Πέμπτη 9 Μαΐου 2019

Γ. Καστρινάκης: Η ομορφιά της κυριαρχίας στον αέρα

Την 6/5/1973, στο Σομπάτελι της Ουγγαρίας έκανε το επίσημο ντεμπούτο του στην Εθνική Ελλάδας, σημειώνοντας 8 πόντους, στη νίκη εναντίον της Γερμανίας (81-77), για το Πανευρωπαϊκό ένας από τους μεγαλύτερους μπασκετμπολίστες όλων των εποχών όχι μόνο του Ολυμπιακού, αλλά και της χώρας. Ο Γιώργος Καστρινάκης.  










Άτυχοι όσοι δεν έχουν δει τον τεράστιο Ελληνοαμερικανό μπασκετμπολίστα μας Γιώργο Καστρινάκη. Θα καμάρωναν που ένας τέτοιος παίκτης έπαιξε στον Ολυμπιακό.  Ο Καστρινάκης, που στην Ελλάδα άκουγε σχεδόν εξίσου να τον φωνάζουν πότε George και πότε Γιώργο, ήταν ο κυρίαρχος του αέρα.

Κάρφωνε, μπλόκαρε, έκανε φόλοου και μάζευε ριμπάουντ με πρωτοφανή ευκολία και συχνότητα, αλλά, το κυριότερο, προσφέροντας ένα απίθανα όμορφο θέαμα. Και θα αναρωτηθεί εύλογα κάποιος: καλά τα καρφώματα και οι τάπες, που από μόνα τους έχουν μια ομορφιά. Αλλά και τα ριμπάουντ; 

Πράγματι αυτό που συνέβαινε με τα ριμπάουντ του Καστρινάκη ήταν κάτι το μοναδικό και ανεπανάληπτο, που δεν έχει καταφέρει ποτέ κανείς άλλος Έλληνας (αλλά νομίζω ούτε Ευρωπαίος) παίκτης. Ο τρόπος που άρπαζε τα ριμπάουντ ο Γιώργος ήταν ένα υπέροχο θέαμα, ένα μικρό έργο τέχνης και ομορφιάς. Το πόσο δυνατά και ταυτόχρονα αρμονικά ξεδίπλωνε τα μεγάλα χέρια του, την ώρα που ήταν στον αέρα, εκμεταλλευόμενος το τεράστιο άλμα του, αποτελούσε ένα μπασκετικό ποίημα, που εντυπωσίαζε τους πάντες, ειδήμονες και μη. Μοιάζει κάπως υπερβολικό αλλά είναι απόλυτα αληθές ότι τα ριμπάουντ του Γιώργου ήταν πιο όμορφα ακόμη και από πολλά καλάθια άλλων παικτών. 

Αξίζει να σημειωθεί κάτι που ελάχιστοι γνωρίζουν. Ο Καστρινάκης είχε βγει δύο συνεχόμενες φορές πρώτος ριμπάουντερ σε τελική φάση Πανευρωπαϊκών Αγώνων εθνικών ομάδων. Δυστυχώς όμως τα εν λόγω στατιστικά δεν συνοδεύονταν από επίσημο και τυπικό τίτλο της FIBA, όπως για παράδειγμα συνέβαινε με τους καλύτερους σκόρερ ή τους καλύτερους παίκτες. Έτσι αυτή η μεγάλη ουσιαστική επιτυχία του Καστρινάκη έμεινε χωρίς επίσημη τυπική αναγνώριση ή βράβευση και χάθηκε στην αμνησία. Αντίθετα, για παράδειγμα, τόσο ο Κολοκυθάς όσο και ο Γκάλης έχουν καταγραφεί και τιμηθεί επίσημα ως πρώτοι σκόρερ πανευρωπαϊκών πρωταθλημάτων. 

Όσα προαναφέρω επιβεβαιώνονται και από το παράδειγμα του Φασούλα. 

Ο Φασούλας, όπως ο ίδιος έχει εξομολογηθεί, σε νεαρή ηλικία, είχε πρότυπο τον ιπτάμενο Καστρινάκη. Η εντυπωσιακά όμορφη κυριαρχία του Γιώργου στον αέρα τον έκανε να θέλει να του μοιάσει. Ο Καστρινάκης ήταν που τον έκανε να ασχοληθεί συστηματικά με το μπάσκετ. Και για τον λόγο αυτό η «αράχνη» φόρεσε τη φανέλα νο.13, επειδή τον ίδιο αριθμό φανέλας φορούσε το αγωνιστικό είδωλό του. 

Βέβαια, μπορεί ο Φασούλας να έκανε τρομερή καριέρα, να κυριάρχησε κι αυτός στον αέρα, αλλά το θέαμα του Καστρινάκη δεν μπόρεσε να το πλησιάσει, όπως άλλωστε και κανείς άλλος. Η ομορφιά και το θέαμα του Γιώργου ήταν κάτι περισσότερο από μπασκετική εικόνα. Ήταν περίπου καλλιτεχνική δημιουργία. 

Ο Γιώργος γεννήθηκε την 9/6/1950 και ήλθε στην Ελλάδα το 1972 μαζί με τους υπόλοιπους Ελληνοαμερικανούς, χάρις στον Γουλανδρή. Πρωτοφόρεσε τη φανέλα του Ολυμπιακού στις 4/11/1972 στη Γλυφάδα, σε αγώνα εναντίον του Παγκρατίου. 

Όμως όλους τους τίτλους και τις διακρίσεις με τον Ολυμπιακό τα κέρδισε μετά την αποχώρηση του Γουλανδρή, εν μέσω συχνών και πολλών προβλημάτων, τα οποία διαρκώς ανέκυπταν και σπάνια λύνονταν. Το γεγονός αυτό δείχνει τη δύναμη και την αξία εκείνης της ομάδας, στην οποία ο Καστρινάκης ήταν βασικός ογκόλιθος. 

Ο Γιώργος κατέκτησε δύο πρωταθλήματα (1976, 1978) και τέσσερα κύπελλα (1976,  1977, 1978, 1980). Ήταν βασικότατο μέλος της πορείας στο Final Six του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης 1979. 

Για το ύψος του δεν υπήρχε ομοφωνία. Άλλες πηγές μιλούσαν για 2.02 μ. και άλλες για 2.04 μ. Σε κάθε περίπτωση έπαιζε σέντερ-φορ, όπως επέβαλλαν τα δεδομένα της εποχής εκείνης, στην οποία τα ύψη ήταν πολύ χαμηλότερα. Με την πάροδο του χρόνου, όταν τα ύψη μεγάλωσαν και πλήθυναν, άρχισε να παίζει και ως περίπου power forward. 

Στην αρχή, το κύριο προσόν του ήταν το τεράστιο άλμα του. Επιτόπιο ξεπερνούσε το ένα μέτρο. Μπορούσε άνετα να καρφώσει με τα δύο χέρια με απλό επιτόπιο. Έτσι μάλιστα και προλάβαινε να κάνει βήμα και να πατήσει, τότε το άλμα του άγγιζε το ενάμισι μέτρο(!). Επίσης ήταν πολύ καλός στα αμυντικά του καθήκοντα. 

Πολύ σύντομα όμως κατάλαβε ότι για να γίνει ολοκληρωμένος παίκτης, έπρεπε να βελτιώσει τις επιθετικές του αρετές. Αυτό και έκανε και το πέτυχε μάλιστα σε χρόνο ρεκόρ. Γρήγορα μεταμορφώθηκε σε δεινό σκόρερ, που συναγωνιζόταν ακόμη και το βαρύ πυροβολικό της ομάδας, τον Στηβ. 

Είναι χαρακτηριστικό ότι στην καριέρα του στο ελληνικό πρωτάθλημα σημείωσε συνολικά 4.078 πόντους έναντι 6.044 του Στηβ. Όμως, στην πραγματικότητα, η μεταξύ τους διαφορά είναι μικρότερη, διότι, πέραν των άλλων παραγόντων, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι στους πόντους του Στηβ προσμετρούνται κι αυτοί που σημείωσε όταν πήγε στον ΠΑΟΚ, όπου η δουλειά του ήταν να σκοράρει. Αντίθετα ο Καστρινάκης ουσιαστικά έπαιξε μόνο στον Ολυμπιακό, καθώς το πέρασμά του στο τέλος της καριέρας του από τον Ηλυσιακό έγινε κυρίως όταν ο τελευταίος προσπαθούσε να ανέβει στη μεγάλη κατηγορία (πράγμα που το κατάφερε) και σε κάθε περίπτωση ήταν πολύ σύντομο και χωρίς αξιόλογες επιδόσεις στο σκοράρισμα. 

Το πόσο ανέβηκε επιθετικά ως παίκτης ο Καστρινάκης φαίνεται και από τη θητεία του στην Εθνική Ελλάδας, που διάρκεσε μια περίπου δεκαετία από το 1973 ως το 1982. Αγωνίστηκε σε 158 αγώνες της Εθνικής και πέτυχε 1.612 πόντους, έχοντας ένα πολύ ικανοποιητικό και αξιόλογο μέσο όρο πόντων 10,2 ανά αγώνα. Συμπεριλαμβάνεται μάλιστα στους δέκα πρώτους σκόρερ της Εθνικής, έχοντας συνολικό αριθμό πόντων μεγαλύτερο από τον αντίστοιχο του Στηβ, ο οποίος έχει σημειώσει συνολικά 1.468 πόντους, αλλά έχει καλύτερο μέσο όρο (12,77 ανά αγώνα). Είναι χαρακτηριστικό ότι το ατομικό ρεκόρ πόντων του Καστρινάκη στην Εθνική είναι 29 πόντοι, που το πέτυχε τον Δεκέμβρη του 1981, δηλαδή στο λυκόφως της καριέρας του τόσο στον Ολυμπιακό όσο και στην Εθνική. Αυτό ενδεχομένως δείχνει ότι είχε ακόμη να προσφέρει όταν έφυγε από τον Ολυμπιακό. Είχε όμως κουραστεί από τα συνεχή και χρόνια και μεγάλα προβλήματα της ομάδας, που δεν έλειψαν ακόμη και στις επιτυχίες της 

Πάντως για να γίνει καλός στον επιθετικό τομέα ο Γιώργος χρειάστηκε πολλή δουλειά μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Ο Καστρινάκης, άλλωστε, ποτέ δεν φοβήθηκε τη δουλειά. Ποτέ δεν έχανε προπόνηση, όπως τόσο ο Μουρούζης όσο και ο Ματθαίου είχαν δηλώσει. Όταν τελείωνε η προπόνηση ο Γιώργος έμενε για ώρες στο γήπεδο για να βελτιώσει τα προσόντα και να εξαλείψει τις αδυναμίες του. Έκανε επιπλέον προγράμματα με βάρη και ασκήσεις, για τον ίδιο σκοπό. Απέφευγε συστηματικά στη ζωή του υπερβολές και καταχρήσεις. Ήταν ένας απόλυτα συνειδητοποιημένος αθλητής, που θα τον ζήλευαν ακόμη και μεγάλοι επαγγελματίες.

Κλασικός αριστερόχειρας, γρήγορα έμαθε να σπάει καρπό και να σκοράρει συνέχεια. Το μόνο που θα μπορούσε να του προσάψει κανείς ήταν ότι ίσως θα μπορούσε να εκτελεί κάπως πιο γρήγορα. Παρ’ όλα αυτά, το μεγάλο άλμα του και η παραμονή του στον αέρα (την οποία βοηθούσε το γεγονός ότι μπορούσε να την παρατείνει, σταυρώνοντας κατάλληλα τα πόδια του) έκαναν να μη φαίνεται η συγκεκριμένη υποτιθέμενη αδυναμία του. 

Ως χαρακτήρας υπήρξε ομολογουμένως άψογος. Ενώ ήταν απόλυτα μαχητικός μέσα στο παιχνίδι, δεν δημιουργούσε ποτέ επεισόδια, ούτε συμμετείχε σε αυτά. Μόνο σε διαιτητές διαμαρτυρόταν λίγες φορές και αυτές με κόσμιο τρόπο. Έξω από τα γήπεδα, ήταν ευγενικός και καλότροπος. Γενικά ήταν ένας «κύριος», που όλοι τον σεβόντουσαν. 

Ο μεγάλος αντίπαλός του στην Ελλάδα ήταν ο David Nelson (αυτός που βαφτίστηκε Στεργάκος) με τον οποίο ο Καστρινάκης έδινε φοβερές μονομαχίες, καθώς ο Nelson ήταν όντως παίκτης μεγάλης αξίας. Ο Nelson λοιπόν είχε δηλώσει ότι ο ικανότερος και δυσκολότερος αντίπαλος, που είχε αντιμετωπίσει στην Ελλάδα ήταν ο Καστρινάκης, τον οποίο αποκάλεσε «true gentleman» και σπουδαίο άνθρωπο, με τον οποίο ήθελε να κάνει παρέα και εκτός αγωνιστικών χώρων. Η έγνοια όλων στον ΠΑΟ στους αγώνες με τον Ολυμπιακό, όπως είχε αποκαλύψει ο «Στεργάκος», ήταν να τον εμποδίσουν να πατήσει και να κάνει βήμα πριν πηδήξει.

Ο Καστρινάκης, μεταξύ άλλων, είχε αναλάβει να μιλήσει στον Γκάλη στις ΗΠΑ για να τον πείσει να έλθει στην Ελλάδα και στον Ολυμπιακό. Τι τύχη μπορούσε να έχει ένας σοβαρός, ποιοτικός και αξιόπιστος άνθρωπος απέναντι στα λαμόγια, που έταζαν τον ουρανό με τα άστρα, χρησιμοποιώντας ανενδοίαστα τα πιο μεγάλα και παραπλανητικά λόγια του ελληνικού λεξιλογίου, προκειμένου να δελεάσουν τον Γκάλη;  

Ο Καστρινάκης, που είχε σπουδές στις ΗΠΑ στα οικονομικά και λογιστικά, ήταν και είναι ένας καλλιεργημένος άνθρωπος, που πάντα του άρεσε να συζητά μια ευρεία γκάμα θεμάτων, συμπεριλαμβανομένων και των κοινωνικών. Όταν σταμάτησε οριστικά το μπάσκετ μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1980, επέστρεψε στις ΗΠΑ. Σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες που υπήρχαν, ζει στη Χαβάη, όπου διατηρούσε χρυσοχοείο.

Στη συνείδηση των οπαδών του Ολυμπιακού, που ακολούθησαν τη δεκαετία του 1970, εξακολούθησε να βρίσκεται ψηλά. Δεν ξέρουμε όμως ποια είναι η κατάσταση σήμερα, που συνεχώς προστίθενται νέες γενιές οπαδών, πολλοί των οποίων μάλιστα, δυστυχώς, όχι μόνο είναι ανιστόρητοι, αλλά και δεν έχουν και το παραμικρό ενδιαφέρον για την παλιά ιστορία της ομάδας και τους μεγάλους άσους του παρελθόντος του Θρύλου.

Απόδειξη της μεγάλης αξίας του Καστρινάκη είναι το γεγονός ότι σε ψηφοφορία που δημοσιεύθηκε την 10/3/2005, επ’ ευκαιρία των 80ων γενεθλίων του Ολυμπιακού, στην οποία συμμετείχαν 53 ειδικοί και δημοσιογράφοι του μπάσκετ συμπεριλήφθηκε στην καλύτερη πεντάδα όλων των εποχών της ομάδας μας, μαζί με τους Ρίβερς, Γιατζόγλου, Πάσπαλι και Φασούλα. 

Δεν ήταν και λίγο αν σκεφτεί κανείς, αφενός μεν ότι είχαν περάσει περίπου τριάντα χρόνια από τη δική του εποχή, αφετέρου δε ότι παικταράδες όπως οι Τόμιτς, Τάρλατς, Τάρπλεϊ, Έντι Τζόνσον, Μπέρι, Μελίνι κ.λπ. δεν είχαν μπει στην καλύτερη πεντάδα. Εξάλλου στην ψηφοφορία των ιδίων ειδικών για τον καλύτερο παίκτη στην ιστορία του Ολυμπιακού, ο Καστρινάκης είχε βγει τρίτος, με πρώτο τον Γιατζόγλου και δεύτερο τον Ζάρκο.

Έχω δει και χαρεί τον Καστρινάκη αμέτρητες φορές στα νιάτα μου. Αν όμως τύχαινε να με ρώταγε κάποιος ποια είναι τα πρώτα πράγματα που μου έρχονται στο μυαλό γύρω από τον Καστρινάκη, ίσως να παραξενευόταν από τη σχετικά μινιμαλιστική μου απάντηση. 

Το πρώτο που θυμάμαι ήταν κάτι εμφανισιακό, γεγονός που οφείλεται στην τεράστια αδημονία, με την οποία τον περιμέναμε να τον δούμε πως ήταν από κοντά όταν πρωτοήρθε. 

Τον θυμάμαι όταν πρωτοήρθε. Ήταν χωρίς καθόλου γένια, κόντρα ξυρισμένος, με τα κοντά μαλλιά του χτενισμένα προς τα πάνω και με χωρίστρα στη μέση. Φορούσε ένα εντυπωσιακό μακρύ, ποδήρες πανωφόρι, που μέχρι τότε δεν συνηθίζαμε να βλέπουμε να φορούν ούτε γυναίκες. Φαντάσου να το βλέπεις σε δίμετρο+ άτομο. Αυτά τα πανωφόρια, που ήταν περισσότερο καμπαρντίνες παρά παλτά ήταν πολύ της μόδας τότε στην Αμερική. 

Αργότερα ο Καστρινάκης άλλαξε look και έγινε αυτό το πολύ καλύτερο, που όλοι γνωρίσαμε και συνηθίσαμε. Στο πρόσωπό του εμφανίστηκε ένα περιποιημένο μούσι, άλλοτε λίγο μεγαλύτερο και άλλοτε λίγο μικρότερο και μια δήθεν ατημέλητη μικρή φράντζα στο μέτωπο, που τίναζε ψηλά με το χέρι του, με χαρακτηριστικό τρόπο. 

Το δεύτερο που θυμάμαι είναι κάτι αγωνιστικό, άγνωστο και ανώνυμο. Συνέβη στο γήπεδο του Σπόρτινγκ. 

Σε ένα άστοχο σουτ της ομάδας μας, που είχε γίνει κάτω από το αντίπαλο καλάθι (αυτό που είχε πλάτη τον ηλεκτρικό και τον σταθμό ΗΣΑΠ του Αγίου Ελευθερίου), είχε γίνει ένα σχεδόν υποδειγματικό μπλοκ-άουτ από δυο ψηλά και ογκώδη κορμιά αντιπάλων, που είχαν τεντώσει και προβάλλει κατάλληλα το σώμα τους (και κυρίως το πίσω μέρος του) κλείνοντας κάθε χαραμάδα για πιθανό επιθετικό ριμπάουντ. Ήταν έτοιμοι να πάρουν εύκολα το αμυντικό ριμπάουντ. 

Ο Καστρινάκης (όπως και ο καθένας) έμοιαζε να μην έχει καμία ελπίδα. Παρ’ όλα αυτά, ήλθε από πίσω με φόρα, πάτησε γερά και πήδηξε. 

Ενώ όλο το σώμα του έμεινε σχετικά μακριά από τους αντιπάλους κατόρθωσε να απλώσει σε θέση πρότασης και τα δύο τα χέρια του πάνω από τα σώματα και τα χέρια των αντιπάλων και να τους πάρει το ριμπάουντ μέσα από τα χέρια τους. 

Ήταν σαν να πηδάει κάποιο παιδί και να καταφέρνει, με ένα αστραπιαίο όσο και τέλειο συγχρονισμό, να βγάζει-τραβά, με ένα αγκίστρι ή με κάποιο μηχανικό ή άλλο μέσο, ένα αντικείμενο (π.χ. ένα γλύκισμα) που βρίσκεται (π.χ. μέσα σε ένα βάζο), τοποθετημένο κάπου ψηλά (π.χ. στην κορυφή μιας ντουλάπας), εκεί όπου δυσκολευόταν να το φτάσει ή να το πιάσει με άλλο τρόπο. 

Οι θεατές (μέσα σε αυτούς και εγώ) έμειναν έκπληκτοι από αυτό που έκανε. Οι παίκτες του Σπόρτινγκ το ίδιο. Ασφαλώς θα είπαν από μέσα τους: «Πώς έγινε αυτό ; Από πού ήρθε τούτος;»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου