΠΑΟ στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ήταν από τους πρώτους στο ξύλο, χωρίς να σκεφτεί μια στιγμή ότι αυτό μπορεί να χαλάσει το όμορφο πρόσωπό του. 

Εξακολουθεί να επιμένει μέχρι σήμερα ότι αυτός είναι ο εμπνευστής του γνωστού σλόγκαν: «Κορίτσια, ο Μπάρκουλης», αλλά μάλλον κάτι τέτοιο δεν ισχύει, καθώς υπάρχουν άλλες εκδοχές πιο πειστικές. Παρ’ όλα αυτά η δική του εκδοχή φέρεται ως η επικρατούσα, πιθανότατα. Κάποιοι λένε ότι αυτό οφείλεται στην προσωπική φιλία του με τον Μπάρκουλη, γεγονός που μάλλον είχε ως αποτέλεσμα να αποσπάσει τη σιωπηρή ανοχή ή και συναίνεση του τελευταίου ώστε να εμφανίζεται αυτός ως εφευρέτης του συγκεκριμένου συνθήματος. Κατά βάθος βέβαια εκείνο που ήθελε ήταν η συγκεκριμένη ατάκα να ανέφερε το δικό του όνομα αντί γι’ αυτό του επίσης μεγάλου γόη της εποχής, Μπάρκουλη. Και κάπως έτσι την εννοούσε την ατάκα, όταν την επαναλάμβανε.  


Έρχομαι τώρα στα αγωνιστικά προσόντα και χαρακτηριστικά: Ο Στεφανάκος είχε αυτοκρατορικό στιλ. Ψηλός, αρκετά ταχύς, με πολύ καλό άλμα, άριστος στο κεφάλι και εν γένει στο ψηλό παιχνίδι και με ασυνήθιστη ψυχραιμία. Ήταν πολύ καθαρός στο παιχνίδι του και ήξερε καλή μπάλα για αμυντικό παίκτη. Δύσκολα έκανε τάκλιν, που δεν το θεωρούσε ενδεδειγμένο τρόπο αμυντικού παιχνιδιού. Ξεκίνησε αρχικά αγωνιζόμενος ως αριστερός μπακ, στη θέση του Ξανθόπουλου, και αργότερα μετακινήθηκε στο κέντρο της άμυνας, παίρνοντας τη θέση του Σούλη. 

Στον Ολυμπιακό, αγωνίστηκε από το 1958 ως το 1965. Συμμετείχε ενεργώς στην κατάκτηση δύο πρωταθλημάτων (1957/58 και 1958/59) και έξι κυπέλλων (1957/58, 1958/59, 1959/60, 1960/61, 1962/63, 1964/65). Αγωνίστηκε συνολικά σε 228 επίσημους αγώνες του Ολυμπιακού: 170 φορές για το πρωτάθλημα, 38 φορές στο Κύπελλο, 10 φορές σε ευρωπαϊκούς αγώνες και 10 φορές σε αγώνες Βαλκανικού Κυπέλλου. Στη καριέρα του σημείωσε 3 γκολ για το πρωτάθλημα και βέβαια το ιστορικό γκολ με τη Λέφσκι στον τελικό-μπαράζ στην Κωνσταντινούπολη στο 89΄, που έδωσε στον Ολυμπιακό το Βαλκανικό Κύπελλο του 1963. 


Όλοι θυμούνται και τον ρωτάνε πάντα γι αυτό το γκολ, αφού, εύλογα, θεωρούν ότι για ένα αμυντικό παίκτη, που έχει βάλει τέσσερα γκολ, όλα κι όλα, στη καριέρα του, το συγκεκριμένο γκολ, που έδωσε στον Ολυμπιακό ένα σπουδαίο για τα δεδομένα της εποχής διεθνή τίτλο, θα είναι ασφαλώς εκείνο που δεν θα φεύγει ποτέ από τη μνήμη του. Παρ’ όλα αυτά, στην πραγματικότητα εκείνο το γκολ που κατέχει ισάξια, αν όχι καλύτερη, θέση στις αναμνήσεις του, είναι η ισοφάριση που πέτυχε στο τελευταίο δευτερόλεπτο των καθυστερήσεων ενός αγώνα πρωταθλήματος του 1962 με τον ΠΑΟΚ στη Τούμπα, που είχε λήξει ισόπαλος 2-2. 

Σε εκείνον τον αγώνα, τέσσερα λεπτά νωρίτερα ο ΠΑΟΚ είχε προηγηθεί 2-1. Πολλοί θεατές του αγώνα κορόιδευαν συνέχεια τον Στεφανάκο, από την αρχή του ματς, αποκαλώντας τον ειρωνικά «αγαπούλα μου», από τον τίτλο της ομώνυμης ταινίας, στην οποία ο παίκτης είχε πρωταγωνιστήσει εκείνη την εποχή. 

Με το πού ισοφάρισε λοιπόν ο Μίμης, πήγε τρέχοντας προς το μέρος κάποιων θεατών που είχε εντοπίσει και πανηγύρισε μπροστά τους έξαλλα, με φωνές και χειρονομίες. Ένιωσε πανευτυχής που κατάφερε να τους «πάρει το γλυκό από το στόμα», παίρνοντας ταυτόχρονα και μια προσωπική ρεβάνς για τις ειρωνείες και τα κραξίματα.

Ο Στεφανάκος δεν υπήρξε κανένας βαμμένος ολυμπιακός οπαδός. Όταν ήταν πολύ νέος και προτού πάει στον Ολυμπιακό, η ομάδα που υποστήριζε ήταν η ΑΕΚ. Ταυτόχρονα όμως, επειδή του άρεσε ο υγρός στίβος, είχε και δελτίο κολυμβητή στον ΠΑΟ, τον οποίο, παρ’ όλα αυτά, δεν τον χώνευε. 

Ο λόγος; Επειδή ο ΠΑΟ έκανε κουμάντο στη μικρή ομάδα, στην οποία αγωνιζόταν, στην Υπεροχή Νεάπολης Εξαρχείων. Οι πράσινοι ασκούσαν απόλυτο έλεγχο στο σωματείο αυτό, καθώς έδιναν στην Υπεροχή ρουχισμό και μπάλες, ενώ άφηναν τους παίκτες της πού και πού να προπονούνται και στη Λεωφόρο. Στον Στεφανάκο που ήταν πάντα υπέρ των ελεύθερων και ανυπότακτων επιλογών, δεν άρεσε το συγκεκριμένο καθεστώς σχέσεων του στιλ: «σήκω-σήκω, κάτσε-κάτσε». 

Όταν τον είδαν οι Χέλμηδες το 1957 και θέλησαν να τον πάρουν στον Ολυμπιακό, η αντίδραση της Υπεροχής στη μεταγραφή ήταν απόλυτα αρνητική, κάτω από την πίεση του πράσινου αφέντη. Συνεπώς για να αποκτηθεί ο παίκτης χωρίς την συναίνεση του συλλόγου του, θα έπρεπε να αποκλειστεί για δύο χρόνια από κάθε επίσημο αγώνα της νέας ομάδας του. 

Εκείνη την εποχή, ο ΠΑΟ καιγόταν για ένα καλό τερματοφύλακα. Θεώρησαν ότι τον είχαν βρει στο πρόσωπο του Βουτσαρά, που αγωνιζόταν στη Δόξα Πειραιώς, σωματείο το οποίο ήλεγχε ο Ολυμπιακός. Έτσι οι πράσινοι μετά από πολλή σκέψη αποφάσισαν να επιτρέψουν την ελεύθερη μετακίνηση του Στεφανάκου στον Ολυμπιακό υπό τον όρο ότι ο Ολυμπιακός θα επέτρεπε την ελεύθερη μετακίνηση του Βουτσαρά στον ΠΑΟ. Έτσι συμφωνήθηκε και έτσι έγινε. 

Παρ’ όλα αυτά, είτε από δάκτυλο του ΠΑΟ είτε από αμέλεια ή αβλεψία δική μας, τα απαραίτητα χαρτιά για τον Στεφανάκο δεν κατατέθηκαν εμπρόθεσμα στην ομοσπονδία, σε αντίθεση με τα χαρτιά για τον Βουτσαρά. Έτσι ο Βουτσαράς πήγε στον ΠΑΟ ελεύθερα, ενώ ο Στεφανάκος θα έπρεπε να περιμένει για δύο χρόνια, προκειμένου να παίξει στον Ολυμπιακό. 

Τελικά το χρονικό διάστημα, που απαιτήθηκε μέχρι να μπορέσει να παίξει στον Ολυμπιακό υπήρξε πολύ μικρότερο, αφού, έστω και εκ των υστέρων, με διάφορες κινήσεις και χειρισμούς και χωρίς ο ΠΑΟ να αντιδράσει, η κατάσταση διορθώθηκε και το 1958 ο Μίμης αγωνίστηκε για πρώτη φορά, κανονικά και επίσημα στον Ολυμπιακό.

Ο Στεφανάκος πήγε στον Ολυμπιακό, γιατί ο Ολυμπιακός έδινε περισσότερα χρήματα από την ΑΕΚ, που ήταν η συλλογική του προτίμηση. Ούτε που το σκέφθηκε μάλιστα. Δεν ήταν μόνο τα λεφτά της μεταγραφής, αλλά και τα λεφτά που δίνονταν για κάθε νίκη, που ήταν περισσότερα. Μπορεί να φάνταζαν ασήμαντα στη σημερινή εποχή, αλλά τότε δεν μπορούσες εύκολα να τα αγνοήσεις. 

Ο Στεφανάκος άλλωστε ποτέ του δεν υποτίμησε τα χρήματα. Δεν υπήρξε φιλοχρήματος, αλλά κάποιος που βγαίνει κάθε βράδυ πρέπει να έχει και κάποια λεφτά να ξοδεύει στις εξόδους του. 

Για τον λόγο αυτό, συχνά διαπραγματευόταν με τον Ολυμπιακό για μεγαλύτερα χρηματικά οφέλη. Μάλιστα το 1961, όταν δεν τα έβρισκε με τον Ολυμπιακό, ξαναθυμήθηκε την παλιά αγάπη του ΑΕΚ και πήγε να προπονηθεί σε αυτή, ενώ ήταν ήδη παίκτης του Ολυμπιακού (!) προκειμένου να ασκήσει πίεση στην ομάδα. 

Ως ηθοποιός βέβαια έβγαζε πολύ περισσότερα από όσα ως ποδοσφαιριστής. Το ποσό που έπαιρνε ήταν 15.000-18.000 δραχμές για κάθε ταινία, χρήματα πολλαπλάσια των μηνιαίων απολαβών των ποδοσφαιριστών της εποχής. Αλλά γνώριζε ότι η κινηματογραφική του καριέρα δεν ήταν εύκολο να κρατήσει πολύ. Επιπλέον, στη δική του περίπτωση εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από την αντίστοιχη ποδοσφαιρική καριέρα. Αν έπαυε να είναι ποδοσφαιρικό είδωλο, θα έπαυε να είχε απήχηση ως ηθοποιός. Γι’ αυτό προσπαθούσε να μεγιστοποιήσει τα οφέλη του, όσο μπορούσε. 

Το 1965 πληροφορήθηκε ότι ο Σιδέρης πήρε δάνειο 100.000 δραχμών από τον Ολυμπιακό. Μόλις το έμαθε ο Στεφανάκος, πήγε στη διοίκηση και ζήτησε να γίνει το ίδιο και με αυτόν. Ισχυριζόταν ότι ήθελε να ανοίξει ένα μαγαζί στο Πέραμα. Η διοίκηση της ομάδας αρνήθηκε. 

Ο Μίμης τα «πήρε στο κρανίο» και αποφάσισε να σηκωθεί να φύγει από την ομάδα, αναζητώντας αλλού περισσότερα χρήματα. Ο Ολυμπιακός δεν τον έδινε, μολονότι τον ζητούσαν διάφορες ξένες ομάδες. Ο ίδιος έχει αναφέρει μεταξύ αυτών ακόμη και τεράστια ονόματα όπως Μπαρτσελόνα και Μίλαν. 

Στον Ολυμπιακό είχε έρθει τότε ο Μπούκοβι, που ήθελε να υπάρχει τάξη και πειθαρχία στην ομάδα. Μολονότι του άρεσε ως παίκτης ο Στεφανάκος, κατέστησε σαφές ότι δεν θα ανεχόταν κακή ζωή των παικτών εκτός γηπέδου. Στο μεταξύ, είχε αποκτηθεί και ο μεγάλος σέντερ-μπακ Ζαντέρογλου. Όλα έδειχναν ότι τα πράγματα είχαν γίνει σκούρα για το μέλλον του Μίμη στον Ολυμπιακό. 

Την χρονιά 1965/66, επί Μπούκοβι, ο Στεφανάκος έπαιξε μόνο δύο επίσημα ματς με τον Ολυμπιακό, που όμως δεν ήταν όποια κι όποια. Ήταν οι δύο αγώνες με την κάτοχο του Κυπέλλου Κυπελλούχων Ευρώπης Γουέστ Χαμ, για την ίδια διοργάνωση. 

Τότε η Γουέστ Χαμ διέθετε τους περισσότερους παίκτες στην ενδεκάδα της Εθνικής Αγγλίας, η οποία την ίδια χρονιά θα κατακτούσε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966. Τα τελευταία παιχνίδια του Στεφανάκου ήταν εναντίον μιας σπουδαίας ομάδας, με σπουδαίους παίκτες όπως οι Μουρ, Χαρστ και Πήτερς και για μια μεγάλη διεθνή διοργάνωση της Ευρώπης. Ήταν σαν ένα σενάριο κινηματογραφικής ταινίας για ένα λαμπερό παίκτη-αστέρι, ξεχωριστό από τους άλλους. 

Το τελευταίο του ματς στην ομάδα ήταν την 1.12.1965, στον επαναληπτικό αγώνα του Καραϊσκάκη, που έληξε ισόπαλος 2-2 και σφράγισε τον αποκλεισμό του Ολυμπιακού. Η απόδοσή του δεν ήταν εντυπωσιακή, ενώ θεωρήθηκε υπεύθυνος για το πρώτο γκολ των Άγγλων. Το αποτέλεσμα δεν ικανοποίησε κανένα στον Ολυμπιακό, παρά τη μεγάλη δυναμικότητα του αντιπάλου. 


Αμέσως μετά τον αγώνα, εξαγγέλθηκαν σκληρά μέτρα ελέγχου, προς εξασφάλιση της πειθαρχίας στην ομάδα. Το κλίμα που είχε διαμορφωθεί ήταν δυσάρεστο για τον ίδιο, που ποτέ του δεν υπήρξε θιασώτης της πειθαρχίας. Η παρουσία του Μπούκοβι δεν του άφηνε και πολλά περιθώρια για τις συνηθισμένες του αταξίες. Έτσι μπροστά στη νέα κατάσταση, αποφάσισε να φύγει μια ώρα αρχύτερα από τον Ολυμπιακό και την Ελλάδα. 

Το πρωτάθλημα εκείνης της περιόδου θα άρχιζε, πολύ καθυστερημένα, λίγο αργότερα (την 5.12.1965) και σε αυτό ο Στεφανάκος δεν θα είχε θέση στην ομάδα του Μπούκοβι.

Ο Στεφανάκος δεν νοιάστηκε και πολύ τότε για το αν θα έμενε ή όχι στην ομάδα. Τα οράματα και οι φιλοδοξίες του Ολυμπιακού του Μπούκοβι για επανάκτηση των ποδοσφαιρικών πρωτείων στην Ελλάδα δεν τον απασχολούσαν πολύ έντονα. Κοιτούσε πάνω από όλα το δικό του μέλλον, που γι’ αυτόν έπρεπε να ήταν εκτός Ελλάδας. Έψαξε και βρήκε γρήγορα την παράτολμη λύση. Χρησιμοποιώντας σφραγίδες του Ολυμπιακού και υπογραφές ασχέτων πλαστογράφησε ένα έγγραφο ελεύθερης παραχώρησής του και δρομολόγησε την αναχώρησή του από την Ελλάδα, προς αναζήτηση καλύτερης τύχης. 

Τον Φεβρουάριο του 1965, έφυγε για το Γιοχάνεσμπουργκ της Νότιας Αφρικής, χώρας απομονωμένης και εκτός διεθνούς ελέγχου εκείνη την εποχή, λόγω του ρατσιστικού καθεστώτος της. Εκεί μόνο θα μπορούσε να παίξει εύκολα και άνετα, λόγω των υποτυπωδών έως ανύπαρκτων σχέσεων της με την διεθνή ποδοσφαιρική ομοσπονδία. Τα προξενιά για το ταξίδι και την διαμονή του είχε κάνει ο μεγάλος μπασκετμπολίστας της ΑΕΚ Γιώργος Αμερικάνος. 

Στο Γιοχάνεσμπουργκ συνάντησε πρωτόγνωρες καταστάσεις, που ούτε και ένας φουλ δεξιός δεν μπορούσε να αποδεχτεί. Υπήρχε νόμος που επέτρεπε ειδικά και μόνο στους λευκούς όχι μόνο την οπλοφορία, αλλά ακόμη και το δικαίωμα να πυροβολήσουν και να σκοτώσουν κάποιο μαύρο, μόνο και μόνο επειδή τύχαινε να βρίσκεται έξω από το σπίτι τους! 

Στη Ν. Αφρική αγωνίστηκε στις ομάδες Ρέιντζερς και Κορίνθιανς με αμοιβή, που κυμαινόταν από 35.000-50.000 δραχμές. Παράλληλα ασχολήθηκε και με άλλες μπίζνες εκεί. Το 1969 τραυματίστηκε σοβαρά στο γόνατο και αναγκάστηκε να αποσυρθεί από το ποδόσφαιρο, επιστρέφοντας και πάλι και μάλιστα σχετικά αιφνιδιαστικά στην Ελλάδα. Προηγουμένως, όμως είχε φροντίσει να βοηθήσει τον συμπαίκτη του παλιό τερματοφύλακα του Ολυμπιακού Αυγητίδη στην επαγγελματική του ανέλιξη στο Γιοχάνεσμπουργκ.  

Ας κρατήσουμε από αυτόν τον μεγάλο ποδοσφαιριστή, με την περιπετειώδη ζωή, τα λόγια του από μια πρόσφατη συνέντευξη του:  

«Δεν ήμουν Ολυμπιακός. Τον Ολυμπιακό όμως τον λάτρεψα. Δεν γίνεται να μην αγαπήσεις τον Ολυμπιακό. Ο Ολυμπιακός μπαίνει στο αίμα σου». 

Τον πιστεύω γιατί ένας τύπος σαν κι αυτόν, με τη δική του νοοτροπία, δεν θα γινόταν εδώ και τόσο πολλά χρόνια ένα τόσο ενεργό και δραστήριο μέλος του Συνδέσμου παλαιμάχων της ομάδας, όπου εξακολουθεί να συμμετέχει, ακόμη και στην ηλικία που βρίσκεται σήμερα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου